Τρίτη, Ιουνίου 28, 2005

No 109

Image Hosted by ImageShack.us Kinu Sekigushi (Ιαπωνία)
.
.
Άρχισα να εφαρμόζω μια μυστική παθητική άσκηση: μετρούσα την επιθυμία μου κοιτάζοντας επίμονα εικόνες γυμνών γυναικών... Όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, η επιθυμία μου δεν απαντούσε ούτε ναι ούτε όχι. Παραδινόμενος σ' αυτή την κακή συνήθεια, προσπαθούσα να πειθαρχήσω την επιθυμία μου, απαλλάσσοντάς την αρχικά από τις συνηθισμένες μου ονειροπολήσεις και υποχρεώνοντάς την κατόπιν να επικαλείται νοερές εικόνες γυναικών στις πιο άσεμνες στάσεις. Μερικές φορές οι προσπάθειές μου έμοιαζαν να πετυχαίνουν, αλλά μέσα σ' αυτή την επιτυχία υπήρχε κάτι ψεύτικο που έκανε την καρδιά μου να σφίγγεται.
Τελικά, αποφάσισα ή να κολυμπήσω ή να πνιγώ. (...)
Η πόρνη άνοιξε το μεγάλο της στόμα, πλαισιώνοντας τα χρυσά της δόντια με κοκκινάδι, και πρόβαλε την κλαπαστιασμένη της γλώσσα σαν ραβδάκι. Ακολουθώντας το παράδειγμα της, έβγαλα και τη δική μου. Αγγίξαμε τις άκρες τους...
Πιθανόν να μην γίνω αντιληπτός αν πω ότι υπήρχε ένα μούδιασμα που μοιάζει με οξύ πόνο. Ξαφνικά ένιωσα το σώμα μου να παραλύει από έναν τέτοιο πόνο, έναν πόνο πολύ έντονο που ταυτόχρονα όμως δεν τον ένιωθα καθόλου. Άφησα το κεφάλι μου να πέσει στο μαξιλάρι.
Δέκα λεπτά αργότερα δεν έμενε καμιά αμφιβολία για την ανικανότητα μου. Τα γόνατα μου έτρεμαν από ντροπή.
.
Γιουκίο Μισίμα : Εξομολογήσεις μιας μάσκας (Οδυσσέας)

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από το site των εκδόσεων «ΟΔΥΣΣΕΑΣ»


Ήταν οι επιθυμίες μου πέρα για πέρα τιποτένιες ή μήπως εξαπατούσα απλώς τον εαυτό μου; Ενεργούσα πράγματι από την αρχή ως το τέλος σαν σκλάβος των κοινωνικών συμβάσεων; (Γιουκίο Μισίμα)


Η ψυχική και πνευματική περιπέτεια ενός νεαρού γιαπωνέζου, που σιγά σιγά διαπιστώνει πως δε νιώθει καμιά σαρκική έλξη για το άλλο φύλο, περιγράφεται εδώ με συγκλονιστική ειλικρίνεια. Πρώτα το παιδί και κατόπιν ο έφηβος θα περάσει διαδοχικά μέσα από μια πλατιά γκάμα ερωτικής ευαισθησίας και σαδιστικών φαντασιώσεων: από τον "άφωνο θαυμασμό" που του προκαλεί ένα ζευγάρι μπλουτζήν, στη σεξουαλική αναστάτωση μπροστά στην εικόνα του μαρτυρίου του Αγίου Σεβαστιανού· από το παιδικό πάθος της "μεταμφίεσης" στις εφηβικές ταυτίσεις του με διάσημα γυναικεία πρότυπα· από την παραποίηση ενός παραμυθιού που προσαρμόζεται στις ασύνειδες σεξουαλικές του τάσεις, στην τελετουργική φαντασίωση της ανθρωποφαγίας του ωραίου συμμαθητή του… Μέσα από τις σελίδες των "εξομολογήσεών" του, ο Μισίμα προσπαθεί να ανιχνεύσει με εκπληκτική διεισδυτικότητα και ιδιάζουσα ποιητική δύναμη, όλα τα πρωταρχικά στοιχεία που οδήγησαν στη σύνθεση της προσωπικότητάς του. Δέσμιος ενός άτεγκτου πατριαρχικού συστήματος, που τον διχάζει καλλιεργώντας του μια "ψεύτικη συνείδηση", θα διαπιστώσει, τελικά, το ανέφικτο μιας υπέρβασης της ανορθόδοξης σεξουαλικής του τάσης: η απεγνωσμένη απόπειρα επίτευξης του "φυσιολογικού" με την εύθραυστη και χαριτωμένη Σονόκο θ΄ αποτύχει.
~~~~~~~~~~

Η μετάφραση είναι του Λουκά Θεοδωρακόπουλου

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Στο δοκίμιό του για το «Χαγκακούρε», που για τον Γιουκίο Μισίμα απετέλεσε ένα από τους «πνευματικούς συντρόφους» της νεότητάς του, «ένα περίεργο και ανεκτίμητο από ηθική άποψη βιβλίο» όπως λέει ο ίδιος, ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, καταγράφει και τις σκέψεις του για τον έρωτα. Τα παρακάτω αποσπάσματα έχουν συμπεριληφθεί στην ελληνική έκδοση μέρους αυτής της μελέτης του, που φέρει τον τίτλο “Η ηθική των Σαμουράι στη σύγχρονη Ιαπωνία” (εκδ. Ερατώ, 1993):


Η Φιλοσοφία του Έρωτα

…Οι Ιάπωνες έχουν μια ιδιαίτερη παράδοση σχετικά με τον έρωτα και έχουν αναπτύξει μια ειδική έννοια για το ερωτικό ειδύλλιο (ρεν'άι). Στην αρχαία Ιαπωνία υπήρχε ένα είδος πάθoυς με σεξουαλικές αποχρώσεις (κόι) αλλά χωρίς έρωτα (άι). Στη Δύση. από την εποχή των Ελλήνων ακόμα γινόταν διαχωρισμός ανάμεσα στον έρωτα (love) και την αγάπη (agape) - αγάπη του Θεού για την ανθρωπότητα. Ο έρωτας ξεκίνησε ως μία έvvoια σωματικής επιθυμίας, βαθμιαία όμως υπερέβη αυτήν τη σημασία και μπήκε στη σφαίρα των ιδεών (της ανώτατης βαθμίδας στην οποία φτάνει ο λόγος), όπου και oλοκληρώθηκε στη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Η αγάπη από την άλλη μεριά είναι πνευματική, τελείως διαχωρισμένη από την σωματική επιθυμία και είναι αυτή που εξαπλώθηκε αργότερα ως χριστιανικό ιδανικό.

Ομοίως και στην Ευρώπη η αγάπη και ο έρωτας αντιμετωπιζόταν πάντα ως αντίθετες καταστάσεις. [...] Τα πρώτα ευρωπαϊκά ιδανικά του πατριωτισμού φαίνεται ότι είχαν επίσης την αγάπη (agape) ως θεμέλιό τους. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι στην Ιαπωνία δεν υπάρχει αυτό που λέγεται αγάπη κάποιου για την πατρίδα του. Όπως δεν υπάρχει και η αγάπη για μια γυναίκα. Στον πνευματικό ορίζοντα των Ιαπώνων έρωτας και αγάπη είναι συγχωνευμένα. Όταν η αγάπη για μια γυναίκα ή έναν άνδρα είναι αγνή και καθαρή, δεν διαφέρει από την πίστη και την αφοσίωση σε έναν άρχοντα. Σ' αυτήν ακριβώς την έwοια βασιζόταν ο «έρωτας για την αυτοκρατορική οικογένεια» (ρένκετσου νο τζο) στα τέλη της περιόδου Τογκουκάουα, που προετοίμασε το συναισθηματικό έδαφος για την μετέπειτα λατρεία του αυτοκράτορα.

Το προπολεμικό αυτοκρατορικό σύστημα κατέρρευσε, δεν έχει καταρρεύσει όμως και η ιαπωνική έννοια του έρωτα, που στηρίζεται στην ακλόνητη πίστη πως ό,τι απορρέει από καθαρή αυθόρμητη ειλικρίνεια οδηγεί άμεσα σ' ένα ιδανικό για το οποίο αξίζει να αγωνιστείς, ακόμα και να πεθάνεις αν είναι ανάγκη. Εδώ έχει την πηγή της η φιλοσοφία του Τζότσο για τον έρωτα. Φέρνοντας ως παράδειγμα την αγάπη ενός άνδρα για έναν άλλο άνδρα, κάτι που στις μέρες του εθεωρείτο υφηλότερο και πνευματικότερο συναίσθημα από την αγάπη για μια γυναίκα, υποστηρίζει ότι η πιο αληθινή και η πιο δυνατή μορφή ανθρώπινης αγάπης αναπτύσσεται μέσα στην πίστη και στην αφοσίωση ενός ατόμου στον άρχοντά του.


Ο ιδανικός έρωτας είναι ανομολόγητος

...Η ιδανική μορφή που παρουσιάζεται στο Χαγκακούρε μπορεί να συνοψιστεί στις λέξεις «κρυφός έρωτας»' υποστηρίζεται κατηγορηματικά ότι από τη στιγμή που ο έρωτας θα φανερωθεί, μειώνεται η αξία του. Ο αληθινός έρωτας φτάνει στην υψηλότερη και ευγενέστερη μορφή του όταν κάποιος τον κρατά κρυφό ως το θάνατo.

Η τέχνη του έρωτα, όπως εμφανίζεται στην Αμερική, συνεπάγεται την εξομολόγηση και την έμμεση άσκηση πίεσης στον άλλο. Η ενέργεια που παράγεται δεν αφήνεται να δυναμώσει εσωτερικά αλλά ακτινοβολείται συνεχώς προς τα έξω. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η δύναμη αυτή εξαφανίζεται την ίδια στιγμή που εκπέμπεται. Οι σύγχρονοι νέοι είναι τυχεροί αφού μπορούν να έχουν ερωτικές και σεξουαλικές περιπέτειες, κάτι που οι προηγούμενες γενιές δεν το ονειρεύονταν καν. Την ίδια στιγμή όμως, μέσα στην καρδιά τους παραμονεύει η κατάλυση αυτού που αποκαλούμε έρωτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν αυτός αρχίζει να αναπτύσσεταια ακολουθεί την ίδια διαδικασία, επαναλαμβάνοντάς την ξανά και ξανά, έως ότου πετύχει το στόχο του. Την στιγμή όμως που τον πετυχαίνει, παύει να υπάρχει. Σ' αυτή την περίπτωση εμφανίζεται στον ορίζοντα ο θάνατoς του έρωτα και του πάθoυς (φαινόμενο συνηθισμένo στη σύγχρονη εποχή). Εδώ πρέπει να ομολογήσουμε ότι όλα αυτά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι σήμερα οι νέοι άνθρωποι βασανίζονται από πολλά διαφορετικά αδιέξοδα πάνω στο θέμα των σχέσεων.
[...]
Έτσι λοιπόν ο έρωτας στην προπολεμική Ιαπωνία αν και βασιζόταν σε μια ευτελή διαδικασία, όπως είναι η πορνεία, διαφύλασσε εντούτοις την παλιά «πουριτανική» παράδοση. Από τη στιγμή που θα δεχτούμε την ύπαρξη του έρωτα, πρέπει να δεχτούμε συγχρόνως ότι ο άνθρωπoς χρειάζεται να έχει έναν ξεχωριστό τρόπο με τον οποίον να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Δίχως μια τέτοια διέξοδο, αληθινός έρωτας δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτή είναι η τραγική φυσιολογία του άνδρα.

Ο έρωτας, όπως τον βλέπει ο Τζότσο, δεν είναι μια στρατηγική σχεδιασμένη με σκοπό αυτήν τη μισομοντέρνα, πρακτική, ελαστική διευθέτηση. Ενδυναμώνεται πάντα από το θάνατo. Πρέπει κανείς να είναι σε θέση να πεθάνει από έρωτα, και o θάνατος να εξυψώνει την ένταση και την καθαρότητά του. Αυτό είναι το ιδανικό για το Χαγκακούρε.

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Στο επίμετρο του προαναφερθέντος βιβλίου, ο μεταφραστής του, Γιώργος Βλάχος, μας δίνει το βιογραφικό του και παραλλήλως επιχειρεί μια σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Ιάπωνα αυτόχειρα συγγραφέα:

Ο Γιουκίο Μισίμα γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1925, στο Τόκιο' το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμιτάκε Χιραόκα (Kimitake Hiraoka). Έζησε τα παιδικά του χρόνια κάτω από την αυστηρότητα της γιαγιάς του Νατσούκο, η οποία, ως γνήσια απόγονος παλιάς οικογένειας σαμουράι, τον μύησε στην ιαπωνική παράδοση. Σύντομα η ασθενική του φύση τον αποξένωσε από τους συνομηλίκους του, στρέφοντάς τον στα εσωτερικά ταξίδια και στο διάβασμα. Σε ηλικία 12 χρονών γράφει το πρώτο του κείμενο, ένα άρθρο για το περιοδικό του σχολείου, ενώ πριν ακόμα κλείσει τα δεκαπέντε έχουν δημοσιευθεί δύο νουβέλες και δύο θεατρικά έργα του. Παρά την επιθυμία του πατέρα του να γίνει δημόσιος υπάλληλος, ο Μισίμα αφιερώνεται όλο και περισσότερο στη λογοτεχνία. Λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου, το 1941, δημοσιεύει τη νουβέλα Το Ανθισμένο Δάσος, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Γιουκίο Μισίμα. Τρία χρόνια αργότερα θα εκδοθεί με τον ίδιο τίτλο η πρώτη συλλογή διηγημάτων του.

Στη διάρκεια του πολέμου μελετά σοβαρά την ιαπωνική λογοτεχνική παράδοση και το θέατρo Νο. Συγχρόνως, προσχωρεί σε ομάδα διανοούμενων που υποστηρίζουν την αναγκαιότητα της αυτοκτονίας στο όνομα του αυτοκράτορα. Το 1945, και ενώ υπηρετεί στο στρατό, αρρωσταίνει και παίρνει απολυτήριο για λόγους υγείας. Το 1946 γνωρίζει τον γνωστό λογοτέχνη Γιασουνάρι Καβαμπάτα και του χαρίζει δύο νουβέλες του. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Οι Κακούργοι, με πρόλογο του Καβαμπάτα. Το 1949 εκδίδει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Εξομολογήσεις μιας Μάσκας, το οποίο του δίνει και τα πρώτα σημεία δημόσιας αναγνώρισης.

Το 1953, επιστρέφοντας από ένα διετές ταξίδι στον κόσμο ως ανταποκριτής εφημερίδας, εκδίδει το μυθιστόρημα Απαγορευμένα Χρώματα, το οποίο επικεντρώνεται στη σxέση ενός ηλικιωμένου συγγραφέα με έναν νεαρό ομοφυλόφιλο. Ενώ συνεχίζει να γράφει με πυρετώδη ρυθμό, να ανεβάζει θεατρικά έργα Νο και να συμμετέχει ως ηθoπoιός σε παραστάσεις της Εταιρείας Λογοτεχνών, αρχίζει να ασχολείται με την πάλη και το μπόντι μπίλντιγκ. Το 1957, στη διάρκεια ενός δεύτερου ταξιδιού του στον κόσμο, δίνει μια διάλεξη για την ιαπωνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν. Το 1958 παντρεύεται την Γιόκο Σουκιγιάμα, την οποία γνώρισε από τον Καβαμπάτα. Τον ίδιο χρόνο αρχίζει μαθήματα παραδοσιακής ξιφομαχίας (Κέντο). Το 1959 γεννιέται η κόρη του Νορίκα. Το 1960 συμμετέχει στο μεγάλο αντιαμερικανικό κίνημα που συνταράζει την Ιαπωνία ενώ συγχρόνως γνωρίζει τον Τένεσυ Ουίλιαμς και τον Ζαν Κοκτώ.

Μια σειρά έργων του με σαφείς πολιτικές αιχμές δημοσιεύονται το 1961 και γίνονται αιτία αφενός να δικαστεί για δυσφήμιση ενός υπουργού και αφετέρου να κατηγoρηθεί από τη δεξιά ότι στρέφεται εναντίον του αυτοκράτορα. Το 1963 δημιουργείται ένα μικρό σκάνδαλο γύρω από το όνομά του μετά την έκδοση του βιβλίου Βασανιστήριο Ρόδων, που αποτελείται από ημίγυμνες φωτογραφίες του.

Το 1965 εμφανίζεται ανάμεσα στους υποφήφιους για το Νόμπελ λογοτεχνίας, ενώ το '66 βραβεύεται από το Υπουργείο Παιδείας για το θεατρικό έργο του Η Μαρκησία ντε Σαντ. Τον ίδιο χρόνο η ταινία του «Πατριωτισμός», στην οποία και πρωταγωνιστεί, παίρνει βραβείο σε διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ. Ενώ συνεχίζει τα μαθήματα Κέντο στο αυτοκρατορικό ανάκτορο, ολοκληρώνει το Ανοιξιάτικο Χιόνι, μυθιστόρημα που θα αποτελέσει το πρώτο μέρος της τετραλογίας Η Θάλασσα της Γονιμότητας.

