Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Νο 25

Τον Ντόρο τον αγαπούσα πολύ, κι όταν πήγε στην Τζένοβα να παντρευτεί και να μείνει, κόντεψα στ' αλήθεια ν' αρρωστήσω. Τού 'γραψα ότι δε θα πήγαινα στο γάμο' η απάντησή του ξερή και υπεροπτική [...]
Περαστικός μιαν ωραία πρωία απ' την Τζένοβα, πήγα σπίτι του και φιλιώσαμε. Η γυναίκα του, μου φάνηκε πολύ συμπαθής: η παλιοκατεργάρα μού είπε όλο νάζι να την φωνάζω Κλέλια και μας άφησε μόνους όση ώρα έπρεπε' το βραδάκι που ξανάκανε νωρίς-νωρίς την εμφάνισή της για να βγούμε βόλτα είχε μεταμορφωθεί σε γοητευτική κυρία. Αν δεν είμουν ό,τι είμαι, θα της είχα φιλήσει το χέρι.
Κείνη τη χρονιά πήγα και ξαναπήγα στην Τζένοβα, κι όλες τις φορές πέρασα απ' το σπίτι τους. [...]
Ύστερα και για έναν ολόκληρο χρόνο δεν πήρα νέο τους, κι όταν ξανάρθε η εποχή της θάλασσας, με βρήκε να μην έχω τίποτα στο νου μου. Έπεφτε, επομένως, σε μένα να τους ρωτήσω αν με ήθελαν. Η τηλεγραφική απάντηση του Ντόρο: "Περίμενέ με".
Όταν βρέθηκε μπροστά μου καλοκαιρινός-καλοκαιρινός και μαυρισμένος, κόντεψα να μην τον αναγνωρίσω' κι ο πόθος μου έγινε πείσμα.
"Δεν κάνουν έτσι του είπα".
Γέλασε.

Τσέζαρε Παβέζε : Στην παραλία (Ύψιλον)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ' αναβλύσει απ' το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζουνε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.

Τσέζαρε Παβέζε

μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη