Douglas Simonson
.
Μου έκλεισε το μάτι και γέμισε ξανά το ποτήρι της.
«Πες μου, Τζόουνς. Υπάρχει τίποτα που δεν θα ‘κανες;»
«Δεν τον παίρνω. Μόνο δίνω. Αλλά δεν τον παίρνω».
«Α, ναι;»
«Τι είναι αυτό, θέμα ηθικών αρχών;»
«Όχι ακριβώς. Αιμορροΐδες.»
«Με περιπτώσεις σαδομαζοχισμού πώς τα πας.;»
«Ακραίου;»
«Αν προτιμάς να το λες έτσι, ναι. Μαστίγια. Αλυσίδες. Τσιγάρα. Τέτοια πράγματα».
«Φοβάμαι πως όχι».
«Α, ναι; Κι αυτό είναι θέμα ηθικών αρχών;»
«Δεν πιστεύω στην σκληρότητα. Ακόμα κι αν προσφέρει σε κάποιον άλλο ευχαρίστηση».
«Δηλαδή δεν έχεις φερθεί ποτέ σκληρά;»
«Δεν είπα τέτοιο πράγμα».
«Σήκω μια στιγμή», είπε. «Βγάλε το σακάκι σου. Κάνε μια στροφή. Ξανά. Πιο σιγά. Κρίμα που δεν είσαι κάπως ψηλότερος. Έχεις ωραίο κορμί όμως. Το στομάχι σου είναι πλάκα. Από μέγεθος πώς πας;»
«Δεν είχα ποτέ παράπονα».
« Μπορεί οι πελάτες μας να είναι πιο απαιτητικοί. Αυτή, βλέπεις, είναι η ερώτηση που κάνουν πάντα : πόσο μεγάλο είναι το πράμα του;»
«Θέλετε να του ρίξετε μια ματιά;» είπα παίζοντας με το φερμουάρ του καινούργιου μου παντελονιού.
Τρούμαν Καπότε : Όταν οι προσευχές εισακούονται (Καστανιώτης)
.
Μου έκλεισε το μάτι και γέμισε ξανά το ποτήρι της.
«Πες μου, Τζόουνς. Υπάρχει τίποτα που δεν θα ‘κανες;»
«Δεν τον παίρνω. Μόνο δίνω. Αλλά δεν τον παίρνω».
«Α, ναι;»
«Τι είναι αυτό, θέμα ηθικών αρχών;»
«Όχι ακριβώς. Αιμορροΐδες.»
«Με περιπτώσεις σαδομαζοχισμού πώς τα πας.;»
«Ακραίου;»
«Αν προτιμάς να το λες έτσι, ναι. Μαστίγια. Αλυσίδες. Τσιγάρα. Τέτοια πράγματα».
«Φοβάμαι πως όχι».
«Α, ναι; Κι αυτό είναι θέμα ηθικών αρχών;»
«Δεν πιστεύω στην σκληρότητα. Ακόμα κι αν προσφέρει σε κάποιον άλλο ευχαρίστηση».
«Δηλαδή δεν έχεις φερθεί ποτέ σκληρά;»
«Δεν είπα τέτοιο πράγμα».
«Σήκω μια στιγμή», είπε. «Βγάλε το σακάκι σου. Κάνε μια στροφή. Ξανά. Πιο σιγά. Κρίμα που δεν είσαι κάπως ψηλότερος. Έχεις ωραίο κορμί όμως. Το στομάχι σου είναι πλάκα. Από μέγεθος πώς πας;»
«Δεν είχα ποτέ παράπονα».
« Μπορεί οι πελάτες μας να είναι πιο απαιτητικοί. Αυτή, βλέπεις, είναι η ερώτηση που κάνουν πάντα : πόσο μεγάλο είναι το πράμα του;»
«Θέλετε να του ρίξετε μια ματιά;» είπα παίζοντας με το φερμουάρ του καινούργιου μου παντελονιού.
Τρούμαν Καπότε : Όταν οι προσευχές εισακούονται (Καστανιώτης)
13 σχόλια:
«Ιδού η θεωρία μου: το βιβλίο θα έπρεπε να είναι ο σπόρος που φυτεύουμε και ο αναγνώστης θα έπρεπε να κάνει ν' ανθίσει το δικό του λουλούδι».
Αυτό πίστευε ο Τρούμαν Καπότε για τους συγγραφείς, αναγνωρίζοντας την συμμετοχή του αναγνώστη στην ανάπτυξη και την πρόοδο της λογοτεχνίας.
Ο συγγραφέας λοιπόν είναι σπορέας, κατά τον αμερικανό δημιουργό, αλλά να που γίνεται να φυτεύει σπόρους και ένας αναγνώστης, όπως είναι και ο blogger αυτής της ιστοσελίδας. Έχοντας διαβάσει αρκετά blogs, τούτο εδώ απετέλεσε πραγματική έκπληξη για μένα. Γιατί διαπίστωσα ότι δεν πρόκειται ούτε περί επίδοξου συγγραφέα, ούτε περί εκκολαπτόμενου δημοσιογράφου, ούτε περί κάποιου εξωστρεφούς που ήθελε να μετριάσει τις λύπες του ή να μοιραστεί τις χαρές του με άγνωστους surfers του διαδικτύου. Όχι πως δεν έχουν την αξία τους κι αυτά, όμως πέρα από την προσωπική ικανοποίηση του blogger που παρουσιάζει την «δουλειά» του ή την ευκαιρία για ψιλοκουβέντα πάνω στις σκέψεις και τα συναισθήματά του, δίκην chatroom ή μαθητικών εκθέσεων, δεν αντιλαμβάνομαι άλλη χρησιμότητα.
Ο κόπος που καταβάλλεται και ο χρόνος που χρειάζεται να διαθέτει ο blogger για την έρευνα και την καταγραφή της σχετικής βιβλιογραφίας, μαζί με την ευθύνη της καθημερινής ενημέρωσης της ιστοσελίδας, μου επιτρέπει να υποθέτω ότι πρόκειται για κάποιον εξαιρετικά γενναιόδωρο άνθρωπο, που λειτουργεί υποστηρικτικά, ενθαρρυντικά και εμψυχωτικά τόσο προς την gay λογοτεχνία και τους λογοτέχνες, που τους παρουσιάζει χωρίς αποκλεισμούς ή προσωπική κριτική, όσο και προς την gay κοινότητα, που πρέπει να συμβάλλει και να γνωρίζει την κουλτούρα και την ιστορία της.
Γενναιόδωρο και χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά μονάχα με την προσδοκία του καλού κηπουρού: να βρούν οι «σπόροι» του – 172 βλέπω ως τώρα - γόνιμο έδαφος για ν’ ανθίσουν.
Χαίρομαι που, έστω και καθυστερημένα, «ανακάλυψα» αυτή τη σελίδα, και, αφού ευχαριστήσω για την ευκαιρία που για πρώτη φορά μου δίνεται να δω συγκεντρωμένη όλη την ελληνική gay βιβλιογραφία, θα προσπαθήσω να συμβάλλω συμπληρώνοντας όπου μπορώ.
Το μυθιστόρημα «Όταν οι προσευχές εισακούονται» (Answered prayers), είναι ημιτελές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή το βιβλίο δεν έχει «τέλος» ο αναγνώστης μένει ξεκρέμαστος. Ο ίδιος ο Καπότε, το θεωρούσε ως το καλύτερό του έργο και πολλοί πιστεύουν ότι αν είχε ολοκληρωθεί, θα ήταν το αριστούργημα του. «Ημιτελές αριστούργημα» το χαρακτηρίζει και ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Δημήτρης Ποταμιάνος.
Αυτοβιογραφικό, κινείται μεταξύ μυθοπλασίας και κουτσομπολιού για την κοσμική και σεξουαλική ζωή των κύκλων της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες. Των κύκλων μεταξύ των οποίων περιφερόταν και ο συγγραφέας και γνώριζε τόσο καλά.
Ο Καπότε ήταν, βέβαια, gay, αλλά η συνάφεια με πλούσιους ετεροσεξουαλικούς τον ανάγκασε να υιοθετήσει έναν παράξενο – ίσως και βασανιστικό - ρόλο, οικείο και ταιριαστό με τους διάφορους κοσμικούς. Δεν διστάζει, όμως, να αναφέρεται στα «μυστικά» των αριστοκρατικών φίλων του, γι αυτό και πολλοί υποστηρίζουν ότι το βιβλίο αυτό απεικονίζει την άγρια πλευρά του συγγραφέα.
Η μετάφραση του βιβλίου έχει γίνει από τον Γιούρι Κοβαλένκο.
Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 16ης Απριλίου 2005:
Ο Tρούμαν Kαπότε εκθέτει απροκάλυπτα τους κοσμικούς κύκλους.
Σόδομα και Γόμορρα
Ο Tρούμαν κάποτε ήταν ένα είδος Aμερικανού Kώστα Tαχτσή. Έζησε μια ζωή στην κόψη του ξυραφιού και δεν σταμάτησε να προκαλεί έως την τελευταία πνοή του. Πολύ συχνά επέσυρε εναντίον του τη δημόσια οργή και... το καταδιασκέδαζε. Aδιαμφισβήτητο τεκμήριο, αυτό το ημιτελές μυθιστόρημα και η μικρή προϊστορία που το ακολουθεί, πιο συναρπαστική και από το ίδιο
ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Τα ημιτελή έργα - είτε επειδή ο δημιουργός τους απεβίωσε, είτε επειδή εκουσίως τα εγκατέλειψε ανολοκλήρωτα - φέρνουν πάντοτε σε αμηχανία τον αναγνώστη. Γνωρίζω πολλούς που δεν θα μπουν ποτέ στον κόπο να διαβάσουν ένα μισοτελειωμένο μυθιστόρημα, διότι δεν επιθυμούν να εισδύσουν στον κόσμο του και να «σπαστούν» λίγο πριν από το τέρμα. Γνωρίζω άλλους - λιγότερους - που έλκονται από την ιδέα να συμπληρώσουν οι ίδιοι το τέλος της αρεσκείας τους. Το ιστορικό του «Όταν οι προσευχές εισακούονται» είναι εξόχως αποκαλυπτικό, όχι μονάχα για τις ανεκπλήρωτες προθέσεις του Τρούμαν Καπότε, αλλά και για τα σύγχρονα εκδοτικά ήθη.
Τι σκόπευε να καταφέρει ο Καπότε, τουλάχιστον κατά τις δικές του δηλώσεις - δεσμεύσεις σε ουκ ολίγες συνεντεύξεις; Να υπογράψει το μυθιστορηματικό ριμέικ του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, μεταφέροντας την πλοκή - κυρίως - στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, στην ανεκτική και ελευθεριάζουσα Νέα Αγγλία, από τα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέμου έως τα χρόνια του Τζόνσον. Το εκδοτικό παρασκήνιο είναι λιγότερο φιλόδοξο και περισσότερο κυνικό. Ο Καπότε πιάστηκε στο δόκανο που πιάνονται συνήθως οι εμπορικά πετυχημένοι συγγραφείς - εκείνοι που καταδιώκονται από τους εκδότες και όχι το ανάποδο -, οι κότες με τα χρυσά αυγά που δεν απεμπολούν παράλληλα τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες.
Τα χρήματα
Υπέκυψε στη σειρήνα μια παχυλής προκαταβολής - 25.000 δολάρια, εν έτει 1966 - και ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στον μεγάλο εκδοτικό οίκο Random House το - άγραφτο ακόμη - πόνημά του έως την 1η Ιανουαρίου του 1968. H ημερομηνία παράδοσης παρήλθε και ο νέος Προυστ δεν είχε γράψει παρά τρία κεφάλαια. Ωστόσο, ο Καπότε, από εκδοτική σκοπιά, παρέμενε πολλά υποσχόμενος (ο απόηχος από την τεράστια επιτυχία τού «Εν ψυχρώ», 37 συνεχείς εβδομάδες στον κατάλογο των best sellers των «Νιου Γιορκ Τάιμς», δεν είχε προλάβει να σβήσει) και ο Random House δέχτηκε να μεταθέσει την ημερομηνία παράδοσης ανεβάζοντας ταυτόχρονα και το ύψος της προκαταβολής. Περιττό να προσθέσουμε ότι ο χρυσός Τρούμαν φάνηκε εκ νέου ασυνεπής - όπως θα φανεί ασυνεπής και στην καινούργια παράταση που θα κατορθώσει να αποσπάσει. Έως το 1984, οπότε και θα πεθάνει στο Λος Άντζελες, ο Καπότε δεν θα αξιωθεί να ολοκληρώσει τέταρτο κεφάλαιο στο «καταραμένο» πλέον μυθιστόρημα. Παραδομένος στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά - συνδυασμός που θα του σμπαραλιάσει μνήμη και συκώτι -, θα στείλει το φιλόδοξο πόνημα στον κάλαθο των αχρήστων.
Γλώσσα που δεν στομώνει
Τώρα που το κουτσομπολίστικο ενδιαφέρον των τριών κεφαλαίων του «Όταν οι προσευχές εισακούονται» τείνει να εκπνεύσει, υπάρχει κανένας λόγος να τα ξεφυλλίσουμε; Υπάρχει. H αιχμηρή γλώσσα του Τρούμαν αρνείται να στομώσει, παρά την παρέλευση τόσων δεκαετιών. Το μνησίκακο γέλιο του - γέλιο ενός παιδιού που εκδικείται όσους δεν το παίζουν - ακούγεται καθαρά από το μνήμα.
Koκτώ, Μπέκετ και Πέγκυ Γκουγκενχάιμ
Μολαταύτα, όσο ήταν ακόμη καλλιτεχνικά εύρωστος και περιζήτητος, φρόντισε να προδημοσιευτούν τα τρία αυτά κεφάλαια σε διαδοχικά τεύχη του περιοδικού «Esquire». H προδημοσίευση προκάλεσε κοσμικό σάλο, καθώς ο Καπότε δεν δίσταζε να εκθέτει απροκάλυπτα διάφορα αστέρια της καλλιτεχνικής ζωής - από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σάμουελ Μπέκετ έως την Κολέτ και την Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ -, ενόσω ορισμένους, κάτω από εύκολα ψευδώνυμα- παραλλαγές (τον Ουίλιαμς, φερ' ειπείν, σε Ουάλας), κυριολεκτικά τους κονιορτοποιούσε. Υποτίθεται ότι κεντρικός ήρωας - αφηγητής, σε αυτό το μυθιστόρημα με τη χαλαρή συνοχή, θα ήταν ο αμοραλιστής Π. Μπ. Τζόουνς, αγνώστου πατρός και μητρός, μια αρσενική πόρνη ουσιαστικά, πανέτοιμη να κοιμηθεί με οιονδήποτε - άνδρα ή γυναίκα - θα ήταν διατεθειμένος να συμβάλλει στην καλλιτεχνική του προώθηση (είναι φέρελπις πεζογράφος) και στην οικονομική του αποκατάσταση. Το Alter ego του ίδιου του Τρούμαν Καπότε, με άλλα λόγια - καλλονού στα νιάτα του που, συν τω χρόνω, μεταμορφώθηκε σε δύσμορφο, χολερικό νάνο - σε πιο σκληρή και πιο πιπεράτη εκδοχή.
Η περιγραφή του βιβλίου από το typos.com.cy
O Π. Μπ. Τζόουνς δεν είναι μόνο ο (αντι)ήρωας του βιβλίου αλλά και της εποχής μας. Αγνώστου πατρός και μητρός, φεύγει 13 ετών από το αυστηρό ορφανοτροφείο που μεγάλωσε για να γνωρίσει τον κόσμο – και τον γνωρίζει. Χωρίς ίχνος ηθικής, αρχίζει να προσφέρει το κορμί του για «σοκολάτες» από την προεφηβική του ηλικία, δίχως να κάνει διακρίσεις αν το αντάλλαγμα θα του το δώσουν άντρες ή γυναίκες. Είναι ένα περιφερόμενο ζωντανό εμπόρευμα, που δεν βρίσκει άλλον τρόπο επιβίωσης από το να «κρίνει και να μην κρίνεται».. Ένα αμφιλεγόμενο λογοτεχνικό ταλέντο είναι το μόνο που έχει να επιδείξει ως δικαίωση της ύπαρξής του σε έναν κόσμο του οποίου, τελικά, είναι σύμπτωμα και γόνος…
Aπό την Οδό Πανός – τ.37, Αύγουστος 1988
Eκείνη την εποχή η μέχρι τότε ζιγκ-ζαγκ πορεία της συγγραφικής μου φήμης είχε φτάσει σ’ ένα υγιές ύψος και την άφησα να ξεκουράζεται εκεί προτού να προχωρήσω στην τέταρτη και οριστική μου φάση. Επί τέσσερα χρόνια, δηλαδή από το 1968 έως το 1971, πέρασα τον περισσότερο χρόνο μου διαβάζοντας, επιλέγοντας, ξαναγράφοντας και ταξινομώντας τις επιστολές μου, τις επιστολές των άλλων, τα ημερολόγια και τα σημειωματάριά μου (που περιέχουν λεπτομερείς καταγραφές εκατοντάδων σκηνών και συνομιλιών) από το 1943 έως το 1965. Σκόπευα να χρησιμοποιήσω μεγάλο μέρος αυτού του υλικού σ’ ένα βιβλίο που σχεδίαζα από καιρό: μια παραλλαγή του “μη μυθιστορηματικού μυθιστορήματος”. Ονόμασα το βιβλίο “Όταν οι προσευχές εισακούονται» και ο τίτλος αυτός προέρχεται από μία φράση της Αγίας Τερέζας: «Περισσότερα δάκρυα χύνονται εξ αιτίας προσευχών που εισακούσθηκαν παρά από προσευχές που δεν εισακούσθηκαν»
[…]…οι υποθέσεις ήταν αληθινές περιπτώσεις και όλοι οι χαρακτήρες ήταν πραγματικοί: καθόσο δεν είχα επινοήσει τίποτα μπορούσα να τα θυμάμαι όλα. Ωστόσο το “ Όταν οι προσευχές εισακούονται” δεν αποσκοπούσε να είναι ένα “roman a glef”, δηλαδή να μεταμφιέζει πραγματικά γεγονότα σε μυθιστόρημα. Οι προθέσεις μου ήταν ακριβώς το αντίθετο: να αποβάλλω τις μεταμφιέσεις και όχι να μασκαρέψω πρόσωπα και καταστάσεις.
…
Τρούμαν Καπότε: Πρόλογος στη συλλογή διηγημάτων «Μουσική για χαμαιλέοντες»
Μετ: Γρηγόρης Σκιάδάς
«Περισσότερα δάκρυα χύνονται εξ αιτίας προσευχών που εισακούσθηκαν παρά από προσευχές που δεν εισακούσθηκαν». Από αυτή τη φράση της Αγίας Τερέζας προήλθε ο τίτλος του βιβλίου της παρούσας καταχώρησης του ReyCorazón, όπως γράφει ο ίδιος ο Τρούμαν Καπότε στον πρόλογο ενός άλλου βιβλίου του, της συλλογής διηγημάτων «Μουσική για Χαμαιλέοντες» που αφιέρωσε στον Τενεσσή Ουίλλιαμς (βλ. καταχωρήσεις No 29, No 122, No 123, No 124, No 128 και No 362)
Στον ίδιο πρόλογο ο διάσημος και πολυσυζητημένος - τόσο για το έργο του όσο και για τη ζωή του – αμερικανός συγγραφέας κάνει μια εκτεταμένη αναφορά στην «περιπέτεια» της συγγραφής των Προσευχών που Εισακούσθηκαν. Από τον πρόλογο αυτό, που δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός (τ.37, Αύγ.1988) σε μετάφραση του Γρηγόρη Σκιαδά, είναι το παρακάτω σχετικό, και άκρως ενδιαφέρον, απόσπασμα:
…από το 1968 έως το 1972, πέρασα τον περισσότερο χρόνο μου διαβάζοντας, επιλέγοντας, ξαναγράφοντας και ταξινομώντας τις επιστολές μου, τις επιστολές των άλλων, τα ημερολόγια και τα σημειωματάριά μου (που περιέχουν λεπτομερείς καταγραφές εκατοντάδων σκηνών και συνομιλιών) από το 1943 ως το 1965. Σκόπευα να χρησιμοποιήσω μεγάλο μέρος αυτού του υλικού σ' ένα βιβλίο που σχεδίαζα από καιρό: μια παραλλαγή του «μη μυθιστορηματικού μυθιστορήματος». Ονόμασα το βιβλίο «Προσευχές που Εισακούσθηκαν» και ο τίτλος αυτός προέρχεται από μία φράση της Αγίας Τερέζας: «Περισσότερα δάκρυα χύνονται εξ αιτίας προσευχών που εισακούσθηκαν παρά από προσευχές που δεν εισακούσθηκαν». Άρχισα να δουλεύω το βιβλίο το 1972, γράφοντας πρώτα το τελευταίο κεφάλαιο (καλό είναι να ξέρει κανείς που πάει). Έπειτα έγραψα το πρώτο κεφάλαιο «Αγνά Και Μη Κακομαθημένα Τέρατα». Ύστερα το πέμπτο: «Μια Σοβαρή Προσβολή στην Νοημοσύνη». Μετά το έβδομο: «La Cοte Basque». Συνέχισα μ' αυτόν τον τρόπο, γράφοντας χωρίς σειρά διαφορετικά κεφάλαια. Ήμουνα σε θέση να το κάνω αυτό διότι η υπόθεση - ή μάλλον οι υποθέσεις - ήταν αληθινές περιπτώσεις και όλοι οι χαρακτήρες ήταν πραγματικοί: καθόσο δεν είχα επινοήσει τίποτα, μπορούσα να τα θυμάμαι όλα. Ωστόσο το «Προσευχές που Εισακούσθηκαν» δεν αποσκοπούσε να είναι ένα «ROMAN Α GLEF», δηλαδή να μεταμφιέζει πραγματικά γεγονότα σε μυθιστόρημα. Οι προθέσεις μου ήταν ακριβώς το αντίθετο: να αποβάλλω τις μεταμφιέσεις και όχι να μασκαρέψω πρόσωπα και καταστάσεις.
Το 1975 και 1976 δημοσίευσα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου στο περιοδικό «ESQUIRE». Το γεγονός αυτό προεκάλεσε την οργή ορισμένων κύκλων που το εξέλαβαν σαν να επρόδιδα εκμυστηρεύσεις και να κακομεταχειριζόμουνα φίλους και/ή εχθρούς. Δεν έχω πρόθεση να το συζητήσω αυτό: το θέμα έχει περισσότερη σχέση με τους πολιτικούς μηχανικούς της κοινωνίας παρά με την καλλιτεχνική αξία του έργου. Η μόνη παρατήρηση που θα κάνω είναι ότι όλο κι όλο το υλικό που έχει στη διάθεσή του ένας συγγραφέας για να εργαστεί, είναι το υλικό που συγκέντρωσε μετά από πολλές παρατηρήσεις και προσπάθειες: κανείς δεν μπορεί να του αρνηθεί το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Να το καταδικάσει ναι - αλλά όχι να το αρνηθεί.
Όπως και να έχει το πράγμα τον Σεπτέμβριο του 1977 εγώ σταμάτησα να εργάζομαι στο «Προσευχές που Εισακούσθηκαν» αν και το γεγονός αυτό δεν είχε καμιά σχέση με οποιανδήποτε αντίδραση του κοινού για τα αποσπάσματα του βιβλίου που είχαν ήδη δημοσιευθεί. Η διακοπή συνέβη διότι βρισκόμουνα σε μια άνευ προηγουμένου προβληματική κατάσταση: αντιμετώπιζα συγχρόνως δύο κρίσεις, μια δημιουργική και μια προσωπική. Και δεδομένου ότι η δεύτερη ήταν άσxετη η ελάχιστα σxετική με την πρώτη, το xάος που προέκυψε είναι προφανές.
Πάντως αν και κυριολεκτικά μαρτύρησα εκείνο το διάστημα, εκ των υστέρων χαίρομαι για ό,τι συνέβη’ με ανάγκασε να μεταβάλλω τελείως την αντίληψη που είχα για το γράψιμο και την ισορροπία ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή. Και ακόμα ένιωσα αλλοιώς πλέον τη διαφορά ανάμεσα στο ό,τι είναι αληθινό και σ' ό,τι φαίνεται αληθινό.
Συγκεκριμένα, νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς φορτίζουν υπερβολικά (overwrite) τη γραφή τους. Εγώ προτιμώ να ελαφρώνω τη γραφή (underwrite). Καθαρά, απλά, σαν το νερό που κυλά σ' ένα ρυάκι του βουνού. Αισθανόμουνα ότι το γράψιμό μου γινόταν πολύ αργόστροφο, ότι χρειαζόμoυνα τρεις σελίδες για να καταφέρω να πω κάτι που θα έπρεπε να μπορώ να πω σε μια μόνη παράγραφο. Ξαναδιάβασα πολλές φορές ό,τι είχα γράψει για το «Προσευχές που Εισακούσθηκαν» και άρχισα να έχω αμφιβολίες - όχι για το υλικό, ή για τον χειρισμό του, αλλά για την ίδια την υφή της γραφής. Ξαναδιάβασα το «Εν Ψυχρώ» και είχα την ίδια εντύπωση: υπήρχαν πολλά σημεία που δεν έγραφα τόσο καλά όσο θα έπρεπε, που δεν κατάφερνα ν' αποκαλύψω όλη τη σημασία αυτού που έγραφα. Άρχισε να με πιάνει πανικός. Βάλθηκα να διαβάζω κάθε λέξη που είχα δημοσιεύσει και τότε συνειδητοποίησα ότι ποτέ, μα ούτε μια φορά δεν είχε γίνει στα γραπτά μου, η πλήρης έκκλυση όλης της ενέργειας και όλων των αισθητικών δυνατοτήτων που περιείχε το υλικό μου. Ακόμα και όταν το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό, εγώ έβλεπα ότι δεν είχα κατορθώσει να επιστρατεύσω περισσότερο από το μισό (καμιά φορά ούτε και το ένα τρίτο) των δυνάμεων που διέθετα. Γιατί όμως;
