Henri Fantin-Latour(Γαλλία)
.
Όταν γνωρίστηκαν, ο Πολ Βερλέν ήταν παντρεμένος, είκοσι εφτά χρόνων, και αρκετά διάσημος ποιητής, ενώ ο Αρθούρος Ρεμπό ήταν δεκαέξι μόλις χρόνων, ένας ταπεινός επαρχιώτης που έγραφε συναρπαστικούς στίχους. Συναντήθηκαν στο Παρίσι, τον Σεπτέμβριο του 1871’ δυο χρόνια μετά, ο Βερλέν προσπάθησε να σκοτώσει τον Ρεμπό πυροβολώντας τον. Στο μεταξύ, έζησαν τον επιθανάτιο ρόγχο ενός διεφθαρμένου και ταπεινωτικού πάθους. Ήταν, όπως είπε ο Ρεμπό, σύντροφοι στην κόλαση. (….)
Ο αστός Βερλέν πάντα φοβόταν να δείχνει αδυναμίες κι έτσι, ο άξεστος και ονειροπόλος Ρεμπό τον εμπόδιζε να συμβιβαστεί με τις κοινωνικές επιταγές και έδινε στην παράλογη και ανεξέλεγκτη ζωή του ένα υπερβατικό νόημα. Μήπως δεν έφταναν τις μυστικές και ποιητικές κορυφές, μέσα από την εξαθλίωση και την καταστροφή; Και οι δυο ήταν κληρονόμοι του Ρομαντισμού και παιδιά του χάους. Ζούσαν σ’ έναν κόσμο που μόλις είχε σκοτώσει τον Θεό και είχε ανακαλύψει πως το Κακό βρίσκεται μέσα μας και για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από το τόσο απρόσμενο κενό, θέλησαν να δημιουργήσουν μια καινούργια λογική της τρέλας. Κι έτσι, έτρωγαν χασίς (δεν το κάπνιζαν τότε αυτό το ναρκωτικό) και μεθούσαν συνειδητά με αψέντι και αγριαψιθιά, λαχταρώντας να υπερβούν τα όρια μιας λογικής που είχε αποδείξει ότι δε χρησίμευε σε τίποτε. Ο Ρεμπό, που ζούσε ήδη σε παραλήρημα, βρέθηκε με όλα αυτά σε μια κατάσταση διαρκούς σύγχυσης: έβλεπε σαλόνια στο βυθό των λιμνών, μιναρέδες στο περίγραμμα των εργοστασίων του Παρισιού.
Ρόζα Μοντέρο : Πάθη. Έρωτες και Μίση που άλλαξαν την ιστορία (Άγκυρα)
.
Όταν γνωρίστηκαν, ο Πολ Βερλέν ήταν παντρεμένος, είκοσι εφτά χρόνων, και αρκετά διάσημος ποιητής, ενώ ο Αρθούρος Ρεμπό ήταν δεκαέξι μόλις χρόνων, ένας ταπεινός επαρχιώτης που έγραφε συναρπαστικούς στίχους. Συναντήθηκαν στο Παρίσι, τον Σεπτέμβριο του 1871’ δυο χρόνια μετά, ο Βερλέν προσπάθησε να σκοτώσει τον Ρεμπό πυροβολώντας τον. Στο μεταξύ, έζησαν τον επιθανάτιο ρόγχο ενός διεφθαρμένου και ταπεινωτικού πάθους. Ήταν, όπως είπε ο Ρεμπό, σύντροφοι στην κόλαση. (….)
Ο αστός Βερλέν πάντα φοβόταν να δείχνει αδυναμίες κι έτσι, ο άξεστος και ονειροπόλος Ρεμπό τον εμπόδιζε να συμβιβαστεί με τις κοινωνικές επιταγές και έδινε στην παράλογη και ανεξέλεγκτη ζωή του ένα υπερβατικό νόημα. Μήπως δεν έφταναν τις μυστικές και ποιητικές κορυφές, μέσα από την εξαθλίωση και την καταστροφή; Και οι δυο ήταν κληρονόμοι του Ρομαντισμού και παιδιά του χάους. Ζούσαν σ’ έναν κόσμο που μόλις είχε σκοτώσει τον Θεό και είχε ανακαλύψει πως το Κακό βρίσκεται μέσα μας και για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από το τόσο απρόσμενο κενό, θέλησαν να δημιουργήσουν μια καινούργια λογική της τρέλας. Κι έτσι, έτρωγαν χασίς (δεν το κάπνιζαν τότε αυτό το ναρκωτικό) και μεθούσαν συνειδητά με αψέντι και αγριαψιθιά, λαχταρώντας να υπερβούν τα όρια μιας λογικής που είχε αποδείξει ότι δε χρησίμευε σε τίποτε. Ο Ρεμπό, που ζούσε ήδη σε παραλήρημα, βρέθηκε με όλα αυτά σε μια κατάσταση διαρκούς σύγχυσης: έβλεπε σαλόνια στο βυθό των λιμνών, μιναρέδες στο περίγραμμα των εργοστασίων του Παρισιού.
Ρόζα Μοντέρο : Πάθη. Έρωτες και Μίση που άλλαξαν την ιστορία (Άγκυρα)
6 σχόλια:
Η σχέση του Αρθούρου Ρεμπώ με τον Πωλ Βερλαίν, είχε όλα όσα δηλώνει στον τίτλο του βιβλίου της η Ρόσα Μοντέρο: και πάθος, και έρωτα και μίσος, ακριβώς όπως και η σχέση του Όσκαρ Ουάιλντ με τον λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, που κι αυτή περιλαμβάνεται στις ιστορίες που διάλεξε η Ισπανίδα συγγραφέας και «άλλαξαν την ιστορία», όπως, ομοίως, δηλώνεται στον τίτλο.
Το αναμφισβήτητο γεγονός, κατά την αντίληψή μου, είναι μόνον το ότι οι συγκεκριμένες ερωτικές σχέσεις απλώς «γράφτηκαν» στην ιστορία, με τέτοιο τρόπο μάλιστα, που, κάποιες φορές, επεσκίασαν το λογοτεχνικό έργο των «ηρώων» τους.
Για παράδειγμα σπάνια γίνεται αναφορά στο συγγραφικό, ποιητικό και εκδοτικό έργο του Άλφρεντ Ντάγκλας, και είναι περισσότερο γνωστός, ή μάλλον καταγεγραμμένος, ως ο Μπόζι, ο εραστής του Όσκαρ Γουάιλντ.
«Πάθη, έρωτες και μίση» που έμειναν στην ιστορία, ναι’ το κατά πόσο την άλλαξαν όμως είναι προς συζήτηση. Και για πολλούς αποτελεί ερώτημα και το αν θα ‘πρεπε να την αλλάξουν.
Η Ρόσα Μοντέρο παρουσίασε το βιβλίο της "Πάθη, έρωτες και μίση που άλλαξαν την ιστορία" στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2003, καλεσμένη από το Ινστιτούτο Θερβάντες και τον εκδ. οίκο Άγκυρα.
Toν Δεκέμβριο του 2001 είχε ξαναεπισκεφθεί την Ελλάδα, ως προσκεκλημένη του Ελληνοισπανικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης «Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», για να παρουσιάσει ένα άλλο βιβλίο της, («Η κόρη του κανίβαλου») - το βιβλίο που σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία στην Ισπανία και την έκανε ευρύτερα γνωστή. Η παρουσίαση, έγινε στο πλαίσιο των εδηλώσεων «Η Ελλάδα συναντά την Ισπανία για τους δρόμους της λογοτεχνίας», υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού της Ισπανίας. Σε συνέντευξη που παρεχώρησε σε έναν εκ των εισηγητών, τον δημοσιογράφο Βασίλη Λεβαντίδη, απαντώντας στην ερώτηση αν «μπορεί η λογοτεχνία να συναντήσει την ιστορία και την πραγματικότητα» απάντησε :
“Η λογοτεχνία επιχειρεί να κατανοήσει τη ζωή. Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος ζωής” και «μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε και να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας»
Η περιγραφή του βιβλίου από τον εκδοτικό οίκο "Άγκυρα":
Είναι αιώνιος ο έρωτας; Υπάρχει το τέλειο πάθος; Είναι επικίνδυνο να ερωτεύεσαι; Αυτό το βιβλίο δεν δίνει απάντηση σε τόσο βαθυστόχαστες ερωτήσεις, αλλά μας βοηθά να σκεφτούμε πάνω στο θέμα που έχει απασχολήσει πολύ τον άνθρωπο από την αρχή του κόσμου. Μέσα απ' αυτές τις δεκαοκτώ ιστορίες, που δημοσιεύτηκαν στην ημερήσια εφημερίδα El Pais (και μετέπειτα, διορθωμένες, στην παρούσα έκδοση) η Rosa Montero μας φέρνει κοντά στις όχι πάντα ευτυχισμένες, έντονες σχέσεις, που έζησαν συνάνθρωποί μας, από τον Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα μέχρι την Ιωάννα την Τρελή και τον Φίλιππο τον Ωραίο, από τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας μέχρι τον Αρθούρο Ρεμπό και τον Πόλ Βερλέν... Πάθη που βοηθούν ν' απομυθοποιήσουμε τον έρωτα και όπου ο αναγνώστης ταυτίζεται γρήγορα με τους πρωταγωνιστές. Ένα γοητευτικό βιβλίο που περιγράφει την κόλαση και τον παράδεισο του έρωτα και απεικονίζει ένα πλούσιο ιστορικό μωσαϊκό γύρω από την καταπληκτική περιπέτεια της ζωής.
~~~~~~~~~~~~
(η μετάφραση είναι της Μαίρης Σχίζα-Λούκουλλου)
Από τον «Πολιτιστικό Οδηγό»
(ηλεκτρονικό περιοδικό της "Επικράτειας Πολιτισμού" του Υπουργείου Πολιτισμού.)
[…]
Η Μοντέρο καταγράφει τις ερωτικές σχέσεις διάσημων ζευγαριών της ιστορίας, για να αναπτύξει, τελικά, μερικές πολύ προσωπικές σκέψεις πάνω στο θέμα του έρωτα. Πολύ γνωστές προσωπικότητες παρελαύνουν από τις σελίδες του "Pasiones, Amores y Desamores", όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου της.
[…]
"Το πάθος ανήκει στον κόσμο της ονειροπόλησης. Διαλύεται κάθε φορά που αντικρύζει τον πραγματικό κόσμο.." Ακόμη και ο μεγαλύτερος έρωτας εμπεριέχει την απογοήτευση και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Μέσα από τη ματιά της συγγραφέως οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων, μεταφράζονται σε ιστορίες πάθους, κάποιες φορές σε ιστορίες αιώνιας δυστυχίας και περαστικής ευτυχίας.
Ποια είναι η Ρόσα Μοντέρο
Η Ρόσα Μοντέρο είναι μία από τις γνωστότερες δημοσιογράφους της Ισπανίας. Γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1951 και σπούδασε Δημοσιογραφία και Ψυχολογία. Κατά τα φοιτητικά της χρόνια συνεργάστηκε με διάφορες θεατρικές ομάδες. Εργάζεται ως δημοσιογράφος από το 1969.
Η καριέρα της ξεκίνησε κάτω από συνθήκες λογοκρισίας στα χρόνια της φρανκικής δικτατορίας, όπου εργαζόταν ως συνεργάτης διαφόρων εντύπων. Το 1976 εκδόθηκε η εφημερίδα "El Pais", μια από τις μεγαλύτερες της Ισπανίας και τότε, στο τέλος του ίδιου χρόνου, η Ρόσα Μοντέρο άρχισε να συνεργάζεται στο κυριακάτικο ένθετο "El Pais Semanal", στο οποίο υπήρξε αρχισυντάκτης κατά την περίοδο 1980-1981.
Μία φορά την εβδομάδα γράφει το εκδοτικό σημείωμα στο κυρίως σώμα του ημερησίου φύλλου. Το 1980, ένα χρόνο μετά την έκδοση του πρώτου της μυθιστορήματος, "Cronica de amor", βραβεύθηκε με το Εθνικό Βραβείο Δημοσιογραφίας της Ισπανίας.
Αρχισε να γίνεται γνωστή ως συγγραφέας το 1997, μετά την σαρωτική επιτυχία του βιβλίου της "La hija del canibal" ("Η κόρη του κανίβαλου"), που μόνο στην Ισπανία πούλησε πάνω από 285 χιλιάδες αντίτυπα και επί έντεκα μήνες έμεινε στην πρώτη θέση των πωλήσεων. Εκτός από μυθιστορήματα, η Ρόσα Μοντέρο έχει γράψει διηγήματα, όπως επίσης παιδικά και νεανικά βιβλία.
Ένα κείμενο του Λουί Θερνούδα για τον Ρεμπώ και τον Βερλαίν
σε απόδοση Ανδρέα Αγγελάκη
-από Το Δέντρο, τχ.2 - Νοέμβριος 1983
Πουλιά στη νύχτα
του Luis Cernuda
Η Γαλλική κυβέρνηση - ή ίσως κι η Αγγλική έχτισε μια πλάκα στο σπίτι νούμερο οχτώ της Γκρέιτ Κόλλετζ Στρητ, στο Κάμντεν Τάουν, στο Λονδίνο, εκεί όπου ένα περίεργο ζευγάρι ονόματι Ρεμπώ και Βερλαίν είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο, όπου οι δυο τους ζούσαν, μεθούσανε, δουλεύαν και ερωτεύονταν για λίγες σύντομες θυελλώδεις εβδομάδες. Ο πρέσβυς κι ο δήμαρχος σίγουρα παρακολούθησαν την τελετή, μαζί με άλλους, που περιφρονούσαν τον Ρεμπώ και τον Βερλαίν όταν ζούσαν.
Το σπίτι, όπως άλλωστε κι η γειτονιά, είναι φτωχικό και άχαρο - εκείνη η πρόστυχη βλοσυρότητα που πάει αντάμα με τη φτώχεια, όχι η θανατηφόρα πλήξη που ταιριάζει σε πλούτη ανιαρά και δίχως πνεύμα.
Σαν πέφτει η νύχτα, ένα οργανάκι ακούγεται απ' το πεζοδρομιό τους, όπως και τότε, στον καιρό τους, που αντηχεί μέσ' στον υγρό και γκρίζο αέρα, κι οι γειτόνοι γυρνάνε απ' τη δουλειά στο σπίτι και το στήνουν στο χορό ή τραβούν για το πλησιέστερο παμπ.
Πολύ λίγο κράτησε αυτή η φιλία ανάμεσα στο Βερλαίν το μέθυσο και στον Ρεμπώ τον ανεξιχνίαστο' σύντομη και γεμάτη συγκρούσεις. Αλλ' ακόμα κι έτσι μπορούμε να υποθέσουμε πως είχε τις λυτρωτικές στιγμές της, μόνο με το να υπενθυμίσουμε ότι ο ένας απαλλάχτηκε από μια ανυπόφορη μητέρα κι ο άλλος το 'σκασε από μια πληκτική σύζυγο. Ωστόσο, είναι γνωστό πως η ελευθερία σ' αυτόν τον κόσμο είναι αμείλικτη για τους ελεύθερους και κείνοι που σπάσαν τα κατεστημένα είναι της μοίρας τους να το πληρώσουν πολύ ακριβά.
Κει έζησαν, το λοιπόν, πληροφορεί η επιγραφή, πίσω απ' αυτούς τους τοίχους αιχμάλωτοι του πεπρωμένου τους - μια φιλία χωρίς μέλλον, τη στιφή πίκρα του χωρισμού, το σκάνδαλο που ακολούθησε.