Το 1967 υπογράφει πλάι στον Καβαμπάτα διαμαρτυρία κατά της Πολιτιστικής Επανάστασης του Mάo. Τελειώνει το δεύτερο μέρος της τετραλογίας, Άλογα σε Φυγή. Τον ίδιο καιρό η Εταιρεία Λογοτεχνών τον ανακηρύσσει πρόεδρό της. Aρxίζει να συμμετέχει μόνος ή με φίλους του σε ασκήσεις των Δυνάμεων Αυτοάμυνας, και το 1968 φτιάχνει με μια ομάδα φοιτητών την παραστρατιωτική οργάνωση Τάντε νο Κάι (Εταιρεία της Ασπίδας). Λίγο αργότερα η οργάνωσή του αναγνωρίζεται επίσημα. Τον ίδιο χρόνο εκδίδεται Ο Ναός της Αυγής, τρίτο μέρος της τετραλογίας, ενώ ο ίδιος συμμετέχει σε διάσκεψη της Unesco για την ιαπωνική τέχνη. Δημοσιεύει το θεατpικό έργο του Ο Φίλος μου ο Χίτλερ και ανεβάζει το χορόδραμα Μιράντα. Το Νόμπελ απονέμεται τελικά στον Καβαμπάτα.

Τον Αύγουστο του 1970 αρxίζει να γράφει το τελευταίο κεφάλαιο του Έκπτωτου Αγγέλου, τέταρτου και τελευταίου μέρους της Θάλασσας της Γονιμότητας. Τον Νοέμβριο, με τη βoήθεια της γυναίκας του, εκδίδει τη βιβλιογραφία του έργου του, ενώ μια έκθεση με φωτογραφίες από τη ζωή του συγκεντρώνει 100.000 θεατές. Το μεσημέρι της 25ης Νοεμβρίου, αφού έχει καταλάβει με συντρόφους του το γραφείο του Υπουργού Eθνικής Άμυνας και έχει εκφωνήσει ένα λόγο μπροστά στους συγκεντρωμένους στρατιώτες, αυτοκτονεί με το παραδοσιακό τυπικό του σεπούκου, διαμαρτυρόμενος για τον εθνικό εκφυλισμό της Ιαπωνίας.

Το έκπληκτο ερωτηματικό που προκαλεί αυτή η τελευταία του πράξη στην ιαπωνική κοινή γνώμη, σύντομα δίνει τη θέση του σε μια αδιόρατη αμηχανία, που ως και σήμερα ακoλoυθεί κάθε αναφορά στο όνομά του.

Ο Γιουκίο Μισίμα αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όχι μόνο για όσους δυτικούς έτυχε να γνωρίσουν τη ζωή και το έργο του, μα και για τους ίδιους τους Ιάπωνες. Ένας παράξενος διανοούμενος τόσο αντιφατικός, ώστε να παpoυσιάζεται από τη μια φανατικός υποστηρικτής της ιαπωνικής παράδοσης και από την άλλη κομψευόμενος θαυμαστής της γαλλικής διακόσμησης, λάτρης του αυτοκράτορα, που όμως γοητεύεται ταυτόχρονα από τον Zωρζ Μπατάιγ και τον Ραϊμόν Ραντιγκέ.

Ο αυτόχειρας συγγραφέας γίνεται σχεδόν αμέσως δεκτός στο χώρο της δυτικής αμφισβήτησης ως ένας από τους «καταραμένους», και αυτό βέβαια όχι χωρίς τον απαραίτητο εξωτικό ρομαντισμό. Ταυτόχρονα, σε έναν τελείως διαφορετικό χώρο, εκείνο των φασιστικών οργανώσεων, ο Μισίμα γίνεται αληθινό ίνδαλμα, πρότυπο ανδρείας, τόλμη ς και πίστης στα εθνικά ιδανικά.

Σε ανύποπτο χρόνο, ευρωπαίοι διανοούμενοι, όπως η Γιουρσενάρ και ο Μοράβια, θα πρoσπαθήσoυν να καταλάβουν τον Μισίμα και όπου δεν το καταφέρνουν, θα επιτρέψουν στο δυτικό τους πνεύμα να θoλώσει διακριτικά τις σκέψεις και τις πράξεις του, να δικαιολογήσει μες στην ασάφεια κάποιες αντιφάσεις, να τις αμβλύνει και να τις εξωραΐσει.

Ο Γιουκίο Μισίμα είναι πρόσωπο μεταιχμιακό, και αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε ή δεν πρέπει να πάρουμε θέση απέναντί του, αλλά πως αυτή η θέση -όποια και αν είναι- υπονομεύεται συνεχώς από την ίδια τη ζωή και το έργο του, καθώς αυτά ξεδιπλώνονται μπροστά μας.

Ο Μισίμα ωριμάζει σε μια περίοδο κατά την οποία η Ιαπωνία κάνει το μεγάλο άνοιγμα στον «κόσμο των βαρβάρων», μόλις λίγα χρόνια αφότου της έχει επιβληθεί ένα «αμερικανικό» σύνταγμα και η ελαχιστοποίηση του στρατού της, που αυτόματα την τoπoθετεί κάτω από την ψυχροπολεμική ομπρέλα των ΗΠΑ. Την ίδια αυτή περίοδο η ιαπωνική οικονομία δυτικοποιείται πλέον σε όλη της την έκταση, για να μπει αποτελεσματικά στο χώρο του διεθνoπoιημένoυ καπιταλισμού, ενώ η απαραίτητη για το λόγο αυτό πολιτική ενδυμασία -κοινοβούλιο, κόμματα, δυτικές πολιτικές θεωρίες- έχει ήδη φoρεθεί πάνω σε ένα σώμα που διατηρεί τις δικές του παραδοσιακές αισθήσεις.

Μια τέτοια οριακή στιγμή ο Μισίμα αντανακλά με την καθαρότητα ενός καθρέφτη τον εσωτερικό διχασμό της Ιαπωνίας. Αν ο δυτικός τρόπος ανάλυσης και ταξινόμησης και η αντίστοιχη ορολογία του παραμερίσουν για λίγο, μπορεί κανείς να διακρίνει ότι οι πηγές του «εθνικισμoύ» του χάνονται μέσα στους σαμανιστικούς θρύλoυς του Γιαμάτο και ο μιλιταρισμός»του δεν είναι παρά η πίστη στους «Θεούς Ανέμους», τους Κάμι-Κάζε, που από αιώνες προστάτευαν τα ιαπωνικά νησιά. «Στο άκουσμα του παρελθόντoς, κάτω το μέλλον», αυτή η φανατική εμμονή του Μισίμα στην καθαρότητα της παράδοσης, στάση που αφήνει πίσω της καθε πολιτική έννοια καταλήγοντας να γίνει υπαρξιακή αγωνία, θα τον φέρει σε άμεση σύγκρουση με την πολιτική άκρα δεξιά. Στο μυθιστόρημά του Κότο της Χαράς, η αστυνομία είναι ο πραγματικός υποκινητήςτων ταραχών, που στη συνέχεια αποδίδονται σε αριστερούς. Την έκδοση του βιβλίου του Μετά το Συμπόσιο, στο οποίο καταγγέλλονται οι δυτικότροποι πολιτικοί της Ιαπωνίας και η ατμόσφαιρα σήψης που τους περιβάλλει, την ακoλoυθoύν επιθέσεις από ακροδεξιές οργανώσεις. Την ίδια ώρα η καταγγελία των ιαπωνικών μονοπωλίων (Ζαϊμπάτσου) και της αμερικανόφιλης κρατικής πολιτικής θα τον φέρει, όχι λίγες φορές, κοντά στην ιαπωνική άκρα αριστερά και στο φοιτητικό κίνημα. Το 1968 συμμετέχει σε ανοιχτή συζήτηση των εξεγερμένων φοιτητών του Πανεπιστημίου του Τόκιο και αργότερα θα πει γι' αυτή του την εμπειρία: "Ανακάλυφα ότι είχαμε πολλά κοινά σημεία, όπως για παράδειγμα την άκαμπτη ιδεολογία και την κλίση προς τη φυσική βία. Αυτοί και εγώ εκπροσωπούμε ένα νέο ιαπωνικό είδος. Είμαστε φίλοι που χωρίζονται από συρματόπλεγμα. Χαμογελάμε ο ένας στον άλλον χωρίς να μπορούμε να αγκαλιαστούμε. Οι στόχοι μας μοιάζουν. Έχουμε τα ίδια χαρτιά πάνω στο τραπέζι, αλλά εγώ έχω ένα ατού που δεν έχουν αυτοί' τον αυτοκράτορα».