Μετά από στοχασμό πολλών μηνών αποκαλύφθηκε η απάντηση: απλή μεν αλλά δυσάρεστη. Και που σίγουρα δεν έδιωξε την κατάθλιψή μου αλλά μάλλον την ενέτεινε. Διότι η απάντηση δημιούργησε ένα προφανώς άλυτο πρόβλημα και αν δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω δεν υπήρχε λόγος και να συνεχίσω να γράφω. Ιδού το πρόβλημα: είναι δυνατόν ένας συγγραφέας να συνδυάσει μέσα σε μια και μόνο φόρμα - ας πούμε στο διήγημα - όλα όσα γνωρίζει για κάθε άλλο είδος γραφής; Αυτός ήταν ο λόγος που συχνά η εργασία μου ήταν κακοφωτισμένη: υπήρχε μεν ηλεκτρικό αλλά επειδή περιόριζα τον εαυτό μου στην τεχνική της φόρμας που τύχαινε να δουλεύω, δεν αξιοποιούσα ό,τι γνώριζα για το γράψιμο - ό,τι είχα διδαχθεί από τα κινηματογραφικά σενάρια, από τα θεατρικά έργα, απ' το ρεπορτάζ, την ποίηση, το διήγημα, την νουβέλα, το μυθιστόρημα. Ένας συγγραφέας πρέπει να έχει όλες τις μπογιές του πάνω στην παλέτα, όλες τις ικανότητές του σε ετοιμότητα για συνδυασμούς - ακόμα και για ταυτόχρονη χρήση, εάν το απαιτήσουν οι συνθήκες. Με ποιο τρόπο όμως;
Άρχισα να δουλεύω πάλι το «Προσευχές που Εισακούσθηκαν». Αφήρεσα ένα κεφάλαιο και ξανάγραψα άλλα δύο. Ήταν μια βελτίωση - αναμφισβήτητα μια βελτίωση. Ωστόσο η αλήθεια ήταν ότι έπρεπε να ξαναγυρίσω στο νηπιαγωγείο. Και γι' άλλη μια φορά έπρεπε να ξαναρχίσω να παίζω πόκερ. Παρ' όλα αυτά το πράγμα είχε ενδιαφέρον ένιωθα να με φωτίζουν οι ακτίνες ενός αόρατου ήλιου. Πάντως οι πρώτες προσπάθειες που έκανα δεν επέτυχαν. Άρχισα να αισθάνομαι πραγματικά σαν ένα παιδί μ' ένα καινούργιο κουτί μπογιές.
Από τεχνική άποψη, η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα όταν έγραψα το «Εν Ψυχρώ» ήταν το νά κρατήσω τον εαυτό μου ολότελα έξω απ’ αυτό. Συνήθως ο δημοσιογράφος, προκειμένου να διατηρήσει την αξιοπιστία του, αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τον εαυτό του ως χαρακτήρα, ως αυτόπτη παρατηρητή. Εγώ όμως στό υπ' όψη βιβλίo αισθάνθηκα ότι για να υπάρξει το φαινομενικά αποστασιοποιημένο ύφος, θα έπρεπε ο συγγραφέας να είναι απών. Σέ τελευταία ανάλυση σ' όλα τα ρεπορτάζ μου, είχα προσπαθήσει να κρατήσω τον εαυτό μου όσο αόρατο ήταν δυνατό.
Αυτή τη φορά όμως τοποθέτησα τον εαυτό μου στο κέντρο της σκηνής και αναδημιούργησα, μ' ένα αυστηρό οικονομικό ύφος, τις κοινές συνομιλίες που είχα με τους καθημερινούς τύπους: τον υπεύθυνο της πολυκατοικίας μου, έναν μασέρ στο γυμναστήριο, έναν παλιό συμμαθητή, τον οδοντογιατρό μου κ.α. Αφού έγραψα εκατοντάδες σελίδες πειραματικά, στο τέλος συνειδητοποίησα ότι είχα σχηματοποιήσει ένα ύφος. Είχα καταφέρει, επιτέλους, να βρω ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο να ενσωματώνω ό,τι είχα μάθει για το γράψιμο.
Μετά από καιρό, χρησιμοποιώντας μια τροποποιημένη παραλλαγή αυτής της τεχνικής, έγραψα μια σύντομη μη μυθιστορηματική νουβέλα «Χειροποίητα Φέρετρα») και αρκετά διηγήματα' το αποτέλεσμα είναι η συλλογή «Μουσική για Χαμαιλέοντες».
Κι όλα αυτά πόσο επηρέασαν την άλλη «εν εξελίξει» εργασία μου, το «Προσευχές που Εισακούσθηκαν»; Σε μεγάλο βαθμό. Σο μεταξύ βρίσκομαι εδώ, μόνος μου στη μαύρη τρέλλα μου, ολομόναχος με μια τράπουλα – και, φυσικά, με το μαστίγιο που μού ‘δωσε ο Θεός.
1979
Aπό την Οδό Πανός, τ.30 / Μάιος 1987
ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ:
Μια αναδρομή στην παράξενη και φαντασμαγορική ζωή του
του Philip Hoare,
σε απόδοση Γιώργου Πανόπουλου- Δημήτρη Γαλάνη
O Άντυ Γουώρχολ περιέγραψε κάποτε το Answered prayers (Εισακουσμένες προσευχές) του Τρούμαν Καπότε, σαν «το μοναδικό μπέστ-σέλλερ, που δεν έχει ακόμα εκδοθεί». Τώρα έχουμε την ευκαιρία να το κρίνουμε, μια και το τελευταίο του ημιτελές έργο, βλέπει τελικά το φως της ημέρας. Αυτό του το έργο, καθόλου φανταστικό, τον αναδεικνύει, ως τον πιο «φωτογραφικό συγγραφέα της εποχής του» κι ακόμα να απορρίπτεται, σχεδόν απ' όλη την υψηλή κοινωνία, με την οποία είχε καλλιεργήσει προσεκτικά τις σχέσεις του. Το εξευγενισμένο σπίτι του Καπότε, είχε καταφέρει να γοητεύσει τους περισσότερους εκπρόσωπους αυτής της κοινωνίας και όπως συμπληρώνει ο Ρόναλντ Ρέηγκαν, «ήταν εύθυμος και πολύ ενδιαφέρον. Αλλά ξέρεις, όταν τον συναντούσες για πρώτη φορά, ήταν ένα είδος σοκ...». Όμως η πεισματική αδιακρισία του Answered prayers, τον αποξένωσε απ' όλους.
Ο Τρούμαν Καπότε γεννήθηκε στη Νέα Όρλεάνη το 1924. Μετά το διαζύγιο της μητέρας του αυτή τον έστειλε να ζήσει μαζί με τρεις γηραιές θείες του στην Αλαμπάμα και από τότε σπάνια είδε τους γονείς του ξανά. Ο Καπότε θα ισχυριστεί αργότερα, ότι είχε υποφέρει πολύ απ' την έλλειψη της γονικής αγάπης - διηγείται ιστορίες στις οποίες κλειδωνότανε σε δωμάτια και ότι κάποτε η μητέρα του τον πέταξε απ' το παράθυρο ενός τραίνου. Όμως η θεία του έχει διαφορετική άποψη: «Αυτός, είχε την δύναμη να κλειδώνει την μητέρα του. Ήταν τρομερά κακομαθημένος. Ήταν περιτριγυρισμένος από αγάπη».
Εν τούτοις, ο νεαρός συγγραφέας σύντομα αποσύρθηκε στον δικό του φανταστικό κόσμο. «Ήμουν ένα φιλάσθενο παιδί. Ή υποκρινόμουν ότι είμαι», είπε στο Πλαίη-Μπόυ το 1967. «Εφεύρισκα πάντοτε, καινούργιες αρρώστιες, για να μπορώ να μένω σπίτι και να διαβάζω. Αγαπούσα τον Πόε και τον Ντίκενς και τον Τουαίν και ποτέ δεν μου αρκούσαν, όσα διάβαζα απ' αυτούς». Η βαθειά, παράδοξη σχέση του με την μεγαλύτερη εξαδέλφη του Mis Sooks, είναι η αφετηρία για δύο ζωηρές αναμνήσεις, της παιδικής του ηλικίας, που περιγράφει στα διηγήματα του «Μια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση» και «Ο ευχαριστήριος επισκέπτης». Αυτά περιέχουν μια διαχυτική νοσταλγία για τις ειδυλλιακές ημέρες που πέρασαν με την συντροφιά της και μοιάζει σ' αυτά ο Καπότε περισσότερο από κάθε τι, ότι θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του ποθώντας την ασφάλεια αυτής της περιόδου.
Απ' την ηλικία των οκτώ ετών, η καριέρα του Καπότε είναι προδιεγραμμένη. «Η επιθυμία του γραψίματος μεταβλήθηκε σε έμμονη ιδέα, κάτι που δεν μπορούσα πια να ελέγξω. Έβαλα τον εαυτό σου σ' ένα μικρό γραφείο, σε κάποιο δωμάτιο με μια παλιά γραφομηχανή και κάθε μέρα εργαζόμουν για πολλές ώρες... προτού φθάσω στην εφηβεία, είχα βρει οριστικά το στυλ μου».
Όταν ήταν δώδεκα ετών, το διήγημα του Old Mr Busybody, κέρδισε το πρώτο βραβείο σ' ένα διαγωνισμό. Όμως αν το κοινωνικό του ταλέντο είχε εξασκηθεί, η σχολική του πρόοδος υπήρξε ατυχής. Την χαρακτήρισε σαν «σπατάλη χρόνου» και πραγματικά δεν κατάφερε ποτέ να μάθει σωστά τον αλφάβητο κι ούτε ακόμα, τις στοιχειώδεις μαθηματικές πράξεις.
Ο Καπότε εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, για να πάει στην Νέα Υόρκη. Εκεί είχε, το πρώτο και τελευταίο επάγγελμα του, στην εφημερίδα New Yorker, ταξινομώντας αποκόμματα από εφημερίδες και γράφοντας τις λεζάντες σε σκίτσα. Σύντομα προήχθη, γράφοντας κουτσομπολιά, ενώ στο ίδιο διάστημα και επί πλέον διάβαζε σενάρια και αρθρογραφούσε σε περιοδικά ποικίλης ύλης. Η πρώτη έκδοση μυθιστορήματος του Καπότε έγινε το 1932 και δύο χρόνια αργότερα, κέρδισε το βραβείο Ο. Henry για το διήγημα του «Μύριαμ». Αυτή η πρώιμη εργασία του, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του New Yorker, περιέχει, «ένα μακάβριο, έρημο κόσμο σκοτεινών χαρακτήρων και την φυγή τους από διάφορους φόβους τους» αλλά εάν οι αυτοβιογραφικές του σελίδες, δεν θα γίνουν πιστευτές παρά μόνον πολύ αργότερα, ο Καπότε αυτό το διάστημα, συνέχισε να έχει μια ζωή αχαλίνωτη.
... (συνέχεια στο επόμενο σχόλιο, λόγω περιορισμού χαρακτήρων που θέτει ο Blogger)
συνέχεια από το προηγούμενο σχόλιο:
«Ήμουν ένα όμορφο μικρό αγόρι» διατείνεται. «Το ‘κανα με όλους -άντρες, γυναίκες, σκύλους και με σωλήνες υδρεύσεως, για τις πυρκαγιές. Ανήκα στον καθένα. Δεν επιβράδυνα αυτή μου την συμπεριφορά μέχρι την ηλικία των δεκαεννέα χρονών, μετά την οποία έγινα προσεκτικός». Η «ναζιάρα πόρνη», όπως περιέγραψε κάποτε τον εαυτό του, άρχισε να ανέρχεται κοινωνικά. Ο Καπότε αναφέρει επίσης κάποιον καλλιτεχνικό συντάκτη (στις «Εισακουσμένες προσευχές» κρύβεται πίσω απ' το όνομα Boaty), τις μεθόδους του οποίου χρησιμοποίησε για να καταφέρει τελικά, να γίνει μέλος της καλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης. Υπάρχει ακόμα μια ιστορία που αναφέρει την Μαίριλυν Μονρόε, στο A beautiful child, μια μυθιστοριοποιημένη συνέντευξη της μαζί του στο βιβλίο του «Μουσική για χαμαιλέοντες και σχετίζεται μ' ένα πάρτυ που είχε δώσει η γυναίκα του συγγραφέα Ούίλιαμ Σάραγιαν το 1943. «Πώς ήταν» ρωτάει η Μαίριλυν. «Ειλικρινά», απαντάει ο Καπότε, «εάν δεν ήταν ο Έρολ Φλυν, δεν νομίζω, ότι θα το θυμόμουν». Το 1948 ο Καπότε έχει μια εδραιωμένη λογοτεχνική αξία, αλλά παραμένει άγνωστος στο πλατύ αναγνωστικό κοινό. Αυτή η κατάσταση γρήγορα διορθώνεται με την εμφάνιση της πρώτης του νουβέλας με τον τίτλο Other Voices, other rooms, (Άλλες φωνές, άλλοι τόποι). Η εφημερίδα New York Herald, την κρίνει σαν «την πιο ενδιαφέρουσα πρώτη νουβέλα ενός νέου αμερικάνου, μετά από πολλά χρόνια», όμως αυτή η κριτική επικρότηση σχεδόν επισκιάστηκε απ' την αίσθηση που δημιουργήθηκε, εξ αιτίας της φωτογραφίας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Σ' αυτήν ο συγγραφέας φαίνεται απαθώς ξαπλωμένος σ' έναν καναπέ, απαιτώντας όλον τον κόσμο, σαν τον κατοπινό Aubrey Beardsley, φανερώνοντας την γοητεία κάποιου επαγγελματία κοσμικού. «Έτσι ο Καπότε σφραγίστηκε ανεξίτηλα με την εικόνα ενός εστέτ της παρακμής», είπε ένας κριτικός.
Στην δεκαετία του '50, η επιτυχία του Καπότε επιταχύνεται. Συναντάει τον Σεσίλ Μπήτον, με τον οποίο γίνεται φίλος και συνεργάζεται μαζί του στο θέατρο, ανεβάζοντας μια διασκευή της δεύτερης νουβέλας του, με τον τίτλο «The grass harp» Αργότερα θα πει γι' αυτό το ανέβασμα του έργου του: «ήταν ένα εύθραυστο έργο, που καταποντίστηκε απ' τα σκηνικά». Ο Καπότε, βρίσκει δικαιολογίες, για ν' αποφύγει τα σκηνικά του Μπήτον στη δεύτερη δραματουργική του απόπειρα. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου ο Καπότε διατηρεί ένα μόνιμο δεσμό με τον συγγραφέα Jack Dunphy, με τον οποίο όμως ποτέ δεν έζησαν μαζί και δηλώνει ότι ήταν μια σχέση «χωρίς συγκρούσεις». Φαίνεται ότι ήταν η μοναδική φορά, που μια ερωτική ιστορία του Καπότε δεν είχε τελειώσει με αντεγκλήσεις ή δάκρυα.
Το 1956, το The Muses are heard (Οι Μούσες άκουσαν) είναι ένας δημοσιογραφικός απολογισμός του ταξιδιού του στην Ρωσία κατά την διάρκεια της περιοδείας, που έκανε, παρουσιάζοντας το «Πόρκυ και Μπες» του Γκέρσουιν. Σ' αυτό η φιλοδοξία του Καπότε συνδύασε: «την αξιοπιστία του γεγονότος, την αμεσότητα ενός φίλμ, το βάθος και την ελευθερία της πρόζας και την ακρίβεια της ποίησης». Οί εξαιρετικές κριτικές πού συγκέντρωσε μ' αυτό του το έργο, τον ενθάρρυναν για να δηλώσει ότι «Νομίζω ότι βρήκα την λύση... στην μεγαλειώδη δημιουργική μου εργασία». Αυτή η λύση, του έδωσε το περισσότερο επιτυχημένο βιβλίο της καριέρας του.
(συνεχίζεται)
η συνέχεια και το τέλος του σχολίου:
[...]
Έτσι τα ασταμάτητα «πηγαινέλα» του στο Πάλμ Σπρίνγκ και το Μπέβερλυ Χίλς, οι κοσμικές συναθροίσεις του, τα ταξίδια με γιωτ στην Ευρώπη, τον κατέστησαν κοινωνικά απαραίτητο και επιθυμητό. Όλοι γνώριζαν τις «προτιμήσεις» του, αλλά όμως, όλα αυτά, περισσότερο ή λιγότερο, δεν έκαναν τον αγαπητό «Τρου», ασφαλή και ευάγωγο’ όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που θεωρούσαν τον Καπότε σαν ένα γνήσιο «Κοινωνικό αναρριχητή», θα σοκαριζόντουσαν αν μάθαιναν, τι αληθινά σκεφτόταν ο ίδιος γι' αυτούς: «Ναι, κάνουν συνεχώς το ίδιο λάθος με μένα. Γιατί, εάν κάποιος ήταν πάντα το κέντρο αυτού του κόσμου, αυτός ήμουν εγώ». Όταν η κοινωνική του έξι, έγινε αρρωστημένη, η παλιά του υποταγή άρχισε να εξαφανίζεται. Ο Μπήτον έγραψε γι' αυτόν το 1971: «αληθινά φαίνεται να τριγυρίζει λυγισμένος, μ' ένα τρόπο καθόλου ελκυστικό». Τα αρπακτικά άρχισαν να εμφανίζονται...
Το 1972 άρχισε να δουλεύει μια «κοινωνιολογική έρευνα... βασισμένη σε συζητήσεις που κρυφάκουγε επί είκοσι χρόνια». Το «Εισακουσμένες προσευχές» γράφτηκε με χρονολογική συνέπεια. «Ήταν δυνατό να γίνει», δήλωσε ό Κάποτε, «μόνο και μόνο γιατί η πλοκή -ή οι πλοκές- ήταν αληθινές και όλοι οι χαρακτήρες πραγματικοί - κι έτσι δεν ήταν δύσκολο για μένα, να τα κρατήσω όλα στο μυαλό μου, γιατί τελικά εγώ δεν είχα επινοήσει τίποτα». Τρία χρόνια αργότερα, το περιοδικό Esquire δημοσίευσε, αποσπάσματα απ' το κεφάλαιο «Η Ακτή των Βάσκων», το οποίο διαδραματίζεται σ' ένα ρεστωράν της Νέας Υόρκης. Οι λεπτομέρειες για τα σεξουαλικά ήθη και την άσκημη συμπεριφορά του Κόουλ Πόρτερ, διαφόρων απ' τους Κένεντυς και άλλων, δημιούργησε σοκ. Ο συγγραφέας υπεράσπισε τον εαυτό του λέγοντας: «Όλοι γνώριζαν τι έκανα». Είδε την όλη προσπάθειά του, σαν μια σύγχρονη Προυστική απόπειρα, ένα μοντέρνο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», παρά σαν σκανδαλοθηρία και παρά το γεγονός, ότι ο τίτλος, ήταν περισσότερο μία εμφανής αναφορά, σ' ένα επίγραμμα της Αγίας Τερέζας της Αβίλας: «περισσότερα δάκρυα έχουν χυθεί, για προσευχές που εισακούστηκαν, παρά για εκείνες, πού δεν εισακούστηκαν ποτέ».
[....]
Η σύντομη φλόγα του «Μουσική για χαμαιλέοντες» που εκδόθηκε το 1984, απέδειξε ότι ο Καπότε ήταν ικανός για ποιητικά έργα. Τα «Σκαλιστά θέρετρα» ακόμα μια άσκησή του στην τεχνική «του μη φανταστικού διηγήματος» περιέχουν μια σειρά ημιαυτοβιογραφικών διηγημάτων.
Το τελευταίο σχόλιο του Καπότε για την καριέρα του παρουσιάζει την αφοσίωσή του στο επάγγελμα, που διάλεξε: «Μια μέρα άρχισα να γράφω, χωρίς να ξέρω ότι είχα υποταχτεί για ολόκληρη την ζωή μου, σ' έναν ευγενικό, αλλά ανηλεή αφέντη. Ο θεός που σου δίνει ένα δώρο, σου δίνει μαζί κι ένα μαστίγιο - και αυτό το μαστίγιο προορίζεται αποκλειστικά για την αυτοτιμωρία σου».
