Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2007

No 482

Image Hosted by ImageShack.us

Τα αισθήματά της για μένα ήταν στο πιο πρώιμο, το πιο τρυφερό και ευαίσθητο στάδιο, και το να αναγκαστεί να τα καταπιέσει τόσες ώρες παρακολουθώντας ανήμπορη τον Μωρίς να ασκεί όλα του τα συνηθισμένα δικαιώματα πάνω μου – να μου πιάνει το χέρι, να με φιλάει και τα λοιπά – θα πρέπει να ήταν τρομερό για εκείνη. Όταν, λίγο αργότερα, είπαμε αντίο, κοντά στο Άλμπερτ Μεμόριαλ, κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας την Κουίνσγκεϊτ χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Θυμάμαι πως ήθελα να τρέξω ξοπίσω της και θυμάμαι το χέρι του Μωρίς στο μπράτσο μου, να με κρατάει. Ίσως τότε πια να είχε συνειδητοποιήσει πως είχε εμπλακεί σε μια μάχη ισχύος, μολονότι σίγουρα δεν τη θεωρούσε και πολύ σοβαρή. Προφανώς, ήταν βέβαιος πως οι πιθανότητες ήταν με το μέρος του. Θα διαισθανόταν πως η νίκη ήταν δική του – ή μάλλον πίστευε πως του ανήκε δικαιωματικά.
Ε λοιπόν, δυστυχώς, ο Μωρίς έκανε λάθος.

Τζόναθαν Κόου: Σαν τη βροχή πριν πέσει
(Πόλις)

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

H παρουσίαση του βιβλίου είναι από το site της Πρωτοπορίας (www.protoporia.gr) και το σύντομο βιογραφικό από το greekbooks.gr

Ο Τζόναθαν Κόου, στο βιβλίο του αυτό, εστιάζει τη ματιά του στις ανθρώπινες σχέσεις, γράφοντας ένα δυνατό, συγκινητικό, υποβλητικό και μελαγχολικό μυθιστόρημα που κυριαρχείται από γυναικείες φωνές και αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο την πορεία μιας οικογένειας κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Μια ηλικιωμένη κυρία αποφασίζει, πριν πεθάνει, να καταγράψει σε μαγνητόφωνο, όχι μόνο τη δική της ιστορία, αλλά και την ιστορία ενός τυφλού κοριτσιού που εμφανίστηκε ξαφνικά στο πάρτι των πεντηκοστών της γενεθλίων πριν από πολλά πολλά χρόνια. Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια είκοσι ξεθωριασμένες φωτογραφίες που δεν απεικονίζουν κάτι το ιδιαίτερο: ένα τροχόσπιτο, ένα πικνίκ, ένα σπίτι στα προάστια Πόσες, όμως, απογοητεύσεις και ματαιώσεις μπορεί να κρύβει ένα αποτυπωμένο χαμόγελο ή ένα εορταστικό ενσταντανέ; Προχωρώντας από φωτογραφία σε φωτογραφία, αποκαλύπτεται μια οικογενειακή ζωή γεμάτη μυστήριο. Είναι η ιστορία τριών γενεών, σημαδεμένων από παιδικά χρόνια δίχως αγάπη, εγκλωβισμένων στην ίδια τραγική μοίρα, καθώς το φορτίο του πόνου μεταφέρεται αδιάλειπτα από μητέρα σε κόρη.

*
«Ο Κόου έγραψε μια πολύ συγκινητική ιστορία για τη σχέση μητέρας-κόρης, για το φορτίο του πόνου που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, και για το βαθύ και μόνιμο αίσθημα μοναξιάς. [ ] Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι δυνατό και μελαγχολικό, σαν ένα μικρό, θλιμμένο τραγούδι». - The Guardian
*
«Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι ένα έργο ωριμότητας». - The Daily Telegraph
*
«Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι ένα αριστοτεχνικά δομημένο, έντονα συγκινητικό μυθιστόρημα αξιώσεων». - Scotland on Sunday
*
«Το Σαν τη βροχή πριν πέσει είναι ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα, γεμάτο σπαρακτικά ιντερμέδια». - The Sunday Times
~~~~~~~~~~~~

Ο Τζόναθαν Κόου γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας το 1961. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γουόρικ. Είναι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας The Guardian. Έγραψε επίσης τα μυθιστορήματα: The Accidental Woman, A Touch of love, The Dwarves of Death, Το σπίτι του ύπνου και H λέσχη των τιποτένιων. Το "Τι ωραίο πλιάτσικο!" έχει τιμηθεί με το βραβείο John Llewellyn Rhys Prize και στη Γαλλία με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος.

Ανώνυμος είπε...

Aπό την Ελευθεροτυπία, 06/10/2007

Τζόναθαν Κόου: Δύο από τις καλύτερες μανάδες που γνωρίζω είναι λεσβίες

του Βασίλη Ρούβαλη

Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που χρησιμοποιεί ο Τζόναθαν Κόου στο νέο του μυθιστόρημα «Σαν τη βροχή πριν πέσει» (εκδόσεις Πόλις) είναι τελείως διαφορετικοί από εκείνους που οι φανατικοί αναγνώστες του διέκριναν στα προηγούμενα βιβλία του: η καυστική σάτιρα που επιφύλασσε στον θατσερισμό και την εποχή Μπλερ μπαίνουν στο περιθώριο.

Ο συναισθηματικός κόσμος των γυναικών, οι αναζητήσεις τους -στο πλαίσιο μιας οικογένειας κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα- γίνονται το σημείο εστίασης για τον 46χρονο συγγραφέα. Η Ρόζαμοντ, μια ηλικιωμένη λεσβία με μεγάλα αποθέματα μητρικής αγάπης, διηγείται σε μαγνητόφωνο την τραγική ιστορία μανάδων που απορρίπτουν ή κακοποιούν τα παιδιά τους.

- Οι ηρωίδες σας είναι ολοζώντανες. Αυτό προϋποθέτει τη δική σας προσπάθεια να γράψετε έχοντας κατά νου τον γυναικείο ψυχισμό. Πόσο λοιπόν σας δυσκόλεψαν οι γυναίκες;...

«Ζω σ' ένα σπίτι περικυκλωμένος από μια σύζυγο και δύο κόρες. Αρα, όντως, οι γυναίκες με δυσκολεύουν πολύ! Ο αέρας που αναπνέω στην προσωπική μου ζωή είναι θηλυκού γένους, οπότε θα ήταν απορίας άξιο και απογοητευτικό εάν δεν είχα πλήρη εικόνα του γυναικείου ψυχισμού. Που, οπωσδήποτε, δεν νομίζω ότι διαφέρει από τον ανδρικό, όσο κι αν οι άνθρωποι ζητούν κάτι τέτοιο. Γενικά, προτιμώ τη γυναικεία συντροφιά διότι συζητούν για πράγματα που μ' ενδιαφέρουν (φιλία, σχέσεις, οικογένεια, έρωτας) παρά για πράγματα που βαριέμαι (ποδοσφαιρικά και κομπιούτερ, κυρίως). Δεν εννοώ ότι είμαι κανενός είδους φεμινιστής, είναι μόνον μια δήλωση προτιμήσεών μου».

- Θα ήθελα να εστιάσουμε στο ζήτημα της κακοποίησης παιδιών. Είναι φαινόμενο σε έξαρση στις δυτικές κοινωνίες...

«Πολύ αμφιβάλλω εάν πρόκειται για φαινόμενο σε έξαρση. Βεβαίως, δημοσιοποιείται περισσότερο και προκαλεί απορίες με τις προεκτάσεις του. Τι άλλο μπορείς να πεις, πέρα από το να το αποδοκιμάσεις ως μια από τις χειρότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης; Το θέμα είναι ότι εάν κάποιος νιώθει λίγο ή πολύ δυνατός στη ζωή του, θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει όση δύναμη διαθέτει πάνω σε οποιονδήποτε κρίνει πιο αδύναμο από αυτόν. Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι αποκτούν βασίλειο ή γίνονται δικτάτορες μέσα στην οικογένεια, στα παιδιά τους που είναι έρμαιά τους. Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου τίποτε πιο συγκλονιστικό από αυτή την κατάσταση - παγιδευμένοι άνθρωποι στα όρια τέτοιων οικογενειών, σ' ένα ιδιωτικό κατεστημένο που κανένας από τον έξω κόσμο δεν έχει ιδέα τι γίνεται εκεί μέσα».

- Μου κάνει εντύπωση η λεσβία ηρωίδα σας, η οποία εκφράζει τα μητρικά της ένστικτα, προσφέρει αγάπη με τον πιο τρυφερό τρόπο.

«Το μητρικό ένστικτο δεν περιορίζεται μόνο σε ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Δύο από τις καλύτερες μανάδες που γνωρίζω είναι λεσβίες. Ελπίζω να γίνεται σαφές ότι η Ρόζαμοντ, σε αντίθεση με την Μπέατριξ, έχει μια τρομακτική ικανότητα να αγαπάει, τόσο στις σχέσεις της με ενήλικες όσο και με παιδιά. Το γεγονός ότι η σεξουαλική της ταυτότητα δυσκολεύει συνεχώς αυτή την ικανότητα αποτελεί τη δική της πραγματική τραγωδία. Το μυθιστόρημά μου δεν είναι, όπως κάποιοι υπαινίσσονται, ένα βίβλιο "γύρω από" την ομοφυλοφιλία -όχι περισσότερο απ' ό,τι είναι το "Ρωμαίος και Ιουλιέτα" γύρω από την ετεροφυλοφιλία. Ομως, ήθελα να δείξω με τον πιο διαυγή τρόπο ότι η ικανότητα του ανθρώπου να έχει αισθήματα και σοβαρή υπόσταση ως ύπαρξη δεν σχετίζεται καθόλου με τις σεξουαλικές του επιλογές».

- Οι εξοικειωμένοι αναγνώστες θεωρούν τη γραφή σας απλή όσο και πνευματώδη. Σ' αυτό το βιβλίο διεισδύετε -με ξεχωριστό τρόπο- σ' ένα τόσο δύσκολο θέμα...

«Δεν θέλω να περιορίζομαι σ' ένα συγκεκριμένο στιλ γραφής. Πάντοτε υπάρχουν σοβαρά ή μελαγχολικά στοιχεία σε κάθε βιβλίο μου, ακόμη και στα πιο χιουμοριστικά. Αυτή τη φορά όμως αποφάσισα να τα φέρω στο προσκήνιο. Για να χρησιμοποιήσω ένα ικανοποιητικό παράδειγμα, κανένας δεν θεωρεί παράξενο το γεγονός ότι ο Σέξπιρ έγραψε τόσο την "Κωμωδία των παρεξηγήσεων" όσο και τον "Βασιλιά Λιρ". 'Η, για να κάνω μια πιο σύγχρονη σύγκριση, κάθε τόσο ο Γούντι Αλεν αποφασίζει να γυρίσει ένα δράμα ανάμεσα στις συνήθεις κωμικές ταινίες του. Νομίζω ότι έρχεται η στιγμή που οφείλεις να κόψεις τα αστεία και να γίνεις πιο σοβαρός».

- Μήπως σκέφτεστε να προχωρήσετε σε επόμενα μυθιστορήματα χωρίς τον γνώριμο εύθυμο χαρακτήρα των προηγουμένων;

«Οχι. Απλώς η ευθυμία δεν ταίριαζε στη συγκεκριμένη ιστορία. Γράφω για μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, απομονωμένη στο σπίτι της, που ηχογραφεί τη φωνή της σ' ένα μαγνητόφωνο περιγράφοντας δραματικά γεγονότα τα οποία κατέστρεψαν τις ζωές διαφορετικών ανθρώπων. Δεν μου φαινόταν ότι "χωρούσε" το χιούμορ σ' όλα αυτά. Ωστόσο δεν έχω χάσει αυτή την αίσθηση, παρά μόνον προσωρινά...».

- Το βιβλίο δεν έχει πολιτικά σχόλια, αλλά επικεντρώνεται στην ατομική και τη συλλογική πραγματικότητα. Ηταν μια προμελετημένη προσπάθεια διαφορετικού σχολιασμού αυτού του δίπολου;

«Τα τρία από τα τέσσερα τελευταία βιβλία μου περιέχουν άφθονη πολιτική: τα έχω σχεδιάσει πάνω σε μια μεγάλη, πανοραμική κλίμακα. Δεν θεωρώ αυτό το βιβλίο εντελώς διαφοροποιημένο, απλώς λίγο μικρότερο και πιο υπαινικτικό. Τέλος πάντων, όσοι το θελήσουν θα βρουν πολιτικές αναφορές μέσα στο βιβλίο. Εξάλλου, τι άλλο θα μπορούσε να είναι πολιτικό θέμα αν όχι η δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσεται μέσα σε μια οικογένεια; Είτε η άσκηση τυραννίας από έναν γονιό στο αδύναμο παιδί; Η ιστορία που περιγράφω περιέχει αδικίες πολιτικής υφής όσο τίποτε άλλο».

- Πώς βλέπετε τη μετά Μπλερ εποχή στη Βρετανία; Ολοι περιμένουμε την επόμενη ημέρα από τον Γκόρντον Μπράουν...

«Ο νέος πρωθυπουργός είναι δημοφιλής προς το παρόν: τόσο δημοφιλής στις δημοσκοπήσεις ώστε να φαίνεται πως σύντομα θα πάει για εκλογές και πιθανόν να τις κερδίσει. Νομίζω ότι οι Βρετανοί χαλαρώνουν αφότου απαλλάχθηκαν από τον Μπλερ, με την ξεσηκωτική μεσσιανική του ρητορική και την αμετακίνητη αυτοπεποίθησή του που τον οδήγησε σε μερικές πολύ κακές αποφάσεις (όπως η εισβολή στο Ιράκ). Επίσης, τα δύο αντίπαλα κόμματα, οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, βρίσκονται σε πλήρη απαξίωση: οι μεν δεν έχουν ιδέα για το ποια πολιτική να ακολουθήσουν, οι δε έχουν καλή πολιτική αντίληψη αλλά με έναν απολύτως μη χαρισματικό αρχηγό...».

- Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την αγγλική του έκδοση, κάτι που πριν από μερικά χρόνια θα θεωρούνταν αδιανόητο. Νιώθετε ότι η σχέση συγγραφέα-αναγνώστη εξελίσσεται διαφορετικά τώρα πια; Δεν είναι εύκολο να σκέφτεσαι, να προσέχεις τους αναγνώστες σου απ' οπουδήποτε στον κόσμο κι αν προέρχονται...

«Φυσικά και προσέχω τους αναγνώστες μου απ' όλο τον κόσμο -και ειδικά τους Ελληνες, οι οποίοι έχουν ανταποκριθεί στα βιβλία μου με τόση θέρμη. Αυτό σημαίνει πολλά για μένα αλλά, ταυτόχρονα, δεν σκέφτομαι κανέναν όταν γράφω. Στην πραγματικότητα, δεν μου αρέσει η ιδέα του συγγραφέα τόσο "κοντά" στο κοινό του. Η τυπωμένη σελίδα επιβάλλει μια συγκεκριμένη απόσταση μεταξύ τους κι αυτό είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί».

- Αυτό όμως δεν συμβαίνει συχνά πια: όλο και περισσότεροι συγγραφείς συνομιλούν με τους αναγνώστες τους στα ιστολόγια...

«Γνωρίζω συγγραφείς που μπλογκάρουν καθημερινά, ζητούν σχόλια στις ιστοσελίδες τους κ.λπ. Αλλά δεν θεωρώ υγιή αυτόν τον οικείο διάλογο. Σ' αυτή την περίπτωση, το μυθιστόρημα γίνεται ενδιάμεσο της σχέσης μεταξύ συγγραφέα-αναγνώστη, η συγγραφική πράξη σμικρύνεται, γίνεται ακόμη πιο ασήμαντη. Και κάπως απρόθυμα, συμφωνώ για συνεντεύξεις και δημόσιες εμφανίσεις, για λόγους προβολής. Θα προτιμούσα να δώσω έμφαση στο ότι τα μοναδικά, αληθινά κι αξιομνημόνευτα μηνύματα προς τους αναγνώστες μου υπάρχουν μέσα στα μυθιστορήματά μου, πουθενά αλλού».

Ανώνυμος είπε...

Από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 23/9/2007

Ανεπούλωτα τραύματα

της Σταυρούλας Παπασπύρου (spapa@enet.gr)

«Αν τ' όνομά του δεν ήταν τυπωμένο στο εξώφυλλο, δεν θα μάντευες ποτέ πως το "Σαν τη βροχή πριν πέσει" είναι του Τζόναθαν Κόου», έγραφε τις προάλλες η «Γκάρντιαν» για το καινούριο μυθιστόρημα του δημοφιλούς και στη χώρα μας συγγραφέα, που ταυτόχρονα σχεδόν με τη βρετανική του έκδοση θα κυκλοφορήσει κι εδώ σε μετάφραση Αθηνάς Ζαχαριάδου (εκδ. «Πόλις»).

Πράγματι, τίποτε στις σελίδες της «Βροχής...» δεν θυμίζει τον φοβερό οίστρο του «Τι ωραίο πλιάτσικο» (1994), όπου ο Κόου διακωμωδούσε αλύπητα την απληστία των ισχυρών κατά τη θατσερική δεκαετία του '80, αποκαλύπτοντας τους μηχανισμούς με τους οποίους αλώθηκαν από το Εθνικό Σύστημα Υγείας ώς τα μέσα ενημέρωσης όπως κι εκείνους που οδήγησαν στη νόσο των τρελών αγελάδων. Κι ενώ ο συνδυασμός του χιούμορ με τον πολιτικό προβληματισμό επιβίωνε στη «Λέσχη των τιποτένιων» και στον «Κλειστό κύκλο», αυτή τη φορά απουσιάζει εντελώς.

Και λοιπόν; Ποιος είπε ότι οι συγγραφείς πρέπει να αιχμαλωτίζονται στα κεκτημένα τους ή να επιδίδονται σώνει και καλά σε... μονοκαλλιέργειες για να μην απογοητεύσουν το πιστό κοινό τους; «Το μυθιστόρημα που δουλεύω τώρα είναι τοποθετημένο στα χρόνια του '50, κι είναι μάλλον "εσωτερικό", δεν διαπραγματεύεται πολιτικά θέματα», δήλωνε ο Κόου στο «7» το φθινόπωρο του 2005, σ' ένα σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα. Κι όπως αναρωτιόταν στους «Τάιμς» πρόσφατα, «πώς να κάνεις χιούμορ με την τρομοκρατία ή την υπερθέμανση του πλανήτη; Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να επιστρέφει στον τόνο του "Πλιάτσικου..." Τα θέματα που διαπραγματευόμουν τότε, μου φαίνονται μάλλον ασήμαντα σε σύγκριση μ' αυτά που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος».

Το «Σαν τη βροχή πριν πέσει» έχει την ίδια πάνω κάτω έκταση με την νουβέλα του Ιαν Μακ Γιούαν «Στην ακτή», κι ο βασικός του κορμός στηρίζεται στους μαγνητοφωνημένους μονολόγους μιας ηλικιωμένης λεσβίας λίγο πριν αυτοκτονήσει, τους οποίους και μαγνητοφωνεί. Σε καθέναν από αυτούς, η ηρωίδα του Κόου, Ρόζαμουντ, επιχειρεί να ζωντανέψει με λόγια κι από μια φωτογραφία, κι όλοι τους έχουν γι' αποδέκτη ένα τυφλό κορίτσι, την Ιμοτζεν.

Τα ίχνη της τελευταίας έχουν χαθεί εδώ και δεκαετίες -τώρα θα έχει τριανταρίσει- αλλά στο μυαλό της Ρόζαμουντ παραμένει ένα μικρό παιδί με χρυσαφιά μαλλιά και βαθυγάλανα μάτια που, ενώ δεν βλέπουν, λάμπουν τόσο έντονα λες και κρύβουν ανεξάντλητα αποθέματα λύπης και σοφίας... Ισως η Ιμοτζεν να μην εντοπιστεί ποτέ, ίσως οι κασέτες της μακρινής της θείας να μην φτάσουν ποτέ στα χέρια της. Η ιστορία της όμως -το πώς ήρθε στον κόσμο, το πώς απομακρύνθηκε βίαια από την αληθινή της μητέρα, το πώς έφτασε να τυφλωθεί- πρέπει επιτέλους να ειπωθεί.


Ο πόλεμος σε είκοσι εικόνες

Η πρώτη από τις είκοσι συνολικά φωτογραφίες που περιγράφει η μελλοθάνατη γυναίκα είναι τραβηγμένη τον χειμώνα του '38 κι απεικονίζει ένα σπίτι στα προάστια του Μπέρμιγχαμ. Είναι το πατρικό της εξάχρονης τότε αφηγήτριας που, όπως χιλιάδες παιδιά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειάστηκε προσωρινά να το εγκαταλείψει για να καταφύγει σε συγγενείς στην επαρχία και να γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς. Στη δεύτερη φωτογραφία, ο φακός έχει απαθανατίσει ένα πικνίκ στη μαγευτική περιοχή του Σρόπσερ, με τη μικρή Ρόζαμουντ πλάι στην ξαδέλφη της Μπέατριξ, στο πρόσωπο της οποίας θα βρει για ένα μεγάλο διάστημα μια αδελφή ψυχή. Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε πως η Μπέατριξ είναι η γιαγιά της Ιμοτζεν.

Και καθώς η μια φωτογραφία δίνει τη θέση της στην επόμενη, βλέπουμε να ξεδιπλώνεται σιγά σιγά το γεμάτο μυστικά χρονικό μιας οικογένειας, όπου τα λάθη που διαπράττει η μια γενιά μεταφέρονται στην άλλη, κι όπου -αλίμονο- το κρίμα πέφτει στη μεριά των γυναικών.

Μπαίνοντας με εκπληκτική άνεση στο πετσί της ηρωίδας του και τυλίγοντας το γραπτό του μ' ένα πέπλο μελαγχολίας, ο Τζόναθαν Κόου μιλάει για τ' ανεπούλωτα τραύματα της παιδικής ηλικίας που σημαδεύουν και την ενήλικη ζωή, για το πώς δένονται και πώς διαλύονται φιλίες που έμοιαζαν κάποτε αιώνιες, για την ιδιοτέλεια που κρύβεται ενίοτε πίσω από την προσφορά της αγάπης, για το πώς διαπραγματεύεται κανείς το βάρος της απώλειας αλλά και της ενοχής.

Δεν αποκλείεται κάποιοι να βαρεθούν με την ιστορία του. Σίγουρα, όμως, θα υπάρξουν κι άλλοι που θα συγκινηθούν και θα την απολαύσουν. Λίγο πριν βρέξει, με τα σύννεφα ποτισμένα στην υγρασία και την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, άλλοι ανυπομονούν να ξεσπάσει η καταιγίδα κι άλλοι απολαμβάνουν τη στιγμή. Στο καινούριο μυθιστόρημα του Κόου, πάντως, οι αστραπές και οι προσδοκίες, έστω και ανεκπλήρωτες, πάνε μαζί.

Ανώνυμος είπε...

Aπό Το ΒΗΜΑ, 07/10/2007

Μητέρες και κόρες

Σχέσεις μεταξύ γυναικών από τον συγγραφέα που αγαπήθηκε για την πολιτική σάτιρά του


Γράφει η Λώρη Κέζα

Αν το μυθιστόρημα Σαν τη βροχή πριν πέσει κυκλοφορούσε χωρίς όνομα συγγραφέα στο εξώφυλλο, δύσκολα θα λέγαμε ότι είναι του Τζόναθαν Κόου. Θυμίζει περισσότερο τον Ιαν Μακ Γιούαν της Εξιλέωσης ή τον Τζον Μπάνβιλ της Θάλασσας. Σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει βιβλία όπως Το σπίτι του ύπνου ή το Τι ωραίο πλιάτσικο. Ο Τζόναθαν Κόου αφήνει κατά μέρος το καυστικό ύφος για το οποίο τον αγαπήσαμε, εγκαταλείπει την πολιτική σάτιρα που τον ανέδειξε και φτιάχνει ένα εσωστρεφές, τρυφερό ανάγνωσμα όπου μέσα από τρεις διαφορετικές περιπτώσεις διερευνά τη σχέση μάνας και κόρης. Αυτό που θέλει να αποδείξει ο συγγραφέας είναι ότι η μητρική αγάπη δεν είναι δεδομένη: λόγω συνθηκών ή λόγω χαρακτήρα μια γυναίκα μπορεί να απομακρύνει το παιδί της, με διάφορους τρόπους. Μπορεί να φέρεται ψυχρά, μπορεί να το εγκαταλείψει για έναν εραστή, μπορεί να το τραυματίσει ψυχικά και σωματικά. Αναφέρεται σε ένα σημείο «όπου το μητρικό της συναίσθημα δεν μπορούσε πια να επιβιώσει, αλλά απλώς να μαραθεί και να πεθάνει». Ο Κόου διερευνά επίσης τα ανεκπλήρωτα αισθήματα μητρότητας, τις ανατροπές που φέρνει ένα παιδί στη σχέση ομοφυλόφιλων γυναικών.

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου προκύπτει όταν απομαγνητοφωνούνται τέσσερις ενενηντάρες κασέτες. Αφηγήτρια μια 73χρονη γυναίκα, λίγο προτού πεθάνει. Η Ρόζαμοντ μιλάει για οικογενειακά μυστικά και απευθύνεται στην εγγονή της εξαδέλφης της, την Ιμοτζεν, την οποία έχει δει ελάχιστες φορές. Καθώς το κορίτσι είναι τυφλό, επιλέγει έναν μάλλον παράδοξο τρόπο για να ξετυλίξει το νήμα. Της περιγράφει είκοσι φωτογραφίες, τραβηγμένες η πρώτη το 1938 - όταν η αφηγήτρια ήταν έξι ετών - και η τελευταία στα πεντηκοστά της γενέθλια. Για πρώτη φορά σε βιβλίο του Τζόναθαν Κόου οι ιστορικές συγκυρίες αποτελούν το φόντο των εξελίξεων: ούτε ένα όνομα δημοσίου προσώπου, ούτε ένα γεγονός από την ειδησεογραφία της εποχής. Μόνο οι επιπτώσεις αυτών παρουσιάζονται, με έμμεσο τρόπο. Η πρώτη φωτογραφία απεικονίζει το πατρικό της αφηγήτριας σε προάστιο του Μπέρμιγχαμ. Η φωτογραφία της θυμίζει την απομάκρυνση των παιδιών από τις πόλεις στον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ίδια είχε την τύχη να φιλοξενηθεί από συγγενικά πρόσωπα και όχι από αγνώστους. Η θεία της όμως ασχολείται μόνο με τους γιους και τους σκύλους και παραμελεί εντελώς την κόρη της. Αυτό που θα αποδειχθεί μέσα από την εξέλιξη της υπόθεσης είναι ότι όσοι δεν παίρνουν αγάπη δεν μπορούν ούτε να δώσουν.

Ο Τζόναθαν Κόου βρίσκει έναν πειστικό τρόπο για να εμφανίσει τις κασέτες στο βιβλίο. Η Ρόζαμοντ τις ηχογραφεί τις τελευταίες μέρες της ζωής της και τις αφήνει στη φροντίδα της ανιψιάς της Τζιλ, την οποία ορίζει και κληρονόμο του ενός τρίτου της περιουσίας της. Στην ίδια διαθήκη ορίζεται δικαιούχος και η τυφλή Ιμοτζεν, της οποίας τα ίχνη έχουν χαθεί από δεκαετίες, καθώς τη μεγάλωσε θετή οικογένεια για λόγους που θα μάθουμε στο τέλος της αφήγησης. Ετσι η Τζιλ θα ακούσει την ιστορία, παρέα με τις δύο κόρες της, και θα ξεκινήσει, χωρίς μεγάλο άγχος, την αναζήτηση της μακρινής συγγενούς. Ολες τους αγνοούν τα περιστατικά που προφύλαξε για μια ζωή η Ρόζαμοντ. Το ερώτημα είναι γιατί επιδιώκει να τα αποκαλύψει στο τέλος της ζωής της. Παρ' ότι όλα αυτά που λέει είναι αληθινά, είναι καταστάσεις που πληγώνουν εκ των υστέρων, άνευ λόγου. Γιατί λοιπόν έπρεπε να ειπωθούν όλα αυτά; Η αφηγήτρια, η οποία μοιράστηκε τη ζωή της με γυναίκες, θα ήθελε να έχει μεγαλώσει ένα παιδί και πιστεύει ότι αν είχε αναλάβει δράση θα είχε σώσει ορισμένες καταστάσεις. Ωστόσο ούτε αυτό ούτε κάποιος άλλος λόγος δικαιολογούν την εξομολογητική της διάθεση για γεγονότα που έγιναν στις παρυφές της δικής της ζωής.

Οι ασαφείς λόγοι που οδηγούν τη Ρόζαμοντ στην αφήγηση της ιστορίας είναι ίσως το μοναδικό μειονέκτημα του βιβλίου. Συγχωρείται όμως λόγω της πρωτότυπης δομής: ένα κεφάλαιο για καθεμία από τις είκοσι φωτογραφίες, τα οποία λειτουργούν απελευθερωτικά στη μνήμη. Οι εικόνες που αναδύονται είναι πολλαπλάσιες της εικόνας που αποτυπώνεται στο κάδρο. Ο Κόου χειρίζεται έξοχα το ζήτημα του χρόνου που παγώνει στην εικόνα. Επίσης παρουσιάζει με δεξιοτεχνία τον χώρο που υπάρχει έξω από αυτόν τον οποίο συγκρατεί ο φακός. Επιπλέον έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τα αισθήματα της μητρότητας. Οι περιπτώσεις που διαλέγει δεν είναι καν διφορούμενες. Ακόμη και στην περίπτωση της Τζιλ, που έχει καλή σχέση με τις κόρες της, καταγράφεται η αγωνία ότι όσο μεγαλώνει το παιδί τόσο γίνεται ένας άγνωστος ενήλικος. Ο Τζόναθαν Κόου, αν μη τι άλλο, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μανιέρα - πλέον.

Ανώνυμος είπε...

Από το site του Lifo Free Press (lifo.gr)
Oκτ. 2007

Σαν γάλα πικρό

Ξεφεύγοντας από την καυστική κριτική της σύγχρονης Βρετανίας, ο «νέος» Κόου διεισδύει στη γυναικεία ψυχή συνθέτοντας μια μελαγχολική οικογενειακή σάγκα.


Από τον Γιώργο Καρουζάκη

Δεν υπάρχει ίχνος δημοκρατίας στην εξουσία των γονιών. Τι απέγινε ο συγγραφέας των βιβλίων Τι Ωραίο Πλιάτσικo, Η Λέσχη των Τιποτένιων και Κλειστός Κύκλος; Πού είναι ο αυθάδης και καυστικός Βρετανός που έπαιζε στα δάχτυλα τη νεότερη ιστορία της χώρας του, τις κοινωνικές και φυλετικές ανακατατάξεις και τις συνέπειες της πολιτικής Θάτσερ και Μπλερ στον κοινωνικό ιστό της Μεγάλης Βρετανίας; Όσοι από τους φανατικούς αναγνώστες του βρεθούν με το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημά του (Σαν τη βροχή πριν πέσει) στα χέρια τους, ίσως νιώσουν την ανάγκη να επιβεβαιώσουν ότι συγγραφέας του είναι όντως ο Τζόναθαν Κόου και όχι κάποιος άλλος.

Ο Βρετανός συγγραφέας στο τελευταίο του μυθιστόρημα χαμηλώνει απρόσμενα τους τόνους, επιχειρεί να απομακρυνθεί από την εξωστρέφεια της πολιτικής και της κοινωνικής πραγματικότητας, από τις θορυβώδεις ανθρώπινες σχέσεις και ενδεχομένως από το κυνήγι της αλήθειας, που όσο την πλησιάζεις ή προσπαθείς να την κατονομάσεις στις μέρες μας διαθλάται και χάνει κάθε νόημα.

Όλα ξεκινούν με το θάνατο της Ρόζαμοντ, μιας ηλικιωμένης, μοναχικής γυναίκας. Πριν πεθάνει αποφασίζει να μαγνητοφωνήσει σε παλιομοδίτικες κασέτες την ιστορία της ζωής της, η οποία, όμως, συμπλέκεται με την τραγική ιστορία της Ίμοτζεν, ενός τυφλού κοριτσιού που εμφανίστηκε απρόσμενα στη ζωή της και εξαφανίστηκε για πάντα. Οι κασέτες με τις αφηγήσεις της γηραιάς κυρίας θα βρεθούν στα χέρια της ανιψιάς της, της Τζιλ. Εκείνη, εκπληρώνοντας την ύστατη επιθυμία της θείας της, αναζητά την τυφλή Ίμοτζεν για να της παραδώσει το ηχογραφημένο υλικό. Και να της δώσει την ευκαιρία να μάθει το παρελθόν της οικογένειάς της, τη δυνατότητα να κατανοήσει νηφάλια πια πώς τυφλώθηκε και πώς βρέθηκε να ζει μακριά από τους ανθρώπους που την έφεραν στον κόσμο.

Καθώς η Τζιλ ακούει μαζί με τις δικές της κόρες την ηχογραφημένη διαθήκη, δεν ανακαλύπτει μόνο την ιστορία της Ίμοτζεν, αλλά εισέρχεται πρώτη φορά στον περίκλειστο κόσμο της Ρόζαμοντ, μιας ομοφυλόφιλης γυναίκας που διεκδίκησε θαρραλέα την αγάπη, την ευτυχία αλλά και τη μητρότητα στα συντηρητικά μεταπολεμικά χρόνια. Είκοσι πολυκαιρισμένες φωτογραφίες δίνουν το έναυσμα στη Ρόζαμοντ να μιλήσει με μητρική φροντίδα στην Ίμοτζεν για το μισερό βίο της γιαγιάς της και της μητέρας της, για την έλλειψη αγάπης και τον πόνο που οι δύο γυναίκες μετέφεραν σαν πικρό γάλα και τραγική μοίρα από γενιά σε γενιά.

Το εγχείρημα του Τζόναθαν Κόου να... εκθηλυνθεί καταδυόμενος στις ψυχές των γυναικών μοιάζει πετυχημένο. Με μια αυστηρή και στέρεη δομή, καθορισμένη κυρίως από τον ηχογραφημένο μονόλογο της αφηγήτριας και τη λεπτομερή περιγραφή των είκοσι φωτογραφιών του παρελθόντος, συνθέτει μια μελαγχολική οικογενειακή σάγκα.

Ο λόγος του, μεστός και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, ενισχύει την εσωτερική δύναμη αλλά και τη φύση μιας ιστορίας στοιχειωμένης από καταπιεσμένα, ματαιωμένα συναισθήματα και απογοητεύσεις. Ας μη βιαστούμε πάντως να τον κατηγορήσουμε ότι απαρνήθηκε τόσο εύκολα την πολιτική. Ο ίδιος πιστεύει, άλλωστε, ότι η οικογένεια παραμένει το ισχυρότερο και πλέον ανόθευτο είδος πολιτικής οργάνωσης. «Καθώς μεγαλώνεις διαπιστώνεις το μέγεθος της επιρροής και της εξουσίας των γονιών στα παιδιά τους» λέει, πριν καταλήξει: «Δεν υπάρχει ίχνος δημοκρατίας εκεί».

Ανώνυμος είπε...

Από ΤΑ ΝΕΑ – 5 Οκτωβρίου 2007

Η στροφή του Τζόναθαν Κόου: κατάδυση στη γυναικεία ιδιαιτερότητα

Στη φωτογραφία φαίνονται όλα


Γράφει ο Μανώλης Πιμπλής

Πολυδιαβασμένος για τα μυθιστορήματά του που ασκούν ανελέητη κριτική στη θατσερική και μπλερική Αγγλία, ο Τζόναθαν Κόου έκανε στροφή στα προσωπικά ζητήματα που ανοίγει ο φιλελευθερισμός


ΜΙΑ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΛΕΣΒΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΥΦΛΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΝΑΤΡΕΠΟΥΝ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΣΕ ΜΙΑ
ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ.
ΤΟ ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ,
ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΘΕΑΜΑΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΠΟΥ ΜΕΧΡΙ ΠΡΟΤΙΝΟΣ ΣΧΟΛΙΑΖΕ
ΚΑΥΣΤΙΚΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΘΑΤΣΕΡ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΠΛΕΡ

«Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη γεύση του φρέσκου χιονιού», λέει μια ηρωίδα του Τζόναθαν Κόου. Όμως το θέμα του νέου του βιβλίου είναι το χιόνι που έχει συσσωρευθεί με τα χρόνια και έχει γίνει πάγος στις ψυχές. Σε ένα βιβλίο- σοκ για τους φανατικούς του αναγνώστες, ο Τζόναθαν Κόου με το όγδοο αυτό μυθιστόρημά του, που λέγεται Σαν τη βροχή πριν πέσει, κάνει συγγραφική στροφή 180 μοιρών. Από το καυστικό χιούμορ και την πολιτική κριτική της περιόδου Θάτσερ στο Τι ωραίο πλιάτσικο!, από την κοινωνική τοιχογραφία της προ Θάτσερ εποχής (των Χιθ, Γουίλσον, Κάλαχαν) στη Λέσχη των Τιποτένιων και της εποχής Μπλερ στον Κλειστό Κύκλο, ο οξύς παρατηρητής της βρετανικής σχιζοφρένειας περνά σε πιο εσωτερικές και μάλλον άχρονες μάχες. Τους πιστούς του αναγνώστες θα τους απογοητεύσει ενδεχομένως η εξαφάνιση του χιούμορ και της κοφτερής πολιτικής ματιάς, όμως θα τους αποζημιώσει η γεμάτη ευαισθησία κατάδυσή του στο εσωτερικό της γυναικείας ψυχής. Γιατί το νέο του μυθιστόρημα ξεχειλίζει θηλυκότητα, αποκαλύπτει μυστικές κρύπτες, απομυθοποιεί ταμπού και κυρίως φωτίζει τις αθέατες αλληλουχίες που καταδικάζουν διαδοχικές γενιές γυναικών σε ένα αναλλοίωτα απαράλλαχτο πεπρωμένο.

Αν υπάρχει κάτι έκδηλα αμήχανο σε αυτό το βιβλίο είναι η δομή του. Το θέμα, έτσι όπως αναπτύσσεται, υποχρεώνει σε μία γραμμική πλοκή, όπου τα λίγα παρέν θετα μέρη που μεταφέρουν την πλοκή από τον ιστορικό στον παρόντα χρόνο μοιάζουν με απρόσωπες λεζάντες σε εξαίσιους πίνακες. Γιατί το βιβλίο είναι, παραδόξως, μία μεγάλη εικαστική δημιουργία, μια τοπιογραφία με ένθετες αινιγματικές φιγούρες, φτιαγμένη από λέξεις. Στο πρώτο κεφάλαιο παρακολουθούμε την κηδεία της 73χρονης Ρόζαμοντ. Η ηλικιωμένη γυναίκα βρέθηκε νεκρή στην πολυθρόνα της, μπροστά σε ένα κασετόφωνο στο οποίο έχει μαγνητοφωνήσει τη ζωή της. Η τελευταία αυτή πράξη της πριν τη βρει ο θάνατος- αργότερα θα καταλάβουμε ότι πρόκειται για αυτοκτονία- απευθύνεται σε ένα τυφλό κοριτσάκι, την Ίμοτζεν, το οποίο ζει σε ανάδοχη οικογένεια της οποίας τα ίχνη έχουν από χρόνια χαθεί.

Η Ρόζαμοντ αφηγείται τη ζωή της γιατί θέλει, ως ύστατο χρέος προς την Ίμοτζεν, να της χαρίσει τη χαμένη ταυτότητά της. Να της αφηγηθεί τις ρίζες της που πιθανότατα αγνοεί, τους τόπους στους οποίους μεγάλωσαν οι παππούδες της, να της αποκαλύψει γιατί τυφλώθηκε στα τρία της χρόνια, και γιατί υιοθετήθηκε από τρίτους. Για να μην πελαγοδρομεί στην αφήγηση, που αφορά στην ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας του Μπέρμιγχαμ, η Ρόζαμοντ επιλέγει είκοσι φωτογραφίες από τα άλμπουμ της και αφηγείται στην τυφλή Ίμοτζεν αυτά που δεν μπορεί εκείνη να δει, καθώς και το παρασκήνιο των εικόνων («στη φωτογραφία φαίνονται όλα», της λέει). Έτσι φωτογραφία τη φωτογραφία, κεφάλαιο το κεφάλαιο, η Ρόζαμοντ χτίζει μια ολόκληρη ιστορία και αποκαλύπτει απρόσμενες πτυχές, λ.χ. την ίδια της την ομοφυλοφιλία, και τον μεγάλο της έρωτα για την Ρεμπέκα (ωραία η σκηνή με τον άναυδο αρραβωνιαστικό που τις βρίσκει στο κρεβάτι), με την οποία συζούσε κάποτε και είχαν από κοινού αναθρέψει, για τρία χρόνια, τη μητέρα της τυφλής Ίμοτζεν.

Έτσι φωτογραφία τη φωτογραφία, κεφάλαιο το κεφάλαιο, η Ρόζαμοντ χτίζει μια ολόκληρη ιστορία και αποκαλύπτει απρόσμενες πτυχές, λ.χ. την ίδια της την ομοφυλοφιλία, και τον μεγάλο της έρωτα για την Ρεμπέκα (ωραία η σκηνή με τον άναυδο αρραβωνιαστικό που τις βρίσκει στο κρεβάτι), με την οποία συζούσε κάποτε και είχαν από κοινού αναθρέψει, για τρία χρόνια, τη μητέρα της τυφλής Ίμοτζεν. Σε αυτό το παζλ των σχέσεων τα ανομολόγητα πάθη δεν είναι τα ομοφυλοφιλικά. Η λεσβιακή ζωή της Ρόζαμοντ, είναι μια φυσιολογική ζωή, η Ρόζαμοντ έζησε δύο όλους κι όλους έρωτες στη ζωή της και παρ΄ όλο που δεν είχε η ίδια παιδιά, ανέπτυξε μητρικό ένστικτο με τα παιδιά των άλλων. Τα ανομολόγητα πάθη στο βιβλίο αυτό βρίσκονται στο πώς σε κάθε γενιά μια μητέρα κατέστρεψε ψυχικά μια κόρη και πώς η κατεστραμμένη κόρη μετέφερε το φορτίο στο δικό της παιδί, με τελικό αποτέλεσμα τη γέννηση και την τύφλωση της Ίμοτζεν. Ταυτόχρονα ο Κόου μάς μυεί και σε ιστορικά περιστατικά με σημασία: μαθαίνουμε για την κατεπείγουσα μεταφορά παιδιών, τον πρώτο καιρό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τις πόλεις στη βρετανική επαρχία, χωρίς τους γονείς τους, συχνά σε τυχαία σπίτια, μια μαζική φυγάδευση για τον φόβο των Γερμανών. Σε αυτά τα τρένα της φυγής θα πρέπει να αναζητηθεί ο μίτος της ιστορίας του βιβλίου, καθώς η Ρόζαμοντ πήγε τότε σε μια θεία της στην εξοχή και συνδέθηκε με στενή φιλία με την πρώτη της εξαδέλφη Μπέατριξ.


Παιχνίδια λόγου και εικόνας

Ο Τζόναθαν Κόου αποτίει με το μυθιστόρημά του αυτό φόρο τιμής σε μία σημαντική για τα βρετανικά γράμματα συγγραφέα, τη Ρόζαμοντ Λέχμαν, της οποίας το όνομα- όπως και της αδελφής της, Μπέατριξ- έδωσε σε κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Ενώ και η ίδια η πλοκή έχει στοιχεία από το μυθιστόρημα της Λέχμαν Τhe Βallad and the Source που κυκλοφόρησε το 1944. Με αυτή τη μαγιά ο Κόου φτιάχνει ένα βιβλίο πολυεπίπεδο. Μερικά από τα ταμπλό στα οποία παίζει είναι η σεξουαλική διαφορετικότητα- που δεν είναι και τόσο διαφορετική όσο τη φτιάχνει με τη φαντασία της η προκατάληψη-, η διαφορά των εποχώνλ.χ. μέσα από το ντύσιμο των ανθρώπων στις φωτογραφίες-, ο πλούτος συναισθημάτων που προκαλεί μια εικόνα, ιδίως μια εικόνα που εμείς δεν βλέπουμε (δεν υπάρχουν στο βιβλίο τυπωμένες φωτογραφίες) και περιγράφεται με λέξεις, άρα και η στενή σχέση λόγου και εικόνας που εδώ αποδεικνύεται περίτρανα ότι δεν ακυρώνεται σε αυτή την εικονοκλαστική εποχή. Η απλοϊκή φόρμα εντέλει δεν ενοχλεί γιατί εδώ τελικά κυριαρχεί ο αφηγηματικός τόνος. Ο τόνος ενός ψάλτη που κρατά απλώς το ίσο σε μια μελωδία γεμάτη χυμούς και συναισθηματικά ηχοχρώματα. Αν μη τι άλλο, η στροφή του Κόου έχει στυλ. Εγκαταλείποντας στη μέση ηλικία την πολιτική στράτευση, δεν βρίσκει διέξοδο λ.χ. στη μεταφυσική, αλλά ανοίγει το κεφάλαιο της ατομικής ευθύνης.

Ανώνυμος είπε...

Είναι χρήσιμο, νομίζω, να σταθούμε σε κάποια σημεία από την παρουσίαση και τις κριτικές του βιβλίου του Τζόναθαν Κόου "Σαν τη βροχή πριν πέσει".

* Στην παρουσίαση του από τον εκδοτικό οίκο [1ο σχόλιο] αποσιωπάται η ομοφυλοφιλία της ηρωίδας, ένα από τα βασικά στοιχεία του βιβλίου.

* Από την συνέντευξη που παρουσιάζει ο Βασίλης Ρούβαλης [2ο σχόλιο], αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην τελευταία παράγραφο που αφορά στην άποψη του Τζόναθαν Κόου για τους συγγραφείς που κάνουν blogging. Αρνητικός ο ίδιος, λέει πως ο οικείος διάλογος που γίνεται στα μπλογκς, σμικρύνει τη συγγραφική πράξη και θεωρεί ότι τα όποια μηνύματα του συγγραφέα υπάρχουν μέσα στα βιβλία του και πουθενά αλλού.

* Η κριτική της Σταυρούλας Παπασπύρου [3ο σχόλιο] από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία ξεκινάει με την έντιμη δήλωσή της ότι αντιγράφει από την Guardian τις πρώτες γραμμές του κειμένου της.

Αντίθετα, η Λώρη Κέζα [4ο σχόλιο], της οποία η "κριτική" στο Βήμα αρχίζει με το την αντιγραφή από την Guardian, το αποκρύπτει και αυτό δεν είναι το μόνο σημείο που αντιγράφει από την κριτική του συγγραφέα Patrick Ness.

Είναι κι άλλοι άραγε οι "κριτικοί" που γράφουν τα κείμενά τους μεταφράζοντας ξένους συναδέλφους τους χωρίς να το ομολογούν;

Κι αυτούς είχε στο νου του ο αείμνηστος Τάσος Κόρφης όταν είπε ότι "το κλίμα στο χώρο της κριτικής και της δημοσιογραφίας δεν είναι και τόσο εύκρατο και ότι στις μέρες μας οι δημόσιες σχέσεις έχουν παραμερίσει την αξιοκρατία"; : «Έτσι βλέπουμε σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά να κρατούν τη στήλη της κριτικής κάποιοι που άκουσαν κάτι για τη λογοτεχνία χωρίς να έχουν ζυμωθεί ούτε με τη νεοελληνική παράδοση ούτε με τις ξένες παλιές και νέες τάσεις. Κι αυτά, πέρα από την υποψία μου ότι οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τον κριτικό λόγο». [Oδός Πανός - τ.89, Ιαν.1997]

~~~~~~~~~~~~

Η μετάφραση του βιβλίου είναι της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου