Είναι δύσκολο να είσαι αριστερή αδερφή. Μπορεί να έχεις όλη την καλή πρόθεση, να θέλεις να έχουν οι εργάτες έναν παράδεισο στα μέτρα τους. Όμως δεν είναι ο δικός σου παράδεισος, δεν υπάρχει τίποτα κοινό. Είναι γι’ αυτούς : εκείνοι οι ασεξουαλικοί γίγαντες δεν πήγαιναν μετά από μια μέρα δουλειάς στο μύλο, να παίξουν μπόουλινγκ, ή να πιούν μπύρες, ή να κάτσουν σπίτι τους ακούγοντας κάποια διανοουμενίστικη εκπομπή στο ραδιόφωνο. Ήταν εργάτες και τίποτα άλλο, εργάτες που έχτιζαν την κραταιά Αμερική.
Μετά το τέλος της ιστορίας, οι εργάτες θα πήγαιναν σε αίθουσες συναυλιών και θα άκουγαν συμφωνικά ποιήματα με τίτλους όπως το Ξεφλούδισμα του Καλαμποκιού. Θα πήγαιναν σπίτι τους, όπου θα τους περίμεναν θρεπτικά φαγητά, μαγειρεμένα σε χύτρα ταχύτητας για να διατηροήθούν τα φυσικά χρώματα και οι βιταμίνες. Μετά το δείπνο θα αποσύρονταν σε σαλόνια επιπλωμένα με πολύχρωμο ξύλο, σαν το τελευταίο φριχτό διαμέρισμα του Τομ. Θα διάβαζαν κάποια εφημερίδα που δεν περιείχε κουτσομπολιά ή διαφημίσεις. Ή μπορεί, αν ήταν καλοκαίρι και είχε ακόμα φως, να έβγαιναν έξω, στον κοινόχρηστο χώρο, και να έπαιζαν με τα παιδιά κάποιο συντροφικό ήσυχο παιχνίδι, ας πούμε βόλεϊ. Τέλος θα πήγαιναν στα κρεβάτια τους και θα συνουσιάζονταν με τις άχρωμες και άγευστες συζύγους τους. Η συνουσία θα ήταν υγιής και απλή : όπως η ζωή τους, που ήταν χωρίς απογοητεύσεις, έτσι και στο κρεβάτι δεν θα υπήρχε τίποτα που να χρειάζοταν να επιλύσουν ή να εκτονώσουν. Ούτε και στα όνειρα τους : τι τα χρειάζονταν τα όνειρα;
(...) Όλα ένα αστείο, τόσο απάνθρωπα ανόητο όπως και η ίδια η ιστορία. Ο Τομ πέθανε αναζητώντας τη μυθική του πόλη : πέθανε γιατί ήταν ομοφυλόφιλος. Όπως παραλίγο να μου συμβεί και μένα. Με τη διαφορά ότι ο θύτης μου, την τελευταία στιγμή, δεν βύθισε το μαχαίρι μέσα μου. Στον Τομ το έκανε, αυτή είναι η μόνη διαφορά. Ίσως υπάρχει άλλη μια : Η προτίμηση μου για τους αντιπροσώπους της εργατικής τάξης (με σάρκα και οστά, και όχι σε τοιχογραφίες στα ταχυδρομεία) με έκανε πάντα να κινδυνεύω να «στραπατσαριστώ λιγάκι»...
Μαρκ Μέρλις : Α, όπως Αμερική (Οδυσσέας)
Μετά το τέλος της ιστορίας, οι εργάτες θα πήγαιναν σε αίθουσες συναυλιών και θα άκουγαν συμφωνικά ποιήματα με τίτλους όπως το Ξεφλούδισμα του Καλαμποκιού. Θα πήγαιναν σπίτι τους, όπου θα τους περίμεναν θρεπτικά φαγητά, μαγειρεμένα σε χύτρα ταχύτητας για να διατηροήθούν τα φυσικά χρώματα και οι βιταμίνες. Μετά το δείπνο θα αποσύρονταν σε σαλόνια επιπλωμένα με πολύχρωμο ξύλο, σαν το τελευταίο φριχτό διαμέρισμα του Τομ. Θα διάβαζαν κάποια εφημερίδα που δεν περιείχε κουτσομπολιά ή διαφημίσεις. Ή μπορεί, αν ήταν καλοκαίρι και είχε ακόμα φως, να έβγαιναν έξω, στον κοινόχρηστο χώρο, και να έπαιζαν με τα παιδιά κάποιο συντροφικό ήσυχο παιχνίδι, ας πούμε βόλεϊ. Τέλος θα πήγαιναν στα κρεβάτια τους και θα συνουσιάζονταν με τις άχρωμες και άγευστες συζύγους τους. Η συνουσία θα ήταν υγιής και απλή : όπως η ζωή τους, που ήταν χωρίς απογοητεύσεις, έτσι και στο κρεβάτι δεν θα υπήρχε τίποτα που να χρειάζοταν να επιλύσουν ή να εκτονώσουν. Ούτε και στα όνειρα τους : τι τα χρειάζονταν τα όνειρα;
(...) Όλα ένα αστείο, τόσο απάνθρωπα ανόητο όπως και η ίδια η ιστορία. Ο Τομ πέθανε αναζητώντας τη μυθική του πόλη : πέθανε γιατί ήταν ομοφυλόφιλος. Όπως παραλίγο να μου συμβεί και μένα. Με τη διαφορά ότι ο θύτης μου, την τελευταία στιγμή, δεν βύθισε το μαχαίρι μέσα μου. Στον Τομ το έκανε, αυτή είναι η μόνη διαφορά. Ίσως υπάρχει άλλη μια : Η προτίμηση μου για τους αντιπροσώπους της εργατικής τάξης (με σάρκα και οστά, και όχι σε τοιχογραφίες στα ταχυδρομεία) με έκανε πάντα να κινδυνεύω να «στραπατσαριστώ λιγάκι»...
Μαρκ Μέρλις : Α, όπως Αμερική (Οδυσσέας)
4 σχόλια:
Από το βιβλίο:
Ο Μάρκ Μέρλις στο πρώτο του κιόλας βιβλίο (σημ:Α, όπως Αμερική) πετυχαίνει τη σύζευξη του ατομικού με το συλλογικό στοιχείο. Καταφέρνει να μας κάνει να νοιαστούμε για το απλό ανθρώπινο δράμα της μοναξιάς αλλά και να αντιδράσουμε στον υποκριτικό πουριτανισμό της Αμερικής που κυνήγησε και εξόντωσε για τις ιδέες και τη διαφορετικότητά τους πολλές φωτισμένες προσωπικότητες. Ο Μέρλις καταθέτει μια ευφυή μαρτυρία για το κίνημα των ομοφυλοφίλων στην Αμερική χωρίς συνθήματα και μεγαλοστομίες. Ο εξομολογητικός λόγος του κυρίου Ρηβ ξεπερνάει τα στενά πλαίσια ενός ανθρώπου της διπλανής πόρτας και αναδεικνύεται σε καταγραφή μιας κοινωνίας που παλεύει με τις προκαταλήψεις και την απάνθρωπη λογική κάθε είδους διακρίσεων.
* * *
O ιστορικός που έχει το χάρισμα να υποδαυ-
λίζει τη σπίθα της ελπίδας μέσα από το χρό-
νο είναι εκείνος που πιστεύει ακράδαντα στην
τελειωτική ήττα του κάθε εχθρού. Αλλιώς,
ακόμη και οι νεκροί κινδυνεύουν.
Βάλτερ Μπένγιαμιν
Από το εξώφυλλο του βιβλίου:
Ύστερα από τη βίαιη επίθεση που δέχεται ο κύριος Ρηβ -ένας εξηντάχρονος ομοφυλόφιλος δημόσιος υπάλληλος- από μια αρσενική πόρνη, ξυπνάει στο μελαγχολικό δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Το γεγονός της επίθεσης και ο όμορφος νεαρός ασθενής στο διπλανό κρεβάτι γίνονται αφορμή για ενδοσκόπηση και ένα γλυκόπικρο ταξίδι στο παρελθόν. Ο κύριος Ρηβ αναπολεί τα φοιτητικά του χρόνια και ιδιαίτερα τον καθηγητή και μέντορά του Τομ Σλέητερ που η επιρροή του υπήρξε καθοριστική για τη ζωή του.
Μορφή χαρισματική και πολύπλευρη ο καθηγητής παραπέμπει στον Φ. Ο. Ματτίεσεν, τον διάσημο αμερικανό κριτικό λογοτεχνίας που διώχτηκε για τις ομοφυλοφιλικές τάσεις του στη σκοτεινή περίοδο του μακαρθισμού και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία.
---------------
H μετάφραση είναι της Λίας Αθανασιάδη
Η παρουσίαση του βιβλίου από το ΒΗΜΑ (Βιβλία)
13/12/1998
Η πολιτική, κοινωνική και φιλολογική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών μέσα από την προσωπική αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας ενός 60χρονου ομοφυλόφιλου δημοσίου υπαλλήλου. Τη ζωή του έχει σημαδέψει η γνωριμία του με έναν επιφανή καθηγητή και κριτικό λογοτεχνίας, τον Τομ Σλέιτερ, που αυτοκτόνησε το 1952 εξωθούμενος από τον πόλεμο που του έγινε όχι τόσο για τις εξτρεμιστικές του ιδέες όσο για τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις. Εμείς βρισκόμαστε τώρα στο 1989, παρακολουθώντας την αναπόληση ενός ανθρώπου περιθωριοποιημένου.
Από Το ΒΗΜΑ, 06/12/1998
Αμερικανικές σπουδές
Η πολιτική, κοινωνική και φιλολογική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών μέσα από την προσωπική αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας ενός 60χρονου δημοσίου υπαλλήλου.
Γράφει η Ντόρα Τσιμπούκη, επίκουρος καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών:
Με το πρώτο του μυθιστόρημα ο 48χρονος Μαρκ Μέρλις πετυχαίνει να συνδέσει την προσωπική αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας με τη δημόσια ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η χρονική αφετηρία του μυθιστορήματος είναι ένα πρωινό του 1989, όταν ένας 60χρονος ομοφυλόφιλος δημόσιος υπάλληλος ξυπνά στο μελαγχολικό δωμάτιο ενός νοσοκομείου, ύστερα από τη βίαιη επίθεση που δέχθηκε από μια αρσενική πόρνη. Τυλιγμένος «σαν ζαχαρωτό» με επιδέσμους, ο κύριος Ριβ (του οποίου το μικρό όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ) βυθίζεται στο παρελθόν: παιδί εργατικής οικογένειας από μία κωμόπολη της Νέας Αγγλίας κατάφερε να εγγραφεί σ' ένα καλό κολέγιο και εκεί να γνωρίσει και να συνδεθεί μ' έναν επιφανή καθηγητή και κριτικό λογοτεχνίας, τον Τομ Σλέιτερ που αυτοκτόνησε το 1952. Την ονειροπόληση του Ριβ διακόπτουν οι επισκέψεις του φίλου του Χάουρντ, οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με το γραφείο του και, κυρίως, το πάθος που του γεννά το καλλίγραμμο σώμα του 20χρονου αγοριού που βρίσκεται στο διπλανό κρεβάτι.
Εναλλάσσοντας παρόν και παρελθόν, ο Μέρλις δημιουργεί ένα αριστοτεχνικά περίπλοκο μυθιστόρημα σε πρώτο πρόσωπο. Η αφηγηματική φωνή του κυρίου Ριβ είναι έξυπνη, ζωντανή και εκφραστική, ικανή να ανακαλέσει ολόκληρες εποχές με την απλή παράθεση φαινομενικά ασήμαντων λεπτομερειών: ένα ποτήρι ουίσκι που προσφερόταν στις απογευματινές συναντήσεις για τσάι στο σπίτι του καθηγητή στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ή το χαβανέζικο πουκάμισο που ήταν τόσο δημοφιλές στους ομοφυλόφιλους του 1950 ή η ευφημιστική χρήση της λέξης «funny» για να περιγραφεί οποιαδήποτε «αποκλίνουσα» συμπεριφορά.
Κεντρικό ρόλο στην αφήγηση του Ριβ έχει το πορτρέτο του Σλέιτερ, ενός εστέτ διανοούμενου και μελετητή της κλασικής αμερικανικής λογοτεχνίας, του οποίου η σεξουαλική ζωή περιορίζεται σε πλατωνικούς δεσμούς με φοιτητές του σε αντίθεση με αυτήν του νεαρού τότε Ριβ, ο οποίος με υπερβολική ευκολία αποδέχεται τη σαρκική επαφή χωρίς ίχνος αγάπης. Η αντιπαράθεση των δύο ανδρών γίνεται φανερή σε συμβολικό επίπεδο από την αδυναμία ή καλύτερα την υποσυνείδητη άρνηση του μαθητή να ολοκληρώσει την ανάγνωση του «magnus opus» του μέντορά του. Πρόκειται για την Απόρθητη Πόλη, το βιβλίο του Σλέιτερ που αναφέρεται στη λογοτεχνική αναγέννηση της Αμερικής του 19ου αιώνα και το οποίο παίρνει τον τίτλο του από ένα ποίημα του Γουίτμαν (Κάλαμος, Φύλλα Χλόης) για μια ουτοπική «πόλη των Φίλων» βασισμένη στην «εύρωστη, άφοβη αγάπη» μεταξύ ανδρών.
Η ιδεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας, καθώς και η άσβεστη δίψα του για συντροφικότητα οδηγούν τον Σλέιτερ στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στο μεταξύ, στην Αμερική του 1950, έχει αρχίσει το «κυνήγι των μαγισσών» από την Επιτροπή Αντι-αμερικανικών Ενεργειών. Οταν ο Σλέιτερ αρνείται να συνεργαστεί, κατηγορείται για υπονόμευση «της ηθικής δομής του έθνους» και γίνεται ένα από τα θύματά της, όχι για τις εξτρεμιστικές του ιδέες αλλά για τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις. Το μυθιστορηματικό πορτρέτο του Τομ Σλέιτερ βασίζεται, με ορισμένες σημαντικές διαφορές, στη ζωή και το έργο του ιδρυτή των Αμερικανικών Σπουδών, του καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Φ.Ο. Μάθιεσεν, συγγραφέα της πρώτης σημαντικής μελέτης για την αμερικανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα με τίτλο Αμερικανική Αναγέννηση (1941). Ο Μάθιεσεν, όπως και ο Σλέιτερ, έδωσε τέλος στη ζωή του το 1950, πηδώντας από το παράθυρο ενός ξενοδοχείου στη Βοστώνη, και αφήνοντας πίσω του ένα σημείωμα που επέρριπτε τις ευθύνες για την πράξη του στις δυσχερείς διεθνείς πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Σε αντίθεση, όμως με τον μοναχικό, ανικανοποίητο Σλέιτερ, ο Μάθιεσεν είχε μια ολοκληρωμένη σχέση επί 25 χρόνια με τον ζωγράφο Ράσελ Τσένι, ο θάνατος του οποίου πιθανόν να συνέτεινε στην απόφαση του Μάθιεσεν να θέσει τέλος στη ζωή του. Εξαιτίας όμως αυτών των διαφορών μεταξύ του ιστορικού προσώπου και της μυθιστορηματικής του απόδοσης, ο Σλέιτερ λειτουργεί ως αρχετυπικός ήρωας, ένας ήρωας του οποίου η επιθυμία διαρκώς μετατίθεται και ο πόθος καταπνίγεται.
Ωστόσο, η ερμηνεία του θανάτου του Σλέιτερ ως αποτέλεσμα της σεξουαλικότητάς του είναι προϊόν της ιδιόρρυθμης προσωπικότητας του Ριβ, ο οποίος επινοεί μια αλυσίδα προδοσιών και εκβιασμών που οδηγούν τον Σλέιτερ στην αυτοκτονία. Οι παράλληλες μυθιστορηματικές εκδοχές που επιχειρούν να αναδομήσουν το τελευταίο διάστημα της ζωής του Σλέιτερ παραπέμπουν σκόπιμα σ' ένα άλλο μυθιστόρημα εικασιών, το Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ!, του Γουίλιαμ Φόκνερ. Και όπως στο Αβεσαλώμ οι παράλληλες εκδοχές ρίχνουν φως στην ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών αλλά και των αφηγητών, στο μυθιστόρημα του Μέρλις οι ερμηνείες του Ριβ αποκαλύπτουν την τραγικότητα της ύπαρξης του ίδιου του αφηγητή τους. Γιατί παρά τη φαινομενική ελαφρότητα με την οποία επιδίδεται σε σεξουαλικά παιχνίδια, ο Ριβ στα 60 του νιώθει βαθύτατα πληγωμένος, αποκαμωμένος από αισθήματα ντροπής και αυτοπεριφρόνησης, εξαντλημένος από την υποκριτική συγκάλυψη των ομοφυλοφιλικών του προτιμήσεων. Μπορεί οι ταραχές που ξέσπασαν την 27η Ιουνίου 1969 στο Στόουνγουολ Ιν της Νέας Υόρκης, με αφορμή τις επιδρομές της αστυνομίας στα γκέι μπαρ, να σηματοδοτούν μία νέα εποχή στην ιστορία των ομοφυλοφιλικών κοινοτήτων, όμως στη ζωή πολλών ατόμων όπως του Ριβ δεν έφερε ουσιαστικές αλλαγές. Ο κόσμος του Ριβ εξακολουθεί να οροθετείται από κλειστούς χώρους δωμάτια νοσοκομείου, δημόσια αποχωρητήρια, κρεβατοκάμαρες, μπαρ, σταθμοί τρένων , στους οποίους συχνάζουν μονάχα άνδρες απουσιάζουν επιδεικτικά γυναικείοι χαρακτήρες , ενώ ο ίδιος παραμένει περιθωριοποιημένος, αρνούμενος πεισματικά οποιαδήποτε ανάμειξη σε πολιτικές, επαγγελματικές ή οικογενειακές υποχρεώσεις. Εντυπωσιακή, επίσης, είναι η παντελής έλλειψη μνείας στο AIDS σχεδόν μία δεκαετία μετά την εμφάνισή του.
Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση οι ελλείψεις αυτές δεν μας επιτρέπουν ν' αμφισβητήσουμε την αξιοπιστία του Ριβ και την ειλικρινή του πρόθεση να συμβιβαστεί με την ηλικία του, έτσι ώστε να πάψει να βασανίζεται από ανικανοποίητους πόθους. «Κανένας Θεός δε θα μπορούσε να είναι τόσο απερίσκεπτος, ώστε να ρημάξει το κορμί και να αφήνει ανέπαφη την επιθυμία, », αναλογίζεται με πικρία ο Ριβ. Η πόλη των Φίλων ζωντανεύει μονάχα στα όνειρά μας.
Η ελληνική μετάφραση πετυχαίνει να διατηρήσει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον αυτοσαρκασμό και το πληθωρικό συναίσθημα που χαρακτηρίζουν υφολογικά την αφήγηση. Η επιλογή όμως του τίτλου «Α, όπως Αμερική», αν και εννοιολογικά σχετίζεται με τη θεματογραφία του κειμένου, εν τούτοις δεν αποδίδει την πολυσημία του αγγλικού τίτλου. Ο πρωτότυπος τίτλος «Αμερικανικές Σπουδές» αναφέρεται στο σεμινάριο κλασικής αμερικανικής φιλολογίας που δίδασκε ο Τομ Σλέιτερ, ενώ εμμέσως τονίζει τη σημασία που είχε το σεμινάριο αυτό για τον ήρωα με τις επακόλουθες συνέπειες στη ζωή του όταν σταμάτησε να το διδάσκει. Συγχρόνως, δίνει έμφαση στην κριτική θεώρηση της πολιτιστικής κατάστασης στην Αμερική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Η επιλογή όμως ενός παραλλαγμένου τίτλου, κάνει φανερή όχι μόνον την ουσιαστική έλλειψη της απαραίτητης ορολογίας (gender studies, gay studies, queer studies, epistimology of the closet, κλπ.) αλλά και την απουσία της αντίστοιχης κριτικής θεωρίας στην ελληνική γλώσσα, η οποία θα καθιερώσει ως δόκιμους τους όρους αυτούς.
~~~~~~~~~~~~
To βιβλίο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1998.
Δημοσίευση σχολίου