O Τρούμαν Καπότε πέθανε το 1984, καθώς το σώμα του δεν άντεχε πια την τιμωρία αυτή. Καθώς τα νέα του θανάτου του έγιναν γνωστά στην Νέα Υόρκη, οι δικηγόροι του, αποδόθηκαν σε μια λυσσαλέα προσπάθεια για να ανακαλύψουν στα διαμερίσματα του, χειρόγραφα της υποτιθέμενης συνέχειας των «Εισακουσμένων προσευχών». Δεν βρέθηκε τίποτα. Ήταν μάλλον το τελευταίο μακάβριο αστείο του. Μια ύστατη προσπάθεια του Καπότε να γελάσει τελευταίος και ν' ακουστεί αυτό του το γέλιο, μέσα απ' τον τάφο του.
Από την Οδό Πανός – τ.33, Νοε.1987
Γράφει ο Χάρης Μεγαλυνός:
Πριν δέκα χρόνια (σημ: εννοείται το 1977) o Τρούμαν Καπότε εξόργισε τους φίλους του, του τζετ-σετ, γράφοντας διάφορα κουτσομπολιά για την ιδιωτική τους ζωή. Ο καθένας με την τιμή που αντιστοιχεί σε τέσσερα τεύχη του «Εσκουάιαρ» μπορούσε να μάθει τις παρεκκλίσεις και τις παραξενιές αυτών, που θεωρούνται οι τυχεροί και οι ταλαντούχοι της κοινωνίας μας. Κάθε τεύχος περιελάμβανε ένα κεφάλαιο και ο Καπότε θεωρούσε αυτή τη δουλειά την πιο ενδιαφέρουσα που είχε κάνει μέχρι τότε.
Αυτή τη σκανδαλοθηρική έκδοση ο Καπότε ονόμασε «Προσευχές που εισακούσθησαν» και την περιέγραφε σαν ένα μυθιστόρημα διαρκείας γύρω από τη Νέα Υόρκη και την Ευρωπαϊκή υψηλή κοινωνία, και που θα μπορούσε να συμπληρώνεται αενάως εν’ όσω ο συγγραφέας θα ζούσε. Η πρώτη συνέχεια του βιβλίου, η “Mojave”, σχεδίασε μερικά φρύδια από τα πορτραίτα των διασημοτήτων, που η ζωή τους θα καταγραφόταν εδώ. Η δεύτερη, η “La Cote Basque”, άνοιξε μεμιάς τα μάτια σε αυτά τα συγγραφικά πορτραίτα. Ο συγγραφέας που είχε γοητεύσει τους αναγνώστες με το “Πρόγευμα στου Τίφφανυ”, τώρα γευμάτιζε στα Σόδομα, όπου οι ποικιλίες περιελάμβαναν ελαφρά επινοημένες ιστορίες λαγνείας, απληστίας, φθόνου και ανθρωποκτονιών.
Δυστυχώς, πολλοί από τους φίλους του συγγραφέα αναγνώρισαν στις ιστορίες του τον εαυτό τους και άρχισαν να μη του μιλάνε και να μη τον καλούν στα πάρτυ τους. «Μα τι περίμεναν, εγώ είμαι συγγραφέας και χρησιμοποιώ το κάθετι στην τέχνη μου», ήταν η απάντηση του Καπότε’ «Ή ζω με διάφορα παραμύθια;» Πολλοί κριτικοί αναρωτιούνται τι είναι αυτό, που έκανε τον Καπότε να γίνει δυσάρεστος στους φίλους του, μ’ ένα βιβλίο που δεν είναι το καλύτερο αυτού του δεξιοτέχνη της πρόζας. Φιλοδοξία να παραβληθεί με τον Μαρσέλ Προυστ και να κάνει την αμερικάνικη υψηλή κοινωνία αντικείμενο της τέxνης της αφηγήσεως, όπως είχε κάνει ο Γάλλος συγγραφέας με την αριστοκρατία της εποχής του; Ή μήπως η απλή φιλοδοξία ενός μοναχικού αγοριού, που έταξε στον εαυτό του την επιτυχία και την αυτο-προβολή του με κάθε μέσον;
Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Καπότε να κλείσει αυτό το μικρό σημείωμα για τις «Προσευχές που εισακούσθηκαν» με ένα απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο: «Στη ζωή ή στην τέχνη κάτι που είναι αληθινό, δε σημαίνει ότι είναι και πειστικό. Σκεφθείτε τον Προυστ. Θα είχε η Ανάμνηση τον ήχο που δεν έχει εάν την είχε φτιάξει πιστή ιστορικά; Αν ο Προυστ ήταν απόλυτα αληθινός, το έργο του θα ήταν πολύ λιγώτερο πιστευτό. Αυτή είναι η απορία: είναι αληθινή μια ψευδαίσθηση ή η αλήθεια είναι ψευδαίσθηση; Ή μήπως είναι το ίδιο; Όσον αφορά εμένα, δεν με ενδιαφέρει τι λέει κάποιος για το άτομό μου εφ’ όσον δεν είναι αλήθεια».
Γράμμα του Τρούμαν Κάποτε στον αμερικανό συγγραφέα Τζακ Ντάνφι, με τον οποίο είχε μακροχρόνια σχέση που διήρκεσε ως τον θάνατο του Καπότε.
29 Ιαν.1978
Ψηλά στον αέρα
Καρδούλα μου
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ χτες το βράου, κι έτσι ξαναδιάβασα κάποια από τα γράμματα σου...
Μην ανησυχείς: Παίρνω Antabuse με θρησκευτική ευλάβεια, πηγαίνω στο γυμναστήριο, βλέπω τον δρα Πότερ (θα πρέπει είτε να τον βλέπω πιο αραιά είτε να τον πείσω να μειώσει τις τιμές του — πολύ ακριβός). Νιώθω καθαρός και αισιόδοξος. Συνέχισε να ανάβεις κεράκια για μένα...
ΥΓ. Ελπίζω να μπορέσω να ξεκουραστώ πραγματικά στη Μαρτινίκα. Αυτός ο χειμώνας είχε πολλή ένταση. Μου λείπεις. Φίλα μου τη Μαγκς. Αγαπημένε Τζακ, είσαι ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Είσαι η ζωή μου.
Από το βιβλίο Τρούμαν Καπότε: Η αλληλογραφία του
επιμ. Τζέραλντ Κλαρκ
μτφ: Μυρσίνη Γκανά
Εκδ. Μεταίχμιο 2008
Δημοσίευση σχολίου