Είναι λάθος να αντιμετωπίσουμε τον Μισίμα ως πολιτικό πρόσωπο και τις επιλογές του ως συνειδητή πολιτική στάση, όπως λάθος είναι και να τον δούμε απλά και μόνο ως εκκεντρικό λογοτέχνη. Η σχεδόν ρητή επιδίωξή του, επιδίωξη που γίνεται όλο και πιο επείγουσα την εποχή αυτή που οι "δυτικοί τρόποι» εισβάλλουν και εγκαθιδρύονται πλέον στη χώρα του, είναι η υπέρβαση του καθημερινού, του τετριμμένου, αυτού που είτε ως προσωπικότητα-Εγώ είτε ως αμερικανόφερτη «δημοκρατία» υποβαθμίζει το πνεύμα, το άχρονο, το ιερό' ό,τι τόσους αιώνες διαφυλάχτηκε κρυμμένο πίσω από αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς, παράδοξες αιρέσεις και τρίστιχα ποιήματα' το λεπτό σχεδόν από λάθος ανασήκωμα ενός κιμονό. Η υπέρβαση αυτή για τον Μισίμα επιτελείται τη στιγμή που η ίδια η ζωή γίνεται έργο τέχνης. Και τι άλλο ήταν ανέκαθεν η Ιαπωνία αν όχι αυτό ακριβώς το πράγμα; Ένας ηθοποιός του Νο που ελαχιστοποιώντας το Εγώ του πετυχαίνει να γίνει ο ρόλος, και αυτή η διαδικασία να τον λυτρώσει. Τρεις φορές ο Μισίμα έχει υποδυθεί τη μελλοντική του αυτοκτονία πάνω στη σκηνή ή μπρος από την κάμερα. Ολόκληρη η ζωή του καταλήγει να είναι ένα μεταιχμιακό παιχνίδι, πότε ειρωνικό, πότε ερωτικό, πότε ο ίδιος ο πόλεμος που έμεινε σαν ραδιενεργός μνήμη στα κύτταρα της Ιαπωνίας’ ο αυτοκράτορας, το μπόντι μπίλντιγκ και ο λεπτός σαρκασμός του θεατρικού Ο Φίλος μου ο Χίτλερ. Για τον Μισίμα, τόσο ο φασισμός όσο και ο κομμουνισμός, είναι από τη μεριά των "βαρβάρων»' δικός του είναι μόνον ο κώδικας ηθικής των σαμουράι, ιδεογράμματα βαθιά χαραγμένα στο σώμα των ιαπωνικών νησιών. Δεν είναι τυχαίο που από τα τρία Μπουσίντο που έχουν εμφανιστεί ιστορικά στην Ιαπωνία, ο Μισίμα διαλέγει το πιο αυστηρό, το πιο φανατικό, αυτό που πάνω απ' όλους τους σκοπούς τοποθετεί τον εθελούσιο θάνατο, την απροκάλυπτη συμφιλίωση με το κενό. Η επιλογή του αυτή κρύβει εντέλει και τον πιο βαθύ ανθρωπισμό. «Αν εκτιμούμε τόσο πολύ την αξιοπρέπεια της ζωής, γιατί δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε και την αξιοπρέπεια του θανάτoυ; Κανένας θάνατος δεν μπορεί να θεωρηθεί μάταιος».

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΒΛΑΧΟΣ

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Ακολουθεί η αναδημοσίευση δύο αφιερωμάτων στον Γιουκίο Μισίμα, στα οποία επαναλαμβάνονται αρκετά από τα βιογραφικά στοιχεία του, που παρατέθηκαν στο παραπάνω σχόλιο. Αξίζει όμως να καταγραφούν κι αυτά στην παρούσα καταχώρηση του ReyCorazón μιας και φωτίζουν κι άλλες πλευρές του συγγραφέα ή συμπληρώνουν με νέες βιογραφικές λεπτομέρειες το παζλ της έντονης και πολυσύνθετης προσωπικότητας του αυτόχειρα λογοτέχνη:

- από το Lexima.gr
Γράφει η Δήμητρα Σταυρίδου

Μία από τις σπουδαιότερες μορφές του λογοτεχνικού στερεώματος, ο Ιάπωνας Γιούκιο Μισίμα, σόκαρε και δίχασε την παγκόσμια κοινή γνώμη με την τελετουργική του αυτοκτονία στις 25 Νοεμβρίου του 1970, την ίδια μέρα που ολοκλήρωσε την τετραλογία του «Η θάλασσα της γονιμότητας». Πολλά έχουν γραφτεί για την προσωπικότητα και την ιδεολογία του Γιούκιο Μισίμα. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία για μια φωτογραφία του Αγίου Σεβαστιανού τρυπημένου με βέλη [σημ.σχολιαστή: βλέπε ΕΔΩ], που υποτίθεται ότι ενέπνευσε την πρώτη πράξη αυνανισμού του νεαρού Γιούκιο (αργότερα ο Μισίμα φωτογραφήθηκε σε ιδιαίτερα ερωτικές πόζες αναπαριστώντας το μαρτύριο του αγίου). Ο συγγραφέας που χαρακτηρίστηκε πατριώτης αλλά και φασίστας, παρανοϊκός αλλά και ιδιοφυής, αλαζόνας και μιλιταριστής, άφησε πίσω του ογκωδέστατο λογοτεχνικό και δοκιμιακό έργο καθώς και 9000 σελίδες ανέκδοτης δουλειάς. Δύο φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας (το 1965 και το 1967), έγραψε 23 μυθιστορήματα, 40 θεατρικά έργα Καμπούκι και Νο (η πλειοψηφία των οποίων ανέβηκε με επιτυχία όσο ζούσε ακόμα ο συγγραφέας), περισσότερα από 90 διηγήματα, δεκάδες ποιήματα και ταξιδιωτικά και εκατοντάδες άρθρα και μελέτες. Ανεξάρτητα από το ποιες ιδέες υπερασπιζόταν, ο Μισίμα χαίρει της παγκόσμιας αναγνώρισης κοινού και κριτικών για το αφηγηματικό του ταλέντο. Η πένα του, οξυδερκής και ευαίσθητη, μας έχει χαρίσει εικόνες απίστευτης λεπτομέρειας και ομορφιάς και μας έχει ταξιδέψει στα άδυτα μιας κουλτούρας στωικής και λιτής.

Γεννήθηκε το 1925 στο Τόκιο και το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμιτάκε Χιράοκα. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ανώτερος κυβερνητικός υπάλληλος) και μεγάλωσε με αυστηρή πειθαρχία. Φοίτησε στο ιαπωνικό Κολέγιο των Πατρικίων και αργότερα, αφού κρίθηκε ανίκανος να υπηρετήσει στον ιαπωνικό στρατό (η επίσημη ιατρική διάγνωση ήταν πλευρίτιδα), εργάστηκε για λίγο σε ένα εργοστάσιο της Αεροπορίας. Το 1944 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τόκιο και εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στο Υπουργείο Οικονομικών, θέση από την οποία παραιτήθηκε.

Δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων όσο ήταν ακόμα μαθητής αλλά έγινε γνωστός με το σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας» το 1948. Σ΄ αυτό το βιβλίο ο ήρωας ελπίζει να πεθάνει νέος σε μια ένδοξη σύγκρουση για την πατρίδα. Την ίδια περίοδο αρχίζει να αναπτύσσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις παραδοσιακές θεατρικές μορφές της Ιαπωνίας, το θέατρο Καμπούκι και το θέατρο Νο. Το Σεπτέμβριο του 1950 ιδρύει μαζί με επιφανείς Ιάπωνες θεατρικούς συγγραφείς την ομάδα «Kumono-Kai» που πρέσβευε τον λογοτεχνικό κυβισμό. Το 1952 γράφει το «Ο ήχος των Κυμμάτων» επηρεασμένος από την ιστορία του Δάφνη και της Χλόης μετά από ένα ταξίδι του στην Ελλάδα. Το βιβλίο βραβεύεται το 1954. Το 1956 εκδίδει το μυθιστόρημα ο «Ναός του χρυσού περιπτέρου» το οποίο βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός διανοητικά διαταραγμένου ιερέα που έκαψε ένα διάσημο ναό. Ήρωας του βιβλίου είναι ένας νεαρός άντρας που τρέφει εμμονές τόσο για τη θρησκεία όσο και για την ομορφιά. Το 1958 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων «Οι επτά γέφυρες», ταξιδεύει στην Ιταλία και την Ισπανία, παντρεύεται την Γιόκο Σουγκιγιάμα και προς το τέλος του ίδιου έτους εκδίδει το μυθιστόρημά του «Στο σπίτι της Κιόκο».

Το 1960 αρχίζει η ενασχόληση του Μισίμα με τον κινηματογράφο. Το 1965 γυρίζει την ταινία «Τελετουργία του έρωτα και του θανάτου» και το 1966, βασιζόμενος στην αισθητική και τα πρότυπα του θεάτρου Νο, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο ίδιος στον «Πατριωτισμό», μια ταινία που βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του και που ως κεντρικό θέμα έχει μια συνομωσία που έλαβε χώρα στην Ιαπωνία του 1935, με σκοπό την επαναφορά της εξουσίας στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η ιδέα αυτή δε θ΄ αργήσει να γίνει εμμονή για τον Μισίμα. Ο "Πατριωτισμός" βραβεύτηκε την ίδια χρονιά.

Το 1963 γράφει το βιβλίο «Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα», μια ιστορία εφηβικής ζήλιας ενώ την ίδια χρονιά το βιβλίο «Η τιμωρία του ρόδου», ένα φωτογραφικό άλμπουμ του Έικο Χοσόε για το οποίο έχει ποζάρει ο ίδιος ο Μισίμα, προκαλεί μεγάλη αίσθηση στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίο της Φρανκφούρτης.

Το αριστούργημά του είναι η τετραλογία «Η θάλασσα της γονιμότητας» (1965-1970) που περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα «Ανοιξιάτικο χιόνι», «Αφηνιασμένα άλογα», «Ο ναός της αυγής» και «Ο εκπεσών άγγελος». Μετά τη σύλληψη της ιδέας αυτής της τετραλογίας, ο Μισίμα συχνά ανέφερε ότι θα πέθαινε με την ολοκλήρωσή της και πράγματι, ολοκλήρωσε το τέταρτο βιβλίο το πρωί της 25ης Νοεμβρίου του 1970, την ημέρα της αυτοκτονίας του. Φεύγοντας από το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, άφησε μια επιστολή στους φίλους λέγοντας ότι με την τετραλογία αυτή αισθανόταν πως έδωσε ό,τι είχε να δώσει.
[…]
Ο Γιούκιο Μισίμα θρηνούσε για την έκπτωση των παραδοσιακών ηθικών αξιών της πατρίδας του, απεχθανόταν την εκδυτικοποίηση της χώρας του, αγωνιζόταν για την ηθική, πολιτιστική και πολιτική υπεράσπιση της Ιαπωνίας από τον εξαμερικανισμό. Εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά στην εθνοφυλακή (ο στρατός φαινόταν να υπερηφανεύεται για το γεγονός ότι φιλοξενούσε πλέον στις τάξεις του έναν καταξιωμένο συγγραφέα) και συνέταξε τον προσωπικό του στρατό, μια ομάδα με την ονομασία «Τατενοκάι - Η Εταιρεία της Ασπίδας». Ασχολήθηκε εντατικά με τις παραδοσιακές ιαπωνικές πολεμικές τέχνες του κίντο και του καράτε και ο τρόπος του θανάτου του αποδεικνύει την πίστη του στις αρχές και τις αξίες του.

Το πρωί της 25ης Νοεμβρίου του 1970, ο Μισίμα με τέσσερις μαθητές του, ντυμένοι όλοι με την παραδοσιακή ιαπωνική στολή των σαμουράι, επισκέφτηκαν το στρατηγό Κανετότσι Μασίτα στο γραφείο του, στο υπουργείο Άμυνας. Εκείνος τους υποδέχθηκε εγκάρδια, σύντομα όμως το ύφος του άλλαξε. Ο Μισίμα επιτέθηκε μαζί με την ομάδα του στον Μασίτα, τον φίμωσαν και τον έδεσαν χειροπόδαρα, αφοπλίζοντας τους φρουρούς του, και απαιτώντας να συγκεντρωθούν οι στρατιώτες στο προαύλιο του υπουργείου για να τους μιλήσουν. Αυτό επιτεύχθηκε γύρω στο μεσημέρι. Ο Μισίμα εμφανίστηκε με λεκέδες αίματος στα λευκά του γάντια και φορώντας τον παραδοσιακό κεφαλόδεσμο με τον ερυθρό ιαπωνικό ήλιο, στο μπαλκόνι του γραφείου του στρατηγού. Είχε συμφωνήσει να παραδώσει το σπαθί του αν του επιτρεπόταν να απευθυνθεί στους στρατιώτες σε απόλυτη ησυχία. Αυτό όμως στάθηκε αδύνατο. Τα ελικόπτερα που είχαν κυκλώσει το κτήριο και οι φωτογράφοι και δημοσιογράφοι που είχαν συγκεντρωθεί δημιουργούσαν ατμόσφαιρα πανικού. Οι περισσότεροι στρατιώτες, όχι μόνο δεν άκουγαν αλλά απορούσαν για το τι δουλειά είχε ο Μισίμα εκεί. Καθώς ο Μισίμα μιλούσε για την «απόκλιση της Ιαπωνίας από το δρόμο του σπαθιού», πολλοί από τους στρατιώτες άρχισαν να φωνάζουν και να τον αποδοκιμάζουν. Τα τελευταία του λόγια ήταν "Βλέπουμε την Ιαπωνία να γλεντοκοπά βυθισμένη στην ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και στην πνευματική της κενότητα. Είναι δυνατόν να δίνεις αξία στη ζωή, μέσα σε μια πλάση που το πνεύμα έχει πεθάνει;» Απογοητευμένος από τις αντιδράσεις του πλήθους, έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή κι έπειτα ψιθύρισε: «Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν...". Παίρνοντας βαθιά ανάσα, φώναξε τρεις φορές «Ζήτω ο αυτοκράτορας» και υποχώρησε. Μπήκε ξανά στο γραφείο του στρατηγού, έβγαλε τα ρούχα και τα παπούτσια του και γονάτισε στο κόκκινο χαλί. Ο Μασακάτσου Μορίτα, σύντροφός του και κατ' άλλους εραστής του, στεκόταν πίσω του με το σπαθί στο χέρι. Ο Μισίμα πήρε ένα μικρό ξιφίδιο και χαιρετίζοντας για τελευταία φορά τον αυτοκράτορα, το έμπηξε στην κοιλιά του. Αμέσως μετά ο Μορίτα προσπάθησε να τον αποκεφαλίσει, σύμφωνα με την ιεροτελεστία του σεπούκου, αλλά απέτυχε. Τη χαριστική βολή του έδωσε ένας άλλος πιο ψύχραιμος σύντροφος, ο Φούρου Κόγκα. Μόλις ολοκληρώθηκε το παραδοσιακό σεπούκου, ο Μορίτα μιμήθηκε το δάσκαλό του, παρά το γεγονός ότι ο Μισίμα είχε δώσει εντολή στους μαθητές του να μην αυτοκτονήσουν. Οι υπόλοιποι της ομάδας έψαλαν μια προσευχή, πήραν στα χέρια τους τα δύο κεφάλια, με τις κορδέλες ακόμα στη θέση τους, τα έβαλαν στη θέση του σκισμένου λαιμού, άρπαξαν τον τρομοκρατημένο στρατηγό και βγήκαν από το γραφείο, προτάσσοντας το αιματοβαμμένο σπαθί του Γιούκιο Μισίμα.

Η αυτοκτονία του Γιούκιο Μισίμα, σόκαρε και δίχασε την ιαπωνική και παγκόσμια κοινή γνώμη και θεωρήθηκε ως απονενοημένο διάβημα ενός εθνικιστή. Από τα τρία παραδοσιακά μπουσίντο της Ιαπωνίας, ο Μισίμα νοσταλγούσε και υπερασπιζόταν το πιο ακραίο, το πιο αυστηρό, το πιο φανατικό, αυτό που σε όλους τους σκοπούς του εγκωμιάζει τον εθελούσιο θάνατο για να μη γίνει συμφιλίωση με τον ξεπεσμό των αξιών. Η αλήθεια είναι πως ο θάνατός του συσκότισε το έργο του αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να του αποδίδεται και πάλι η τιμή που του αξίζει. Η επιρροή του πλέον ταλαντούχου Ιάπωνα συγγραφέα από το Β Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, είναι εμφανέστατη στο σύγχρονο ιαπωνικό θέατρο όπως και στη σύγχρονη ιαπωνική λογοτεχνία, παρά τη συγκεκριμένη θεματική της. Το 1985 ο Π. Σρέιντερ γύρισε ταινία με θέμα τη ζωή και το έργο του με τίτλο «Μισίμα» και το 2003 το γαλλικό θέατρο Cirque Baroque, έκανε πανευρωπαϊκή περιοδεία με το έργο «Ningen» που είναι επίσης βασισμένο στη ζωή και το έργο του Γιούκιο Μισίμα.

Στην πλαγιά του όρους Φούτζι, εκεί όπου εκπαίδευε τη στρατιωτική του ομάδα, λειτουργεί το «Μουσείο του Γιούκιο Μισίμα», το οποίο δέχεται εκατοντάδες επισκέψεις καθημερινά. Στο μουσείο φιλοξενούνται περισσότερα από 1500 προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα, μεταξύ των οποίων και το χειρόγραφο της «Θάλασσας της γονιμότητας». Η ηλεκτρονική διεύθυνση του μουσείου είναι http://www.vill.yamanakako.yamanashi.jp/bungaku/mishima/index-e.html

Τα βιβλία του Μισίμα που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι:
• Δίψα για έρωτα (εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
• Η θάλασσα της γονιμότητας Ι (Ανοιξιάτικο χιόνι - εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
• Η θάλασσα της γονιμότητας ΙΙ (Αφηνιασμένα άλογα - εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
• Η θάλασσα της γονιμότητας ΙΙI (Ο ναός της αυγής - εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
• Η θάλασσα της γονιμότητας IV (Ο εκπεσών άγγελος - εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
• Ο ήχος των κυμάτων (εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
• Ο ναός του χρυσού περιπτέρου (εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)
• Μετά το συμπόσιο (εκδ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ)
• Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα (εκδ. ΑΦΟΙ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΙ)
• Πέντε σύγχρονα έργα Νο (θεατρικά, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ)
• Η κυρία Αόι (θεατρικό) (εκδ. ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ)
• Η ηθική των Σαμουράι στη σύγχρονη Ιαπωνία (εκδ. ΕΡΑΤΩ)

Σταυρίδου Δήμητρα
Για το Lexima.gr

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

- Από το gnwsis.gr

Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima, Τόκιο, 14 Ιανουαρίου 1925 – 25 Νοεμβρίου 1970). Ιάπωνας λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χιραόκα Κιμιτάκε (Hiraoka Kimitake), γεννήθηκε πρώτος από τρία εν συνόλω παιδιά από οικογένεια με καταγωγή σαμουράϊ, ανατράφηκε έως την ηλικία των 12 χρόνων του από την γιαγιά του Natsuko ή Natsu Nagai (απόγονο φεουδάρχη της εποχής των Τοκουγκάβα) με τις αξίες της παράδοσης Μπουσίντο), έζησε νεαρός την φρίκη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, την ατιμία των ατομικών βομβών και την αμερικανική κατοχή και διαμορφώθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή της ιαπωνικής Εθνικής Παράδοσης.

Σπούδασε κατ’ απαίτηση της γιαγιάς του, που τού είχε διδάξει την πατροπαράδοτη αξιοπρέπεια και την επιθυμία για ομορφιά και καθαρότητα, στο πρότυπο Σχολείο Peer και στην συνέχεια Νομικά στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο από το οποίο αποφοίτησε το 1947. Για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών, πολύ σύντομα όμως τον κέρδισε ολοκληρωτικά το γράψιμο το οποίο είχε αρχίζει από ηλικίας 12 ετών με την ενθάρρυνση της μητέρας του Shizue και αφιέρωσε την ζωή του σε αυτό, παράγοντας αμέτρητα διηγήματα και 33 θεατρικά έργα, στο ανέβασμα των οποίων συμμετείχε και ο ίδιος ως ηθοποιός. Η πρώτη του, ημιαυτοβιογραφική νουβέλα «Εξομολογήσεις ενός προσωπείου» εκδόθηκε το 1949.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ασχολήθηκε αδιάκοπα με γυμναστική και πολεμικές τέχνες (καράτε και ξιφασκία κέντο, της οποίας απέκτησε το 5ο νταν το 1968) και ίδρυσε έναν δικό του «στρατό» νεαρών σαμουράϊ, την λεγόμενη «Tatenokai» («Εταιρεία της Ασπίδας»). Το 1958 νυμφεύθηκε την 20χρονη Yoko Sugiyama, θυγατέρα του διάσημου παραδοσιακού ζωγράφου Nei Sugiyama, με την οποία απέκτησε 2 παιδιά και ο γάμος τους διήρκεσε έως τον θάνατό του. Του γάμου τους προηγήθηκε συμφωνία ότι πρώτη προτεραιότητα στην ζωή του Μισίμα θα είναι το γράψιμο και ότι η Yoko θα φροντίζει να σέβεται τον προσωπικό του χώρο και χρόνο.

Το 1964 άρχισε να συγγράφει το μεγαλύτερο αριστούργημά του, την τετραλογία «Η θάλασσα της γονιμότητας», που συμπεριλάμβανε τις νουβέλες «Χιόνι της άνοιξης», «Αφηνιασμένα άλογα» (που περιστρέφεται γύρω από την αυτοκτονία σεπούκου), «Ο Ναός της αυγής» και «Εκπεσών άγγελος» (που παραδόθηκε στον εκδότη την ημέρα του θανάτου του, 25 Νοεμβρίου 1970 και κατάγγειλε την παρακμή της Ιαπωνίας και την απαξίωση των παραδοσιακών αξιών και εξήρε την ουσία και ποιότητα των βουδιστικών φιλοσοφικών αρχών). Το 1965 έπαιξε στην κινηματογραφική ταινία «Πατριωτισμός», στην οποία είχε γράψει ο ίδιος το σενάριο με στόχο την ανάδειξη της αισθητικής και των προτύπων του αριστοκρατικού ιαπωνικού Θεάτρου Νο.

Σε ηλικία μόλις 45 ετών και ενώ αναμενόταν να κερδίσει το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας, κατέλαβε με συντρόφους του το γραφείο του διοικητή του στρατοπέδου Ichigaya, όπου από το 1966 γυμνάζονταν μετά από ειδική άδεια τα μέλη της «Tatenokai» και αυτοκτόνησε με το τελετουργικό σεπούκου (χαρακίρι), διαμαρτυρόμενος για τον εθνικό εκφυλισμό της πατρίδας του λόγω της αμερικανικής πολιτικής και πολιτισμικής κατοχής. Προηγουμένως είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να διεγείρει στάση του στρατού με στόχο την συνταγματική αλλαγή και την «επιστροφή της Ιαπωνίας στην πραγματική της μορφή» που είχε καταργηθεί μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και την αμερικανική κατοχή: «βλέπουμε την πατρίδα μας να γλεντοκοπάει βυθισμένη στην ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και την πνευματική κενότητα. Πώς γίνεται όμως να έχει αξία η ζωή μέσα σε ένα περιβάλλον όπου έχει πεθάνει το πνεύμα; Ζήτω ο αυτοκράτορας! Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν…» (τα τελευταία λόγια του).

Ο Μισίμα είχε φροντίσει ακόμα και να αφήσει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό για την κάλυψη των εξόδων υπεράσπισης των συντρόφων του που επέζησαν. Η ηρωϊκή – παραδειγματική πράξη του (οι δύο που αυτοκτόνησαν είχαν συντάξει τα ποιήματα θανάτου τους «jisei» προτού καν εισέλθουν στο γραφείο του διοικητή) άφησε άφωνο και αμήχανο όλο τον δυτικοποιημένο και εκχριστιανισμένο κόσμο, χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι όταν ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Mainichi Shimbun» μετέδωσε τηλεφωνικά την είδηση στους προϊσταμένους του πήρε την απάντηση «δεν μπορεί, γύρνα πίσω στην βάση και έλεγξε ξανά την αλήθεια των όσων περιγράφεις».

Εμφανώς ο δυτικοποιημένος και υπό ευρεία ή στενή έννοια εκχριστιανισμένος κόσμος δεν κατάλαβε και, από ό,τι τουλάχιστον φαίνεται, ούτε θα καταλάβει ποτέ το γιατί ένας τόσο ευφυής άνθρωπος προχώρησε σε μία τέτοια «απέλπιδα» (για τα κυρίαρχα ειωθότα) πράξη, διεκδικώντας να πετύχει έναν (επίσης για τα κυρίαρχα ειωθότα) «αναχρονισμό». Πάρα πολλοί αμερικανοποιημένοι εγκέφαλοι, ίδιοι με τους βαριεστημένους ένστολους του στρατοπέδου Ichigaya που τον χλεύαζαν ενώ τους μιλούσε, προχώρησαν μάλιστα ακόμα και σε χυδαίες ψυχολογικές και σεξουαλικές «ερμηνείες» της ακατανόητης για τον δικό τους κώδικα αξιών πράξης του Μισίμα. Ο γνωστός Colin Wilson μάλιστα θεώρησε πρέπον κατά τα αμερικανικά (ιουδαιοχριστιανικά) του μάτια να προσπαθήσει να τον παρουσιάσει ως δήθεν πάσχοντα από το πολύ διαδεδομένο στον ιουδαιοχριστιανικό κόσμο «μεσσιανικό σύνδρομο» («Rogue Messiahs. Tales of Self-Proclaimed Saviors», 2000), ενώ πιο αηδιαστική είναι η προσέγγιση τού διόλου τυχαία επίσης αμερικανού Jerry S. Piven («The Madness and Perversion of Yukio Misima», 2004, δηλ. «Η παραφροσύνη και διαστροφή του Γιούκιο Μισίμα»).

Ενδεικτικό της πλήρους ανικανότητας των σημερινών μαζικών ανθρώπων να καταλάβουν μία τέτοια ανώτερη προσωπικότητα είναι και το γεγονός ότι ενώ ο Μισίμα ουσιαστικά υπήρξε με την πραγματική έννοια ένας πολιτικός συγγραφέας, μισήθηκε ισόποσα από τους μονοπωλητές της δυναμικής πολιτικής έκφρασης ακροδεξιούς και ακροαριστερούς (από τους πρώτους για την θέση του ότι ο Χιροχίτο έπρεπε να είχε παραιτηθεί μετά την ήττα της Ιαπωνίας και από τους δεύτερους για την τόλμη του να υπερασπίζεται τις παραδοσιακές αξίες). Το 1985 πάντως, οι Πωλ Σράντερ, Τζωρτζ Λούκας και Φράνσις Κόππολα παρήγαγαν σε ανάμνηση της προσωπικότητάς του το αξιόλογο λυρικό φιλμ «Μισίμα: μία ζωή σε 4 κεφάλαια» («Mishima. A Life in Four Chapters»).

