Δευτέρα, Ιουνίου 06, 2005

No 44

Image Hosted by ImageShack.us Leif Thageson (Σουηδία)
.
.
Του βουλώνω το στόμα με το χέρι και με τ’ άλλο κατεβαίνω στο φερμουάρ. Αφήνω το στόμα και τρέχω στο στήθος. Ζουλάω τις τρυπημένες ρώγες και σφίγγω στα δάχτυλα τον κρίκο και το καρφί. Ο Τζώνυ αναστανάζει. Τον γυρνάω μπρούμυτα και του κατεβάζω τη βερμούδα και το σλιπ. Τα οπίσθια τρέμουν, οι γοφοί αντιστέκονται. Τον σαλιώνω γερά και του βουλώνω το στόμα. Αγωνίζεται να ξεφύγει, μα με τον κρίκο παγιδευμένο στα δάχτυλα μου φυλακίζεται ολόκληρος ανάμεσα στα σκέλια μου και κλειδώνεται εκεί. Στην αρχή ασάλευτος και μετά ζωηρός. Αναβάτης και ισορροπιστής. Πάνω κάτω αγωνίζεται και στάζει ιδρώτα και ιδρώτα και ιδρώτα χωρίς σταματημό. Η μυρωδιά του απλώνεται…Τώρα είμαστε καλά. Μείνε λίγο ακόμα. Μέρες την περίμενα αυτή τη στιγμή…
Ο Τζώνυ τρεκλίζει. Ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους στρωμένους με πλακάκια και μια λεκάνη που παραφυλάει σαν κουμπαράς. Στήνεται όρθιος ξανά. Ο χρόνος τελειώνει. Εγώ εξαργυρώνω μέσα του, εκείνος ταΐζει τον κουμπαρά.
Ο ιδρώτας εξατμίζεται, η βερμούδα ανεβαίνει, ο κρίκος και το καρφί σκεπάζονται κάτω από το άσπρο βαμβακερό. Ανοίγουμε την πόρτα. Ένας Γιαπωνέζος περιμένει τη σειρά του στωικά., μετράει δυο άντρες που βγαίνουν απ’ το «Γυναικών». Απογοήτευση και σοκ. Έφτασε μέχρι εδώ για να ταξινομήσει στο χάρτη του την κουλτούρα των υπαρξιστών κι έπεσε ο καημένος στο υπόγειο με το δάσος και τη φωτιά.

Αντώνιος Ρουσοχατζάκης : Εδέμ (Καστανιώτης)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Ο Θεός είναι Άγγλος, ο Αδάμ και η Εύα Αμερικάνοι, ο Κάιν Ιρλανδός και ο Άβελ Έλληνας. Ένας Αυστραλός σκηνοθέτης δοκιμάζει το χτίσιμο του Παραδείσου σ' ένα μικρό θέατρο του Παρισιού. Ο Θοδωρής, ο Άβελ της ιστορίας, ζει το ρόλο της παράστασης, μα χάνει την ταυτότητα της ζωής. Φλερτάρει, πειραματίζεται, γαργαλάει και τσατίζεται, πέφτει και σηκώνεται μπροστά και πίσω από την αυλαία της σκηνής. Στα διαλείμματα της κάθε πράξης επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια και αναθεωρεί το μάθημα των θρησκευτικών: Υπάρχει Θεός που φροντίζει τη Γη σαν μέγας σκηνοθέτης; Πού κρύβεται ο Παντοδύναμος; Από πόσο κοντά παρακολουθεί τους παίκτες του και πόσο συχνά παίζει ο ίδιος με τα νήματα της Τύχης και της Μοίρας; ΕΔΕΜ: Ένα ταξίδι στο Παρίσι, στο Θέατρο και στον Παράδεισο στις αρχές του 21ου αιώνα.

Ανώνυμος είπε...

Από την Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη)
6 Δεκεμβρίου 2002

Μελανός θίασος

Μια πολυεθνική ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών στο Παρίσι ζει με ένταση την παταγώδη αποτυχία της


Η σύντομη ιστορία την οποία αφηγείται στην Εδέμ ο 34χρονος Αντώνιος Ρουσοχατζάκης εκτυλίσσεται στο Παρίσι, στους κόλπους ενός θιάσου αγγλόφωνων (και στην πλειονότητά τους ερασιτεχνών) ηθοποιών, που οδηγούνται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα σε παταγώδη αποτυχία. Ενας Αγγλος (ο Ριχάρδος), δύο Αμερικανοί (ο Σκοτ και η Γκλόρια), ένας Ιρλανδός (ο Τζόνι), ένας Ελληνας (ο Θοδωρής), ένας Αυστραλός (ο Αντριαν), μια Γαλλίδα (η Κολέτ) κι ένας Ασιάτης (ο Σεϊτσού) καλούνται να τα βγάλουν πέρα με το έργο του Αρθουρ Μίλερ Η Δημιουργία του κόσμου, που αποτελεί μιαν άγρια παρωδία του ομώνυμου βιβλικού μύθου και απευθύνεται σε ακροατές με προχωρημένα γούστα. Ο Ρουσοχατζάκης εικονογραφεί το θίασό του με τα μελανότερα χρώματα. Κανένα στην πραγματικότητα από τα μέλη του (με την εξαίρεση, ίσως, του σκηνοθέτη, ο οποίος δεν έχει, παρ' όλα αυτά, καλύτερη κατάληξη από τους υπόλοιπους) δεν ενδιαφέρεται ούτε για το έργο ούτε για το θέατρο. Ο ένας προσπαθεί να βγάλει όπως όπως χρήματα, ο άλλος ψάχνει μια καινούρια εμπειρία, ένας τρίτος δοκιμάζει να διασκεδάσει την πλήξη του, ενώ οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, ο Θοδωρής και η Γκλόρια ή Εύα, αναζητούν έναν τρόπο για να πάνε πιο πέρα τη ζωή τους. Και ό,τι απομένει στο τέλος δεν είναι παρά η έντονη αίσθηση του περαστικού, του πεπερασμένου και του φευγαλέου σ' έναν κόσμο ο οποίος παραιτείται γρήγορα από τις όποιες διαθέσεις του για ρήξεις και τολμηρά διαβήματα.


Περίπλοκη σχέση με την κωμωδία

Αν στο πρώτο μυθιστόρημά του (Μπιμπερό με κόκα κόλα, 2000) ο Ρουσοχατζάκης ανοίγει παρτίδες με το μελόδραμα, δοκιμάζοντας μια διακριτική διακωμώδησή του, στην Εδέμ η σχέση του με την κωμωδία αναβαθμίζεται εμφανώς, αποκτώντας αίφνης πολύ πιο περίπλοκα και απαιτητικά χαρακτηριστικά. Ολα όσα λαμβάνουν χώρα στο βιβλίο ο αναγνώστης οφείλει να τα κοιτάξει υπό μορφήν αντεστραμμένου ειδώλου. Ο κοσμοπολιτισμός των ηρώων δεν είναι παρά μια γλυκερή γενέθλια νοσταλγία, οι ομοφυλοφιλικές επιδόσεις της Εύας και του Θοδωρή προετοιμάζουν έναν ανθόσπαρτο οικογενειακό βίο, οι σκηνικές ανατάσεις που επιβάλλει κατά καιρούς το θεατρικό κείμενο του Μίλερ ξεπέφτουν σε σπασμωδικές φιγούρες του βωβού κινηματογράφου, το λογοτεχνικό Σεν Ζερμέν του 1900 γίνεται ο τόπος μιας γρήγορης (όσο και παράφορης) ερωτικής συνεύρεσης στις τουαλέτες, τα εστιατόρια της υψηλής ή της εξωτικής γαστρονομίας προσφέρουν το χώρο τους για καθημερινούς καβγάδες μεταξύ ζευγαριών, ενώ τα μωρά και οι γέροι αποτελούν, με αφορμή την επαγγελματική δραστηριότητα των δύο κεντρικών ηρώων, μόνιμο στόχο γελοιοποίησης.

Οι αντεστραμμένες αυτές σχέσεις μπορεί να διατρέχουν απ' άκρου εις άκρον την Εδέμ, προδίδοντας ένα πνεύμα εύφορης αναρχίας, αλλά δεν είναι ο μοναδικός ορίζοντας της δράσης. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Θοδωρή, διά μέσου της οποίας κινείται ολόκληρη η πλοκή, παρεισφρέει συχνά ένας δραματικός κυνισμός, που βάζει φρένο στην τάση της κωμικής διάστασης του βιβλίου για αποχαλίνωση των πάντων. Χωρίς πίστη, χωρίς ελπίδα και χωρίς αναμονή και πεποίθηση για οτιδήποτε, ο Θοδωρής εννοεί τη ζωή σαν το πέρασμα ενός κομήτη: όλα φεύγουν βιαστικά, και τα καλύτερα, πρώτα και από πολύ νωρίς -ας πορευτούμε, επομένως, εδώ και τώρα, όπως μπορούμε. Να, λοιπόν, γιατί οι έξαλλες καταστάσεις τις οποίες συναντούμε κάθε τόσο στις σελίδες της Εδέμ δεν βγάζουν μάτι και, το κυριότερο, δεν γίνονται πάραυτα νυσταλέες με τον υπέρβαρο όγκο τους. Επειδή ο Ρουσοχατζάκης κατέχει άριστα την τέχνη της ισόρροπης σύμμειξης. Στο πλαίσιο μιας ως εξ ορισμού έωλης αίσθησης της πραγματικότητας, όπου κάθε κίνηση και πράξη τελεί υπό την αίρεση της άμεσης διαγραφής της, οι άνθρωποι είναι συνεχώς τα αρνητικά αντίγραφα του ούτως ή άλλως ανεύρετου εαυτού τους. Γι' αυτό ο Ριχάρδος δεν ενοχλεί με το ακραία απωθητικό (και την ίδια στιγμή σκιώδες) παρουσιαστικό του, γι' αυτό οι ταυτόχρονες ερωτικές επαφές του Θοδωρή με τον Τζόνι και της Εύας με την Κολέτ δεν εκνευρίζουν με την έκδηλη συμμετρία τους, γι' αυτό οι ασταμάτητες προκλήσεις που συμβαίνουν επί σκηνής δεν προκαλούν με τις απιθανότητές τους.


Εξισορροπημένη τεχνική

Ανάλογες ισορροπίες εξασφαλίζει ο Ρουσοχατζάκης και για την αφηγηματική τεχνική του. Διάστικτες και πολλαπλής αγωγής λογοτεχνικές αναφορές, μοτίβα της γαστρονομικής κουλτούρας, σαδομαζοχιστικές παραπομπές, εικόνες θεάτρου μέσα στο θέατρο, καθώς και ανάκατες γεωγραφικές περιπλανήσεις δένουν γερά μεταξύ τους στο λόγο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και αναδεικνύουν καθαρά και με άνεση το μικροσύμπαν του. Προχωρώντας σε μια γενικότερη παρατήρηση, θέλω να τονίσω πως ό,τι στον Ρουσοχατζάκη μοιάζει τυχαία ριγμένο και μπερδεμένο, όπως και σχηματικό ή κραυγαλέο, κρύβει από πίσω του (τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις) σοβαρή προετοιμασία και επεξεργασία. Ο κυνισμός, η γελοιοποίηση και το φανταχτερά απρόσμενο ή παράξενο δεν προβάλλουν ποτέ ως θέματα μαζικής κατανάλωσης. Χωρίς να στέκει μακριά από πρόσωπα και πράγματα που όλο και πιο τακτικά αφήνουν να περάσουν στα βιβλία τους οι νέοι πεζογράφοι, ο Ρουσοχατζάκης κατορθώνει να δώσει στην ευτέλεια, στην άγονη καθημερινότητα, στην έκπτωση και στη διατράνωση του τίποτε ένα ουσιαστικό, βαθύτερο νόημα: το νόημα μιας εποχής που, έχοντας πλήρη επίγνωση της σύγχυσης, της ασάφειας και της αρρυθμίας της, δεν παύει να αναλογίζεται με επιμονή τόσο τις εσώτερες διαθέσεις της όσο και το εξωτερικό της περιβάλλον, αναπροσαρμόζοντας διαρκώς τους όρους της αυτοκατανόησής της.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