Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007

No 485

Image Hosted by ImageShack.usTascha (ΗΠΑ)
.
1706
.
Σήμερα ή αυτό το μεσημέρι
Στάθηκε τόσο κοντά
Σχεδόν την άγγιξα
Απόψε θα τη βρεις
Πέρα απ' τη γειτονιά
Πέρα απ' τους κλώνους και τα καμπαναριά
Τώρα πέρα απ' το μάντεμα
.
Ε. Ντίκινσον: "44 ποιήματα και 4 γράμματα" (Το Ροδακιό)
Mετάφραση: Ερρίκου Σοφρά

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Aπό το site της Πρωτοπορίας:

Που έχασα τα Πάντα, Μ' εμπόδισε
Να χάσω Πράγματα μικρότερα.
Αν δε φαινόταν κάτι μεγαλύτερο
Από την Εκτροπή ενός Κόσμου από έναν Άξονα
Ή από του Ήλιου τον Αφανισμό
Τόσο μεγάλο δε θα ήταν βέβαια
Πού να σηκώσω εγώ το Βλέμμα απ' τη δουλειά μου
Για Περιέργεια.

E.D.
~~~~~~~~~~~~

To βιβλίο κυκλοφόρησε το 2005, σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά

Ανώνυμος είπε...

Aπό την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας – 24 Ιουνίου 2005

Γράφει ο Στάντης Ρ. Αποστολίδης


Γραφή εν τάφω...

Ζήσαν βίους απόλυτα παράλληλους, καθένας σ' άλλο ημισφαίριο, φύσεις διαφορετικές που εξαναγκάστηκαν παράδοξα σε σύγχρονο βηματισμό. Με τις ίδιες εκκεντρικές τεχνικές έκφρασης, την ίδια πρωτοποριακή χρήση των μέτρων, της ρίμας, της γλώσσας, τους ίδιους εξωγραμματικούς πειραματισμούς, φαινόμενα δίχως προηγούμενο και οι δυο και δίχως περαιτέρω μιμητές -μολονότι μέγιστη η επίδρασή τους στους νεότερους- φύλαξαν ζηλότυπα τη ζωή και τους στίχους τους μακριά από τ' αδιάκριτα μάτια των «Φιλισταίων». Κι αν από πλευράς περιεχομένου η ποίηση του Καβάφη και της Ντίκινσον (1831-1886) δεν επιδέχεται εύκολα σύγκριση, ίσως να μην υπάρχουν στίχοι που θα περιέγραφαν πιστότερα τη ζωή της, απ' τα τραγικά εκείνα Τείχη.

Μια λευκοντυμένη αγοραφοβική ψυχή, εθελούσια έγκλειστη στο πατρικό της σπίτι, έγραφε επί τριάντα και πλέον χρόνια, δίχως να δημοσιεύσει παρά επτά όλα και όλα ποιήματα -κι αυτά ανωνύμως! Με μόνο στήριγμα την εσωτερική της φλόγα, κάποιους έρωτες βιωμένους, ή που γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τους ματαίωσε, ταλανιζόμενη διαρκώς από έναν ριζικό σκεπτικισμό, που σαν φλύκταινα της κατάτρωγε τον ένθερμο καταβολικό της πουριτανισμό -ένας Μύρης εν ζωή-, πιστή και βέβηλη μαζί, δίχως προσπάθεια συγκάλυψης της αντιφατικότητάς της, πρόσμενε τη λύτρωση με το θάνατο, που τον μνημονεύει στα μισά τουλάχιστον ποιήματά της, χωρίς και ν' απαλλάσσεται ποτέ από τις ριζικές αμφιβολίες της για το τι μέλλεται στο θλιβερό επέκεινα...

Δειλή όσο κι ασίγαστη φωνή, έφυγε αφήνοντας στα συρτάρια της κλεισμένα κοντά 1.800 ποιήματα και 1.000 ποιητικές «επιστολές», για να βρεθούν από τους κληρονόμους της και να συνεχίσουν αυτόνομα την πλεύση τους μες στον κόσμο, σαν μήνυμα ναυαγού σε μπουκάλι ριγμένο στο πέλαγος.

