Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 7

Image Hosted by ImageShack.us Maurice Heerdink (Ολλανδία)
.
.
.
Ο Παύλος κάθισε σε μια πολυθρόνα ακριβώς απέναντι του' και άρχισε ξανά να τον κοιτάει' βαθιά στα μάτια. Τον κοίταζε κι εκείνος. Αυτό ήταν' δεν σταμάτησαν να κοιτάζονται ούτε κι εκείνοι ήξεραν για πόση ώρα: ένα τελετουργικό αλληλοενατένισης μέσα σε απόλυτη σιωπή.
Ο Άρης χαμογέλασε. Έτσι πιωμένος καθώς ήταν, η έκφραση του ήταν πολύ πιο μαλακή, έμοιαζε ολόκληρος πιο χαλαρός, πιο αφημένος.
"Τι με κοιτάς;", ρώτησε γλυκά τον Παύλο.
Εκείνος απάντησε κάνοντας τον γνωστό του ανήξερο μορφασμό (ξέρω 'γω;), χωρίς ωστόσο να τραβάει και τα μάτια του από πάνω του.
"Τι θες, ρε παιδάκι μου, από μένα;", επέμεινε ο Άρης.
"Τι να θέλω...Τίποτα...", σήκωσε τους ώμους του ο Παύλος.
"Ξέρω 'γω; Με κοιτάς...Εσύ μπορεί να θες και να με γαμήσεις..."
Ο Παύλος τα 'χασε. Φρόντισε ωστόσο να μη δείξει την ταραχή του.
"Θέλεις;", τον ξαναρώτησε ο Άρης, εννοώντας το απόλυτα."Το ξέρεις ότι καυλώνω όταν με κοιτάς έτσι;", πρόσθεσε.Έτσι πριν μπορέσει να συνειδητοποιήσει αυτό που του συνέβαινε εκείνη τη στιγμή (για κείνον ούτε που θα μπορούσε ποτέ να συμβεί πιο απρόσμενο πράγμα), ο Παύλος του απάντησε απλά "Ναι, θέλω". Τότε, χωρίς άλλη αναβολή, ο Άρης του 'δειξε, με το χέρι του, τη διπλανή, άδεια θέση του καναπέ. "Κάθισε", του είπε.
Κι ούτε που 'χε προλάβει καλά καλά να σηκωθεί και να πάει να καθίσει, όταν ο Άρης τον βούτηξε μ' ορμή κι άρχισε να τον φιλάει στο στόμα. Ένα παθιασμένο φιλί διαρκείας στο οποίο, αρχικά εκστασιασμένος, ο Παύλος δεν άργησε να πάρει μέρος, να ανταποδώσει και να παραδοθεί τελειωτικά...
Η μπαλκονόπορτα της κάμαρας έμεινε ανοιχτή ως το ξημέρωμα.
Στον παραλιακό δρόμο δεν περνούσε κανένα αυτοκίνητο εκείνη την ώρα. Τα δυο αγόρια των είκοσι χρόνων, αφού δόθηκαν ευτυχισμένα στον έρωτα, είχαν πια αποκοιμηθεί γυμνά, με τα χέρια τους ενωμένα. Ήταν η νύχτα των ενωμένων χεριών.

Τάκης Σπετσιώτης : Δελτίον ταυτότητος. Γενικός αριθμός Θ 307136 (Άγρα)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από την ιστοσελιδα του εκδοτικού οίκου ΑΓΡΑ

Ήθελα τότε, έτσι, πώς το λένε, νά 'γραφα ένα μουσικό έργο εμπνευσμένο, αρχικά, από τον κόσμο της παλιότερης λογοτεχνίας… Της λογοτεχνίας που αγαπούσα… Πείτε ότι αισθανόμουνα πως με το λιμπρέτο, με τη μουσική και το ανέβασμα της παράστασης θα λειτουργούσα λιγάκι σα συγγραφέας κι εγώ…
[…]
Θε μου, και τι δεν είχα ακούσει τότε… Μέχρι και τ' ότι έκανα χοντρή πορνογραφία με τη ζωή μου! Ξέρετε κάτι, για να τελειώνουμε με το θέμα μας; Αν θέλουμε νά 'μαστε ακριβείς, μιας κι ήρθε η κουβέντα σ' αυτή την υπόθεση, λοιπόν, χωρίς τους γονείς του είχε μεγαλώσει μόνο ο μικρός εκείνος ήρωας του έργου. Κι αυτό ξέρετε γιατί; Απλά, για νά 'ναι πιο ευάλωτος στα τραύματα του κλειστού κοινωνικού χώρου που ζούσε, μετά την πρώτη του, ομολογουμένως κάπως πιο βίαιη απ' το συνηθισμένο, ερωτική εμπειρία, πριν την εφηβεία του…
[…]
"Υπήρχε, αν δεν κάνω λάθος, κι ένα δεύτερο μέρος στο έργο εκείνο, έτσι δεν είναι;"
"Α ναι, πως. Συγγνώμην, δεν αναφέρθηκα. Το μέρος εκείνο μιλούσε για μια ερωτική φιλία μεταξύ δύο εφήβων. Ήταν μια ιστορία εμπνευσμένη από τις άπειρες που συμβαίνουν στην καθημερινότητα, ωστόσο στην εξέλιξή της, φανταστική".

^^^^^^^^^^^^

Ο Τάκης Σπετσιώτης παρουσιάζει εδώ ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα δοσμένο άλλοτε σαν πλασματική εξομολόγηση κι άλλοτε σαν τριτοπρόσωπη, "αντικειμενική" αφήγηση.
Μικρομέγαλος, ταραξίας, καλλιτεχνικά ανήσυχος, πληγωμένος από έναν νεανικό ομοφυλόφιλο έρωτα, και, φυσικά, ασυμβίβαστος, ο Παύλος Μέρλος σε τρεις εποχές της ζωής του (παιδικά χρόνια, εφηβεία, μέση ηλικία), συνεχίζει, παρά τις, κατά καιρούς, εναντίον του κατηγορίες, τη μοναχική πορεία του που έχει μία και μόνη αποστολή : σε σύγκριση με τα κοινά μέτρα, αυτός να παραμείνει όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομος.

Τρία λιμάνια, χρησιμοποιημένα έτσι ώστε να αποτελούν λιμάνια του ανθρώπινου νου μάλλον, και να κινούνται σε ψυχικά κυρίως επίπεδα. Όπως οι αστυνομικές ταυτότητες με τον γραμμένο πάνω τους γενικό αριθμό: καθολικό, κοινό για όλους, αλλά, την ίδια στιγμή, ασαφή κι αόριστο - έως και μυστηριώδη. Και όπως τα πρόσωπα, αλλά και τα γεγονότα του βιβλίου : πραγματικά και ταυτόχρονα επινοημένα, τόσο μάλιστα που οποιαδήποτε ομοιότης τους με υπαρκτά πρόσωπα και περιστατικά να είναι (όπως συνήθιζαν να γράφουν και στα παλιά μυθιστορήματα) ακούσια και απλώς τυχαία.

Ανώνυμος είπε...

Από την ιστοσελιδα του εκδοτικού οίκου ΑΓΡΑ

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Τάκης Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις τανίες Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας), Εις το φως της ημέρας (1986) και Κοράκια (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο την Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη (Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001).

Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από τις οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δύο τόμους, «Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου» (Λογοτεχνικό χρονικό, 1996) και «Χαίρε Ναπολέων» (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).