Εν ζωή ο Μισίμα τιμήθηκε με τα βραβεία «Shincho» (1954), «Kishida Δραματουργίας» (1955) και «Yomiuri» (2 φορές, το 1957 και το 1961).

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Τα τρία παρακάτω κείμενα είναι από το αφιέρωμα της Οδού Πανός Καλώς ήρθατε στον κόσμο του Γιούκιο Μισίμα - (τ.139, Ιαν.2008)

…«Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας» είναι το πιο αποκαλυπτικό έργο του Μισίμα. Δεν δημιούργησε μόνο τη φήμη του αλλά συνεχίζει να θεωρείται ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα - και μάλιστα το σπουδαιότερο - ενός έργου που ανέρχεται σε τριάντα ή σαράντα τόμους. Ωστόσο, δεν έγινε σωστά αντιληπτό, ούτε από εκείνους που τον θαύμαζαν. Το θεωρούν συχνά ως παρωδία εξομολόγησης, μια ψευδή αυτοβιογραφία. Οι ομοφυλόφιλες τάσεις του ήρωα, που τον εμποδίζουν να αισθανθεί πόθο για μια νεαρή γυναίκα με την οποία νομίζει ότι είναι ερωτευμένος, έφεραν σε τέτοια αμηχανία τους κριτικούς που οι περισσότεροι από αυτούς, σκέφτηκαν ότι η πρόθεση του συγγραφέα ήταν μάλλον σατιρική ενώ άλλοι απέδιδαν την ανικανότητα του στην κακή διατροφή. Παραδόξως, κανείς δεν θεώρησε ποτέ τις «Εξομολογήσεις» σαν την ομολογία ενός ένοχου πάθους. Οι Αμερικανοί εκδότες αρνήθηκαν να το εκδώσουν, σκεπτόμενοι ότι θα κατέστρεφε την εικόνα του Μισίμα στους Αμερικανούς αναγνώστες, αλλά οι Ιάπωνες το διάβασαν σαν τη συγκινητική μαρτυρία ενός νεαρού αγοριού που αποκτά αυτεπίγνωση. Οι ομοφυλόφιλες πτυχές θεωρήθηκαν ως έκφραση ενός ανώριμου έρωτα, ή ερμηνεύτηκαν ως συμβολισμός της στειρότητας του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Μισίμα αρνήθηκε την ειλικρίνεια των εξομολογήσεων και βάλθηκε να αποδείξει με επιμονή το ερωτικό του ενδιαφέρον για τις γυναίκες. Όποιες κι αν είναι οι εξηγήσεις του Μισίμα, ή των κριτικών σχετικά με τα στοιχεία της ομοφυλοφιλίας των «Εξομολογήσεων μιας μάσκας», δεν μπορούν να μας εμποδίσουν να σκεφτούμε ότι το έργο περιέχει προσωπικά συναισθήματα και βιώματα. Σίγουρα, δεν ήταν πρόθεση του Μισίμα να περιγράψει με λεπτομέρειες την νεότητά του, αλλά να εξομολογηθεί, να λυτρωθεί από τα φαντάσματα που τον στοίχειωναν.

Δεν θα υπογραμμίσουμε τη σημασία των «Εξομολογήσεων» στην εξέλιξη του Μισίμα. Χρησιμοποιεί υλικά που αντλεί από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία. Ο νεαρός του ήρωας δεν είναι κάποιος από τους ήρωες των μυθιστορημάτων που έχει διαβάσει, δεν φλογίζεται από το πρώτο του φιλί. Δεν καταφέρνει να κερδίσει το χέρι της νεαρής γυναίκας που αγαπά, όχι επειδή εκείνη προορίζεται για κάποιον άλλον, αλλά γιατί εκείνος ανακαλύπτει ότι η μάσκα που του έχει επιβληθεί από την κοινωνία και από τη λογοτεχνία, του είναι ανυπόφορη. Η αντίδρασή του δεν είναι ούτε η αυτολύπηση - συναίσθημα που περιφρονεί - ούτε η έκπληξη μπροστά στην τρομερή μοίρα που του αποκαλύφθηκε. Αντίθετα, διηγείται τη διαδικασία που τον οδήγησε στην αναπόφευκτη αναγνώριση της κατάστασής του. Μερικά θέματα από τις «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» τα συναντάμε και σε άλλα έργα του Μισίμα, αλλά ποτέ υπό τη μορφή εξομολόγησης. Σαν «σπαρτιάτικη άσκηση αυτοπειθαρχίας», το βιβλίο πέτυχε το στόχο του. Αλλά παραμένει μια μυθοπλασία, ακόμα κι αν η εξομολόγηση φτάνει πολύ κοντά στην αλήθεια. Μετά από έναν ορισμένο αριθμό κειμένων που είχαν σαν θέμα μόνο την ομορφιά, αυτό το μείγμα αλήθειας και ομορφιάς, καθιστά τις «Εξομολογήσεις μιας μάσκας», κορυφαίο έργο του Μισίμα.
[...]
Μετά τις «Εξομολογήσεις μιας μάσκας», ο Μισίμα δημοσίευσε το έργο «Δίψα για έρωτα», (1950). Η επιτυχία του πρώτου του βιβλίου θα είχε αναμφίβολα σπρώξει κάποιον άλλον να συνεχίσει στην αυτοβιογραφική οδό αλλά ο Μισίμα αποφάσισε διαφορετικά. Παραδέχτηκε ότι είχε επηρεαστεί από τον Φρανσουά Μωριάκ. Θαύμαζε τη δραματική, και μερικές φορές τρομακτική ατμόσφαιρα, των μυθιστορημάτων του. Αυτό τον ώθησε να γίνει ένας συγγραφέας που μπορούσε να υπερβεί την εξομολόγηση, διατηρώντας ένα πολύ προσωπικό στοιχείο στην επιλογή των υλικών του. Το να προτιμήσει τη δράση από τις περιγραφές, τις ολοένα πιο διεισδυτικές και εκλεπτυσμένες του ψυχικού του κόσμου, ήταν σίγουρα μια καλή απόφαση. Αλλά σίγουρα, αυτή η απόφαση στοίχισε στο Μισίμα το αριστούργημά του, το μυθιστόρημα που θα εξηγούσε πώς ο πρώτος διεθνώς αναγνωρισμένος Ιάπωνας συγγραφέας, βίωσε το διχασμό και την πάλη, ανάμεσα στην έλξη που ασκούσαν πάνω του οι ιαπωνικές και οι δυτικές παραδόσεις, πώς ένας συγγραφέας επηρεασμένος από τον Ουάιλντ, τον Ραντιγκέ, τον Μωριάκ, τον Μαν και τον Ντοστογιέφσκι, αποφάσισε να πεθάνει σαν Σαμουράι. Ο Μισίμα πέταξε τη μάσκα του για να κάνει την εξομολ6γησή του, αλλά στο τέλος ο ίδιος αποφάσισε ότι η μάσκα ήταν το αληθινό πρόσωπό του. Η μάσκα γλιστρούσε μερικές φορές, αλλά μόνο από απροσεξία, για να αποκαλύψει ένα πλάσμα που δεν ήταν ο Μισίμα με το δυνατό σώμα και το ηρωικό γέλιο. Του άρεσε να θεωρεί ότι είναι ένας συγγραφέας βέβαιος για τον εαυτό του, ήρεμος και αρρενωπός, υπερήφανος για την δεξιοτεχνία του, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να κρύψει τελείως την απελπισία του.
...
Ντόναλντ Κην
(Oδός Πανός, τ.137)

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

…«Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας» δημοσιεύθηκαν το 1949. Την προηγούμενη χρονιά, ο Μισίμα είχε προσληφθεί ως υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών, αλλά είχε παραιτηθεί από την εργασία του σε εννέα μήνες για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή. Θεωρήθηκε ως ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας με πολύ προσωπικό ύφος, και η ενασχόλησή του με τη συγγραφή απορροφούσε όλο του το χρόνο. Οι «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» ήταν το βιβλίο που του έφερε την καθιέρωση και τη φήμη.

Αυτό το μυθιστόρημα απετέλεσε για τον ίδιον το δεύτερο έργο της πρώιμης περιόδου. Στην πρώτη σελίδα παραθέτει μια επιγραφή, ένα απόσπασμα από τους «Αδερφούς Καραμαζώψ>, του Ντοστογιέφσκι:
«Η Ομορφιά...η Ομορφιά είναι κάτι τρομερό και τρομακτικό. Τρομερό επειδή είναι άπιαστο και ακατανόητο.(...) Ο Διάβολος ξέρει τι κρύβεται σε όλα αυτά! Πίστεψέ το, η Ομορφιά δεν υπάρχει, για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, παρά μόνον στην αμαρτία και την απώλεια. Υπάρχει ομορφιά στα Σόδομα;»

Η ιερή ομορφιά του ερωτισμού

...αυτές οι λίγες φράσεις επιτρέπουν να συλλάβουμε καθαρά ποια ήταν η πρόθεση του Μισίμα όταν δανειζόταν αυτές τις λέξεις από τα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι. Αποκαλύπτει κατ' αυτόν τον τρόπο, χωρίς αμφισβήτηση την ιδέα που κυριαρχεί στις «Εξομολογήσεις μιας μάσκας»: η ομορφιά είναι τρομακτική επειδή έχει τους δικούς της κανόνες και προχωρά αντίθετα με τη ζωή, απαιτώντας μάλιστα την ίδια τη θυσία της. Η ζωή συνεχίζεται και διαρκεί όσο η γη γυρίζει. Υπό τέτοιες προϋποθέσεις, κάθε πράξη του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να έχει σχετική αξία. Ο καλλιτέχνης επιθυμεί να προσδώσει στην ομορφιά που δημιουργεί μια απόλυτη αξία που υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο, και η οποία δεν βρίσκει πουθενά κάτι αντάξιό της.

Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στη Ζωή και την Τέχνη, βρίσκει την πιο ξεκάθαρη απεικόνιση της στην σχέση ανάμεσα στο σεξ και στον ερωτισμό. Το σεξ αποσκοπεί στην αναπαραγωγή, στην διατήρηση του είδους. Ωστόσο, ο άνθρωπος ελπίζει να ανακαλύψει μια μοναδική ομορφιά, μη γόνιμη και όμως – ή ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον όρο - αιώνια, την ομορφά του ερωτισμού. Οι εραστές στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, ελπίζουν ότι ο θάνατός τους θα καταστήσει τον έρωτά τους αιώνιο. Το σεξ είναι υποταγμένο στον νόμο της ζωής. Ο ερωτισμός συνδέεται μάλλον με τη σύμπτωση παρά με τον θάνατο.

Οι προσεκτικοί αναγνώστες του Μισίμα θα διαπιστώσουν στα βιβλία του αυτό το θέμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο σεξ από τη μία και στην ομορφιά από την άλλη. Σε ορισμένα από τα έργα του, γραμμένα μετά τον πόλεμο ξεκινώντας από τις «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» - θα αναζητήσει την ομορφιά του Έρωτος στην ομοφυλοφιλία. Η ομοφυλοφιλία δεν εκπληρώνει καμμία λειτουργία αναπαραγωγής, κάτι που την καθιστά φυσικό εχθρό της ζωής.

Ο ήρωας των «Εξομολογήσεων» βιώνει μια παράξενη υπερδιέγερση, η οποία δεν συγκρίνεται με κανένα από τα συναισθήματα που έχει βιώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, στη θέα μιας εικόνας που αναπαριστά το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού. Ο ήρωας του βιβλίου, ομοφυλόφιλος, πρέπει να υπομείνει τη μοναξιά, το συναίσθημα του αποκλεισμού από την κοινωνία, παρά το γεγονός ότι του παρουσιάζονται ολοένα και πολυπληθέστερες, οι ενδείξεις της “φυσιολογικής” σεξουαλικής του κλίσης.

Όταν βρίσκεται με ένα κορίτσι, παίζει το ρόλο του εραστή της και προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένος. Η σεξουαλική διέγερση για κείνον, συνοδεύεται πάντα με την εικόνα του θανάτου:

«Οράματα δολοφονημένων πριγκίπων με ακολουθούσαν πεισματικά. Ποιος θα μπορούσε να μου εξηγήσει γιατί μου άρεσε να συνδέω τα εφαρμοστά κολάν που άφηναν να διαγράφεται το σχήμα των σωμάτων, και τα οποία φορούσαν αυτοί οι πρίγκηπες, με τον σκληρό θάνατό τους;»

Tακέσι Μουραμάτσου
(Oδός Πανός, τ.137)

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Ο Γιούκιο Μισίμα είναι ένας από τους διασημότερους συγγραφείς, αν όχι ο διασημότερος, της Ιαπωνίας. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Η γραφή του είναι κλασσική, θα έλεγε κανείς ότι εντάσσεται στη γραμμή των μεγάλων κλασσικών συγγραφέων, όπως είναι ο Προυστ. Τα έργα του, τα θέματα των οποίων αντλεί συχνά από την επικαιρότητα, την ταπεινή καθημερινότητα των πολλών, αλλά και από το περιβάλλον της υψηλής κοινωνίας, πραγματεύονται τα ανεξιχνίαστα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής, την μοναξιά των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, τον πόνο του ανέφικτου έρωτα αλλά και την οδύνη του ερωτικού πάθους, την κατάκτηση της ομορφιάς και τις παγίδες που κρύβει, το αδιέξοδο του ανθρώπου μπροστά στο αδυσώπητο κενό και τη ματαιότητα μιας ρευστής και αμφιλεγόμενης πραγματικότητας.

Υπήρξε πολυτάλαντος, ένας αυθεντικά εκκεντρικός νάρκισσος, ένας εστέτ. Πολυπράγμων και υπερδραστήριος σε πολλά επίπεδα, άφησε πίσω του ένα μεγάλο έργο, αφού κάθε βράδυ, μετά την πολύβουη καθημερινότητά του, κλεινόταν στο γραφείο του και έγραφε πυρετωδώς μέχρι το ξημέρωμα. Το γράψιμο ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής του και η πρώτη του αγάπη. Δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Και μόλις ολοκλήρωσε το τελευταίο του έργο, πήρε το δρόμο για το μεγάλο ταξίδι του στην αιωνιότητα. Αυτή η τελευταία του πράξη, η θεαματική αλλά συνάμα τόσο τραγική και απελπισμένη, πράξη που υποδήλωνε βαθιά απόγνωση, μαγνήτισε τους αναγνώστες - θεατές, όχι μόνο στην Ιαπωνία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Δημιούργησε ένα σκάνδαλο με πολλούς αποδέκτες και τόσους κρυμμένους συμβολισμούς, όπως έσπευσαν πολλοί να υπογραμμίσουν τότε, που παραμένει ακόμα και σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια μετά, μια αινιγματική πράξη. Όπως επισημαίνει πολύ εύστοχα η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, κάθε άνθρωπος αποτελείένα ανεξιχνίαστο μυστήριο. Ποτέ κανείς, και πουθενά, δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει ολοκληρωτικά κανέναν.

Το σπουδαίο λογοτεχνικό έργο που δημιούργησε, διανθίστηκε με θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες, και πολύ ενδιαφέροντα φωτογραφικά λευκώματα, καθώς ήταν παθιασμένος ηθοποιός και του άρεσε η ηδονοβλεπτική διάσταση των θεαμάτων αλλά και η ισχυρή και απαστράπτουσα θεατρικότητα. Από μικρό παιδί είχε λατρέψει, χάρη στην γιαγιά του, που τόσα πολλά της έχουν καταλογίσει για την κατοπινή του εξέλιξη, το θέατρο Καμπούκι και το Νο. Επένδυσε πολλά έργα του, όχι μόνο θεατρικά αλλά και μυθιστορήματα, με τους σιωπηλούς κώδικες του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου, προσθέτοντας μια δόση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και μία δόση της δικής του αντίληψης για το τραγικό.

Απεχθανόταν να είναι μόνο άνθρωπος των γραμμάτων. Θέλησε να αποτινάξει τον τίτλο αυτό από πάνω του και αποφάσισε να επενδύσει στη δράση ενός πολεμιστή Σαμουράι, ενός buchi. Υπερηφανευόταν για την καταγωγή του από γενιά Σαμουράι, από τη μεριά της γιαγιάς του και φρόντισε να αξιοποιήσει στο έπακρο αυτή την κληρονομιά: ασκήθηκε στα βάρη, μεταμορφώνοντας το καχεκτικό και ασθενικό σώμα του σε σώμα αθλητή και έγινε πρωταθλητής των παραδοσιακών πολεμικών τεχνών. Δημιούργησε έναν ιδιωτικό στρατό και θέλησε να πεθάνει ως άνθρωπος της δράσης, παντρεύοντας ξανά το Χρυσάνθεμο με το Ξίφος, δηλαδή την Τέχνη με τη Δράση, αξία των πατρογονικών και χαμένων την εποχή όπου έζησε, παραδόσεων. Θα έλεγε κανείς ότι πραγμάτωσε το ιδανικό του: το Θάνατο μέσα στην Ομορφιά και το Θάνατο εν δράσει, αφού πρόσφερε το καλογυμνασμένο του σώμα στην αιωνιότητα και δεν περίμενε να γεράσει για να πεθάνει, αλλά κίνησε μόνος του να ανταμώσει το πεπρωμένο του.
...
Γιώργος Μίχαλος
(Oδός Πανός, τ.137)