Αν ο γέρος της Αλέξανδρειας πίστευε πως ήταν «ποιητής των μελλουσών γενεών», κι όντως η αξία του μετά θάνατον αναγνωρίστηκε, η Ντίκινσον χρειάστηκε περισσότερον από μισόν αιώνα για να επιβληθεί στις συνειδήσεις ως η σημαντικότερη Αμερικανίδα ποιήτρια, απολύτως πρωτότυπη στο παιχνίδι της με τη γλώσσα και μ' έναν κόσμο ιδεολογικό ιδιαίτερο, δικό της. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά εγκυκλοπαιδικά έργα τής δεκαετίας του '30 ούτε την αναφέρουν καν. Ο Ελιοτ και ο Πάουντ την προσπέρασαν, κι όμως σήμερα όλο και πιο πολύ εκτιμάται το δικό της παράξενο τραγούδι, η μοντερνική γραφή της κι ο σιβυλλικός της οίστρος. Εκστακτική κι αμήχανη μπρος στο δύσβατο και αινιγματικό συχνά λόγο της, που παίζει με την αμφισημία, θυμίζοντας κάποτε την ηρακλείτεια «αγχιβασίη», η Κριτική ομολογεί πως «δεν υπάρχει μελετητής που να στέκεται στο ύψος των νοητικών της αξιώσεων και ούτε πρόκειται να υπάρξει».

Γιατί, άραγε, κλείστηκε σε τέσσερις τοίχους, κανείς δεν το ξέρει. Η ίδια έγραψε: «Φοβήθηκα και κρύφτηκα». Από καλή οικογένεια, με πατέρα μορφωμένο, κατέφαγε την κλασική και σύγχρονή της αγγλόφωνη Λογοτεχνία και Σκέψη (Μπράουνινγκ, Μπροντέ, Εμερσον, Καρλάιλ, Ράσκιν) αλλά ερωτεύτηκε μοναχά τον Σέξπιρ: «Γιατί να σφίξω άλλο χέρι από το δικό του; - γιατί να χρειάζονται άλλα βιβλία;» αναρωτιόταν...

Το αυστηρό περιβάλλον του σπιτιού της δεν την εμπόδισε να σπουδάσει ελεύθερα, να 'χει φιλίες με συνομήλικές της, ν' αγαπήσει, ίσως και ν' αγαπηθεί, όμως ήδη στα 23 της ομολογούσε πως «δεν βγαίνω απ' το σπίτι παρ' εκτός αν μια πιεστική ανάγκη με πάρει από το χέρι», και την τελευταία δεκαπενταετία δεν το εγκατέλειψε στιγμή.

Τα μεγάλα γεγονότα του καιρού της, ο αμερικανικός εμφύλιος ολάκερος, την άφησαν παγερά αδιάφορη -σαν τον ομότεχνό της Αλεξανδρινό, που εν μέσω πολέμων Βαλκανικών και Α' Παγκοσμίου, κυνήγαγε τη σκιά του λυπημένου Καισαρίωνα και του λεπτού Οροφέρνη...

Αναπλήρωσε την ανυπαρξία επικοινωνίας με το κοίταγμα του κόσμου απ' το παράθυρό της, μ' ένα γράψιμο πυρετικό, που 'φτασε τα 360 ποιήματα σ' έναν χρόνο μέσα, και παραλλήλως αδιάκοπη αλληλογραφία με πρόσωπα γνωστά, μα τα περισσότερο άγνωστα, συνεχίζοντας σε πεζό ό,τι δεν έβγαινε σε στίχο, συνθέτοντας σ' επιστολική μορφή το μυθιστόρημα της ψυχής της. Κι όλα αυτά δίχως παραλήπτη στην ουσία ή με κατά φαντασίαν αποδέκτες των σφοδρών μονόπλευρων αισθημάτων της. Μ' ερωτισμό που δεν σταματά σε ηλικίες ή φύλα. Μ' έναν χείμαρρο γραφής που δεν τον τιθασεύουν σημεία στίξης, αλλά σκέτες παύλες, σπάζοντας το λόγο και υπερτονίζοντας το νοηματικό βάρος κάθε αποκομμένου μέλους, χρησιμοποιώντας κεφαλαία εκεί που κανένας κανόνας δεν το υπαγορεύει και παραθέτοντας συχνά δίπλα στα γραμμένα λέξεις άλλες, συνώνυμες -ή και εντελώς αντίθετες-, με τις οποίες το ποίημα εξίσου λειτουργεί, χωρίς να νοιάζεται ποτέ να δώσει το κλειδί τι απ' όλα ήθελε ή προτιμούσε. Ενας απέραντος πονοκέφαλος για τους εκδότες της, που μέχρι σήμερα παιδεύονται να ξεδιαλύνουν στίχους γραμμένους σε χαρτιά περιτυλίγματος ή σε διαφημιστικά, πρόχειρα, μαζί μ' άλλους, εντατικά δουλεμένους σ' αλλεπάλληλες μορφές με την πάροδο των χρόνων -όλα ανάκατα ριγμένα στα περίφημα συρτάρια της. Μέσα κει λάμπουν όμως θραύσματα ποίησης μοναδικής, σαν το καλόηχο κρύσταλλο ή τη φίνα πορσελάνη. Αυτή ήταν η Εμιλι Ντίκινσον!

Η ελληνική έκδοση παρουσιάζει μια μικρή επιλογή από το έργο της (όχι πάνω από το 1,5% του συνόλου) -τόσο προσεγμένη όμως, καλομεταφρασμένη και αναλυτικά σχολιασμένη, από άνθρωπο που φαίνεται πως μελέτησε βαθιά μ' αγάπη και γνώση το αντικείμενό του, ώστε ξεχωρίζει αμέσως για την ποιότητά της.

Ο Ερίκος Σοφράς απέδωσε πιστά όχι μόνο το λόγο, μα και το ύφος και το ρυθμό των στίχων τής Ντίκινσον, μεταφέροντας σεβαστικά και την ανορθόδοξη στίξη της και την ιδιότροπη ρίμα της και φροντίζοντας προπαντός το ελληνικό αποτέλεσμα να 'ναι καλή ποίηση.

Κάθε κομμάτι συνοδεύεται από σύντομα διαφωτιστικά σχόλια, με τις απαραίτητες συναρτήσεις προς το υπόλοιπο έργο της, ώστε να φωτιστούν κατά το δυνατόν τα δεκάδες σύμβολά της, τα γεννημένα μες στη μακρόχρονη σπιτική σιωπή, ο άγνωστος στον αμύητο Ελληνα αναγνώστη προσωπικός της κώδικας και οι πολλαπλοί της υπαινιγμοί.

Τον τόμο κλείνει μια εμπεριστατωμένη και διεξοδική βιογραφία τής σκοτεινής αυτής μορφής, με τον εύστοχο τίτλο (δανεισμένο από την ίδια την Ντίκινσον): «Η άβυσσος δεν έχει βιογράφο». Πρώτιστο προσόν της: η σαφήνεια και η καθαρότητα των νοημάτων. Και ξεχωρίζει ιδιαίτερα, καθώς έχουνε καταντήσει στα χρόνια μας οι τάχα «κριτικοί Λογοτεχνίας» να γράφουν πλήρως ακατάληπτα για το μέσο μορφωμένο αναγνώστη, με ψευτοεξειδικευμένες ορολογίες, κι απανωτές παραπομπές σε περινούστατες αναλύσεις άλλων, από Μπαρτ ώς Φουκό, και δεν ξέρω ποιον (λες και δεν μπορεί κανείς να γράψει πια τίποτε πρωτότυπο!), σκοπεύοντας έτσι την αυτοπροβολή τους μοναχά στο συντεχνιακό τους κύκλο, και ναρκισσευόμενοι στον καθρέφτη τους πως «διερμηνεύουν» δήθεν τα «δύσκολα», ενώ τίποτε δεν φωτίζουν πράγματι, αφού πρώτιστο μέλημα όποιου ερμηνευτικού λόγου είναι η σαφήνεια, και επιβεβλημένο, εξ ορισμού, κοινό: το ευρύτερο δυνατόν! Αλλιώς, σε ποιους τάχα και γιατί «ερμηνεύουν» οτιδήποτε; Στους επαΐοντες; Το δε δυσανάγνωστο ύφος τους άλλο δεν προδίδει παρά την ανεπαρκή κατοχή του θέματος, το κακό χώνεμα δάνειων ιδεών και το ανίκανο αναμάσημά τους, την απουσία στοιχειώδους συνθετικής ικανότητας.

Αρτια λοιπόν, και κατατοπιστική, με ικανή εποπτεία τής διεθνούς βιβλιογραφίας και του προβληματισμού τής σύγχρονης Ερευνας, με καλοδιαλεγμένη εικονογράφηση, η βιογραφία συμπληρώνει καίρια τον υπομνηματισμό και πετυχαίνει να σε κάνει να ξαναγυρίσεις στα ποιήματα πάλι, να γευτείς κι ό,τι τυχόν ανυποψίαστος προσπέρασες...

Μια τέτοια παρουσίαση λογοτεχνικού κειμένου αποτελεί υπόδειγμα για το πώς θά 'πρεπε να παρουσιάζεται η ξένη λογοτεχνία σ' έναν τόπο που -μη γελιόμαστε- δεν διαθέτει επαρκή οικείωση με τα μεγάλα δημιουργικά ρεύματα της Ευρώπης ή της Αμερικής, κι όπου, δυστυχώς, συνηθίσαμε να διαβάζουμε αδιαμαρτύρητα τις γνωστές εκείνες μεταφράσεις Ντοστογιέφσκι ή Τολστόι, δίχως σελίδα καν προλόγου.