Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

No 331

Image Hosted by ImageShack.usAlfredo Margarido (Πορτογαλία)

Πράγμα που πετάχθηκε σε μια γωνιά, κουρέλι που έπεσε στο δρόμο, η πρόστυχή μου ύπαρξη υποκρίνεται μπρος στη ζωή.
Δεν βρίσκω παρηγοριά ούτε στην περηφάνια. Και για ποιο πράγμα να περηφανευτώ, αφού δεν είμαι ο δημιουργός του εαυτού μου; Ακόμη κι αν υπήρχε κάτι μέσα μου που να με κάνει να νιώθω περήφανος, θα υπήρχαν και κάποια άλλα που δεν θα με έκαναν καθόλου περήφανο.(…)
Είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως η ζωή είναι μισή φως, μισή σκιά. Δεν είμαι πεσιμιστής. Δεν παραπονιέμαι για τη φρίκη της ζωής. Παραπονιέμαι για τη φρίκη της δικής μου ζωής. Το μόνο γεγονός που μετράει για μένα είναι το γεγονός ότι υπάρχω, ότι υποφέρω, ότι δεν μπορώ ούτε να ονειρευτώ έξω από αυτή την αίσθηση του πόνου.

Φερνάντο Πεσσόα: Το βιβλίο της ανησυχίας (Αλεξάνδρεια)

11 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η περιγραφή του βιβλίου από το site του βιβλιοπωλείου “Λεμόνι”:

Αποσπασματικό, κρυφό ημερολόγιο, κείμενο εναγώνιας ενδοσκόπησης, απόπειρα εξερεύνησης του φαινομένου της ύπαρξης, ανίχνευση των ορίων ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, μα πάνω απ' όλα μια ατέρμονη αυτο-εξιστόρηση, είναι το "Βιβλίο της Ανησυχίας" όπου, πίσω από τις εξομολογήσεις του διάφανου βοηθού λογιστή Μπερνάρντο Σουάρες, διακρίνουμε μια από τις δεσπόζουσες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, τον Πορτογάλο ποιητή Φερνάντο Πεσσόα. Το έργο που άφησε ανέκδοτο σχεδόν στο σύνολο του, πεθαίνοντας το 1935, είναι τεράστιο και πολύμορφο: ένα μεγάλο τμήμα του υπογράφεται από τους «ετερωνυμους», δημιουργήματα της φαντασίας του ποιητή που διαθέτουν αυτόνομο λογοτεχνικό ύφος και έργο, όπως και αυτόνομη πλαστή βιογραφία. Καθώς αρχίζει να γίνεται πλέον γνωστό με τη σταδιακή έκδοση του αποκαλύπτει τον άνθρωπο που θέλησε να οικοδομήσει μόνος του μια ολόκληρη λογοτεχνία. Το "Βιβλίο της Ανησυχίας" κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Πορτογαλία το 1982 για να αναγνωριστεί με τις πολλαπλές μεταφράσεις του σαν ένα από τα έργα-κλειδιά που σφραγίζουν τον αιώνα.

Ανώνυμος είπε...

Από το ίδιο βιβλίο:

Δεν κοιμάμαι ποτέ: ζω και ονειρεύομαι, ή, καλύτερα, ονειρεύομαι στη ζωή και στον ύπνο, που είναι ζωή κι αυτός. Η συνείδηση μου δεν διακόπτεται: αισθάνομαι αυτά που με περιβάλλουν όσο είμαι ακόμη ξύπνιος ή όσο λαγοκοιμάμαι’ ύστερα αρχίζω να ονειρεύομαι μόλις αποκοιμηθώ πραγματικά. Είμαι έτσι μια αδιάκοπη εναλλαγή εικόνων, με συνοχή ή δίχως συνοχή, που προσποιούνται πάντα πως είναι εξωτερικές, και παρεμβάλλονται ανάμεσα στους ανθρώπους και στο φως όταν είμαι ξύπνιος ή ανάμεσα στα φαντάσματα κι αυτό το ημίφως που διαφαίνεται, όταν έχω κοιμηθεί. Στ΄ αλήθεια, δεν ξέρω πώς να ξεχωρίσω τη μια κατάσταση από την άλλη, κι ούτε τολμώ να βεβαιώσω πως πράγματι δεν κοιμάμαι, όταν είμαι ξύπνιος ή πως δεν ξυπνάω την ίδια ώρα που κοιμάμαι.

Η ζωή είναι ένα κουβάρι που κάποιος μπέρδεψε. Έχει κάποιο νόημα μέσα του αν το ξετυλίξουμε και το τεντώσουμε σε όλο του το μήκος ή αν το ξανατυλίξουμε προσεκτικά. Μα έτσι όπως είναι, είναι ένα πρόβλημα χωρίς το γόρδιο δεσμό του, ένα ανακάτεμα χωρίς αρχή.

Τα νιώθω όλα αυτά, που αργότερα θα τα καταγράψω- γιατί ονειρεύομαι ήδη τις φράσεις που έχω να πω-, καθώς, μισοκοιμισμένος μέσα στην νύχτα μου, αισθάνομαι μαζί με τα τοπία κάποιων συγκεχυμένων ονείρων τον ήχο της βροχής εκεί έξω να τα κάνει ακόμη πιο αόριστα. Είναι αινίγματα του κενού, τρεμάμενες ανταύγειες της αβύσσου, που ανάμεσα του διηθείται , άχρηστο, το εξωτερικό παράπονο της ακατάπαυστης βροχής, λεπτολογία πληθωρική του τοπίου ακοής. Ελπίδα; Καμία. Από τον αόρατο ουρανό κατεβαίνει ο ήχος του θλιμμένου νερού που ο άνεμος παρασύρει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μέσα στις αλέες του πάρκου παίχτηκε η τραγωδία που γέννησε τη ζωή. Ήταν δυο, ωραίοι, και ήθελαν να γίνουν κάτι άλλο’ η αγάπη αργοπορούσε καθώς περίμεναν μέσα στην πλήξη του μέλλοντος, κι η νοσταλγία αυτού που έμελλε να γίνει, γίνηκε το παιδί της αγάπης που δεν έζησαν. Κι έτσι, πήγαιναν, κάτω από τις ασημένιες ανταύγειες του κοντινού δάσους που φιλτράριζε το φως, του φεγγαριού, χέρι με χέρι, χωρίς πόθους ούτε ελπίδες, μέσα σ' αυτήν την έρημο των εγκαταλειμμένων μονοπατιών. Ήταν τελείως παιδιά γιατί ποτέ δεν υπήρξαν στ' αλήθεια. Από αλέα σε αλέα, από δέντρο σε δέντρο, σιλουέτες κομμένες στο χαρτί, διασχίζανε αυτό το σκηνικό που δεν ήταν κανενός. Κι έτσι χάθηκαν από την μεριά της λίμνης, κάθε φορά πιο κοντά και ολοένα πιο χώρια, κι ο θόρυβος της βροχής που πια κοπάζει είναι ο ήχος του σιντριβανιού όπου τώρα πλησιάζουν. Είμαι η αγάπη που είχαν, για αυτό και ξέρω να τους ακούω τη νύχτα που δεν κοιμάμαι, γι' αυτό και ξέρω να ζω δυστυχής.

Ανώνυμος είπε...

O Φερνάντο Πεσσόα υπέγραψε το "Βιβλίο της Ανησυχίας" ως Μπερνάρντο Σοάρες. Στην έκδοση της "Αλεξάνδρειας" (1997) την μετάφραση έκανε η Άννυ Σπυράκου. Κυκλοφορoύν δύο ακόμα εκδόσεις: από την “Ευθύνη” (1987), σε μετάφραση Σόνιας Κουμαντάρου και από τον "Εξάντα" (2004), σε μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα.

