Steven J. Levin (ΗΠΑ)
«Πρέπει να υπάρχει ένα όραμα. Και μένα το δικό μου όραμα, πε΄ρα απ’ την όποια μερική και πολύ μικρή πιθανόν προσωρινή απελευθέρωση, είναι η γενική απελευθέρωση του ανθρώπου. Τι ωφελεί λ.χ. να διακηρύσσει μια πολιτική οργάνωση ότι είναι κατά της καταπίεσης των σεξουαλικών μειονοτήτων; Να τι θα θεωρούσα πραγματικά απελευθερωτική πράξη: να βγουν μερικοί πολιτικολογούντες νέοι και να πουν: ξέρετε, «βασικά» εμείς είμαστε «βασικά» ετεροφυλόφιλοι, αλλ’ έχουμε πάει και κάνα-δυο φορές στο κρεβάτι μ’ έναν ομόφυλο μας, χωρίς γι’ αυτό να πάψουμε να είμαστε άνδρες. Αλλά δεν τολμούν. Γιατί θα διαγραφούν αμέσως απ’ την οργάνωση. Με δεδομένη την τεράστια αλλαγή που έχει πραγματοποιηθεί στα ήθη σε παγκόσμια κλίμακα – και της οποίας δευτερογενείς εκφάνσεις είναι τα διάφορα «κινήματα» - στην Ελλάδα τουλάχιστον μπορούμε να πούμε ότι άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη βράκα του αλλιώς, αλλ’ απέχουμε ακόμα πολύ απ΄’ την πραγματική απελευθέρωση – αν υποθέσουμε ότι είναι εφικτή»
Κώστας Ταχτσής: Από την χαμηλή σκοπιά (Εξάντας)
«Πρέπει να υπάρχει ένα όραμα. Και μένα το δικό μου όραμα, πε΄ρα απ’ την όποια μερική και πολύ μικρή πιθανόν προσωρινή απελευθέρωση, είναι η γενική απελευθέρωση του ανθρώπου. Τι ωφελεί λ.χ. να διακηρύσσει μια πολιτική οργάνωση ότι είναι κατά της καταπίεσης των σεξουαλικών μειονοτήτων; Να τι θα θεωρούσα πραγματικά απελευθερωτική πράξη: να βγουν μερικοί πολιτικολογούντες νέοι και να πουν: ξέρετε, «βασικά» εμείς είμαστε «βασικά» ετεροφυλόφιλοι, αλλ’ έχουμε πάει και κάνα-δυο φορές στο κρεβάτι μ’ έναν ομόφυλο μας, χωρίς γι’ αυτό να πάψουμε να είμαστε άνδρες. Αλλά δεν τολμούν. Γιατί θα διαγραφούν αμέσως απ’ την οργάνωση. Με δεδομένη την τεράστια αλλαγή που έχει πραγματοποιηθεί στα ήθη σε παγκόσμια κλίμακα – και της οποίας δευτερογενείς εκφάνσεις είναι τα διάφορα «κινήματα» - στην Ελλάδα τουλάχιστον μπορούμε να πούμε ότι άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη βράκα του αλλιώς, αλλ’ απέχουμε ακόμα πολύ απ΄’ την πραγματική απελευθέρωση – αν υποθέσουμε ότι είναι εφικτή»
Κώστας Ταχτσής: Από την χαμηλή σκοπιά (Εξάντας)
5 σχόλια:
Στο βιβλίο «Από τη χαμηλή σκοπιά» έχουν συγκεντρωθεί κείμενα και άρθρα του Κώστα Ταχτσή που δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά (Η Λέξη, Οδός Πανός, Χάρτης και Διαβάζω), σε περιοδικά ποικίλης ύλης (Εικόνες, Ταχυδρόμος, Πάνθεον και Γυναίκα) και σε εφημερίδες (Τα Νέα, Ο Ελεύθερος Τύπος και Απογευματινή). Περιλαμβάνεται, ακόμα, μία συνέντευξη που έδωσε στο Περιοδικό Αμφί (τ. 7-8), τον χειμώνα του 80-81 ("μετα-χρυσή" εποχή για το ελληνικό ομοφυλοφιλικό κίνημα), και η σύγκρουση που είχε ο Κώστας Ταχτσής με το ΑΚΟΕ αναφέρεται σε σχόλια προηγούμενων καταχωρήσεων του ReyCorazón.
Απαντώντας στο ερώτημα του περιοδικού : “Mήπως το γεγονός ότι οι ομοφυλόφιλοι βγήκαν δημόσια και μιλάνε ανοιχτά για τον εαυτό τους, ανάγκασε τους προοδευτικούς ανθρώπους να αλλάξουν στάση απέναντι στο θέμα της ομοφυλοφιλίας”, μεταξύ άλλων, λέει:
«Όσο για τους προοδευτικούς ανθρώπους που, ενώ δεν είναι οι ίδιοι ομοφυλόφιλοι, εκφράζονται με συμπάθεια πάνω σ’ αυτό το θέμα, ομολογώ ότι βλέπω πάντα με κάποια καχυποψία τα βαθύτερα ελατήριά τους. Ασφαλώς υπάρχουν πολλοί που είναι καλοπροαίρετοι και ειλικρινείς. Υπάρχουν όμως και μερικοί που εκφράζονται με συμπάθεια ή επειδή είναι αναρχικοί ή για να μην κατηγορηθούν σαν αντιδραστικοί ή επειδή είναι εξ ιδιοσυγκρασίας ή θέσεως δημαγωγοί – ξέρω κάμποσους τέτοιους. Ούτε εδώ λοιπόν πρέπει να κάνετε γενικεύσεις. Πολύ μεγαλύτερη κατανόηση λ.χ. μπορεί να δείξει καμιά φορά ένας “αντιδραστικός” αστυφύλακας, από έναν “προοδευτικό” δημοσιογράφο.»
Σήμερα, εικοσιέξι χρόνια μετά και χωρίς καμμία θεσμική πρόοδο, φαίνεται πως οι “εξ ιδιοσυγρασίας ή θέσεως δημαγωγοί” είναι πολλοί. Περισσότεροι από τους «μερικούς» και «καμπόσους» του 80-81.
Προηγούμενες αναφορές στον Κώστα Ταχτσή:
Νο 15 - Τα ρέστα
Νο 28 και Νο 392 - Το φοβερό βήμα
Νο 389 - Καφενείο Το «Βυζάντιο»
Νο 390 - Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο
Νο 391 - Το τρίτο στεφάνι από τη μεριά της Νίνας (των Θ.Νιάρχου - Ν.Καραγεώργου)
Νο 393 - Η γιαγιά μου η Αθήνα
Νο 394 - Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;
Νο 395 - Δεν ντρέπομαι - Λογοτεχνικό χρονικό (του Τάκη Σπετσιώτη)
Νο 396 - Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση (του Ανδρέα Αγγελάκη)
Ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο «Επιστολές», σελ. 110-123, όπου ο Κώστας Ταχτσής, μέσω μιας επιστολής του προς τον Άλεκ, αναφέρεται στα γεγονότα της ίδρυσης του ΑΚΟΕ. :
...είχ' ακούσει για την τεκταινόμενη εκδήλωση, είχα συζητήσει μάλιστα τό πράγμα μέ ανώτερο αξιωματικό της αστυνομίας, πού μού είχε πεί επί λέξει: «Μά γιατί δέ θέλετε νά τnv κάνουν, κύριε Ταχτσή – αφήστε τους νά βγούν στό φώς της δημοσιότητος ν' αρχίσει νά διαμαρτύρεται ο κόσμος, νά λυθούν καί τά δικά μας χέρια...» Ώς τότε, καί γιά πολύ καιρό μετά, δέν υπήρχε νόμος νά καλύπτει τnv αστυνομία σέ περίπτωση σύλληψης τραβεστί. Οι γυναίκες ελευθερίων ηθών προσήγοντο στόν εισαγγελέα μέ τήν κατηγορία της άγρας πελατών κτλ., καί πλήρωναν ένα είδος έμμεσου φόρου. Όχι όμως καί οι τραβεστί, πού στό μεταξύ είχαν εκτοπίσει τίς γυναίκες απ' τή Συγγρού, έβγαζαν περισσότερα λεφτά απ' αυτές, αλλ' ήταν νομικώς “άνδρες” καί δέν υπήρχε ή νομική έννοια της πόρνης-ανδρός – άλλη διάκριση της φαλλοκρατικής κοινωνίας είς βάρος τών γυναικών. Σημείωσε, καί τό 'χω σκεφτεί πολύ έκτοτε, υπήρχε στά λόγια τού μπάτσου κάτι άλλο: η κρυφή επιθυμία νά μnν ψηφιστεί ο νόμος. Γιατί βέβαια η ύπαρξη τών τραβεστί αποτελεί μιά «απάντηση» τών αρσενικών στηv πρόκληση της απελευθερούμενης γυναίκας: δέν δέχεστε νά μας κάνετε όπως άλλοτε τά γούστα μας; Δέ σας έχουμε ανάγκη, είμαστε αυτάρκεις - άτομα τού δικού μας φύλου είναι πρόθυμα νά γίνουν αντικείμενα γιά τη συνεχή επιβεβαίωση τού ανδρισμού μας. Αλλ' αυτά βέβαια καί πολλά άλλα, πού δέ μπορώ ν' αναπτύξω εδώ, μά πού είσαι ικανός νά φανταστείς, τά σκέφτηκα αργότερα. Εκείνη τn στιγμή ήξερα ότι η αστυνομία έβλεπε την εκδήλωση σάν ευπρόσδεκτη προβοκάτσια, άρα δέν έπρεπε νά γίνει, καί τό 'πα τού Βελισσαρόπουλου. Αλλ' ακόμα κι αν επιμείνουν αυτές οι τρελλές νά βγούν στό φώς, τού είπα, σέ συμβουλεύω ν' αποφύγεις κάθε ανάμειξη. «Ίδρυση του ΑΚΟΕ κάτω απ' τις φούστες μερικών εκδιδομένων τραβεστί ισοδυναμούσε με ίδρυση γυναικείου απελευθερωτικού κινnματος απ' τις πουτάνες της οδού Σωκράτους. Ο συνειρμός – επειδή ως τότε δεν είχε γραφτεί τίποτα στον Τύπο για το υπό ίδρυση ΑΚΟΕ - θ' απέβαινε μοιραίος, θα σκότωνε το κίνημα εν τη γενέσει του, και το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν ν' ανανεώσει την παλιά εικόνα της λαϊκιάς αδερφής. Ας περίμενε λοιπόν ως τον Οκτώβριο – τώρα ήμουν πολύ απασχολημένος με τη μετάφραση – και θα τον βοηθούσα να οργανώσει ως ΑΚΟΕ μια δημόσια συζήτηση με πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ομοφυλόφιλους και μn - ας ερχόταν καί μια τραβεστί γιά μαϊντανός. Τό κίνημα θά 'μπαινε σε σωστές. βάσεις.»
Έφερε διάφορες εκνευριστικές καί προσβλητικές αντιρρήσεις. Στή Γαλλία είχε γίνει τούτο κι εκείνο. Στή Γαλλία οι μαχητικές μειοψηφίες έκαναν τούτο καί τ' άλλο. Σά νά χρειαζόντουσαν οι Έλληνες - οι Έλληνες! – μαθήματα ομοφυλοφιλίας απ' τούς Γάλλους! Ναί, αλλά γιατί ήμουν εναντίον τών τραβεστί – δέν ήμουν κι εγώ τραβεστί; Χρειάστηκε πολύς αυτοέλεγχος γιά νά μήν τόν χαστουκίσω. Προσπάθησα να του εξηγήσω μερικά απλά πράματα. Ότι το τραβεστιλίκι δεν ήταν η δική μου κύρια ιδιότητα – ήταν καρπός μιας τραγικής εξελικτικής διαδικασίας, κατά την διάρκεια της οποίας είχα περάσει απ' όλες τις φάσεις της ομοφυλοφιλίας, ότι σαν υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήμουν υποχρεωμένος να διαχωρίσω τα πράματα ακόμα κι αν συνέβαινε να μη με συμφέρει προσωπικά, ότι δε μπορούσα ν' αφήνω να ταυτιστεί με μια πουτάνα της Συγγρού ο σημερινός ρωμαντικός, ανιδιoτελής ομοφυλόφιλος έφηβος πού ήμουν κι εγώ κάποτε...»
Ό Βελισσαρόπουλος ξαναμειδίασε ειρωνικά, μ' αηδία, καί πρότεινε μιά συνάντηση στό σπίτι κάποιου αρχιτέκτονα - τού Ράννου, πού ηταν ερωτευμένος μέ μιά σαλιάρα αδερφούλα, ή οποία είχε κάνει σπουδές στήν Ιταλία, κι όπως ο Βελισσαρόπουλος ήθελε νά μεταφυτέψει στήν Eλλάδα τό γαλλικό κίνημα tel quel, αυτή ήθελε νά μεταφυτέψει τό Ιταλικό...
Ώστόσο πήγα. Έκπρόσωπος των τραβεστί ήταν, παρακαλώ, ο Νίκος Μουρατίδης - διόλου τραβεστί ο ίδιος. Απλώς είχε αναλάβει τίς δημόσιες σχέσεις τους! Κι υποστήριξε ότι κινδυνεύουν, ότι πεινάνε, κτλ. Κι όλ' αυτά γεμάτα προσωπικές αιχμές - ευκαιρία νά μ' εκδικηθεί. Τέλος πρότειναν νά πάμε όλοι μαζί στήν Πλάκα [...]. Έλα όμως πού, απ' τή μιά μεριά ή θέα τους μου προκαλούσε φρίκη - έβλεπα σ' αυτούς μιά παραμορφωμένη εικόνα του εαυτού μου - έλα πού είμαι σνόμπ, έλα πού είχα ορκιστεί νά μήν ξαναπατήσω στήν Πλάκα αφ' ότου είχε καταντήσει κάσμπα! Αρνήθηκα νά πάω. Κι έχασα τήν ευκαιρία μιας ανθρώπινης επαφής μαζί τους - οι ως τότε εμπειρίες μου από μιά-δυό εξ αυτών, πικρές, πικρότατες, έπαιξαν κι αυτές τό ρόλο τους. Κάποια ψυχοπαθής καί φθονερή «Κωστούλα» μου 'χε κάνει επί χούντας ακόμα τή ζωή μαρτύριο στήν Aθηνάς - κάθε φορά πού με πλησίαζε κάποιος ούρλιαζε: «Είναι άντρας, καλέ!!! Είναι άντρας!» Κι ένα βράδυ, ύστερα από λιγότερο επικίνδυνα επεισόδια, έβαλε καί κάποιον αλήτη μ' ενα τρίκυκλο νά μέ μαχαιρώσει - παραλίγο νά 'χαμε μιά παρωδία της δολοφονίας του Λαμπράκη ή μιά ανάλογη μέ του Παζολίνι πρίν τό γεγονός.
Ήξερα λοιπόν ότι όλες ή σχεδόν όλες ήταν ή είχαν γίνει καθ' οδόν ψυχοπαθείς. Γιατί αλλο νά μασκαρεύεσαι αποβραδίς Ναπολέων γιά νά «τή βρείς», κι άλλο νά κυκλοφορείς τήν αλλη μέρα ως Ναπολέων, όχι; Κι ωστόσο θά υπήρχαν καί μερικές μέ λίγο μυαλό ,νά μ' ακούσουν. Αλλά, νά, δέν πήγα. Απλώς, φεύγοντας, συνέστησα αυστηρά στό Βελισσαρόπουλο νά μήν αναμειχθεί ως ΑΚΟΕ, καί φάνηκε νά τό υπόσχεται. Αργότερα έμαθα ότι είπε: «Νομίζει δηλαδή ότι επειδή έγραψε τό Τρίτο στεφάνι τά ξέρει όλα;»
Τήν προηγουμένη, πρέπει νά σου πω, είχα δεχτεί ένα άλλο τηλεφώνημα. Ήταν ο «Μπέττυ». «Είμαι τραβεστί, έχω διαβάσει πολλές φορές τά βιβλία σας και σας θαυμάζω. Θέλω νά 'ρθω νά σας δω νά μου διορθώσετε τό κείμενο πού θά διαβάσω στήν εκδήλωση,..» Δέ θέλησα ν' ανοίξω συζήτηση μέ κάποιον πού επιτέλους μου ήταν άγνωστος, δέ θέλησα νά του πω ότι τήν επομένη, στή συνάντηση, ήλπιζα νά ματαιώσω τήν «εκδήλωση» συνεπώς η διόρθωση του κειμένου παρείλκε. Προφασίστηκα δτι ήμoυν πολύ απασχολημένος. Όχι βρέ παιδί μου, του είπα, γυναίκα ντύνομαι κι εγώ πότε-πότε, είμαι πραγματικά απασχολημένος. Καί ήμoυν. Η μετάφραση πλησίαζε στό τέλος της αλλ' έμεναν ακόμα μερικά πολύ δύσκολα κομμάτια.
Τό θεώρησε σνομπάρισμα. Γιατί - δέν τό 'ξερα ακόμα τότε - αυτό τό χωριατάκι απ' τόν ακριτικό Έβρo είχε, περιορισμένες μέν δυνατότητες λόγω ελλιπούς παιδείας, γιά τό όποίο φυσικά δέν έφταιγε αυτός, αλλ' απεριόριστες φιλοδοξίες καί κανέναν ηθικό ενδοιασμό προκειμένου νά τίς πραγματοποιήσει. Κι όταν τήν άλλη μέρα τό βράδυ θά 'μαθε ότι ήμoυν εναντίον της εκδηλώσεως, θά μέ μίσησε - φαντάζομαι τα σχόλια πού θά 'καναν όλες μαζί, ενθαρρυνόμενες κι' απ' τούς Βελισσαρόπουλο καί Μουρατίδη. Άλλ' αυτά δέν τά 'ξερα τότε. Μάλλον ήσύχασα ότι όλα θά πήγαιναν όπως νόμιζα ότι ήταν ορθό νά πάνε - ή εκδήλωση δέ θά γινόταν, τό ΑΚΟΕ δέν θά ιδρύετο μέ τήν ευκαιρία αυτής της εκδήλωσης.
Πέρασαν μερικές μέρες, δέν είχα ιδέαν τί γινόταν στά παρασκήνια. Πήρα ένα νέο τηλεφώνημα. Αυτή τή φορά ήταν ο Θεοδωρακόπουλος. «Κώστα, εσύ πού είσαι στά μέσα καί στά έξω, ποιός είναι πίσω απ' αυτό τό κίνημα πού πρόκειται νά ιδρυθεί;» - «Απ' όσο ξέρω ό Αντρέας Βελισσαρόπουλος.» - «Μού δίνεις τό τnλέφωνό του;» - «Ευχαρίστως.» Δέκα λεπτά αργότερα ξαναχτυπάει τό τnλέφωνο. Είναι ο Βελισσαρόπουλος; «Κώστα, εσύ έδωσες τόν αριθμό μου σέ κάποιον Θεοδωρακόπουλο;» - «Ναί.» Και τού εξnγώ ότι είναι ο συγγραφέας τού Καιάδα κτλ.
Ερχόμαστε στή μοιραία μέρα - τό στnμόνι είναι έτοιμο. Έχω δυσκολίες μ' ένα χορικό-παρωδία τού Αισχύλου κι έρχεται η Ηρώ νά τό συζnτήσουμε. Φεύγοντας μού λέει: «Αύριο θά πάει η Έλενα σ' αυτή τήν εκδήλωση τών τραβεστί...» (Ώς μέλος τού αναρχoαυτόνoμoυ κινήματος γυναικών.) «Μας τnλεφώνnσε ό Βελισσαρόπουλος. Εσύ θα πας;» Γίνομαι θnρίο. Καί σέ λίγο μού τnλεφωνάει κι η Ειρήνη Παπά καί μού κάνει τήν ίδια ερώτnσn: εσύ θά πας;... Ό Βελισσαρόπουλος ως ΑΚΟΕ τnλεφωνούσε σ' όλη τήν Άθήνα ζnτώντας συμπαράσταση στούς τραβεστί!
Τού τnλεφώνnσα επανειλnμμένα, καμιά απάντnσn. Δέν ήξερα τί νά κάνω, προσπάθnσα νά συνεχίσω τή μετάφρασn, ό νούς μου ήταν αλλού, τό βρωμόπαιδο αθετούσε τήν υπόσχεσή πού μού 'χε δώσει, εννοούσε νά κάνει τού κεφαλιού του καί νά καταστρέψει μιά μοναδική ευκαιρία νά γίνει, επιτέλους, κάτι σωστό σ' αυτό τόν τόπο καί σ' έναν τομέα στόν οποίο η γενιά μου είχε υποφέρει ανάλογα καί χειρότερα μ' αυτά πού είχε υποφέρει απ' τόν πόλεμο, τήν Κατοχή, τόν Έμφύλιο. Κάθnσα καί υπό το κράτος της οργής μου έγραψα ένα γράμμα, πού δέν είχα τον καιρό νά τ' αφήσω νά κρυώσει ώσπου νά τό ξανασκεφτώ πιό ψύχραιμα. Αν ήταν νά δnμοσιευτεί ως τό μεσnμέρι της επομένnς, έπρεπε νά τό πάω σέ κάποια εφnμερίδα αμέσως – η ώρα ήταν κιόλας εννιά.
Τό πηγα πρώτα στά Νέα. Έπεσα πάνω στόν ίδιο τό Χρήστο, πού διάβαζε τόν ξένο Τύπο σ' ένα γραφείο της σύνταξnς. Τού τό 'δωσα. Τό διάβασε καί τό 'βαλε πλάι μέ μιά έκφραση πού 'λεγε «τί θέλεις κι ανακατεύεσαι;». Αλλ' εγώ δέν τή διάβασα σωστά, τήν παρερμήνευσα, καί πηγα στnν Ελευθεροτυπία. Βρήκα τό Λυκούργο Κομνnνό. Διάβασε κι αυτός τό γράμμα. «Μά γιατί, κύριε Ταχτσή - είστε δnλαδή εναντίον τού κινήματος;» Ο Χρήστος μπορεί νά 'χε τούς δικούς του λόγους. Αλλ' ερχόταν τώρα ένας βρωμό-ετεροφυλόφιλος, απ' όσο τουλάχιστον ήξερα κι απ' όσο φαινόταν, νά πεί σέ μένα ότι είμαι εναντίον της απελευθέρωσnς σέ μένα πού είχα υποστεί τά μεγαλύτερα βάσανα σ' όλη μου τήν εφnβική κι ενήλικη ζωή, τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς επί χούντας, καί απ' τούς αντιστασιακούς μας καί απ' τούς χουντικούς; Δέν καταλάβαινα πιά τίποτα! Ώστόσο τού άφnσα τό γράμμα. Καί τήν άλλη μέρα τό είδα μέ μεγάλους τίτλους στnν καλλιτεχνική σελίδα.
Φυσικά, η εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά της αστυνομίας καί της βίας πού ασκούσε ή υποτίθεται ότι ασκούσε εις βάρος των τραβεστί, μετεβλήθη σ' εκδήλωση εναντίον μου, θεωρήθnκα Ιούδας, εξωμότnς - μέ ξεφώνισαν, τό 'γραψε ό Τύπος, χωρίς ακόμα ν' αναφέρει τ' όνομά μου. Απλώς «πολύ γνωστός συγγραφέας». Φυσικά, ταράχτnκα. Ξαφνικά συνειδnτοποίnσα ότι είχα μπεί ολοσούμπιτος σέ μιά φωλιά από κόμπρες, κροταλίες, οχιές. Αλλά τό γράμμα δέ γινόταν νά ξεγραφτεί. Τό μόνο πού μπορούσα νά κάνω ήταν νά γράψω ένα δεύτερο, πιό ψύχραιμο, επεξnγnματικό. Τό 'γραψα, καί μοιραία αναφέρθnκα στόν Βελισσαρόπουλο.
Αυτό θεωρήθnκε χαφιεδισμός. Η οικογένειά του, οι φίλες της μαμάς δέν ήξεραν ότι ό Αντρίκος ήταν αδερφή, έγινε ένα μικρό οικογενειακό δράμα - πού νά φανταστώ ότι ξεκινούσε νά απελευθερώσει τούς Έλλnνες ομοφυλόφιλους από τόν ζυγό, χωρίς νά 'χει λύσει τό πρόβλnμά του σέ οικογενειακό επίπεδο! Ότι αυτός ήταν ό λόγος πού εννοούσε νά ιδρύσει, ανώνυμα, τό κίνnμα κάτω απ' τίς φούστες τών τραβεστί! Ότι σκοπός του δέν ήταν η κατάργnσn τών προκαταλήψεων, αλλ' η εκδίκnσn τών αρσενικών κι όλnς της οργανωμένnς κοινωνίας! Καί τί καλύτερο ρόπαλο απ' τούς δύστυχους τραβεστί! Πού, κοινωνικά υποδεέστεροι όπως άλλοτε οι εργάτες κι οι υπηρέτες – γινόντουσαν ωστόσο τά ιδανικά όργανα γιά νά εκδικηθούν τίς προσβολές πού είχε υποστεί ο ίδιος! Κι είναι βέβαια μεγάλη εκδίκηση νά βλέπεις τόν αρσενικό πού αρνήθηκε τόν έρωτά σου, νά πληρώνει τώρα γιά νά πάει μέ κάποιους, πού, όσο δέ φορούσαν τή στολή τής γυναίκας, μυκτήριζε και περιφρονούσε! Επιτέλους δικαιοσύνη!
Τό ΑΚΟΕ έστειλε στήν Ελευθεροτυπία ένα γράμμα εναντίον μου. Απάντησα. Οι επιθέσεις, απ' τόν Τύπο, επεξετάθησαν στό... πεζοδρόμιο. Τραβεστί πού μέ θεωρούσαν «άγιο», τόν «άγιο Ζενέ» τους, καί μού 'χαν πεί μέ πόνο στή φωνή νά γράψω γιά τή ζωή τους, μέ μίσησαν θανάσιμα. Καί, ξαφνικά, όλες έμαθαν ποιός ήταν... ποιά. 'Εκεί πού αλλοτε φοβόμουνα τήν αστυνομία, τώρα φοβόμουνα τούς τραβεστί. Σκέφτηκα νά τηλεφωνήσω στό Θεοδωρακόπουλο. Ήταν της γενιάς μου. Όσο νά 'ναι θά καταλάβαινε τίς απόψεις μου, τή θέση μου.
Αλλά πρίν τού πω τί ήθελα, μ' έκοψε. «Ξέρεις Κώστα, εγώ προσπάθησα νά τούς αποτρέψω νά στείλουν τό γράμμα...» - «Εσύ; Μέ ποιά ιδιότητα;» - «Μά είμαι μέλος της επιτροπής τού ΑΚΟΕ», «Περίεργο», τού είπα. «Εσύ δυό τρείς μέρες πρίν τήν εκδήλωση δέν ήξερες κάν ποιοί ήταν πίσω απ' τό κίνημα». - «Εγώ;!... Εμένα μέ ήξεραν τά παιδιά, είχαν έρθει καί μ' είχαν δεί εξι μήνες πρίν». Τού 'κλεισα τό τηλέφωνο. Αργότερα ανέλαβε τήν αρχισυνταξία τού ΑΜΦΙ. Γινόταν επιτέλους γνωστός, έστω καί διά της σκολιας οδού. Τώρα ήταν κι αυτός «στά μέσα καί στά εξω». Κι εναντίον μου.
Πέρασε καιρός. Τό πράμα έμοιαζε νά καταλαγιάζει, νά ξεχνιέται. Σά νά μήν είχε συμβεί τίποτα, ήρθε ο Βελισσαρόπουλος καί μού 'φερε τό πρώτο τεύχος τού ΑΜΦΙ «τιμής ένεκεν». Αγόρασα καί δέκα αντίτυπα γιά νά τούς ενισχύσω οικονομικά. Μού 'κανε παράπονα - εναντίον τού Θεοδωρακόπουλου, εναντίον των «Ιταλών» ή μάλλον «Ιταλίδων». Είχαν προλάβει νά χωριστούν σέ αλληλουποβλεπόμενες φατρίες, σέ «γαλλικό», «αγγλικό» καί «ρωσικό» στρατόπεδο - εχόμεθα, βλέπεις, στερρώς των εθνικών μας παραδόσεων. Οι προβλέψεις μου άρχισαν νά πραγματοποιούνται. Στίς εφημερίδες γραφόταν τώρα σχεδόν κάθε μέρα κάτι γιά τό ΑΚΟΕ καί τούς τραβεστί - στά μάτια τού μεγάλου κοινού δέν υπήρχε διαφορά. Κι όχι μέ σκοπό τήν απελευθέρωση, αλλά τή σκανδαλοθηρία. Φυσικά, μερικοί απ' τούς «δημοσιογράφους» πού οργίασαν, έβγαζαν έτσι καί τ' απωθημένα τους. Σκανδαλοθηρούσαν μέ σκοπό νά μπορούν πιά κι αυτοί νά κάνουν μέ πιό ήσυχη συνείδηση, ό,τι έκαναν παλιότερα μ' ενοχές: μπροστά στά φοβερά πού γινόντουσαν από άλλους, τά δικά τους ήταν ανώδυνα...
