.
.
- Και τώρα τι ρούχα να φορέσω δηλαδή; Πώς να ντυθώ;
- Τι πώς να ντυθείς, ρε Άγγελε; Βάλε ό,τι βρεις μπροστά σου...Ένα παντελόνι, μια μπλούζα κι είσαι έτοιμος.
- Και η επέτειος; Ξεχνάς την επέτειο; Δεν πρέπει να φορέσω κάτι καλό; Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ντυνόμαστε γαμπροί. Κι έχουμε και Πάσχα φέτος. Να βάλω κάτι επίσημο. Τι όμως; (...)
Ο έρωτας του Άγγελου και του Στέφανου απλώνεται απ' άκρη σ' άκρη του βαγονιού, διαχέεται ανάμεσα σε σπυριάρηδες φοιτητές που χαβαλεδιάζουν φωναχτά για τις εξετάσεις, περνά ξυστά από Αλβανούς με πονεμένο ύφος και σκισμένες πλαστικές σακούλες, φτερουγίζει πάνω από γέρους που προσπαθούν να κολλήσουν πρόστυχα σε τρυφερά κοριτσούδια και ταλαντεύεται μελωδικά δίπλα σε μικρά γυφτάκια με ξεχαρβαλωμένα κασετόφωνα στον ώμο, που ζητούν με κλαμένη φωνή ελεημοσύνη. (...)
- Σ’ αγαπώ, Άγγελε.
- Κι εγώ, Στέφο. Σε λατρεύω.
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης : Μπιμπερό με κόκα-κόλα (Καστανιώτης)
- Τι πώς να ντυθείς, ρε Άγγελε; Βάλε ό,τι βρεις μπροστά σου...Ένα παντελόνι, μια μπλούζα κι είσαι έτοιμος.
- Και η επέτειος; Ξεχνάς την επέτειο; Δεν πρέπει να φορέσω κάτι καλό; Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ντυνόμαστε γαμπροί. Κι έχουμε και Πάσχα φέτος. Να βάλω κάτι επίσημο. Τι όμως; (...)
Ο έρωτας του Άγγελου και του Στέφανου απλώνεται απ' άκρη σ' άκρη του βαγονιού, διαχέεται ανάμεσα σε σπυριάρηδες φοιτητές που χαβαλεδιάζουν φωναχτά για τις εξετάσεις, περνά ξυστά από Αλβανούς με πονεμένο ύφος και σκισμένες πλαστικές σακούλες, φτερουγίζει πάνω από γέρους που προσπαθούν να κολλήσουν πρόστυχα σε τρυφερά κοριτσούδια και ταλαντεύεται μελωδικά δίπλα σε μικρά γυφτάκια με ξεχαρβαλωμένα κασετόφωνα στον ώμο, που ζητούν με κλαμένη φωνή ελεημοσύνη. (...)
- Σ’ αγαπώ, Άγγελε.
- Κι εγώ, Στέφο. Σε λατρεύω.
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης : Μπιμπερό με κόκα-κόλα (Καστανιώτης)
2 σχόλια:
- Koίτα, δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις έτσι… Δεν περίμενα ότι με το μπιμπερό… Αλήθεια, το έκανα γι αστείο. Δεν ήξερα….
- Ρε Στέφανε… πώς θα ‘νιωθε η δικιά σου η μάνα άμα σ’ έβλεπε έτσι; Mε δεμένα μάτια και τη ρώγα ανάμεσα στα δόντια να ρουφάς την κόκα κόλα;
- Mα δε θα μ’ έβλεπε ποτέ! Τώρα είμαστε οι δυο μας. Μόνοι μας. Τι δουλειά έχει η μάνα μου μέσα στα πόδια μας;
- Λέμε αν! Αν άνοιγε η πόρτα κι έμπαινε μέσα, τι θα αισθανόταν;
- Δεν ξέρω… Θα πάθαινε κάτι σίγουρα… Αλλά μετά θα της περνούσε μάλλον… Ε, δεν έκανα και κανένα έγκλημα. Σίγουρα δεν είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει ο κανακάρης της, αλλά έχουνε δει τόσα τα μάτια της μαζί μου, που μάλλον αυτό θα ήταν το λιγότερο… Δεν πήγα δα κι έξω απ’ την πόρτα της να πιπιλάω τη θηλή. – «Γεια σου μάνα, πάρε μια γουλιά από την κόκα μου» - ούτε της περιγράφω σκηνικά μαζί σου! Αλίμονο… Και στο κάτω κάτω της γραφής, ποιος από μας κάνει πάντα αυτό που γουστάρει η μάνα του; Ξέρει τι καπνό φουμάρω, μπορεί να μην τρελλαίνετε για τη ζωή μου, αλλά ‘ντάξει, μ’ αγαπάει κι έχει υπομονή μαζί μου…
- Είδες λοιπόν: To ΄πες και μόνος σου… Σε γνωρίζει, σ’ αγαπάει, έχει υπομονή μαζί σου. Μπορεί να μη γουστάρει, να διαφωνεί, ν’ ανησυχεί, μπορεί να σκέφτεται τα χίλια δυο, μα είναι εκεί. Για σένα. Δίπλα σου. Δικιά σου. Κι εγώ το ίδιο θέλω. Μια μάνα δικιά μου, κι ας μη μου μιλά καθόλου. Να μ’ αγνοεί, να μ’ αποφεύγει, δε με νοιάζει… Μα να ξέρω πως υπάρχει και με σκέφτεται. Έστω κι άσχημα. Θα μ’ αγαπούσε, το ξέρω. Θα μ’ αγαπούσε αν ήξερε ότι υπάρχω… Κάπου, κάποτε, θα ήταν όλα διαφορετικά. Θα ήταν όλα διαφορετικά…
Από το εξώφυλλο του βιβλίου:
Η Μυρτώ –παλιά καραβάνα της οδού Φυλής, που ακόμα κρατάει τα πρωτεία της μαστοριάς του έρωτα- περνάει κρίση ταυτότητας, έχοντας χτυπηθεί από χιλιάδες ψείρες του εφηβαίου μέσα στις άγιες μέρες της Μεγάλης Βδομάδας, σε μια Αθήνα που νηστεύει και κολάζεται λίγο πριν απο το κλείσιμο του εικοστού αιώνα. Ο Άγγελος κι ο Στέφανος -το πιο ερωτευμένο ζευγάρι της πόλης- αποφασίζουν να γιορτάσουν την τρίτη εξαίσια επέτειο του έρωτά τους στο πιο σουξεδιάρικο μπουρδέλο της Αττικής. Οι τρείς ψυχές θα συναντηθούν και λίγο πριν και λίγο μετά τη Ανάσταση, θα μπλεχτούν σε μια ιστορία μοιραία, που τους αποκαλύπτει τρομερά μυστικά για το παρελθόν και την ταυτότητα της ύπαρξής τους. Το νήμα της αγάπης κι η φλόγα του Πάσχα υφαίνουν το χάπυ εντ σ' ένα μπιμπερό που διαβάζεται μονορούφι.
~~~~~
Ο Αντώνιος Ρουσοχατζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1968 και ζει στο Παρίσι. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και θέατρο, έκανε ραδιόφωνο, θέατρο, δούλεψε σε περιοδικά μα ανακάλυψε νωρίς πως «το ωραιότερο πράγμα είναι τα δάχτυλα που χορεύουν κλακέτες πάνω στα πλήκτρα της γραφομηχανής αφήνοντας ίχνη από ιστορίες»
Δημοσίευση σχολίου