(η συνέχεια και το τέλος στο επόμενο σχόλιο)
(συνέχεια από το προηγούμενο σχόλιο)
Για τον ένα, τότε, δίκη και δυο χρόνια φυλακή για ιδιαίτερες κλίσεις που η τότε κοινωνία κι οι νόμοι της καταδικάζαν. Ο άλλος μόνος του να πλανιέται απ' τη μια σκοτεινή γωνιά της γης στην άλλη άσκοπα, σε κόλαση μοναξιάς, πάντα λακίζοντας μπροστά στον κόσμο μας και στην υπεροπτική του πρόοδο.
Η σιωπή του ενός και η συμβατική, φλύαρη απολογία του άλλου εξισορρόπησαν κι έφεραν τη λύση.
Ο Ρεμπώ αρνήθηκε το χέρι που τον καταπίεζε.
Ο Βερλαίν το φίλησε, αποδεχόμενος την ποινή του.
Ο ένας είχε στη ζώνη του χρυσάφι.
Ο άλλος σπατάλησε το δικό του χρυσάφι στο κοκό και στις κοινές γυναίκες.
Κι οι δυο τους κυνηγημένοι απ' τις αρχές κι από αστούς συνοφρυωμένους που χοντραίνουν απ' τον κόπο των άλλων.
Μα τώρα που πέρασε καιρός, το αλκολίκι κι ο σοδομισμός τους, η αλαζονική τους ποίηση, η μποέμικη ακατάστατη ζωή τους κανέναν πια δεν ενοχλούν και η Γαλλία χρησιμοποιεί το όνομα και το έργο τους για τη δική της δόξα και τους καμαρώνει σαν υποδείγματα ποιητικής γραφής.
Ερευνητές σκαλίζουνε τις πράξεις τους κι εξετάζουν ό,τι αφήσαν πίσω τους, βγάζοντας στο φως τις πιο ιδιωτικές στιγμές της ζωής τους.
Κανέναν δεν τρομάζουν πια.
Κανείς δεν έχει αντίρρηση.
Ο Βερλαίν; α, τα κατάφερνε με τις γυναίκες μια χαρά, φυσιολογικότατος σου λέω, όπως εσύ κι εγώ.
Κι ο Ρεμπώ; Ένας καλός καθολικός, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Ύστερα απαγγέλουν στίχους απ' το "Μεθυσμένο Καράβι" και το σονέτο για τα φωνήεντα, μα κάνουν τον κουφό για τον Βερλαίν γιατί δεν είναι πια της μόδας, όχι σαν τον Ρεμπώ που τον εκδίδουν σε πανάκριβες εκδόσεις με ασαφείς προλόγους, ενώ νεαροί ποιητές ανά τον κόσμο λένε ό,τι τους κατέβει γι' αυτόν, μαραζώνοντας στις επαρχίες τους.
Άραγε οι νεκροί ν' ακούν τι λένε οι ζωντανοί γι αυτούς;
Ας ελπίσουμε πως όχι.
Η Απέραντη Σιωπή θα 'ναι ένα βάλσαμο ανεκτίμητο γι' ανθρώπους σαν τον Ρεμπώ και τον Βερλαίν που έζησαν και πεθάναν φορτωμένοι λέξεις. Αλλά η μεταφυσική σιωπή δεν αμαυρώνει τον κλοουνίστικο απεχθή έπαινο του εδώ και τώρα. Κάποτε λέει, ευχήθη κάποιος η ανθρωπότητα να 'χε ένα κεφάλι να την καρατομήσεις, μια και κάτω,
Μου φαίνεται πως της έδωσε με την ευχή του πιότερη αξία απ' όσο αξίζει: καλύτερα να 'ταν κατσαρίδα απλά και μόνο με το παπούτσι σου να τήνε λιώσεις.
Δημοσίευση σχολίου