Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 37

Εγώ είχα το γνωστό, έκτοτε, και χιλιοειπωμένο :

Κι ήταν οι μπερντέδες κόκκινοι,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι.
.
Και την άλλη μέρα, ο Τσοκόπουλος μ' ένα χρονογράφημα του έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, καυτηριάζοντας την υλιστική κι ανήθικη ύλη του περιοδικού, και υποδεικνύοντας τ' άτοπα που εγκυμονούσε, κυκλοφορώντας σ' αθώα χέρια νέων! Ο Μελάς, στην "Εστία", επέπεσε δριμύτερος, με τον τίτλο : "Σάρκα! Σάρκα!"...Το πράγμα πήρε φωτιά αμέσως και στις άλλες εφημερίδες. Σάτιρες, βρισιές,επακολούθησαν, τυμπανοκρουσίες υπέρ της ηθικής, πύρινα άρθρα, με στοιχεία κεφαλαία - και συγχρόνως συνεντεύξεις με τους δράστας, φωτογραφίες των διευθυντών και των συνεργατών της Ανεμώνης και, τελοσπάντων, γενική κατακραυγή! Μες στην παραζάλη αυτή των επιθέσεων, άλλοι από τους υπευθύνους κρύφτηκαν κι άλλοι απάντησαν πολύ προκλητικά, υπερθεματίζοντας σε τολμηρές εκφράσεις. Βγήκε κατόπιν κι άλλο φύλλο - το τελευταίο της φτωχής Ανεμώνης - ακόμα τολμηρότερο κι εκείνο. Θρύλοι δημιουργήθηκαν κακόβουλοι, κι η υπόθεση πήρε όψη καθαρού κοινωνικού σκανδάλου!

***
Κι η ζωή μου εξακολουθεί. Ομολογώ πως είμαι κουρασμένος, λυπημένος, απογοητευμένος. Όχι πως είχα πλάσει πολλά όνειρα που μου τα σκόρπισε ή που μου τα διέψευσε : ήμουν πάντα συντηρητικός, κι οι χίμαιρες μου περιορισμένες. Ούτε είχα και ποτέ φιλοδοξίες, που δεν κατόρθωσα να ικανοποιήσω. Δεν είχα ίσως καν φιλοδοξίες. Δεν ζητούσα παρά τη γαλήνη, την ήρεμη ζωή, το στοχασμό. Κι αυτά, μπορώ σχεδόν να πω πως τα κατόρθωσα. Και είμαι βέβαιος πως κάποιοι καλοί άνθρωποι, αναμετρώντας έτσι τη ζωή μου, θα είχαν ίσως την ανόητη αφέλεια να με πιστεύουν για πολύ ευτυχισμένο, και για "προνομιούχο" της - ποιός ξέρει! Έτσι φαίνονται τα πράγματα απ' έξω.
Κι όμως εγώ είμαι κουρασμένος!
Κι η ζωή μου εξακολουθεί...

Ναπολέων Λαπαθιώτης : Η ζωή μου (Στιγμή)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

* Κι όμως εγώ είμαι κουρασμένος! Κι η ζωή μου εξακολουθεί...


Σε μία επιστολή του προς τη «Νέα Εστία» με αφορμή έναν «φιλολογικό» καυγά, αναφερόμενος στον Μιχάλη Καραγάτση, ανάμεσα στα άλλα γράφει:

«Αλλά βλέπεις, με το να μην συμπέσουμε στην ίδια γενεά, -αυτός, τώρα, στην δεύτερη νεότητα (έτσι τον φαντάζομαι τουλάχιστον), κεφάτος για θορύβους και γι’ αγώνες, κι’ εγώ, από την άλλη τη μεριά, στη δύση μου (ή στην τέταρτη μου νεότητα, αν θέλετε!), κουρασμένος φοβερά απ’ τη ζωή, κι’ αηδιασμένος εντελώς απ’ τους ανθρώπους τόσο που να μου δίνη δυσφορία ακόμα, σας ορκίζομαι, και το να βλέπω τυπωμένο τα’ όνομά μου, - δε μπορούμε να συναντηθούμε βέβαια, και το λέω με λύπη μου για κείνον!»


~~~~~~~~~~~~

Το όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, -και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, -να την πω και να πεθάνω…

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

ΠΕΝΗΝΤΑ ΣΥΝ ΚΑΤΙ
για τον Λαπαθιώτη


του Α.Β. Στρατή

από την Οδό Πανός – τ.79-80, Μάιος 1995.

(περιλαμβάνονται αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του ποιητή.)


Β
[...]Ο Ναπολέων Ααπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 στην Αθήνα. Ήταν το μοναχοπαίδι πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας. Η μητέρα του ήταν ανηψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, στο σπίτι του οποίου ανατράφηκε. Οι προγονοί της συμμετείχαν στην έξοδο του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Ο πατέρας του - Κυπριακής καταγωγής - ήταν στρατιωτικός και συγχρόνως μαθηματικός. Μάλιστα, ως οπαδός του Βενιζέλου, είχε γίνει και υπουργός σε δύσκολες και ταραγμένες εποχές του πολιτικού βίου μας.

Τα πρώτα του μαθήματα τα διδάσκεται κατ’ οίκον. Εκτός από τα ελληνικά, έμαθε γαλλικά και αγγλικά. Αν και ποτέ δεν πήρε μαθήματα ιταλικών, τα μιλούσε αρκετά καλά. Ο Τέλλος Άγρας αναφέρει ότι ο Λαπαθιώτης γνώριζε και τα Αρβανίτικα, για τα οποία σχεδίαζε κι ένα λεξικό. Επίσης πήρε μαθήματα μουσικής με δασκάλα του στο πιάνο την Αθηνά Σερεμέτη. Τέλος, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής, αν και δεν παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, είχε «μια φυσική κλίση στο σκιτσάρισμα».

Το 1899 γράφεται στο Εθνικό Λύκειο και το 1905 εισάγεται στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1909, χωρίς όμως - στη συνέχεια - ν' ασκήσει κάποιο επάγγελμα σχετικό με τις σπουδές του, γιατί μόλις πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να κάνει την πρακτική άσκηση του σε κάποιο δικηγορικό γραφείο κι έπειτα να δώσει νέες εξετάσεις, «τότε παραιτήθηκα ολότελα, και διαβολόστειλα και τα νομικά και το καλό τους»!

Το 1914 υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία. «Τον Ναπολέοντα τον βαφτίσαμε Κομήτη του Χάλεϋ, που τόσο μας είχε ανησυχήσει το 1911. Τόσο σπάνια τον βλέπαμε», παρατηρεί ο Τάσος Ι. Μουμτζής, ο οποίος ήταν ο προπαιδευτής του.

Όταν ήταν μικρός, η οικογένεια του μετακόμιζε συχνά από σπίτι σε σπίτι. Τουλάχιστον δέκα μετακομίσεις, μέχρι το 1902 στο κέντρο της Αθήνας και κυρίως γύρω από την πλατεία της Ομόνοιας, τις οποίες ο ποιητής περιγράφει στην αυτοβιογραφία του. Έπειτα εγκαταστάθηκαν στο προαναφερόμενο ιδιόκτητο σπίτι, με αποτέλεσμα, «απ' τα κεντρικά μας σπίτια να βρεθούμε σε μια ερημιά - γιατί το μέρος ήταν ερημιά, για τη μικρή πρωτεύουσα της εποχής εκείνης».

Παρά το γεγονός αυτό ήταν πιστός και θερμός εραστής της Αθήνας, γιατί ταξίδεψε ελάχιστα. Όλα τα ταξίδια του Λαπαθιώτη - εκτός από ένα - γίνονται μέσα στην επικράτεια, εξαιτίας των μεταθέσεων και μετακινήσεων του πατέρα του.[...] Άλλωστε η αγάπη του για την πρωτεύουσα αποδεικνύεται και από τις νυχτερινές περιπλανήσεις του ποιητή «στις μικροσυνοικίες - στο Μεταξουργείο, το Θησείο, τη Δεξαμενή και το Παγκράτι» ή ακόμα και έξω από τα όρια της Αθήνας, όπως στον Πειραιά ή το Μενίδι.

Το 1896 διαμένει για έξι μήνες στο Ναύπλιο μαζί με την οικογένεια του. Το 1897 ταξιδεύει με την μητέρα του στο Αγρίνιο, όπου τους είχε προσκαλέσει ο πατέρας, επειδή «εκεί είχαν συγκεντρωθεί τα στρατεύματα μας κατεβαίνοντας από την Ήπειρο», μετά το τέλος του πολέμου. Εκεί έμειναν «όλο το καλοκαίρι και μέρος του φθινοπώρου». Το 1903, εξαιτίας της υποψηφιότητας και εκλογής του πατέρα του ως βουλευτή, συμμετέχει στην περιοδεία της οικογένειας του στον Τύρναβο.

Επειδή ο πατέρας του προσχώρησε στο κίνημα του Βενιζέλου, ταξίδεψε μαζί του το 1916 στη Θεσσαλονίκη. «Πολλοί παλαιοί μου φίλοι, όταν εγύρισα, έπαψαν να με χαιρετούν... τ' ότι προσχώρησα στο κίνημα κείνο ήτανε γι' αυτούς ατιμία, που δε μπορούσε με κανένα τρόπο να μου συγχωρεθεί». Τις τελευταίες μέρες του ίδιου έτους ακολουθεί πάλι τον πατέρα του - ως ιδιαίτερος γραμματέας - στην Αίγυπτο, όπου και έμειναν τους πρώτους μήνες του 1917. Στην Αλεξάνδρεια γνωρίζεται με τον Καβάφη. Από τότε αρχίζει η φιλία των δύο ποιητών, οι οποίοι και αλληλογραφούσαν - αραιά - μεταξύ τους, μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1933. [...] Ο ίδιος επίσης μας αποκαλύπτει ότι το μοναδικό ταξίδι που έκανε συχνά ο Λαπαθιώτης ήταν εκείνο μεταξύ Αθήνας-Πάτρας, επειδή στην τελευταία πόλη υπήρχαν οικογενειακά κτήματα, και συμπληρώνει ότι «άλλα ταξίδια ή εκδρομές στην Ελλάδα δεν πιστεύω να έκανε».

Γ
Στα γράμματα και στις τέχνες εμφανίζεται για πρώτη φορά με δημοσιεύσεις του στο περιοδικό «Διάπλαση των παίδων» το 1897 - σε ηλικία μόλις εννέα ετών - με το ψευδώνυμο «Αιθήρ». Αργότερα επανεμφανίστηκε στο ίδιο περιοδικό με το ψευδώνυμο «Όψιμος Κρίνος». Επίσημα εμφανίζεται το 1901, όταν ο πατέρας του τυπώνει το έμμετρο θεατρικό έργο του «Νέρων ο Τύραννος».

Φαίνεται ότι, εκτός από το τύπωμα, ο πατέρας του Λαπαθιώτη ανέλαβε και τις διορθώσεις του κειμένου του νεαρότατου και επίδοξου συγγραφέα. Ο ίδιος ο ποιητής – αργότερα - στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Στον Νέρωνα τον Τύραννο υπήρχε κι ένας αναχρονισμός, ένας πρώτου μεγέθους μαργαρίτης! Σε κάποιο μέρος η Οκταβία έλεγε στον Οκτάβιο, τη στιγμή που αυτός λιποψυχούσε, απ' το φλογερό τον ερωτά του:

«Αλλά, Οκτάβιε, λοιπόν, τι έχεις; Έχεις ρίγη;
Το πρόσωπο σου χλώμιασε! Θέλεις σαμπάνια λίγη;»


Πριν όμως τυπωθεί, ο πατέρας μου επενέβη και μου τον διόρθωσε:

«Το πρόσωπο σου χλώμιασε! Τι αφορμή σε θίγει;»

Κι έτσι το έργο είδε άμεμπτο το φως, σ' άψογους κι ομαλότατους δεκαπεντασύλλαβους».

Τέλος, το 1905, εμφανίζεται με δύο ποιήματα του, τα «Έκσταση» και «Το παράπονο του τραγουδιστή», στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού «Νουμάς». Από τότε αρχίζει να δημοσιεύει συνεχώς το έργο του σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας, της Κύπρου και της Αιγύπτου.

Όταν ήταν ακόμα παιδί, εξέδιδε σε ένα αντίτυπο μιαν εβδομαδιαία καλλιτεχνική εφημερίδα, της οποίας ο τίτλος άλλαζε συχνά: Ωχρόν Λυκόφως, Μελέτη, Πάρθιον Βέλος’ γεγονός που επανέλαβε και το 1925 σε συνεργασία με τον Ν. Χάγερ-Μπουφίδη, όταν εξέδωσαν την εφημερίδα «Καλλιτεχνική και Φιλολογική Ζωή», η οποία κυκλοφόρησε μόλις τρεις φορές, κι έπειτα διέκοψε την έκδοση της. Ήταν, επίσης, ένας από τους δέκα ιδρυτές και συντάκτες του λογοτεχνικού περιοδικού «Ηγησώ». Στην αυτοβιογραφία του –μάλιστα - μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τη διαδικασία έκδοσης του περιοδικού και τους συνεργάτες του, παρατηρώντας: «Τώρα που συλλογίζομαι το μηχανισμό εκείνης της εκδόσεως, βλέπω πως το σύστημα της ήταν τέλειο».

Το 1914 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νουμάς» το περίφημο «Μανιφέστο» του. Το κείμενο αυτό ξεσήκωσε φιλολογικές θύελλες και τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αφ' ενός μεν διότι επιτίθεται στους παλιότερους καλλιτέχνες και συγγραφείς, αφ' ετέρου δε επειδή προσκαλεί τους νεότερους να συνεργαστούν μαζί του για «το γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν».

Πρέπει να παρατηρήσουμε, όμως, ότι ο Λαπαθιώτης όχι μόνο δεν αποσκοπούσε σε αυτή την επίθεση, αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση αυτού του κειμένου. Επιφυλλίδες και άρθρα των παλιότερων συγγραφέων που τον κατακεραυνώνουν, συναντήσεις των νεότερων, οι οποίοι είχαν ενθουσιαστεί και στις οποίες δεν πήγε ποτέ ο ίδιος, αν και τον περίμεναν. Στο τέλος ο ποιητής, προκειμένου να εκτονωθεί η κρίση που είχε ξεσπάσει, ομολόγησε ότι αυτό το κείμενο το έγραψε σε μια στιγμή ανίας, επειδή δεν είχε ποιητική έμπνευση.

Μόλις το 1939, μετά από μια τριανταπεντάχρονη συνεχή παρουσία του στα νεοελληνικά γράμματα κυκλοφορεί σε βιβλίο μια πρώτη επιλογή ποιημάτων του, η οποία περιέχει πενήντα μονάχα τίτλους και όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος «αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το ένα τέταρτο της συνολικής παραγωγής του».

Ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ήταν κι αυτός υποστηρικτής του Βενιζέλου, με τον οποίον είχε γνωριστεί στη Θεσσαλονίκη το 1916. «Τα ελληνικά γράμματα περιμένουν πολλά από την πένα του κυρίου Λαπαθιώτη. Ξέρω πόσο τα τιμάτε και χαίρω εξαιρετικά που μου δίνεται η ευκαιρία να σας εκφράσω και προσωπικά τη βαθειά και ειλικρινή εκτίμηση μου», φέρεται να είπε ο Βενιζέλος στον ποιητή, όταν συναντήθηκαν.

Άλλωστε και μερικά σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη μας δείχνουν τα σφοδρά αντιβασιλικά του αισθήματα:

«Φίλος καλός - μάλλον κακός, καθό βασιλικός με ρώτησε αν συμπαθώ τα ζώα’ κ' εις εκείνου την πρότασιν απήντησα επιγραμματικώς: Όλα τα ζώα τ' αγαπώ - εκτός του Κωνσταντίνου».

Αργότερα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, βοήθησε κι έκρυψε στο σπίτι του «παράνομους» και κυνηγημένους. Σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν για τον Λαπαθιώτη, δεν μας αποκαλύπτουν αυτή την πτυχή της ζωής του, ενώ – αντίθετα - είναι πρόθυμοι και ικανοί να μας παρουσιάσουν άλλες - προσωπικές και ιδιαίτερες -στιγμές της. Ίσως και να μην γνώριζαν.

Πρώτος ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς μας κάνει λόγο γι' αυτό το γεγονός: «Ο Λαπαθιώτης, πριν αυτοκτονήσει, φρόντισε ν' αποκτήσει σύνδεσμο με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων, όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε, μυστικά στο σπίτι του, μια ομάδα ανταρτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα, τα όπλα του πατέρα του».

Ο κριτικός της λογοτεχνίας, επίσης, ο Βάσος Βαρίκας, συμπληρώνει: «Σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα ακόμη χρόνια του Μεσοπολέμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες πληροφορίες, έδειχνε ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμη και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του παράνομους».

Άλλωστε έχουν δημοσιευτεί και σχετικά κείμενα του, όπως το «Τραγούδι για το ξύπνημα του Προλεταριάτου», καθώς επίσης και μερικοί στοχασμοί του για τον κομμουνισμό, όπως εκείνος της 22ας Απριλίου 1928: «Θέλω τον ερχομό της κομμουνιστικής κοινωνίας με την ελπίδα ότι αυτή μέλλει να κινηθεί πλησιέστερα προς το πνεύμα της στοργής και της δικαιοσύνης». Όντας όμως ο ποιητής ένας οξυδερκής άνθρωπος, και αντιλαμβανόμενος το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε μια θεωρία ιδεών και την πρακτική εφαρμογή της, συμπληρώνει: «Από τη στιγμή που θα πειστώ ότι δεν πρόκειται να φέρει παρά μόνο μερικές, πολύ σχετικές τροποποιήσεις των ανθρωπίνων συνθηκών και σχέσεων, χωρίς άλλα σοβαρά παρακολουθήματα, η υπόθεση αυτή θα πάψει αυτομάτως να μ' ενδιαφέρει».

Σ' έναν άλλο στοχασμό του 1931 παρατηρεί: «Κάθε ιδεολογία γενικά - κι η πιο αγνή κι η πιο εκλεπτυσμένη - έχει ένα πολύ λεπτό σημείο, που ξεπερνώντας το λεπτό αυτό σημείο, επιστρέφει στην ηλιθιότητα», δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη βαθύτερη αμφιβολία και τις αμφισβητήσεις του προς κάθε είδους πολιτικά συστήματα’ τα οράματα και τις επαγγελίες τους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την επιστολή του Λαπαθιώτη -με ημερομηνία 1-5-1927- προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, με την οποία, «για να είμαι απολύτως συνεπής προς τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεως μου» - όπως γράφει ο ποιητής - ζητά «τον διακανονισμό μιας υποθέσεως χαρακτήρας εντελώς προσωπικού - που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησία». Συγκεκριμένα ζήτησε τη διαγραφή του από τις δέλτους της χριστιανικής εκκλησίας. Πρέπει – επιπλέον - να προσθέσουμε ότι αυτή η ενέργεια του δεν είναι αποτέλεσμα της συμπάθειας του προς τον κομμουνισμό, αλλά – μάλλον - μια υπαγόρευση των γενικότερων αισθητικών πεποιθήσεων του ποιητή.

Δ
Ακόμα κι όσο ζούσε ο Λαπαθιώτης, αλλά - πολύ περισσότερο - μετά τον θάνατο του, γράφτηκαν πολλά και διάφορα για τον τρόπο ζωής του ποιητή. Μιας ζωής που –σαφώς - κινιόταν έξω από τα κοινά αποδεκτά πλαίσια της εποχής του, γεμάτης ακραίες εμπειρίες, που – αναμφίβολα - τον έφεραν αρκετά κοντά με το κοινωνικό γίγνεσθαι και τις ποικίλες ζυμώσεις κι εξελίξεις της εποχής του. Αν ο ποιητής ζούσε σήμερα, οι επιλογές του δεν θα προκαλούσαν ιδιαίτερες αντιδράσεις’ ίσως και να μας φαίνονταν, «φυσιολογικές», σύμφωνες, σχεδόν με τους «ρυθμούς» της δικής μας εποχής.

Μέσα στα πλαίσια, όμως, της εποχής που έζησε -στη μικρή Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας- ο τρόπος ζωής, του ποιητή αποτελούσε μια διαρκή πρόκληση στα μάτια των ανθρώπων. Όμως, όπως έγραφε κι ο ίδιος ο Λαπαθιώτης, το 1908, σ' ένα κείμενο του για τη ζωή και το έργο του Όσκαρ Ουάϊλντ, η κοινωνία μπορεί να ταράσσεται και να εκπλήσσεται, αλλά «η κοινωνία ήτο πάντοτε αρκετά ταπεινή, ώστε να βλέπει όλα τα πράγματα από κάτω...»

Δεν πρόκειται ν' αναφερθώ στο γεγονός της ομοφυλοφιλίας του ή την χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ήδη το έχουν επιχειρήσει άλλοι, με αποτέλεσμα να γνωρίζουμε σήμερα περισσότερα για τη ζωή, παρά για το έργο του ποιητή. Η ζυγαριά έχασε την ισορροπία της, και το βάρος έπεσε στην ιδιότητα του ως «παραστρατημένου» ανθρώπου, αντί σ' εκείνην του δημιουργού.

Άλλωστε, αυτές οι καταστάσεις πραγμάτων - το σκάλισμα και ξεψάχνισμα του βίου ενός καλλιτέχνη - ενδιαφέρουν μονάχα όσους αρέσκονται σε σκανδαλολογίες και - κατά συνέπεια - σε ηθικολογίες. Εξάλλου, οι συγκεκριμένες αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες του Λαπαθιώτη, αποτελούν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και σκέψης, τον οποίον ένας άλλος άνθρωπος περισσότερο μπορεί να βιώσει παρά να γράψει –υποθετικά - γι' αυτόν.

Αντίθετα, προτιμώ ν’ αναφερθώ στην αγάπη που έτρεφε για την μητέρα του, με αποτέλεσμα να γράψει μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του, εξ αιτίας του θανάτου της, όπως παρατηρεί ο Μιχάλης Μερακλής. [...]

Γιατί να μην αναφερθούμε και στις 154 μουσικές συνθέσεις του Λαπαθιώτη - όσες ακριβώς και τα επίσημα ποιήματα του Καβάφη -όπου «σ’ όλες τις συνθέσεις, η ψυχή του ποιητή φανερώνεται ανώτερη και ψηλότερη από τις ψυχές άλλων μουσικών, τέλεια μυημένων στα μυστήρια κάθε τεχνικής επιστημοσύνης, τόσο μάταιης – αλλοίμονο - όταν λείπει το ένστικτο και το πάθος», Ή στην «υπερβολική» αγάπη, τρυφερότητα και στοργή που έδειχνε προς τα ζώα -και ιδιαίτερα στις γάτες;[...]

Εκτός από μερικούς στοχασμούς του με περιεχόμενο την αγάπη του ανθρώπου προς τα ζώα, ο Λαπαθιώτης στην αυτοβιογραφία του μας περιγράφει την πρώτη πραγματική οδύνη που ένιωσε, όταν ήταν παιδί, εξαιτίας του θανάτου ενός μικρού άσπρου γατιού που είχε, ενώ στο ημερολόγιο του σημειώνει ένα περιστατικό με μιαν άρρωστη γάτα που συνάντησε τυχαία μια νύχτα Χριστουγέννων στην οδό Πατησίων.
Γιατί εδώ, βέβαια, σ' αυτές τις «ιδιαιτερότητες» μπορεί να ανιχνεύσει και να εντοπίσει κανείς την ευαισθησία, την καλλιέργεια και την ποιότητα ενός ανθρώπου.

Δεν εργάστηκε ποτέ, αλλά ζούσε από τα αποθέματα της οικογενειακής περιουσίας. Όταν άρχισαν να σώνονται κι αυτά, αφού πρώτα -βέβαια- είχαν πεθάνει οι γονείς του, «άρχισε να πουλά τα πρώτα, πιο περιττά πράγματα. Προχώρησε στα κοσμήματα και στα χρυσαφικά. Συνέχισε με τ' αντικείμενα που δεν επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ποτέ: τ' ασημικά και τα παλιά σερβίτσια. Θησαυροί, ολ' αυτά, για ένα κομμάτι ψωμί. Το κτήμα στην Πάτρα επίσης. Για να καταλήξει στα βιβλία», για το ξεπούλημα των οποίων μας παρέχει πληροφορίες ο Γιώργος Ιωάννου.

Ο θάνατος της μητέρας του το 1937 και του πατέρα του το 1941, οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες που είχε υποστεί, επεξέτειναν την - αυξανόμενη με το πέρασμα του χρόνου - μοναξιά και μελαγχολία του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί - με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια - στην αυτοχειρία [τη νύχτα της 7ης προς 8ης Ιανουαρίου 1944], θέτοντας ένα τέλος στη ζωή του, μονάχα με «μια κίνηση περήφανη κι απλή (..) που θα 'χει κάνει ο μυς ενός δαχτύλου σ' ένα μικρό μοχλό μιας μηχανής» όπως ο ίδιος έγραψε σ' ένα πεζό ποίημα του, για τον άλλο αυτόχειρα ποιητή μας.

Η τελευταία και αναπόφευκτη λεπτομέρεια: ο ποιητής «κηδεύτηκε με έρανο έπειτ' από τέσσερις ημέρες, κατά την επιθυμία του», φοβούμενος το φαινόμενο της νεκροφάνειας, το οποίο -σε νεαρή ηλικία- είχε συμβεί στη μητέρα του.

Ε
[...] Τέλος, εκτός από ένα μέρος των στοχασμών του με θέμα τους την ομοφυλοφιλία, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του, σε μιαν άλλη συνέντευξη του, το 1938, ο Λαπαθιώτης δηλώνει: «Στα παιδικά μου χρόνια είχα κάποιες έντονες συμπάθειες (προς το θήλυ), αλλά στην ακαθόριστη εκείνη ηλικία, τη μεταβατική, συμβαίνουν τέτοιες προσωρινές διαστροφές».

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Στο 5ο κεφάλαιο ο Α.Β. Στρατής αναφέρεται σε κριτικές του έργου του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη [βλέπε 3ο σχόλιο της καταχώρησης Νο. 181] και συνεχίζει με το κεφάλαιο Η που αφορά στην τύχη του συνόλου του έργου του. Το κεφάλαιο Η κλείνει με μία πρόταση, μιας και η ολοκλήρωση αυτής της πολύ σημαντικής μελέτης, συνέπεσε με την 50ή επέτειο του θανάτου του ποιητή:

Η
Ο ίδιος ο Λαπαθιώτης φρόντισε ελάχιστα το έργο του. Το σκόρπισε σε πλήθος περιοδικών, χωρίς να επιμεληθεί την αυτοτελή και πλήρη έκδοση του, εκτός από εκείνη την ισχνή επιλογή ποιημάτων του το 1939, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του να πέσει στα χέρια άλλων, οι οποίοι δεν το μεταχειρίστηκαν -πάντοτε- με τον καλύτερο τρόπο. Πιστεύω ότι αυτή η αμέλεια του ήταν μια από τις συνέπειες των ιδεών του αισθητισμού, τις οποίες είχε ασπαστεί ο ποιητής. Σε μια συνέντευξη του το 1931 δηλώνει: «Είμαι ευτυχισμένος που δεν έχω τυπώσει ακόμα βιβλία. Σκεφθείτε, αν όσα τραγούδια ή ό,τι άλλο έγραφα από τα είκοσι μου χρόνια, είχε στεγαστεί μέσα σε βιβλίο και ήταν τόσο εύκολο να με διαπομπεύει».

Αργότερα -βέβαια- όταν πια είχε παραιτηθεί από τη ζωή, αυτή η απροθυμία του, ως προς την έκδοση βιβλίων, είχε ως βάση της -όχι πλέον τον αισθητισμό, αλλά την αίσθηση της ματαιότητας των πραγμάτων. Ο Κλέων Παράσχος σε μια συνάντηση του με τον Λαπαθιώτη, μερικά χρόνια πριν αυτοκτονήσει, όταν τον ρώτησε γιατί δεν εκδίδει ένα νέο βιβλίο του: «τότε μ' έναν τόνο που έσταζε άπειρη αθυμία κι απογοήτευση, αλλά και μια αδιαφορία ανθρώπου που σα να βγήκε από τη ζώνη της ζωής, μου είπε (το νόημα των λόγων του κρατώ): Δε βαριέσαι! Τι σημασία έχουν όλ' αυτά. Σε βεβαιώ ότι δεν έχω την παραμικρότερη επιθυμία να δω τυπωμένο το έργο μου».

Να ήταν άραγε μονάχα αυτό; Ο αισθητισμός του, δηλαδή, στην αρχή και κατόπιν η αίσθηση της ματαιότητας που τον κατείχε; Ας μην ξεχνάμε ότι και πριν ακόμα κυκλοφορήσει η πρώτη επιλογή ποιημάτων του, είχε αρχίσει ήδη να ανατέλει η μοντέρνα ποίηση στην Ελλάδα’ ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης κι άλλοι ποιητές μιας «νέας» τεχνοτροπίας. Ίσως γι' αυτό ακριβώς, αν και είχε ζητήσει την οικονομική ενίσχυση από την «Επιτροπή βοήθειας των πνευματικών αξιών της χώρας» μας, προκειμένου να εκδώσει μια δεύτερη επιλογή ποιημάτων του το 1943, με εβδομήντα τίτλους, την τελευταία στιγμή ματαίωσε την έκδοση της.
Τη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του, όσο επίμονα κι αν έψαξα, στάθηκε αδύνατο να την αποκτήσω, γιατί -εδώ και χρόνια-έχει εξαντληθεί. Πληροφορήθηκα μάλιστα ότι την ψάχνουν και πολλοί άλλοι, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται πια στην κατηγορία των σπάνιων βιβλίων. Μονάχα στα ράφια της Εθνικής Βιβλιοθήκης την ανακάλυψα. Εκεί κατόρθωσα να την ξεφυλλίσω και να κρατήσω μερικές σημειώσεις.

Εκτός από τα ποιήματα, το υπόλοιπο έργο του Λαπαθιώτη είναι πλούσιο σε έκταση και είδη γραφής. Έμμετρα δράματα, θεατρικά έργα, σατιρικά στιχουργήματα, αισθητικά και κριτικά δοκίμια, άρθρα για συγγραφείς, ένα ρομάντσο, ένα ημιτελές μυθιστόρημα, πεζά ποιήματα, διηγήματα, στοχασμοί, ημερολόγια, όνειρα και αρκετές μεταφράσεις.

Όμως, εκτός από αυτά, που τουλάχιστον ένα μέρος τους έχει δημοσιευτεί σε περιοδικά, υπάρχει κι ένα πλήθος αδημοσίευτων χειρογράφων, όπως προκύπτει από μιαν επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Πέτρο Χάρη, στις 18 Αυγούστου 1942. Με το γράμμα του αυτό ο ποιητής ζητά από το διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία», σε συνεργασία με κοινούς φίλους -Άγρα, Παπατζώνη και Παράσχο- να αναλάβει την επιμέλεια και την έκδοση του έργου του -δημοσιευμένου και μη- το οποίο ο Λαπαθιώτης είχε συγκεντρώσει «σε συρτάρια και σ’ ένα μπαουλάκι».
Ο Π. Χάρης -ευγενικά κι ανθρώπινα- αρνήθηκε να αναλάβει αυτή την ευθύνη, γιατί -όπως ισχυρίζεται- «όποιος βρεθεί κοντά σε κουρασμένους από τη ζωή ανθρώπους», δεν θα συμφωνούσε, ούτε θα έδειχνε πρόθυμη ανταπόκριση στην πρόταση του Λαπαθιώτη, γιατί αυτό το γεγονός «θα έκανε πιο γρήγορη την πορεία του ποιητή στο θάνατο».

Αναμφίβολα ο Π. Χάρης έχει δίκιο, αλλά σκέφτομαι ότι αυτή η τακτική αντιμετώπισης δεν έχει πάντα τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Συλλογίζομαι ότι για να φτάσει ένας ποιητής να προσφέρει σε κάποιον άλλο το έργο του, προκειμένου να φροντίσει εκείνος για την έκδοση του, σημαίνει ότι ο ποιητής, ο άνθρωπος πια, έχει παραιτηθεί και είναι αποφασισμένος να πεθάνει. Πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αφού ο κύβος έχει ήδη ριχτεί, όλα πια είναι ζήτημα χρόνου και όχι αποτελέσματος.

Γιατί μου φαίνεται ότι αυτή η άρνηση είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα, το έργο του Λαπαθιώτη να είναι άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα. Μήπως (όπως προφητικά;) σημείωνε ο ίδιος ο ποιητής στην προαναφερόμενη επιστολή του, τα χειρόγραφα αυτά κατέληξαν «σε μπακάλικα και σε μανάβικα, σαν απλό χαρτί περιτυλίγματος;»

Βέβαια ως προς τα δημοσιευμένα κείμενα του, μπορούμε, μετά από έρευνα να τα συγκεντρώσουμε και να προχωρήσουμε στην έκδοση τους. Ως προς τα αδημοσίευτα όμως; Μου έρχεται στο μυαλό ένας στίχος του Καβάφη «θα βρίσκονται τα καημένα πουθενά»; Ποιος ξέρει! Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι αρκετά χειρόγραφα του Λαπαθιώτη έχουν περιπέσει στα χέρια διάφορων φίλων και γνωστών του, οι οποίοι τα παρακρατούν χωρίς να τα δημοσιεύουν. Κι άραγε είναι μόνον αυτά ή υπάρχουν κι άλλα, τα οποία είναι άγνωστο αν και πότε θα δουν το φως της δημοσιότητας;

Αναρωτιέμαι κι εγώ, όπως ο Β. Βαρίκας, «αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ την εικόνα του ανθρώπου», όχι μονάχα στη ζωή του, αλλά -κυρίως- στο έργο του. Ακόμα και η έκδοση των ποιημάτων του 1964 «καλύπτει ένα μέρος μόνο του ποιητικού έργου του Λαπαθιώτη. Ο Δικταίος δημοσίευσε μόνον ό,τι είχε μπροστά του και δεν πραγματοποίησε καν την παραμικρή έρευνα» παρατηρεί ο Γιάννης Παπακώστας -επιμελητής της έκδοσης της αυτοβιογραφίας του Λαπαθιώτη.

Άλλωστε κι ο ίδιος ο Δικταίος το ομολογεί. Αφ' ενός μεν άμεσα όταν δηλώνει ότι θυμάται κι άλλα ποιήματα του Λαπαθιώτη, τα οποία, όμως, δεν έψαξε να τα ανακαλύψει’ αφ' ετέρου έμμεσα όταν -κατατάσσοντας χρονολογικά τα ποιήματα- διαπιστώνει ένα κενό εννέα χρόνων ανάμεσα στο 1913 και το 1922. Είναι δυνατόν ο Λαπαθιώτης, που δεν ήταν από τους ολιγογράφους συγγραφείς μας, να μην έγραψε τίποτα κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος;

Επιπλέον ο Δημ. Δασκαλόπουλος, εκτός από μια νέα έκδοση των ποιημάτων, «καμωμένη με πραγματική φιλολογική φροντίδα», προτείνει να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν τα πεζά και τα κριτικά σημειώματα του Λαπαθιώτη, «που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα».

Μήπως φέτος που συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από το θάνατο του ποιητή, θα πρέπει -με υπευθυνότητα και σεβασμό- να ενδιαφερθούμε για την έκδοση του έργου του; Τουλάχιστον ως ένδειξη ενός ελάχιστου φόρου τιμής προς ένα συγγραφέα, που έζησε και έγραψε κατά τη διάρκεια μιας εποχής σημαντικής και κρίσιμης για τη λογοτεχνική μας εξέλιξη.
~~~~~~~~~~~~

Περισσότερα για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη:

- No 36: Μια παρουσίαση από τον Σ.Τριβιζά
- No 40: Χαίρε Ναπολέων
- No 176: Ποιήματα
- No 177: Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
- No 178: Γ. Παλαμιώτης: Μια φανταστική συνέντευξη
- No 179: Τα ποιήματα
- No 180: M. Παπανικολάου: Κριτικά
- No 181: Τάσος Κόρφης: Ναπoλέων Λαπαθιώτης
- No 400: To τάμα της Ανθούλας