Ο Βέλτσος έκανε ό,τι μπορούσε γιά νά εξωθήσει τό ΑΚΟΕ σέ ακραίες, αναρχικές θέσεις, ανακατεύοντας τόν Λακάν κι όλους τούς Γάλλους κοινωνιολόγους καί μή. «Μήν τούς προβοκάρεις, Γιώργο», τού 'πα. Απάντησε: «Αυτή είναι η δουλειά μου εμένα: προβοκάτορας!» [...]
Υποθέτω ότι στίς επαφές του μέ τό ΑΚΟΕ καί τούς τραβεστί, δέ θά δίσταζε νά συμφωνήσει κάθε φορά πού θα εξεφράζοντο εναντίον μου.
Πέρασε ένας χρόνος μετά τήν έκδοση του πρώτου ΑΜΦΙ καί συνάντησα τυχαία τόν «Μπέττυ». Μου μίλησε μέ περιφρόνηση γιά τό ΑΚΟΕ - αφ' υψηλού. «Τά έχουν κάνει κουλουβάχατα. Δικαιώθηκες». Σ' αυτό τουλάχιστον δέν είχε βέβαια άδικο. Τό ΑΚΟΕ, ύστερα απ' τήν ευφορία της ευρείας δημοσιότητας τών πρώτων μηνών, δέν άργησε νά ταυτιστεί μέ τους αναρχοαυτόνομους, ν' αποξενωθεί, δυνάμει, απ' τά 99% τών Ελλήνων ομοφυλόφιλων, καί ν' αρχίσει νά διαλύεται. Δέ μ' άρεσε όμως καί τό ότι, μ' αυτό τόν τρόπο, επέτρεπε σ' έναν τραβεστί νά εκφέρει αφ' υψηλού, έστω καί δίκαιες κρίσεις εις βάρος του. Κούνησα τό κεφάλι μέ θλίψη. Κι ήταν μέν αλήθεια ότι τό κίνημα είχε πάει χαμένο, είχαν κερδίσει όμως οι τραβεστί. Από μέρα σέ μέρα διαπίστωνα κατάπληκτος μιά αλλαγή στή στάση τών αντρών. Εκεί πού άλλοτε απειλούσαν νά σέ δείρουν όταν καταλάβαιναν πώς δέν είσαι γυναίκα - πράμα πού βέβαια σπάνια τύχαινε σέ μένα - σιγά-σιγά άρχισαν νά χαίρονται κάθε φορά πού διαπίστωναν ότι είσαι «αγόρι», γιά νά καταλήξουν νά σου λένε, τή στιγμή τών «διαπραγματεύσεων»: «Πές μου τήν αλήθεια, γιατί, αν είσαι αληθινή γυναίκα, δέν έρχομαι!». Κι όλοι τους, πού νά πάρει ο διάβολος, εκλιπαρούσαν «συμμετοχή» - καημένοι άντρες!
Πέρασαν ακόμα μερικοί μήνες κι ο «Μπέττυ» μέ ξαναπήρε τηλέφωνο. Ήθελε νά του διορθώσω - πάλι! – ένα γράμμα πού σκόπευε νά στείλει στόν Τύπο. 'Ηταν η αρχή ενός απεγνωσμένου αγώνα νά γίνει «διάσημος». Στήν περιβόητη «εκδήλωση» είχε απαγγείλει ένα ποίημα του... Καβάφη! (Αυτά γιά σένα πού είσαι ειδικός!) Είχε καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, μά δέν τίς ήξερα. Απλώς τόν δέχτηκα, επειδή σκέφτηκα ότι ήταν καιρός νά κλείσω ειρήνη μέ τούς τραβεστί. Στό κάτω της γραφής, δέν είχα τίποτα εναντίον τους κάθε αλλο. Μου ήταν πολύ πιό συμπαθείς από μερικούς σάν τόν Βελισσαρόπουλο ή τό Βέλτσο. Ήταν παιδιά απόρων, διαλυμένων οικογενειών, χωρίς κοινωνική επιφάνεια, χωρίς όνομα άλλο απ' τό θλιβερό παρατσούκλι που διάλεγε η καθεμιά - Μπέττυ, Αλόμα, Μέμα, Ντόννα. Ένα ταλαιπωρημένο, αδικημένο τσούρμο τελεσίδικα απόβλητων, ένα κομμάτι του περιθώριου πού, αντίθετα ακόμα κι από κοινούς κλέφτες, πού συχνότατα γίνονται «κύριοι», δέ θά 'μπαινε ποτέ τών ποτών στή σελίδα. Πολλοί απ' αυτούς έφταναν στήν άβυσσο του νου, στήν τρέλλα. Έπαιρναν χάπια, ναρκωτικά. Είκοσι, εικοσιπέντε χρονώ, κι οι «πελάτες» τίς απέφευγαν ή δεν τίς ξανάπαιρναν - περίμεναν μέ τίς ώρες εμένα πού ήμoυνα πενήντα!
Τά αισθήματά μου φυσικά ήταν ανάμεικτα. Γιατί, πρίν υποστώ όσα υπέστην απ' τήν «Κωστούλα», μ' είχαν διώξει οι άλλες απ' τή Συγγρού, όπως είχαν κάνει καί μέ τίς γυναίκες. «Τί θές εσύ εδώ καλέ; Έσύ 'σαι μούτζα!» (Πολύ αργότερα, μετά τήν «εκδήλωση», κάθε φορά πού τολμούσα νά κατέβω, έτσι, γιά ποικιλία, μ' έδιωχναν όχι πιά σά «μούτζα», μά σάν Ταχτσή.)
[...]
Τέλος πάντων, ήρθε στό σπίτι ό «Μπέττυ». Ήταν κι η Ήρώ - γεμάτη περιέργεια. Ο Περικλέτος μας διάβασε ένα γράμμα στό οποίο, μεταξύ άλλων, έλεγε: «Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος». -Κύριος οίδε που τό 'χε διαβάσει. Καί «κατεβαίνουμε στή Συγγρου γιά νά βγάλουμε τό ψωμί μας» -όλ' αυτά τή στιγμή πού μιλούσε γι' απελευθέρωση.
Κι η Ήρώ κι εγώ του συστήσαμε νά βγάλει αυτές τίς δυό φράσεις. Η πρώτη θύμιζε τό του γυμνασίου «ο κώλος είναι τό μουνί του μέλλοντος». Όσο γιά τό δεύτερο, του εξηγήσαμε ότι η απελευθέρωση δέν είναι απαραίτητο νά περνάει μέσ' απ' τήν πορνεία, μάλλον τό αντίθετο - απαλλαγή απ' τήν αλλοτρίωση πού είναι η πορνεία. Κι απάνω στήν κουβέντα, δέ θυμαμαι a propos quoi, ανέφερα τό καβαφικό «οι τά φαιά φορούντες περί ηθικής λαλούντες». Μέ κοίταξε καχύποπτα. Τ' ήταν αυτό; «Μέ συγχωρείς», είπα, «ειχ' ακούσει ότι στήν εκδήλωση διάβασες Καβάφη...»
Τελικά σέ τί αποσκοπουσε η επίσκεψη; Στήν κατόπτευση του περιβάλλοντός μου. Ήθελε - όπως τόσοι άλλοι – νά μέ δεί από κοντά, σάν Ταχτσή αυτή τή φορά. Κι ακόμα, νά του συστήσω τή... Μελίνα! Απόρησα βέβαια, αλλ' υποσχέθηκα ότι θά τή ρωτήσω. (Δέν τό 'κανα. Έτσι κι αλλιώς, σχεδόν αμέσως μετά, τίς συστάσεις τίς εκανε ο... Μουρατίδης, πού, μέσω Μανουέλλας, είχε προσκολληθεί στή Μελίνα - τό '81 τή βοήθησε στόν προεκλογικό της αγώνα...).
Τό γράμμα τό 'στειλε στίς εφημερίδες χωρίς τίς αλλαγές πού του υποδείξαμε νά κάνει. Καί μερικοί αναγνώστες απάντησαν. «Γι' αυτό πήγαμε στήν εκδήλωση; Γιά νά κατεβαίνει ό κύριος Μπέττης στή Συγγρού νά βγάζει τό ψωμί του;» Γέλασα.
Έξι μήνες αργότερα μου ξανατηλεφώνησε. Σκόπευε νά δώσει μιά συνέντευξη Τύπου. Γιατί; - τόν έκοψα κατάπληκτος. «Επειδή θά περάσει τό νομοσχέδιο». - «Μά δέ θά περάσει, τό ξέρω καλά!» - «όχι, όχι, θά περάσει, κι έχουμε στοιχεία πού αποδεικνύουν ότι ο εισηγητής της πλειοψηφίας, ο Φύσσας, πάει μέ τραβεστί - καί προχτές κάτι μπάτσοι του Τρίτου έσπασαν καί τή ‘Λίτσα’ στό ξύλο...» Του λέω: «Ν' αναβάλεις αμέσως τή συνέντευξη». - «Δέ γίνεται, δέν προλαβαίνω, θά 'ρθουν αύριο το μεσημέρι...»
«Δως την λοιπόν, αλλά νά μήν πείς λέξη ούτε γιά τό Φύσσα, ούτε γιά τόν ξυλοδαρμό της 'Λίτσας' - πού ξέρεις άλλωστε ότι είναι θρασύς καί τίς έφαγε, όχι σάν τραβεστί, αλλά όπως θά τίς ετρωγε ο οποιοσδήποτε πολίτης πού θά φερόταν ανάλογα. Οι δημοσιογράφοι, από αντιπολιτευτική διάθεση, θά δώσουν έμφαση σ' αυτά τά δυό θέματα, με απρόβλεπτες συνέπειες γιά όλες σας - πρόσεξε». Μου λέει: «Ε, τότε τί νά πω;»
Κάθησα καί του 'γραψα ένα κείμενο τεσσάρων σελίδων. Ήρθε, τό πήρε, τό φωτοτύπησε καί τό μοίρασε στους δημοσιογράφους σά δικό του. Είπε καί τά περί Φύσσα καί Λίτσας. Καί τήν άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ακριβως γι' αυτά - τίποτ' άλλο. Η αστυνομία - βρισκόμαστε ακόμα στό '79 - αντέδρασε αστραπιαία: τό ίδιο βράδυ, σέ μιά «επιχείρηση-αρετή», συνέλαβε οκτώ από δαύτες επ' αυτοφώρω μέ πελάτες καί τούς παρέπεμψε όλους γιά παρά φύσιν ασέλγεια. Γιατί υπάρχουν βέβαια νόμοι, όταν θέλουν νά τούς εφαρμόσουν - κι ευτυχώς δέν θέλουν. Κι εδώ έγκειται η καλή πλευρά της ανοργανωσιάς μας.
Τέλος πάντων, ο ένας πελάτης ήταν γιατρός, ό άλλος δικηγόρος, ο τρίτος παντρεμένος μέ παιδιά, ο τέταρτος ισχυρίστηκε ότι δέν ήξερε - έπεσαν μερικά τηλεφωνήματα, ο εισαγγελέας μετέτρεψε τήν κατηγορία σέ προσβολή της δημοσίας αιδούς, πού αφορουσε μόνο τούς τραβεστί. Αλλ' επειδή η μεταμφίεση δέν αποτελεί κατά τό νόμο τέτοια προσβολή, ο πρόεδρος τίς έδιωξε - καί κυνήγησαν νά σκοτώσουν τόν «Μπέττυ» γιά την προβοκάτσια. Μού τηλεφώνησε καί μόνο πού δέν έκλαιγε. «Μά βρέ παιδί μού, δέ σού είπα νά μήν πείς τίποτα γιά τό Φύσσα καί τή Λίτσα;» «Ε, μού ξέφυγε. Τώρα τί νά κάνω;»
Τού είπα νά τίς μαζέψει όλες νά τούς μιλήσω. Αποπειράθηκαν να συγκεντρωθούν σ' ένα ζαχαροπλαστείο στο Καλαμάκι. Τίς έδιωξαν. Πήγαν σε μιά πουστομπουάτ της Πλάκας, αφήνοντας πίσω δύο απ' αυτές γιά νά μέ βρούν νά με οδηγήσουν εκεί. Έτσι, αναγκάστηκα νά πάω καί στήν Πλάκα. Τούς μίλησα επί μιά ώρα. Τούς συνέστησα ν' αφήσουν τούς βεντετισμούς στην άκρη, αρκετό κακό είχαν κάνει μέ την εκδήλωση. Νά κάτσουν πιά φρόνιμα καί νά επιτρέψουν στό κίνημα νά... ανδρωθεί ανεξάρτητα κι αυτόνομα, γιά νά μπορέσει νά τίς βοηθήσει μέ περισσότερο κύρος καί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Όλες έμοιαζαν νά συμφωνούν - εκτός βέβαια απ' τόν «Μπέττυ», πού έβλεπε νά κλείνεται ο δρόμος του πρός τη δόξα. Ωστόσο, τί νά 'κανε. Μέ τήν παρέμβασή μου, απάλυνα τήν οξύτητα, για την ώρα μπορούσε νά κοιμάται ήσυχoς - ώσπου νά ξαναξυπνούσε μέσα του τό θεριό.