- Η παρουσίαση της έκδοσης της Ευθύνης από το site του aboutbooks.gr:

Το "Βιβλίο της ανησυχίας" είναι ένα βιβλίο εξομολογητικό, σπονδυλωτό αλλά σε δραματικό ήθος εκπληκτικά ενιαίο, πυκνό στην ειλικρίνειά του και συχνά σπαραχτικό στην εξομολογητική του αμεσότητα. Δεν υπήρχε καλύτερος, νομίζω, τρόπος να τιμηθούν τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Πεσσόα από το να πραγματοποιηθεί μια δειγματοληπτική έκδοσή του στα ελληνικά. Η επιλογή έγινε από την ισπανική μετάφραση του Άνχελ Κρέσπο ("Libro del desasosiego" Seix Barral/ Biblioteca Breve, Barcelona 1982) και μόνο από τα πρώτα, αριθμημένα από τον διαπρεπή μεταφραστή και ποιητή, εκατόν πενήντα κείμενα του βιβλίου - που έτσι ξαναριθμήθηκαν από εμάς. Η πολύγλωσση κυρία Σόνια Κουμαντάρου φιλοτέχνησε τη μετάφραση των κειμένων που εδιάλεξα, σε αντιπαραβολή με την πορτογαλική έκδοση ("Livro do desassossego", Atica, Lisboa 1982), όπου η Μαρία Αλιέτε Γκαλιόζ και η Τερέζα Σομπράλ Κούνια συνέλεξαν και κατέγραψαν τα συχνά σκόρπια αυτά κείμενα. Επισημαίνω, τέλος, πως το μεγάλο σε πνεύμα και σ' έκταση βιβλίο, ο Φερνάντο Πεσσόα είχε αποδώσει σ' ένα άλλο του ετερώνυμο: τον Μπερνάντο Σοάρες, σα να' θελε να υπογραμμίσει πως ο καθένας είμαστε πολλοί και οι πολλοί, συχνά, κανένας... Δεκέμβριος 1987 Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (από τον πρόλογο του βιβλίου)

- και η παρουσίαση της έκδοσης του Εξάντα από το site της Πρωτοπορίας:

Σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του και μέχρι το θάνατό του, από το 1913 έως το 1935, ο Φερνάντο Πεσσόα γράφει, με κάποιες διακοπές αλλά χωρίς να το εγκαταλείψει ποτέ, το "Βιβλίο της ανησυχίας", το οποίο σχεδιάζει να εκδώσει με την υπογραφή Μπερνάρντο Σοάρες. Αν ο Άλβαρο ντε Κάμπος είναι η εκκεντρική, παροξυσμική, ερωτική πλευρά του ποιητή, ο ημι-ετερώνυμός του Μπερνάρντο Σοάρες είναι, υπό την ταπεινή μορφή και ιδιότητα του βοηθού λογιστή, η ενσάρκωση της σκέψης του, το δημιούργημα το πιο κοντινό στο δημιουργό του, ο δίδυμος ίσκιος του, το ανήσυχο είδωλό του στον καθρέφτη. Ημερολόγιο του Μπερνάρντο Σοάρες ή μυθιστόρημα του Φερνάντρο Πεσσόα με πρωταγωνιστή αυτό τον ακαταπόνητο διαβάτη της Λισαβόνας, work in progress αλλά ταυτόχρονα obraprima, το Βιβλίο της ανησυχίας είναι ο απολογισμός της καθημερινότητας, η καταγραφή των αισθήσεων, η οξύτητα της ειρωνικής σκέψης, η ανεπανάληπτη γραφή ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.

"Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει." (Μπερνάρντο Σοάρες)

Ανώνυμος είπε...

- Απόσπασμα από την μετάφραση της Άννυς Σπυράκου:

«Yπάρχει μια καλλιέργεια της γνώσης, αυτήν που κατεξοχήν ονομάζουμε καλλιέργεια και υπάρχει μια καλλιέργεια της κατανόησης που αποκαλούμε κουλτούρα. Υπάρχει όμως και μια καλλιέργεια της ευαισθησίας που δεν έχει τίποτα να κάνει με την εμπειρία της ζωής. Η εμπειρία της ζωής δεν διδάσκει τίποτα, όπως και για τίποτε δεν πληροφορεί η ιστορία. Η πραγματική εμπειρία συνίσταται στον περιορισμό της επαφής με την πραγματικότητα και στην εμμονή πάνω στην ανάλυση της επαφής αυτής. Έτσι η ευαισθησία πλαταίνει και βαθαίνει, γιατί μέσα μας είναι όλα – αρκεί να τα αναζητήσουμε και να ξέρουμε πώς να το κάνουμε αυτό».

- Απόσπασμα από την μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα:

"H λογοτεχνία, που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους. Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιο πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει. Κινούμαι είναι ζω, λέγομαι είναι επιβιώνω, δεν υπάρχει τίποτα πραγματικό στη ζωή παρά αυτό που περιγράφεται καλά. Οι κριτικοί συνηθίζουν να λένε ότι το τάδε ποίημα δεν λέει τελικά τίποτε άλλο πέρα από το ότι η μέρα είναι ωραία. Αλλά να πεις ότι η μέρα είναι ωραία είναι δύσκολο, και η ίδια η ωραία μέρα τελικά περνάει. Πρέπει λοιπόν να διατηρούμε την ωραία μέρα σε μια μνήμη ανθισμένη και πλούσια, και έτσι να στολίζουμε με καινούργια άνθη και καινούργια άστρα τους αγρούς ή τους ουρανούς της άδειας και περαστικής εξωτερικότητας".
~~~~~~~~~~~~

Άλλες καταχωρήσεις για τον Φερνάντο Πεσσόα στο blog “Gay Βιβλιογραφία στα Ελληνικά»:

- Η «Θαλασσινή Ωδή» και άλλα ποιήματα: No 212
- Αντίνοος: No 328
- Πίσω από τις μάσκες - Σημειώσεις ενός λαθρεπιβάτη της ζωής: No 329
- Εγώ και οι «άλλοι» : No 330
- Ποιήματα: Νο 415
- Λογοτεχνικά δοκίμια: No 428
- Η νοσταλγία του πιθανού. Γραπτά για τον Φερνάντο Πεσσόα: No 496

Ανώνυμος είπε...

Από ΤΑ ΝΕΑ, 6 Δεκεμβρίου 2007

Γράφει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου

[σημ: η κριτική της Φ.Α. αφορά στην έκδοση του Εξάντα με την μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα]

Ένα προσωπικό ημερολόγιο διαφορετικό από τα άλλα, από το alter ego του Φερνάντο Πεσόα

«Εκτυλίσσομαι σε παραγράφους, μου βάζω σημεία στίξης»

«Το βιβλίο της ανησυχίας» ανήκει σ' εκείνα τα έργα που εκπροσωπούν με τρόπο εντελώς ξεχωριστό το αγωνιώδες και αντιφατικό πνεύμα της νεωτερικότητας. Η ίδια η λέξη «ανησυχία», desassosego στα πορτογαλικά, είναι μια καθημερινή λέξη, όπως παρατηρεί στην ιδιαίτερα κατατοπιστική εισαγωγή της η μεταφράστρια. Όμως στο βιβλίο αυτό η λέξη προσλαμβάνει και άλλες σημασίες και σχετίζεται όχι μόνο με την κατάσταση της ψυχής, αλλά με τη γενικότερη προβληματική διάσταση του σύγχρονου κόσμου και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Εκ πρώτης όψεως, «Το βιβλίο της ανησυχίας» είναι ένα είδος προσωπικού ημερολογίου. Όμως, πόσο ασυνήθιστο είναι το ημερολόγιο αυτό! Οι καταγραφές του δεν φέρουν ημερομηνία ούτε αναφορές σε γεγονότα. Διαφορετικές σε έκταση και ύφος, από το βαθιά εξομολογητικό μέχρι το δοκιμιακό, συνθέτουν ένα μωσαϊκό από ψυχολογικές παρατηρήσεις, όνειρα, αφορισμούς, σκέψεις για την τέχνη.

«Το βιβλίο της ανησυχίας» θα μπορούσε να είναι το χρονικό μιας επίπονης ενδοσκόπησης, η σκιαγράφηση του πορτρέτου ενός καλλιτέχνη και ταυτόχρονα το σχεδίασμα μιας θεωρίας της λογοτεχνίας. Αυτή η πολυμορφία του το κάνει να διαφέρει από τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια άλλων σύγχρονων όπως ο Valery και ο Robert Musil.

Αυτό το παράξενο βιβλίο έχει μια ακόμη πιο παράξενη ιστορία που αποτελεί σύγχρονο λογοτεχνικό θρύλο. Ο συγγραφέας του, Bernardo Soares, είναι ένα πρόσωπο που υπήρξε μόνο στη φαντασία του μεγάλου δημιουργού του, του Fernando Pessoa.

Ο κορυφαίος Πορτογάλος ποιητής Pessoa όσο ζούσε δημοσίεψε μόνο δύο βιβλία, όμως επηρέασε όσο λίγοι τη λογοτεχνική ζωή του καιρού του, επινοώντας άλλους ποιητές, γράφοντας και εκδίδοντας κείμενά τους. Το 1935, λίγο πριν πεθάνει, ο Pessoa αποκάλυψε με γράμμα του στον εκδότη Adolfo Casais ότι ο Bernardo Soares ήταν ένα πρόσωπο που ο ίδιος είχε επινοήσει. Στο ίδιο γράμμα αποκάλυψε ότι εκτός από τον Soares είχε επινοήσει και άλλα λογοτεχνικά πρόσωπα. Διευκρίνιζε ότι δεν επρόκειτο για λογοτεχνικά ψευδώνυμα, αλλά για «ετερώνυμα», για ολοκληρωμένους εαυτούς του, με ενεργή δράση και ανάμειξη στη λογοτεχνική ζωή.

Οι «άλλοι εαυτοί»

Ο Pessoa έγραφε και εξέδιδε τα κείμενα των «ετερωνύμων» του, έστελνε συνεργασίες και γράμματά τους σε εφημερίδες και περιοδικά, ακόμη και σε φίλους του, δημοσίευε φωτογραφίες τους και ειδήσεις για τη δράση τους στο εξωτερικό, οργάνωνε ακόμη και συζητήσεις και λογοτεχνικές διαμάχες μεταξύ τους από τις σελίδες των περιοδικών, και του δικού του περίφημου, αν και βραχύβιου πρωτοποριακού περιοδικού «Orpheu», που ίδρυσε το 1915 με τον φίλο του Mario de Sa-Carneiro. Στους λογοτεχνικούς κύκλους της Λισαβώνας αυτή η επιμελώς σκηνοθετημένη πολυπροσωπία του Pessoa δεν ήταν άγνωστη όσο ζούσε ο ποιητής, και συχνά προκαλούσε αμηχανία, όμως οι σύγχρονοί του τη σεβάστηκαν, όπως αργότερα και οι μελετητές του.

Οι «ετερώνυμοι» του Pessoa άρχισαν να εμφανίζονται στη λογοτεχνική ζωή το 1914. Πρώτος εμφανίστηκε ο Alberto Caeiro, ιδιόρρυθμος ποιητής που ζούσε έξω από τη Λισαβώνα, φυσιολάτρης, αγνωστικιστής. Ο Caeiro απέφευγε την πόλη και αναζητούσε την ειρήνη στη φύση, σαν ένας δάσκαλος ζεν. Ο Caeiro είχε μαθητές τους Ricardo Reis και Alavaro de Campos. Ο Reis ήταν ένας μελαγχολικός επικούρειος, που έγραψε νεοκλασικές ωδές. Ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού και έζησε εξόριστος στη Βραζιλία. Ο Reis έγινε ήρωας μυθιστορήματος από τον Jose Saramago, και το έργο του μελέτησε ο Antonio Tabucchi. Ο δεύτερος μαθητής, ο Alvaro de Campos, ήταν φανατικός μοντερνιστής, φουτουριστής, εκκεντρικός στην εμφάνιση, φορούσε μονόκλ και κάπνιζε όπιο. Είχε σπουδάσει ναυπηγός στη Γλασκόβη και είχε ταξιδέψει στην Ανατολή.

Ο Bernardo Soares, άλλο ένα «ετερώνυμο», ήταν ένας μοναχικός και άσημος βοηθός λογιστή που ζούσε στη Λισαβώνα. Ο Pessoa-Soares άρχισε να γράφει «Το βιβλίο της ανησυχίας» γύρω στο 1914 και το συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του. Σκόπευε να το δημοσιέψει, όμως πρόφτασε να δώσει μόνο κάποια αποσπάσματα σε περιοδικά. To βιβλίο εμφανιζόταν ως ένα χειρόγραφο που το εμπιστεύθηκε στον Pessoa ο Bernardo Soares. Όπως εξομολογείται στο ίδιο γράμμα του 1935 που αναφέραμε, ο Soares τον εξέφραζε περισσότερο από τους άλλους, και ήταν ένα «ημι-ετερώνυμο».

Το θρυλικό μπαούλο

Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Pessoa δημιούργησε πολλές δεκάδες «ετερώνυμων», και μεταξύ άλλων τους Άγγλους Alexander Search, Thomas Crosse, Charles Robert Anon, τον αστρολόγο Raphael Baldaya, τον Γάλλο Jean Seul. Όλα αυτά αποκαλύφθηκαν όταν αποκρυπτογραφήθηκε το αρχείο του, ένα θρυλικό μπαούλο με περίπου 25.000 αντικείμενα, που περιλάβανε χειρόγραφα ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, μελέτες φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, ακόμη και αστρολογίας. Εκεί ήταν και «Το βιβλίο της ανησυχίας» στο σύνολό του, γραμμένο σε κομμάτια χαρτί, στην πίσω πλευρά άλλων χειρογράφων και σε κουτιά από τσιγάρα, χωρίς τάξη και σειρά. Οι εκδότες πρότειναν τη δική τους ταξινόμηση. Η πρώτη έκδοση είδε το φως το 1982, και η ελληνική έκδοση ακολουθεί αυτήν του Ρίτσαρντ Ζένιθ (1998).

«Το βιβλίο της ανησυχίας» του Bernardo Soares έχει θεωρηθεί το πιο σπουδαίο δημιούργημά του Pessoa. Κοινό στοιχείο και κοινή αφετηρία των αποσπασματικών κειμένων του βιβλίου είναι η ανησυχία, η αγωνία, η δυσφορία, η θλίψη για κάτι που θα ονομάζαμε «ατέλεια». Αυτήν ο Pessoa τη διαπιστώνει μέσα και έξω από τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του, και αυτήν συλλαμβάνει μέσα από μια συνεχή ενατένιση και περιπλάνηση στα έργα της σκέψης και της τέχνης: «Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι κάθε έργο είναι ατελές... αλλά το καθετί είναι ατελές».

H τέχνη, για τον Soares, είναι μια συνεχής και επαναλαμβανόμενη έκφραση του ατελούς: κανένα έργο δεν είναι τέλειο, κανένα δεν ανταποκρίνεται στην αρχική σύλληψη του συγγραφέα. Όμως, κάθε έργο συμπληρώνει ένα προηγούμενο. Κάθε συγγραφέας προσπαθεί να βελτιώσει ένα προγενέστερο. Κάθε λογοτεχνικό πρόσωπο μπορεί να ξαναγραφεί: «Η ιδανική Ιουλιέτα μιας καλύτερης πραγματικότητας έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα στον ψεύτικο Ρωμαίο που έχει το αίμα μου, το ψηλό παράθυρο της λογοτεχνικής δημιουργίας», γράφει ο Pessoa.

H ζωή του ονείρου και της μυθοπλασίας

O συγγραφέας του «Βιβλίου της ανησυχίας» προτρέπει να σκεφτούμε την πραγματική ζωή ως ζωή του ονείρου και της μυθοπλασίας, γιατί μόνο εκεί μπορούμε να συμφιλιωθούμε με το «μηδέν και το άπειρο», όπως έγραψε και ο Κώστας Καρυωτάκης, ο δικός μας πρώτος μοντέρνος «ποιητής της ανησυχίας». Ο Καρυωτάκης επίσης αισθανόταν την «πραγματικότητα με σωματικό πόνο», όπως ο Pessoa, που γράφει: «Το βάρος τού να αισθάνομαι! Το βάρος τού να πρέπει να αισθάνομαι».

Όμως ο Pessoa στρέφεται στο όνειρο όχι για να αποφύγει τον κόσμο της εμπειρίας, αλλά για να διευρύνει τους ορίζοντές της, κυρίως τις περιοχές που αποσιωπά ο ορθολογισμός: «Μην παίρνοντας τίποτα στα σοβαρά, και εκτιμώντας ότι δεν μας δόθηκε, ως βέβαιη, καμιά άλλη πραγματικότητα πέραν αυτής των αισθήσεών μας, σ' αυτές ζητήσαμε καταφύγιο, εξερευνώντας τες σαν να επρόκειτο για αχανείς άγνωστες χώρες».

Στο «Βιβλίο της ανησυχίας» τίθεται με ασυνήθιστη ένταση το ζήτημα της ταυτότητας του δημιουργού και των ορίων της, του έργου τέχνης και των ορίων του. Κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου τη σφραγίζει μια στοχαστική αναζήτηση, που τείνει να αρθεί σε μια θεωρία της «ατέλειας» και της «πολλαπλότητας». Έτσι μπορούμε να σκεφτούμε και τη φανταστική πλειάδα ποιητών που σκηνοθέτησε ο Pessoa. Η ειρωνική στάση του σχετικά με τη μοναδικότητα των έργων, η υποψία για την ύπαρξη πολλαπλών και ατελών εαυτών, η ίδια η αίσθηση της πολλαπλότητας, δραστηριοποιούν την κριτική σκέψη του αναγνώστη και τον εισάγουν στον πυρήνα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, εκεί όπου όλοι και όλα γράφονται και ξαναγράφονται.

Αλχημιστής και μάγος

Ο Fernando Pessoa (1888 - 1935) γεννήθηκε στη Λισαβώνα. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του. Ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας του ήταν πρόξενος της Πορτογαλίας στο Ντουρμπάν της Νότιας Αφρικής. Εκεί μεγάλωσε ο Pessoa και πήγε σε αγγλικό σχολείο. Έμαθε τα αγγλικά σαν δεύτερη μητρική του γλώσσα, και διδάχτηκε την αγγλική λογοτεχνία που θαύμαζε και αγαπούσε - ιδιαίτερα τον Σαίξπηρ.

Το 1905 επέστρεψε στη Λισαβώνα για να μην ξαναφύγει ποτέ από την πόλη μέχρι τον θάνατό του. Ζούσε από μεταφράσεις εμπορικών εγγράφων. Δημοσίεψε μια πρώτη ποιητική συλλογή στα αγγλικά, που πήρε μέτριες κριτικές. Το δεύτερο βιβλίο του με το πραγματικό όνομά του δημοσιεύτηκε το 1934, λίγο πριν από τον θάνατό του. Ήταν το μεγάλο επικό ποίημα «Το μήνυμα» («Mensangen»), μια μπαρόκ σύνθεση με μυθικές και μυστικιστικές προεκτάσεις για την ιστορία της Πορτογαλίας, με πρωταγωνιστή τον Άγιο Σεβαστιανό, εθνικό ήρωα της χώρας.

Ο Pessoa ήταν φανατικός αναγνώστης και βαθύς γνώστης της λογοτεχνίας, κυρίως των ρομαντικών. Είχε επίσης ασχοληθεί με την αλχημεία και τη μαγεία, και τη «μυστική παράδοση του χριστιανισμού», εμπνευσμένος από τους νεοπλατωνικούς και τους Πορτογάλους μυστικούς. Στα νεανικά του χρόνια είχε ασχοληθεί με πειράματα «έκστασης» και αυτόματης γραφής. Η ζωή του ήταν μοναχική - λέγεται ότι μέχρι τον θάνατό του παρέμεινε παρθένος -, απόλυτα αφιερωμένη στο παράδοξο, πολυπρόσωπο έργο του. Αυτός ο «ειρωνικός εκφραστής του εαυτού του», όπως αυτοχαρακτηριζόταν, πέθανε από κίρρωση του ήπατος στα 47 του χρόνια.
[...]

ΕΓΡΑΨΕ:

«Κλαίω για τα ατελή γραπτά μου, αλλά οι μελλούμενοι, διαβάζοντάς τα, θα συγκινηθούν περισσότερο με το κλάμα μου απ' ό,τι με την τελειότητα, αν την είχα κατακτήσει, η οποία θα με εμπόδιζε να κλάψω, ως και να γράφω ακόμη».

«Είμαι κατά μεγάλο μέρος η ίδια η πρόζα που γράφω. Εκτυλίσσομαι σε περιόδους και παραγράφους, μου βάζω σημεία στίξης».

«Ανασυνθέτοντας τον εαυτό μου, τον κατέστρεψα. Από την πολλή σκέψη του εαυτού μου είμαι πια οι σκέψεις μου και όχι εγώ. Με βυθομέτρησα και άφησα να πέσει ο βυθομετρητής».

«Κάθε νίκη είναι χυδαιότητα. Οι νικητές χάνουν πάντοτε όλες τις ικανότητες απογοήτευσης απέναντι στο παρόν, που τους οδήγησαν στον αγώνα ο οποίος τους έδωσε τη νίκη».

Ανώνυμος είπε...

Aπό το Βιβλίο της Ανησυχίας:

«Εγώ την μέρα είμαι ένα τίποτα και το βράδυ είμαι εγώ»

«Τίποτα δεν ειναι τόσο φορτικό όσο η αγάπη του άλλου»

«Ο πραγματικός αισθησιασμός δεν έχει για μένα κανενός είδους ενδιαφέρον - τίποτα που να έχει σχέση ούτε με την πραγματικότητα ούτε με το όνειρο».

«Δεν αγανακτώ, γιατί η αγανάκτηση είναι για τους δυνατούς. Δεν αποδέχομαι τη μοίρα μου, γιατί η αποδοχή είναι για τους ευγενείς, δεν σιωπώ, γιατί η σιωπή είναι για τους σπουδαίους. Κι εγώ δεν είμαι μήτε δυνατός, μήτε ευγενής, μήτε σπουδαίος. Υποφέρω και ονειρεύομαι...» -
*
«Είμαστε από θάνατο. Αυτό που νομίζουμε ζωή είναι ο ύπνος της πραγματικής ζωής, ο θάνατος αυτού που στ’ αλήθεια είμαστε. Οι νεκροί γεννιούνται, δεν πεθαίνουν. Οι δύο κόσμοι έχουν αλλάξει μεταξύ τους θέση. Όταν νομίζουμε πως ζούμε, είμαστε νεκροί κι αρχίζουμε να ζούμε στο χείλος του θανάτου».

Ανώνυμος είπε...

Το βιβλίο της Ανησυχίας ενέπνευσε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, που στο ένθετο του κύκλου των τραγουδιών του με τον τίτλο «Αγρύπνια» [κυκλοφορίας 2002], γράφει: «Ευχαριστώ θερμά τον Alvaro de Campos και την παρέα του που μετουσίωσαν σε τραγούδι την αίσθηση που αποκόμισα διαβάζοντας το Βιβλίο της Ανησυχίας...» . “Aφιερώνει” στον Πεσσόα το τραγούδι Rua da Bella Vista και δίνει στους μουσικούς του ονόματα ετερωνύμων του πορτογάλου λογοτέχνη.

Rua da Bella Vista

Μια νύχτα καλοκαιρινή, υγρή στη Λισαβόνα,
ονειροπόλος ποιητής χαϊδεύει τη σιωπή’
- o φόρος της διάνοιας πληρώνεται μ' αγρύπνια -
αγρίμι είναι που κρύβεται σε σώμα λογιστή.

Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο κοιτά τους άδειους δρόμους.
Τη μέρα είν' ένα τίποτα. Το βράδυ ειν' «εγώ»,
που κάθεται καρτερικά στην έρημη αποβάθρα
να πάρει την κλινάμαξα που πάει στην άβυσσο.

Ανακαλεί τη θλίψη του, την αστραπή της γνώσης,
για κάθε του παρόρμηση που άφησε κρυφή
κι απ' το βιβλίο του Ιώβ χειροκροτά τη φράση:
«Κουράστηκε η ψυχή μου από τη ζωή».

Γλυκά θ' ανοίξει η κλειδαριά της πόρτας για το Σύμπαν,
ο υπάλληλος Πεσόα θ' αφήσει τις σκιές
και μένα, που ξαγρύπνησα, με πιάνει η ανησυχία,
αν είναι οι αναμνήσεις μου ψεύτικες ή σωστές.

* Τα λόγια γράφτηκαν ξημερώματα της Πέμπτης 20-7-2000, τσιμπολογώντας από το «Βιβλίο της Ανησυχίας» του Fernando Pessoa. – Θ.Π.
~~~~~~~~~~~~

O συνθέτης, σε συνέντευξή του στο περιοδικό ΕΨΙΛΟΝ της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (9/6/2002), απαντά σε σχετική ερώτηση του Γ. Χριστοδουλόπουλου:

* Στην Αγρύπνια, κυρίαρχος είναι ο Πεσόα, μια μορφή της πορτογαλικής λογοτεχνίας, το άκρο αντίθετο της ματαιοδοξίας που περιγράφεις. Υπάρχουν, πιστεύεις, πολλοί Πεσόα γύρω μας; Άνθρωποι που καταθέτουν ευαισθησίες αρνούμενοι να μπουν στο παιχνίδι του μάρκετινγκ;

- Νομίζω, ελάχιστοι. Ο Πεσόα είναι το άκρον άωτο του δημιουργού που ελόγχισε το δράκο της ματαιοδοξίας. Κάνουμε μισό τραγουδάκι και βγαίνουμε δεξιά κι αριστερά και το διαλαλούμε φουσκώνοντας σαν παγόνια. Κι αυτός ο άνθρωπος είχε φτιάξει όλη την πορτογαλική λογοτεχνία και το ανακάλυψαν όταν μετά το θάνατό του βρήκαν στα μπαούλα του ότι είχε πάνω από 70 ετερώνυμα. Όχι απλώς ψευδώνυμα. Έγραφε με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το όνομα. Και πέρασε σχεδόν απαρατήρητος, γιατί σαν Πεσόα έκανε λίγα πράγματα. Αυτό θεωρώ πως απαιτεί μεγάλη γενναιότητα. Γι' αυτό σου απαντώ ότι δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί ή, αν υπάρχουν, δεν τους ξέρουμε ακριβώς γιατί λειτουργούν σαν Πεσόα.


[το απόσπασμα της συνέντευξης είναι από το site “Η κοιλάδα των Τεμπών”
(http://www.koiladatwntempwn.gr/)]

Ανώνυμος είπε...

Το αφιέρωμα στον Φερνάντο Πεσσόα, του site «Περί-γραφής» (http://www.peri-grafis.com)

Fernando Pessoa: Αινιγματικός Πολυσχιδής Κορυφαίος

Ο Fernando António Nogueira De Seabra Pessoa γεννήθηκε στη Λισαβώνα, 13 Ιουνίου 1888. Έχασε τον πατέρα του, Joaquim, από φθίση όταν ήταν ακόμη νέος. Η μητέρα του, Maria Madalena, παντρεύτηκε κατόπιν τον Πορτογάλο πρόξενο στο Durban στη Ν. Αφρική, που η οικογένεια διέμενε από το 1896. Στη διάρκεια κείνων των χρόνων απέκτησε άνεση στη χρήση των αγγλικών κι έδειξεν αγάπη για συγγραφείς όπως William Shakespeare και John Milton. Οι πρώτες του ποιητικές συλλογές είναι γραμμένες αγγλικά.

Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Cape Town, επέστρεψε στη Λισαβώνα σ' ηλικία 17 ετών για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και δε την εγκατέλειψε ποτέ ξανά. Όταν μια φοιτητική αποχή διέκοψε τα μαθήματα, τις παράτησε κι εργάστηκεν ανταποκριτής επιχειρήσεων. Μετά δούλεψε μεταφραστής εμπορικών κειμένων κι έγραψε σε πρωτοποριακές επιθεωρήσεις, κυρίως στην Orpheu, που υπήρξεν εστία για νέες αισθητικές απόψεις. Τα άρθρα του για το κίνημα saudosismo (νοσταλγία), προκάλεσαν αντιδράσεις εξαιτίας των πρωτοποριακών τους όρων. Διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη του κινήματος μοντερνισμού στη χώρα του κι ήταν ο σπουδαιότερος εκπρόσωπός της μοντερνιστικής ομάδας Orpheu. Το πρώτο βιβλίο του, "Αντίνοος" (Antinous), εκδόθηκε το 1918 κι ακολούθησαν 2 άλλες ποιητικές συλλογές, όλα στ' αγγλικά. Το 1ο του βιβλίο στα πορτογαλικά με τίτλο "Mensagem" εκδόθηκε το 1933, χωρίς να τραβήξει τη προσοχή.

Το 1907 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο για ν'ανοίξει τυπογραφείο. Πρώτη αποτυχία στη ζωή. Εργάζεται ως συντάκτης-μεταφραστής εμπορικής αλληλογραφίας. Έτσι θα εξασφαλίσει εφεξής στοιχειώδες εισόδημα, αφού αποτυγχάνουν κάποιες δειλές προσπα8ειές του για ακαδημαϊκή καριέρα. Ζει αρχικά μαζί με μια γεροντοκόρη θεία και μια τρελή γιαγιά, έπειτα μ' άλλη θεία, στη συνέχεια για ένα διάστημα με τη μητέρα, χήρα δεύτερη φορά. Τον υπόλοιπο καιρό όπου λάχει. Μοναχικός πότης, συχνάζει σε καφενεία και ταβέρνες. Το 1916 το ρίχνει στον αποκρυφισμό, σχεδιάζει να γίνει αστρολόγος. Ερωτεύεται ή έτσι θέλει να πιστεύει, μια 19άχρονη υπάλληλο. Η σχέση τους θα 'ναι πλατωνική, σύντομη κι τελευταία.

Πρωτοδημοσιεύει κείμενά του το 1912 στο περιοδικό Aguia, όργανο της πορτογαλικής αναγέννησης: σειρά άρθρων για τη ποίηση της χώρας του. Συνδέεται με τον ποιητή Μάριο Ντε Σα Καρνέιρο. Διαποτίζεται από συμβολισμό και φουτουρισμό. Η έκδοση του Ορφέα τερματίζεται σύντομα μες σε γενική αποδοκιμασία. Το 1922 θα συνεργαστεί με νέο λογοτεχνικό περιοδικό, το Contemporanea. Είναι περίοδος εκκόλαψης εθνικιστικών και φιλομοναρχικών τάσεών του. 2 ακόμα νέα περιοδικά, το Atena (1924) και το Presenca (1927), θα του δώσουνε γέφυρα επικοινωνίας με τις νεότερες γενιές. Ο Πεσσόα αρχίζει να περικυκλώνει τον εαυτό του. Αγγλομανής, παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζών, ντυμένος πάντα στα σκούρα, κοσμοπολίτης κι εθνικιστής, μυωπικός κι οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σα σκιά, αποκρυφιστής και παγανιστής

Ο όγκος του έργου του εκδόθηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά, -κυρίως στο δικό του, το Athena. Με τ' όνομα Pessoa έγραψε ποιήματα που χαρακτηρίζονται από γλωσσικές καινοτομίες, παρόλο που χρησιμοποίησε παραδοσιακά μέτρα και ρυθμούς. Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του σταδιοδρομίας, ήταν άσημος και δημοσίευσε ελάχιστο από τον τεράστιο όγκο του έργου του. Η ποιητική τεχνική που χάρη της έγινεν ιδιαίτερα γνωστός, είναι η χρήση των ετερωνύμων ή εναλλακτικών λογοτεχνικών προσώπων, που «υπέγραψαν» πολλά από τα βιβλία του. Υιοθέτησε τη χρήση ετερωνύμων, κυριολεκτικά alter egos, που υποστήριζαν ή ασκούσαν κριτική ο ένας στα κείμενα του άλλου. Όταν πέθανε, άφησε μπαούλο που περιείχε κάπου 27.500 (!) χειρόγραφα -τεράστια συλλογή από ποιήματα, αποσπάσματα, γράμματα κι εφημερίδες. Αυτά τα κομμάτια αποδίδονταν σε μια σειρά από συγγραφείς -Bernardo Soares, Alberto Caeiro, Ricardo Reis & Alvaro de Campos ανάμεσα σ' άλλα- καθώς είχε δημιουργήσει έναν αριθμό από υποθετικούς χαρακτήρες κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής του καριέρας. Μέχρι σήμερα οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει 27(!) διαφορετικές προσωπικότητες που υπογράφουνε γραπτά του.

Ο Campos, μηχανικός, αντιπροσωπεύει την έκσταση της εμπειρίας και γράφει σ' ελεύθερο στίχο. Ο Reis είναι γιατρός μ' επικούρεια φιλοσοφία και κλασσικήν εκπαίδευση, γράφει σε μέτρα και ρυθμούς που θυμίζουνε το Λατίνο ποιητή Οράτιο. Ο Caeiro, βοσκός, είναι ενάντια σε κάθε συναισθηματισμό και γράφει κι αυτός σ' ελεύθερο στίχο. Κάθε πρόσωπο έχει ιδιαίτερη φιλοσοφία ζωής που κάποτε έγραφε και λογοτεχνικές συζητήσεις ανάμεσά τους. Χρειάστηκαν 10ετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα κι ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως αυτή η διαδικασία. «Ζωή είναι να 'σαι άλλος».

Αν και περισσότερο γνωστός ως ποιητής, έγραψεν επίσης και σύντομα κείμενα, κάποια απ' αυτά ήτανε προσχέδια ή ημιτελή. "Το Βιβλίο Της Ανησυχίας" (Livro do Dessossogego), γραμμένο με τ' όνομα του Soares, εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1982, 50 περίπου χρόνια μετά το θάνατό του. Ο πρωταγωνιστής του βασανίζεται από την απουσία νοήματος στη ζωή. Η ποίησή του άρχισε να κερδίζει κοινό από το 1940 στη Πορτογαλία κι αργότερα στη Βραζιλία. Αρκετές από τις συλλογές του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του και μεταφράστηκαν στα Ισπανικά, Γερμανικά, Σουηδικά, Φινλανδικά κι άλλες γλώσσες.

Απέφευγε τη κοινωνική ζωή και τους λογοτεχνικούς κύκλους. Μέθυσος περιθωριακός, βλάσφημος, ακοινώνητος, μανιοκαταθλιπτικός, μισογύνης κι εθνικιστής νάρκισσος; Ή ένας ευαίσθητος, τρυφερός, ονειροπόλος, βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος και πάνω απ' όλα ένας μεγάλος ποιητής; Όσο ζούσε, ούτε ο ίδιος θα 'ξερε την απάντηση, πόσο μάλλον οι σύγχρονοι του. «Είμαι όλ' αυτά και δεν είμαι τίποτα», θ' απαντούσεν ίσως. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα σ' έν επιπλωμένο δωμάτιο στη Λισαβώνα, όπου και πέθανε ανώνυμος κι άσημος, διαλυμένος από το πιοτό, στις 30 Νοέμβρη 1935, σ' ηλικία μόλις 47 ετών. Στο γαλλικό νοσοκομείο της Λισαβόνας, η τελευταία φράση που γράφει, είναι στ' αγγλικά: «I know not what tomorrow will bring». (Δε γνωρίζω τι θα φέρει το αύριο). Σήμερα αναπαύεται, αδιάφορος, στο Μοναστήρι των Ιερωνύμων, που μεταφέρθηκε ο τάφος του κατά την επέτειο των 100 ετών από τη γέννησή του, ανάμεσα στους Καμόενς και Βάσκο Ντε Γκάμα.


* Κι εγώ ειλικρινά, είμαι το κέντρο που δεν υφίσταται παρά μόνο σα συνθήκη στη γεωμετρία της αβύσσου• είμαι το τίποτα που γύρω του περιστρέφεται αυτή η κίνηση...

* Ό,τι έκανα, σκέφτηκα ή υπήρξα, δεν είναι παρά μια υποταγή, είτε σ' ένα τεχνητό ον που εξέλαβα ως εαυτό μου, διότι δρούσα ξεκινώντας απ' αυτό προς τα έξω, είτε στο βάρος των περιστάσεων, όπου συμπεριέλαβα ακόμη και τον αέρα που ανέπνεα.


* Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος είμαι γω: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις δε πρέπει να 'μαστε δογματικοί.

* Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο είμαι. Όσο πιο πολύ με βρίσκω, τόσο περισσότερο χάνομαι. Όσο περισσότερο δοκιμάζομαι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πως είμαι λουλούδι και πουλί κι αστέρι και σύμπαν. Όσο περισσότερο καθορίζω τον εαυτό μου, τόσο λιγότερα όρια έχω. Ξεπερνώ τα πάντα, κατά βάθος είμαι ίδιος με το Θεό.

* Ποιός έκανε καυσόξυλα τη κούνια των παιδικών μου χρόνων;
Ποιός έφτιαξε σφουγγαρόπανα από τα παιδικά μου σεντονάκια;

* Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα 'πρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, ν' αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα -όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με κείνο το σεβασμό που 'χουμε σα τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας.

* Ενυπάρχει κάποιες φορές μεγάλη αισθητική απόλαυση στο ν' αφήνεις να περνά, χωρίς να την εκφράζεις, μια συγκίνηση που το πέρασμά της απαιτεί λέξεις. Ουδείς ποιητής έχει το δικαίωμα να φτιάχνει στίχους επειδή νιώθει την ανάγκη.

* Υπάρχουν μόνο δυο τύποι σταθερής πνευματικής κατάστασης μέσα στους οποίους αξίζει να ζει κανείς: η ευγενής αγαλλίαση μιας θρησκείας ή το ευγενές άλγος για την απώλειά της.

* Στην απίθανη περίπτωση που ένα σκυλί άρχιζε να σκέφτεται όπως εμείς, το σκυλί αυτό θα 'τανε τελειότερο απ' όλα τ' άλλα -κι ωστόσο, το πιθανότερο είναι, ότι κείνα θα το σκοτώνανε, παίρνοντάς το για τρελό.

* Μη φοβάστε, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να καταρρεύσει η κοινωνία από υπερβολικόν αλτρουισμό.

* Μπορώ να φανταστώ τα πάντα γιατί δεν είμαι τίποτα.

* Πόσο δύσκολο αλήθεια, να 'σαι ο εαυτός σου και να μη βλέπεις παρά μόνο τ' ορατό!

* Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί μ' ομολογία πως η ζωή δεν αρκεί. Στη ζωή, η μόνη πραγματικότητα είναι η αίσθηση. Στη τέχνη, η μόνη πραγματικότητα είναι η συνείδηση της αίσθησης.

* Η τρέλα όχι απλώς δεν είναι ανωμαλία, μα είναι συνηθισμένη ανθρώπινη συνθήκη. Αν δεν έχεις συναίσθηση της τρέλας σου κι αν δεν είναι μεγάλη, είσαι ο κοινός άνθρωπος. Αν δεν έχεις κι είναι μεγάλη, είσαι τρελός. Αν έχεις κι είναι μικρή, είσαι χωρίς ψευδαισθήσεις. Αν έχεις κι είναι μεγάλη, είσαι ιδιοφυΐα.


Τέσσερις Ωδές

Nα θέλεις λίγα: θα τα 'χεις όλα.
Tίποτε να μη θέλεις: θα 'σαι λεύτερος.
O ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.

Για να 'σαι μεγάς, να 'σαι ακέριος:
Tίποτε δικό σου να μην υπερβάλλεις
ή να μη διαγράφεις.
Nα 'σαι όλα σε κάθε πράγμα.
Nα βάζεις όσα είσαι
Kαι στο ελάχιστο που κάνεις.
Eτσι σε κάθε λίμνη ολάκερη η σελήνη
λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

Aναρίθμητοι ζουν μέσα μας,
Aν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Eίμαι μονάχα ο τόπος
όπου νιώθουν ή σκέφτονται.
Eχω περισσότερες από μια ψυχές.
Yπάρχουν περισσότερα εγώ
από το ίδιο το εγώ μου.
Yπάρχω ωστόσο
Aδιάφορος για όλους,
Tους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

Oι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Όσων νιώθω ή δε νιώθω
Πολεμούν μες σ' αυτό που 'μαι.
Tις αγνοώ.
Tίποτε δεν υπαγορεύουν
σ' αυτό που γνωρίζω πως είμαι: εγώ γράφω.

O θεός Πάνας δε πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Aπόλλωνα
τα γυμνά στήθη της Δήμητρας
Aργά ή γρήγορα θα δείτε
Nα εμφανίζεται κει
O θεός Πάνας, ο αθάνατος.
Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς
O θλιμμένος χριστιανός θεός.
O Xριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που 'λειπε.
O Πάνας συνεχίζει να δίνει
Tους ήχους από τον αυλό του
Στ' αφτιά της Δήμητρας
που καμαρώνει στους κάμπους.

Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντα λαμπροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι αιωνιότητα
και περιφρόνηση για μας,
φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα
και τις χρυσαφένιες σοδειές.
Όχι για να μας δώσουνε
Tη μέρα και τη νύχτα και το στάρι
Mα γι' άλλονε και θείο
τυχαίο σκοπό.


Βοσκός Προβάτων

Υπάρχουν ποιητές που 'ναι τεχνίτες
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!

Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!

Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...

Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.

Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...

Ανώνυμος είπε...

Από τον πρόλογο της Άννυς Σπυράκου:

Εγώ, ο εαυτός μου, εμένα πρέπει να είναι οι λέξεις που συναντά ο αναγνώστης πιο συχνά από κάθε άλλη στο έργο του Πεσσόα. Ένα εγώ-έμμονη ιδέα που βασανίζει καταρχήν την εποχή την ίδια, κι ύστερα τους σύγχρονους και συνοδοιπόρους του Πεσσόα, Μπόρχες, Βαλερύ και Πιραντέλο, το εγώ, το ανεξιχνίαστο βάθος του, η πολλαπλότητά του, η αλήθεια της ύπαρξής του. Η αναζήτηση αυτή, σαν μια ιλιγγιώδης κάθοδος στα βάθη του είναι, είναι και το κεντρικό θέμα του Βιβλίου της Ανησυχίας. «Το βιβλίο», έργο ζωής που έμεινε ατελείωτο, μα και που δεν θα μπορούσε να έχει τέλος, άρχισε να γράφεται από το 1912, αποσπασματικά και κατά περιόδους, με τη μορφή του ημερολογίου. Το σχέδιο του Βιβλίου αναθεωρήθηκε πολλές φορές, όπως και το ακριβές περιεχόμενό του -ποτέ δεν θα είμαστε σίγουροι ποια ακριβώς κείμενα προορίζονταν για το Βιβλίο-, τελικά όμως αποδόθηκε στον Μπερνάρντο Σουάρες, ένα βοηθό-λογιστή, ένα γραφιά της Κάτω Πόλης, ημι-ετερώνυμο του Πεσσόα. Ημι-ετερώνυμος γιατί στην ουσία τα κείμενα είναι αυτοβιογραφικά («… μη όντας μια προσωπικότητα δική μου, κι ούτε πάλι διαφορετική από τη δική μου, είναι ένας απλός ακρωτηριασμός της»…) και γιατί ο Σουάρες δεν διαθέτει βιογραφικά στοιχεία, μια ζωή πριν και μετά «το Βιβλίο». Βιβλίο της ανικανότητας για δράση και επαφή με τους ανθρώπους, βιβλίο της συνεχούς αυτοανάλυσης μέχρι κάποια στρώματα του είναι που ποτέ άλλοτε δεν είχαν φωτιστεί, βιβλίο μιας ζωής που δεν βιώνεται αλλά που γίνεται αντικείμενο ονείρου, μέσα σε ένα επινοημένο από τη φαντασία σύμπαν. Μια πραγματικότητα ανύπαρκτη που πάλλεται μέσα σ' έναν άνθρωπο που ζει τη μετριότητα και τη μονοτονία της καθημερινότητάς του σαν την ύψιστη έκφραση της σοφίας και της απόγνωσης. Ο Μπερνάρντο Σουάρες είναι ένας ταπεινός υπάλληλος που απλά κοιτάζει τη ζωή και βασανίζει αδιάκοπα τη σχέση της ύπαρξής του προς την πραγματικότητα. Ψάχνει αυτό που αποκαλεί, με μια έννοια ιδιόμορφη, «ψυχή του» ανάμεσα «στη ζωή και τη συνείδηση της ζωής, ανάμεσα στο είναι και την ιδέα του είναι, ανάμεσα στον εαυτό του και την ιδέα του εαυτού του, ανάμεσα στο πραγματικό που μπορεί να δει και το πραγματικό όπως το αναπαράγει μέσα στη λογοτεχνική πραγματικότητα», όπως εύστοχα παρατηρεί ο επιμελητής της ιταλικής έκδοσης Α. Ταμπούκι. Και έτσι, ανάμεσα στα ονειρικά τοπία και την άχρωμη καθημερινότητα του Μπερνάρντο Σουάρες, η αγωνία, κυρίαρχη -υπάρχει ή όχι και σε ποιον κόσμο-, γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη, όλο και πιο αποπνικτική και το Βιβλίο γίνεται το Βιβλίο της Ανησυχίας, με ένα τεράστιο άλφα στερητικό, βιβλίο της Στεναχώριας, γιατί τον Σουάρες-Πεσσόα δεν τον χωράει αυτός ο κόσμος και κανένας άλλος κόσμος, καθώς δεν βρίσκει τη θέση του στο άπειρο που ονειρεύεται.

Τα διάφορα προσχέδια του Βιβλίου της Ανησυχίας, τα κείμενα που σαφώς προορίζονταν γι' αυτό καθώς και αυτά που, από το περιεχόμενό τους, θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα του, βρέθηκαν σκόρπια στο περίφημο μπαούλο του Πεσσόα, για να θέσουν αμέσως το πρόβλημα της ταξινόμησης και της παρουσίασής τους. Στην Πορτογαλία η πρώτη πλήρης έκδοση του Βιβλίου της Ανησυχίας κυκλοφόρησε μόλις το 1982, σε επιμέλεια του Εντουάρντο Πράντου Κοέλιου. Ακολούθησε μια νέα έκδοση το 1986, σε επιμέλεια του Αντόνιο Κουάντρος που προτείνει μια διαφορετική διάταξη των κειμένων και οι δύο εκδόσεις τηρούν όμως την ίδια δομή: προηγούνται κατά χρονολογική σειρά τα κείμενα με ημερομηνία και ύστερα ακολουθούν τα κείμενα χωρίς ημερομηνία.

Για την ελληνική έκδοση ακολουθήσαμε τη λογική της ταξινόμησης του Α. Κουάντρος, χωρίς όμως να τηρήσουμε αυστηρά το διαχωρισμό ανάμεσα σε χρονολογημένα και μη κείμενα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη έκδοση, η οργάνωση του Α. Κουάντρος σέβεται -μέσα στην αποσπασματικότητά του- την ενότητα του έργου και δεν διακινδυνεύει μια θεματολογική ταξινόμηση, αφήνοντας έτσι άθικτη την ουσία των κειμένων του Πεσσόα: προτείνει μια μάλλον μορφολογική διάταξη, διακρίνοντας τα κείμενα σε λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένα, σ' αυτά που ο συγγραφέας είχε το χρόνο να ξαναδούλεψει και ενδεχομένως να αναθεωρήσει κ.ο.κ. Παραμένει ωστόσο γεγονός ότι κάθε απόπειρασυγκρότησης του Βιβλίου, όσο και να νομιμοποιείται από τη σπουδή του επιμελητή και κυρίως από την ανάγκη να δοθεί επιτέλους το έργο αυτό στους αναγνώστες, παραμένει εξ ορισμού αυθαίρετη, μια που ο συγγραφέας άφησε το έργο του ανολοκλήρωτο.

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε πως μια διαφορετική επιλογή βασισμένη σε ένα μέρος της ισπανικής μετάφρασης του Βιβλίου της Ανησυχίας κυκλοφόρησε το 1987 από τον εκδοτικό οίκο Αστρολάβος/Ευθύνη, σε επιμέλεια Κώστα Τσιρόπουλου και μετάφραση Σόνιας Κουμαντάρου.

Απολογία της μεταφράστριας

Κάθε μεταφραστής είναι εξοικειωμένος με τα χίλια δυο διλήμματα που γεννιούνται μπρος στο γοητευτικό και άχαρο έργο του. Μπροστά όμως σ' ένα κείμενο σαν κι αυτό εδώ, κείμενο ενός έμπειρου χειριστή του ποιητικού λόγου που αυτο-αναλύεται και κατεβαίνει στα έγκατα του είναι του μέσα σε μικρά πεζά δημιουργήματα, ενός συγγραφέα που παραβιάζει συντακτικούς κανόνες, εναλλάσσει απρόοπτα έννοιες και εικόνες, χρησιμοποιεί νεολογισμούς ή παραβαίνει τα όρια της σημασίας των λέξεων και ο οποίος, τέλος, καταπιάνεται με πράγματα ανείπωτα, που δεν βρίσκονται λόγια για να τα εκφράσουν, δεν απομένει στο μεταφραστή παρά να ακολουθήσει το συγγραφέα στο μονοπάτι που πρώτος και μόνος χαράζει και να προσπαθήσει να μεταγράψει πιστά το έργο -όσο είναι βέβαια δυνατό να μεταφραστεί η εκφραστική εφευρετικότητα του Φ. Πεσσόα- με την ελπίδα πως αυτές οι ηθελημένες ασυνέχειες και ασυνέπειες του λόγου δεν θα προδώσουν τη δουλειά του.

Ανώνυμος είπε...

Ένα ακόμα απόσπασμα από το Βιβλίο της Aνησυχίας με την μετάφραση της Άννυς Σπυράκου:

Δεν ξέρω τι είναι χρόνος. Δεν ξέρω ποιος είναι ο αληθινός τρόπος μέτρησής του, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, ξέρω πως η μέτρηση των ρολογιών είναι λανθασμένη: διαιρεί το χρόνο ως προς το χώρο, εξωτερικά. Ο χρόνος των συναισθημάτων ξέρω πως επίσης είναι λανθασμένος: διαιρεί όχι το χρόνο, αλλά την αίσθησή του. Των ονείρων η μέτρηση είναι σίγουρα λάθος: στα όνειρα συναντιόμαστε με το χρόνο άλλοτε με πολύ αργό ρυθμό, κι άλλοτε με φοβερή βιασύνη, κι αυτό που μέσα τους ζούμε είναι γρήγορο ή αργό ανάλογα με τη ροή ενός πράγματος που τη φύση του αγνοώ.

Πολλές φορές, μου φαίνεται πως όλα τούτα είναι ένα μεγάλο σφάλμα και πως ο χρόνος δεν είναι παρά το περίγραμμα που πλαισιώνει κάτι που του είναι ξένο. Στις αναμνήσεις που έχω από το παρελθόν, οι χρόνοι είναι ταξινομημένοι σε επίπεδα, με μία οργάνωση ολότελα παράλογη, κι έτσι με βρίσκω σε κάποιο επεισόδιο των δεκαπέντε βαρύγδουπων χρόνων μου νεότερο από ένα άλλο όπου η παιδική μου ηλικία είναι ακόμη καθισμένη ανάμεσα στα παιχνίδια της.

Η συνείδησή μου βρίσκεται σε σύγχυση όταν σκέφτομαι τα πράγματα αυτά. Υποψιάζομαι την ύπαρξη ενός σφάλματος σε όλα τούτα, ωστόσο δεν μπορώ να το εντοπίσω. Είναι σαν να συμμετέχω σε ένα είδος ταχυδακτυλουργίας, που γνωρίζω πως, εκ των πραγμάτων, θα με εξαπατήσει, χωρίς παρ' όλα αυτά να μπορώ να καταλάβω την τεχνική ή το μηχανισμό αυτής της κοροϊδίας.

Περνούν από το μυαλό μου τότε ιδέες παράλογες, που ωστόσο δεν κατορθώνω να τις απωθήσω σαν απολύτως παράλογες. Αναρωτιέμαι αν ο άνθρωπος που σκέφτεται αργά μέσα σ' ένα αμάξι που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, προχωρεί αργά ή γρήγορα. Αναρωτιέμαι αν είναι ίσες οι δύο ολόιδιες ταχύτητες με τις οποίες πέφτουν στη θάλασσα ο άνθρωπος που αυτοκτονεί κι αυτός που έχασε την ισορροπία του στην άκρη του γκρεμού. Αναρωτιέμαι αν είναι πράγματι σύγχρονες οι κινήσεις που εκτελώ στην ίδια χρονική διάρκεια, όταν καπνίζω ένα τσιγάρο, γράφω τούτη τη σελίδα ή σκέφτομαι πράγματα σκοτεινά.

Για τις δύο ρόδες του ίδιου άξονα μπορούμε να υποθέσουμε πως πάντα η μία θα είναι πιο μπροστά απ' την άλλη, ακόμη και αν πρόκειται για κάποια ελάχιστη υποδιαίρεση του χιλιοστού. Ένα μικροσκόπιο θα υπερέβαλε αυτήν τη διαφορά μέχρις ότου την εμφανίσει απίστευτη, αδύνατη θα λέγαμε, αν δεν ήταν πραγματική. Και πως να μην έχει δίκιο το μικροσκόπιο απέναντι στην τόσο αδύναμη όρασή μας; Λέτε πως όλα αυτά είναι σκέψεις άχρηστες. Το ξέρω. Θεωρητικές αυταπάτες. Συμφωνώ. Τι είναι όμως αυτό το πράγμα που μας μετράει χωρίς μέτρο και μας σκοτώνει χωρίς να υπάρχει; Αυτές τις στιγμές, που πια δεν ξέρω αν ο χρόνος υπάρχει ή δεν υπάρχει, τον νιώθω σαν άνθρωπο και θέλω να κοιμηθώ.

Κ.σ-Μ. είπε...

H Νανά Ησαΐα για το Βιβλίο της Ανησυχίας:

Η Μαρία Παπαδήμα στην εισαγωγή, όπως και στο επίμετρο, μας δίνει πλήθος πληροφοριών. Ειδικά στο επίμετρο βρίσκουμε συγκεντρωμένα όλα τα κομμάτια που έγραψε για τον έρωτα ο Πεσσόα στο Βιβλίο της Ανησυχίας, στα οποία υπό τον τίτλο «Οπτικός εραστής» αντιμετωπίζουμε μία από τις πιο παράδοξες αντιλήψεις για τον έρωτα. Δεν τον ενδιαφέρει, λέει, η ψυχή, γιατί η ψυχή είναι πάντα ίδια, μόνο το εξωτερικό της περίβλημα έχει σημασία γι' αυτόν. Τον ενδιαφέρει η εικόνα του άλλου προσώπου. Θα μπορούσε να πει κανείς, η εικονική πραγματικότητά του.

Τελειώνοντας θα ήθελα να παραθέσω ένα στίχο του: «Μέσα μου ό,τι αισθάνεται πρέπει να σκέφτεται». Αυτό το αυστηρό «πρέπει» ίσως να εξηγεί πολλά.

Το ΒΗΜΑ, 23/06/2002,