.
.
Έμεινε μόνος κι ένιωσε ανακούφιση. Αναγκάσθηκε να σκεφτεί κάτι που πολύ καιρό τώρα απέφευγε’ δεν του άρεσαν οι γυναίκες, σχεδόν τις αποστρεφόταν, κάρφωνε πολύ συχνά το βλέμμα του πάνω στο στήθος τους κι αυτό του δημιουργούσε αποστροφή. Αναρωτιόταν γιατί το προβάλλουν, κανέναν πόθο δεν του δημιουργούσαν.
Αυτόματα του ήρθε στο μυαλό ο Δημήτρης. Ήθελε να τον έχει δίπλα του και να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Μόνο αυτό θα του αρκούσε. Μετά θα έγερνε στον ώμο του, θα έκλεινε τα μάτια, θα αποκοιμιόταν. Μόνο αυτό ήθελε, τίποτ’ άλλο.
Ξάπλωσε στον καναπέ κι έκλεισε τα μάτια του, ένιωσε τις άκρες τους να καίγονται. Είχε καιρό να κλάψει. Το κλάμα του ήταν βουβό, μούσκεψαν τα πάντα κι έτσι αποκαμωμένος κοιμήθηκε.
Δημήτρης Χατζόπουλος : Μπριγιόλ (Εμπειρία Εκδοτική)
Αυτόματα του ήρθε στο μυαλό ο Δημήτρης. Ήθελε να τον έχει δίπλα του και να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Μόνο αυτό θα του αρκούσε. Μετά θα έγερνε στον ώμο του, θα έκλεινε τα μάτια, θα αποκοιμιόταν. Μόνο αυτό ήθελε, τίποτ’ άλλο.
Ξάπλωσε στον καναπέ κι έκλεισε τα μάτια του, ένιωσε τις άκρες τους να καίγονται. Είχε καιρό να κλάψει. Το κλάμα του ήταν βουβό, μούσκεψαν τα πάντα κι έτσι αποκαμωμένος κοιμήθηκε.
Δημήτρης Χατζόπουλος : Μπριγιόλ (Εμπειρία Εκδοτική)
4 σχόλια:
Aπό το site του Mελωδία 99,2 (Πολιτισμός):
Όταν ο έρωτας μπαίνει ορμητικά για πρώτη φορά στη ζωή του Δημήτρη, αυτός, αδύναμος να κρατήσει στους ώμους του το βάρος της αλλαγής, στηρίζει όλη του την ύπαρξη σ’ εκείνον που προσωποποιεί τον πόθο του. Ζώντας σε μια τυπική ελληνική οικογένεια της δεκαετίας του ‘70, βιώνει κρυφά από τους άλλους το μέγιστο συναίσθημα, αυτό που θα τον βγάλει από το αδιέξοδο της εφηβείας και θα τον οδηγήσει αλώβητο στην ενηλικίωση. Τόπος, η ελληνική επαρχία, και οι συνθήκες αντίξοες για τον τότε απαγορευμένο μεταξύ δύο παιδιών του ίδιου φύλου έρωτα. Θα περπατήσουν στα μονοπάτια του πάθους ερήμην τους, θα ακροβατήσουν στο κενό και θα περάσουν στον κόσμο των ενηλίκων με ανεξίτηλα σημάδια στα κορμιά τους, πιο δυνατοί όμως από πολλούς που δεν κατάφεραν να κάνουν τις επιθυμίες τους ζωή.
Η φαινομενικά συνηθισμένη ιστορία δύο εφήβων που σε μια επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του ‘70 ανακαλύπτουν τον έρωτα. Δημιουργούν μεταξύ τους μια σχέση που περπατάει στα μονοπάτια του πάθους ερήμην τους. Λιγότερο συνηθισμένο, ότι πρόκειται για δύο αγόρια.
Ο συγγραφέας, σε μια αφήγηση ποταμό που άλλοτε αγγίζει και άλλοτε ξεπερνά το θάρρος της προσωπικής μαρτυρίας, ταυτίζεται και με τους δύο ήρωες και τους παρακολουθεί μέχρι την τυπική και ουσιαστική ενηλικίωσή τους. Πάθος, επιβεβαίωση, ακύρωση, συντριβή, αναγέννηση!
Το μυστήριο του έρωτα αριστοτεχνικά δεμένο με το μυστήριο της οικογένειας μέσα από ένα στοχασμό απόλυτα ρεαλιστικό. Η ιστορία είναι το μέσο για να ειπωθούν βαθιά βιωμένες αλήθειες, ανεξάρτητα από φύλο και εποχή.
Μια εξομολόγηση λύτρωσης και αισιοδοξίας, που προκύπτει μέσα από την πιο σκληρή πορεία αυτογνωσίας, ένας λόγος τόσο δυναμικός και σύγχρονος, που δε σου επιτρέπει να πετάξεις τίποτα.
---------------------------
Ο Δημήτρης Χατζόπουλος εισήλθε αισίως στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Αναπνέει, κατά δήλωσή του, πάντα με νεανικό ενθουσιασμό. Εργάζεται ολημερίς και ολονυκτίς για το καλό και το κακό του ελληνικού τραγουδιού. Πυροβολεί καθημερινά τους ακροατές του μέσα από τα ερτζιανά, ενώ μόλις αποφάσισε με το Μπριγιόλ, που είναι το πρώτο του βιβλίο, να στρωθεί να γράψει κάτι που είχε στο μυαλό του από μικρός.
Aπό το ίδιο site:
ΑΠ' ΤΗΝ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ
Κείμενο: ΣΥΣΣΗ ΚΑΠΛΑΝΗ
Η λογοτεχνία είναι μια καθόλου καθωσπρέπει «κυρία» που κυκλοφορεί νύχτες, αρέσκεται σε εξαρτήσεις πάσης φύσεως, πίνει το αίμα και το μεδούλι της εναλλάξ από διπλό καλαμάκι και το κυρίαρχο βίτσιο της είναι να κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα ανθρώπινες ζωές, όταν δεν κοιτάζει τη δική της.
Τα περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, αυτό το έχουν παραδεχτεί οι δημιουργοί τους και πώς θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς άλλωστε. Κάποιο βίωμα γίνεται έναυσμα συγγραφής, κάποια στιγμή ζωής καταγράφεται και γύρω της ο μύθος-αράχνη έρχεται να πλέξει τον περίτεχνο ή όχι ιστό της, γιατί είναι και μερικές τσαπατσούλες. Ένας από τους ήρωες κάθε βιβλίου θα έχει κάποια χαρακτηριστικά του συγγραφέα, τα χούγια του και τα «κουσούρια» του.
Στην περίπτωση της λογοτεχνίας αυτό έντεχνα μπορεί να κουκουλωθεί, να μην είναι παντιέρα εν ολίγοις, κάτι που στις βιογραφίες και να θες δεν κρύβεται. Εκεί άντε να αποκαλυφθεί πως επί χρόνια κρύβεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό, ή σε άλλη περίπτωση, αν δεν αυτο-εκτεθείς, ο βιογράφος σου μπορεί να αποδειχθεί αλλού νυχτωμένος.
Στη λογοτεχνία λοιπόν, όποιος κατάλαβε κατάλαβε κι όποιος υπέθεσε υπέθεσε. Γιατί κακά τα ψέματα το αναγνωστικό κοινό κυρίως μέσα από μια κλειδαρότρυπα αρέσκεται να διαβάζει ένα βιβλίο. Κάμποσες συνδυαστικές σκέψεις τρέχουν παράλληλα με την ανάγνωση, μέχρι να καταλήξει ο -διαβαστερός- πως ...«χα, τον ανακάλυψα το συγγραφέα σε κείνο το σημείο να πίνει σουμάδα, στο παρακάτω καλντερίμι να ξύνει αναιδέστατα τη μύτη του, πίσω από κείνη την πόρτα να ερωτοτροπεί με την αράχνη στη γωνία και μέσα στο μπαούλο αποκοιμισμένο μπρούμυτα». Κι εκεί περιχαρής μπορεί και να κλείσει το βιβλίο. Διότι, αφού αποκάλυψε το γρίφο..;
Βρέθηκα τις προάλλες στην Πάτρα στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημ. Χατζόπουλου «Μπριγιόλ». Το καλοπροαίρετο αναγνωστικό κοινό της πόλης ήταν παρόν στην εκεί «Πρωτοπορία».
Εκεί κι ένας κύριος μιας κάποιας ηλικίας με το ροδαλό του επαρχιακού αέρα στα μάγουλα, αν δεν ήταν σπασμένα αγγεία από κάποια χρόνια υπέρταση, ο οποίος έσπευσε εξ αρχής σαν σπασίκλας μαθητής να πει: Εγώ το βρήκα το «κουσούρι». Εγώ κοίταξα μέσα από την κλειδαρότρυπα το συγγραφέα και..: Έχετε ομοφυλοφιλικά βιώματα; Γιατί στο κάτω κάτω αυτό με νοιάζει, χαμπάρι δεν πήρα από ό,τι άλλο γράφει εκεί μέσα, είχα το μάτι στην κλειδαρότρυπα και το μυαλό «κολλημένο».
Και δεν ήταν μόνο αυτός. Τη βραδιά ήρθε να διανθίσει κι άλλη παρόμοια περίπτωση που πλέον είχε ακολουθήσει πιο -επιστημονικές μεθόδους- και είχε καταλήξει σε σαφέστατα συμπεράσματα κλειδαρότρυπας. «Λοιπόν, έχουμε και λέμε, όχι δεν οδηγεί Audi η κυρία τάδε του βιβλίου σου, αλλά μια Citroen τάδε μοντέλο, επίσης ο συνήρωας του βιβλίου είναι τώρα παχουλός, φαλακρός με κοιλιά. Σωστά;» Ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης, που έλυσε την...άσκηση, διότι θέλει και μαθηματική σκέψη πιθανά, για να διαβάσεις ένα βιβλίο (από την κλειδαρότρυπα) συνόδευε τα λόγια του. Θέλει να προσέχεις λεπτομέρειες, θέλει να παρακολουθείς κατά πόδα τους ήρωες ως άλλος αστυνόμος Σαΐνης. Μήπως θέλει και πτυχίο ντετέκτιβ αλά Θου Βου μυστικός πράκτωρ 000; Μπορεί.
Να διαβάζαμε με την καρδιά μας κι όχι μόνο με το μυαλό μας, πόσο κέρδος θα το 'χαμε! Να μην ανα-δια-κατά τέμναμε προτάσεις, για να ανακαλύψουμε πόσο απέχει το ρήμα του υποκειμένου, λες και στο Δημοσθένη δε γυρνάγαμε σελίδα για να τα συνταιριάξουμε, και πόσο το μυαλό απ' την καρδιά.
Α, και πού είσαι Χατζόπουλε στο μέλλον πουλάκι μου, μάραθο στην κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας σου, είναι έκπαλαι ενδεδειγμένο, γιατί διώχνει τα δαιμόνια. Μάραθο, σου λέω!
ΜΠΡΙΓΙΟΛ
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Λένε πως η μόνη μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Μπορεί. Αν είναι έτσι, το σύνηθες είναι να θέλεις να επιστρέψεις κάποτε, είτε για να ζήσεις είτε για να πεθάνεις. Εκτός αν στην πορεία έχεις αλλάξει πατρίδα. Γίνεται; Μάλλον γίνεται. Νομίζω πως είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε όλες τις παραμέτρους της ζωής μας. Για παράδειγμα αν δεν θέλεις να είσαι πια Έλληνας, μπορείς να μην είσαι. Πάντα θα είσαι γεννημένος στην Ελλάδα βέβαια -αυτό δεν αλλάζει- αλλά μπορείς να μην χρεώνεσαι και να μην επιβεβαιώνεις για μια ζωή μια τυχαία «σύλληψη». Όταν αναφερόμαστε όμως στην οικογένεια, τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Αυτό το δυνατό δίχτυ των γονιδιακών δεσμών και του κοινού συναισθηματικού παρελθόντος δεν σπάει. Όσο παλεύεις τόσο μπλέκεσαι και αιχμαλωτίζεσαι. Δεν σπάει, αλλά ξεμπερδεύεται, με επιμονή και κόστος. Με φροντισμένες εκλογικεύσεις όπου χρειάζεται αλλά και με εκείνο που οι ανατολικές φιλοσοφίες ονομάζουν αυτοπραγμάτωση. Μην σε τρομάζει η λέξη. Δεν είναι κάποια αίρεση. Είναι το αυτονόητο. Να στέκεσαι στα πόδια σου. Να έχεις βρει τις αναλογίες της ζωής σου. Να είσαι μια ήσυχη συνέχεια. Να κυλάς χωρίς το άγχος να ξεχωρίζεις.
Ξεκίνησα να γράψω δυο λόγια για ένα βιβλίο, και τόση ώρα μιλάω για μένα. Αυτές είναι οι μαγκιές των καλών βιβλίων. Να το τελειώνεις και να μιλάς για σένα.
Δεν είμαι gay, δεν είχα τραυματισμένα παιδικά χρόνια, η μητέρα μου κάποτε πούλησε τα μαλλιά της -να γίνουν φυσική περούκα από μία βιοτεχνία- για να πάρει ποδήλατο στον αδερφό μου. Θα το έκανε άνετα και για μένα. Όμως ποτέ δεν της πήρα δώρο ένα κόκκινο πορτοφόλι. Το χρωστάω ακόμα. Ελπίζω μόνο να προλάβω...Ο πατέρας μου, μου χαμογελούσε πάντα και του χρωστάω και μία φυσική συστολή -την οποία πάλεψα να μην μετατραπεί σε δειλία- και μία καλοσύνη που θεωρώ πως δεν την έχω χάσει. Όμως το Μπριγιόλ* μιλάει για μένα. Μιλάει και για την «τρέλα» η οποία μπορεί να αφηγηθεί. Για το ότι η ζωή σου αποκτάει νόημα μόνο όταν γίνει μέρος της ζωής κάποιου άλλου.
Για την ηδονή του να είσαι ολόκληρος και να μην ερωτεύεσαι το άλλο σου μισό αλλά κάτι άλλο επίσης ολόκληρο.
Και καταλήγω πως διαφορετικοί είναι οι άνθρωποι με διαφορετικούς στόχους και ξένες μεταξύ τους «συνειδητότητες», κι όχι εκείνοι που έχουν επιλέξει διαφορετικούς δρόμους για να φτάσουν εκεί.
Από το μπλόγκ του Δημήτρη Αθηνάκη:
Η εξέταση με μικροσκόπιο ενός εφήβου που βήμα-βήμα ανακαλύπτει τη σεξουαλική του ταυτότητα και βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ έναν έρωτα που προκύπτει μετά από αυτήν, είναι το κέντρο της ιστορίας του «Μπριγιόλ». Ο Δημήτρης Χατζόπουλος, με μια νοσταλγική όσο και ρομαντική διάθεση, διηγείται μια ιστορία γραμμική που η εξέλιξή της μοιάζει να εξυπηρετεί ένα και μόνο σκοπό: την ελευθερία απ’ οποιοδήποτε μονομανές πάθος.
Ο Δημήτρης, δευτερότοκος γιος μιας μικροαστικής οικογένειας της Πάτρας, με όλα τα μικροαστικά κατάλοιπα που μπορεί κανείς να έχει κατά νου, περνά μια ιδιάζουσα όσο και τραχεία εφηβεία, μ’ έναν πατέρα απόντα, μια μάνα καταπιεστική κι έναν αδερφό που όλοι ασχολούνται μ’ αυτόν. Γνωρίζει, όμως, τον Δημήτρη, ένα χρόνο μικρότερό του, στο σχολείο, και από κει ξεκινούν όλα. Ένας ματαιωμένος έρωτας μεταξύ των δύο αγοριών καθώς και μια ψυχική παράνοια βρίσκουν χώρο κι εγκαθίστανται στην ψυχή του πρώτου Δημήτρη και τον ακολουθούν μέχρι τη λήξη των σχολικών χρόνων καθώς και τα πανεπιστημιακά χρόνια στην Αθήνα. Μέχρι, εν τέλει, την αποκοπή από όλα όσα κατέτρυχαν τους χαρακτήρες, είτε μέσω της αναχώρησης (ο δεύτερος Δημήτρης περνά κάποιο χρόνο στο Άγιο Όρος) είτε μέσω της πλήρους παραίτησης και εκ αναγέννησης που τολμά ο πρώτος Δημήτρης.
Ο μόνος λόγος που μπορώ να φανταστώ ότι ο Χατζόπουλος χρησιμοποίησε δύο ίδια ονόματα για τους ήρωές του, είναι γιατί ήθελε, μ’ έναν προφανή συμβολισμό να καταδείξει το αντικαθρέφτισμα του ενός χαρακτήρα στον άλλο. Με λίγα λόγια, χρησιμοποίησε αυτό το τέχνασμα προκειμένου να μπορέσει μ’ αυτό να δηλώσει ότι αυτό που χαρακτηριζόταν ως έλλειψη στον έναν Δημήτρη, μπορούσε να βρει το συμπλήρωμά του στον άλλον. Σοφόν το σαφές.
Όσον αφορά τώρα την ίδια την ιστορία, η ένσταση που μπορεί να εγερθεί σχετίζεται με το χτίσιμο των χαρακτήρων. Μοιάζει ο συγγραφέας τού «Μπριγιόλ» με μια ευκολία και εξ απαλών ονύχων να περιγράφει όλα τα πρόσωπα με μια διάθεση παραίτησης, ομοιαζόντων εν πολλοίς αντιδράσεων και επίπεδων σκέψεων. Αυτό, κατά κανόνα, στη λογοτεχνία δεν αποτελεί καταρχήν πρόβλημα. Ωστόσο, πολλές φορές καταδεικνύει μια εμμονή σε κλισέ χαρακτήρες που δεν ξεπερνούν το κοινώς λεγόμενον ούτε, φυσικά, τον κοινό νου.
Κοντολογίς, ο Χατζόπουλος έχει αποφασίσει να αναπαραγάγει χωρίς έντονη προσωπική πινελιά τα πρότυπα που ισχύουν και που ο περισσότερος κόσμος έχει στο μυαλό του για τους ομοφυλόφιλους, άντρες ή γυναίκες, οδηγώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί, με τον τρόπο που έχει επιλέξει να χτίσει το μυθιστόρημά του, ότι η ανακάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας του καθενός και της καθεμιάς μας, τείνει να γίνει εξ αιτίας και εξ ανάγκης αποκλειστικά του καταπιεστικού ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος. Κάτι που αποτελεί, μεταξύ άλλων, μονομέρεια. Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια οπτική που ο συγγραφέας επέλεξε να παρουσιάσει.
Ωστόσο, το «Μπριγιόλ» τολμά να μιλήσει για ένα θέμα με εξομολογητική διάθεση και με μια χροιά που αγγίζει τα όρια της προσωπικής μαρτυρίας. Είναι ένα κείμενο που δεν μπλοφάρει και στα σίγουρα δεν έχει γραφτεί για να πει μιαν ιστορία «απ’ έξω» ή «απ’ τα κάτω». Ο Χατζόπουλος, με λίγα λόγια, συνθέτει μιαν αφήγηση που δεν κρύβεται πίσω από κανένα δάχτυλο, που δε φοβάται καθόλου να θέσει επί τάπητος θέματα που αφορούν την ταυτότητα, τον έξω και το μέσα κόσμο που διατηρείται, κατά κανόνα, στο πλαίσιο του απόλυτου ρεαλισμού χωρίς ούτε μια στάλα πέρα απ’ την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Κάτι που, φαινομενικά, δεν ήταν, επιπλέον, καν στις προθέσεις του συγγραφέα.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι παρά την ερωτική σχέση και σχέση πάθους μεταξύ των δύο ομόφυλων εφήβων, το «Μπριγιόλ» δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό, παρότι φαντάζει να ήθελε να πετύχει το αντίθετο. Όπως προαναφέρθηκε, τολμά να μιλήσει, απ’ την άλλη όμως, δεν προχωρά εις βάθος στις όποιες «ιδιαιτερότητες» θα μπορούσε κανείς να βρει, κάνοντας, έτσι, το μυθιστόρημα μιαν ακόμη ερωτική ιστορία, φυσιολογική και καθημερινή. Αυτό αποτελεί αρετή για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, μιας και τάσσει το πλαίσιο των αφηγηματικών του προθέσεων στην υπερπήδηση, την απονοηματοδότηση και τη διαγραφή εννοιών όπως «ιδιαίτερος», «ιδιαιτερότητα» κ.λπ., αποφεύγοντας, έτσι, το σκληροπυρηνικό ή συνδικαλιστικό μανιφεστάρισμα της μιας ή της άλλης πλευράς.
Όλα, όμως, εξαντλούνται εκεί. Δεν πρέπει ο αναγνώστης να περιμένει αποκαλύψεις, λογοτεχνικές ή ενδοκειμενικές, δεν πρέπει να αναμένει στοχασμούς εις βάθος. Μπορεί, όμως, να αναλογιστεί επιτέλους, ότι, δυστυχώς, για κάποιους καλλιτέχνες οποιασδήποτε μορφής τέχνης, ο ομοφυλόφιλος ερωτισμός δεν εντοπίζεται πάντα μεταξύ συγγραφέων, ηθοποιών, διανοουμένων ή όποιων άλλων εστέτ χαρακτήρων.
Ο ερωτισμός, αφενός, είναι ένας και, αφετέρου, ανήκει σε όλους.
Ας το δεχτούμε.
Δημήτρης Αθηνάκης
Δημοσίευση σχολίου