Μετά από δέκα μέρες νέο τηλεφώνημα. «Μπορώ νά δημοσιεύσω στο Αντί τό κείμενο πού μού εδωσες;» - «Όχι βέβαια!» - «Μά θά βάλω τό δικό μου όνομα!» - «Πώς θά βάλεις τό δικό σου όνομα - έτσι κι αλλιώς θά καταλάβουν όλοι απ' τό ύφος ότι είναι δικό μου». Δέν απογοητεύτηκε μόνο. Μου φάνηκε και σά νά θύμωσε, αλλά δέν είπε βέβαια τίποτα.
Έτσι είχαν τά πράματα, κι αυτές ήταν οι σχέσεις μου μέ τούς τραβεστί, όταν ξαφνικά κυκλοφόρησε τό βιβλίο Μπέττυ [σημ. σχολιαστή: βλέπε Kαταχώρηση Νο. 82]. Ήταν σά νά με χτυπούσε κεραυνός. Μά τί μπορούσα νά κάνω; Μήνυση επί συκοφαντία; Θά κουβαλούσε μάρτυρες ότι μέ είχαν δεί ντυμένο γυναίκα. Καί πώς θά κατέφευγα εγώ στά δικαστήρια ζητώντας να κατασχεθεί ένα «βιβλίο», εγώ πού είχα πάει τόσες φορές μάρτυρας υπεράσπισης συγγραφέων πού εδιώκοντο βάσει τού νόμου περί ασέμνων; Υπέφερα, αλλά σώπασα. Πολλοί άρχισαν νά με κοιτάζουν διαφορετικά, νά μού φέρονται μέ οικειότητα πού δέ θ' αποτολμούσαν παλιότερα. Οι εχθροί θριαμβολόγησαν οί εχθροί, δηλαδή η Ακαδημία, τό κατεστημένο, οι ανταγωνιστές. Οι προσκλήσεις μειώθηκαν. Τό περιοδικό Διαβάζω, πού εγινε γνωστό χάρη στή συνέντευξη πού τούς είχα δώσει στό 20 τεύχος, δημοσίευσε στόν κατάλόγο τών μπέστ-σέλλερς τό Μπέττυ, πρώτα κάτω, κι ύστερα πάνω απ' τή Γιαγιά μου τήν Αθήνα. Ό εισαγγελέας άσκησε στόν εκδότη καί τό συγγραφέα δίωξη - ο Κοτζιάς ανέλαβε τήν υπεράσπισή τους. Πολλές πίκρες, πολύ φαρμάκι. Ο Ζακόπουλος, γραμματέας της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, απέρριψε τήν αίτησή μου νά γίνω μέλος μέ τό αιτιολογικό ότι δεν θέλουν στήν εταιρεία ανήθικα άτομα – δεχόντουσαν όμως τά ποσοστά τών εισπράξεων απ' τίς μεταφράσεις μου.
Φτάνουμε αισίως στά τέλη τού '80. Έχω αρχίσει νά βλέπω τό πράγμα μέ χιούμορ, σχεδόν μ' ευγνωμοσύνη. Η δυσάρεστη αυτή ιστορία μού υπενθύμιζε τό καθήκον μου νά γεφυρώσω τό χάσμα ανάμεσα στόν άνθρωπο καί τό συγγραφέα, πού είχε πλατύνει καί βαθύνει επικίνδυνα – μιά αβυσσος στήν όποία κινδύνευα από μέρα σέ μέρα νά καταποντιστώ. Συγχρόνως άλλωστε συνέβησαν δυό επειδόσια, πού μ' εκαναν νά αισθανθώ ότι είχα φτάσει στό απόγαιο μιας περίεργης δόξας - είχα τελειοποιήσει κάτι, από κεί κι ύστερα, όσο τό πάλευα τόσο θά χαλούσε. Κι όχι μόνο τό είχα τελειοποιήσει, τό 'χα αναποδογυρίσει, τό 'χα ξεπεράσει, αλλ' έκανα καί μιά επίδειξη, εμφανή βέβαια στά μάτια ενός μόνον ανθρώπου, αλλά κι αυτό έφτανε, της ικανότητας νά μετέχω τέλεια καί μέ τή μέγιστη δυνατή επιτυχία σέ δυό εκ διαμέτρου διαφορετικές πραγματικότητες, συναιρώντας τες όπως αμοιβαία τούς αξιζε.
...
[Σημ: To κείμενο είναι προϊόν σκαναρίσματος και διατηρεί τον τονισμό του πρωτοτύπου.]
~~~~~~~~~~~~
Στον Κώστα Ταχτσή “απαντάει” o Λουκάς Θεοδωρακόπουλος μέσω ενός “σχολίου” του, που δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός τον Μάιο του 1991. Tην “απάντηση” του Λουκά Θεοδωρακόπουλου μπορείτε να διαβάσετε στο 6o σχόλιο της Kαταχώρησης Νο. 28 (Το φοβερό βήμα)
Great post!
This is why i visit this blog so much!
pretty cool stuff here thank you!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου