Henri Moreau (Βέλγιο)
Η επιστροφή της στην Αθήνα την τοποθετεί στο ίδιο απαισιόδοξο σκηνικό. Πότε με την Ντόρα, πότε με την Ευαγγελία αναζητά την οικογενειακή ζεστασιά, αφού τα μηνύματα από τη δουλειά της είναι απογοητευτικά. Δουλεύει περιστασιακά. Τέλος του 1959 θα δουλέψει για λίγο στην Ιερά Οδό με το Μίμη τον Ξαπλαντέρη.
Αμέσως μετά συναντιέται στο πάλκο με την Ανθούλα Αλιφραγκή, γύρω στο 1960, στο μαγαζί του Ρουβά, στη Βουλιαγμένης.
«Τη σεβάστηκα, της έδωσα την καρέκλα μου» λέει η Ανθούλα Αλιφραγκή. «“Αυτή η καρέκλα είναι δική σου”» της είπα. “Εγώ θα κάτσω δίπλα σου”. [...] Δεν τα δεχόταν αυτά , ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Και τρελή μ’ έλεγε. Θυμάμαι, λοιπόν, ένα βράδυ, στο μαγαζί που δουλεύαμε μαζί, είχε έρθει μια φίλη της και καθόταν στο μπροστινό τραπέζι. Δίπλα καθόταν μια ανδροπαρέα, που κοίταζε την κοπέλα που καθόταν μόνη της. Την ώρα που τραγούδαγε η Σωτηρία, σταματάει και λέει: “Βρε παλιοπούστηδες, γιατί κοιτάτε την γκόμενά μου;” Και γίνηκε της τρελής. Ένα μαγαζί με οχτακόσια άτομα άρχισαν να βαράνε ο ένας τον άλλο. Αυτή σηκώθηκε και την έσπασε στο ξύλο τη Σωτηρία. Προσβλήθηκε δήθεν από τη συμπεριφορά της Σωτηρίας. Τη βουτάω κι εγώ και της λέω: “Έλα εδώ, μωρή, ποια είσαι εσύ που δέρνεις τη Σωτηρία; Eίσαι ο μάγκας της εσύ; Αυτή σε ταΐζει, σε ποτίζει κι εσύ τη χτυπάς;”. Kαι τότε ο ιδιοκτήτης της λέει: “Να φύγεις. Μου χάλασες το μαγαζί Σαββάτο βράδυ”».
Έχασε τη δουλειά της, αλλά λίγο την ενδιέφερε. Ήταν εντάξει με τον εαυτό της. Δεν παρίστανε τη μάγκισσα. Ήταν.
Αυτό που περνούσε από το μυαλό της καρφωνόταν περήφανο στα χείλη της. Δεν καταλάβαινε από κομψότητες. Οι συμπεριφορές του σαλονιού ήταν για τα σαλόνια. Στο δικό της σαλόνι κυριαρχούσε ο αυθορμητισμός.
Σοφία Αδαμίδου: Σωτηρία Μπέλλου, Πότε ντόρτια πότε εξάρες – Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας (Πατάκης)
Η επιστροφή της στην Αθήνα την τοποθετεί στο ίδιο απαισιόδοξο σκηνικό. Πότε με την Ντόρα, πότε με την Ευαγγελία αναζητά την οικογενειακή ζεστασιά, αφού τα μηνύματα από τη δουλειά της είναι απογοητευτικά. Δουλεύει περιστασιακά. Τέλος του 1959 θα δουλέψει για λίγο στην Ιερά Οδό με το Μίμη τον Ξαπλαντέρη.
Αμέσως μετά συναντιέται στο πάλκο με την Ανθούλα Αλιφραγκή, γύρω στο 1960, στο μαγαζί του Ρουβά, στη Βουλιαγμένης.
«Τη σεβάστηκα, της έδωσα την καρέκλα μου» λέει η Ανθούλα Αλιφραγκή. «“Αυτή η καρέκλα είναι δική σου”» της είπα. “Εγώ θα κάτσω δίπλα σου”. [...] Δεν τα δεχόταν αυτά , ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Και τρελή μ’ έλεγε. Θυμάμαι, λοιπόν, ένα βράδυ, στο μαγαζί που δουλεύαμε μαζί, είχε έρθει μια φίλη της και καθόταν στο μπροστινό τραπέζι. Δίπλα καθόταν μια ανδροπαρέα, που κοίταζε την κοπέλα που καθόταν μόνη της. Την ώρα που τραγούδαγε η Σωτηρία, σταματάει και λέει: “Βρε παλιοπούστηδες, γιατί κοιτάτε την γκόμενά μου;” Και γίνηκε της τρελής. Ένα μαγαζί με οχτακόσια άτομα άρχισαν να βαράνε ο ένας τον άλλο. Αυτή σηκώθηκε και την έσπασε στο ξύλο τη Σωτηρία. Προσβλήθηκε δήθεν από τη συμπεριφορά της Σωτηρίας. Τη βουτάω κι εγώ και της λέω: “Έλα εδώ, μωρή, ποια είσαι εσύ που δέρνεις τη Σωτηρία; Eίσαι ο μάγκας της εσύ; Αυτή σε ταΐζει, σε ποτίζει κι εσύ τη χτυπάς;”. Kαι τότε ο ιδιοκτήτης της λέει: “Να φύγεις. Μου χάλασες το μαγαζί Σαββάτο βράδυ”».
Έχασε τη δουλειά της, αλλά λίγο την ενδιέφερε. Ήταν εντάξει με τον εαυτό της. Δεν παρίστανε τη μάγκισσα. Ήταν.
Αυτό που περνούσε από το μυαλό της καρφωνόταν περήφανο στα χείλη της. Δεν καταλάβαινε από κομψότητες. Οι συμπεριφορές του σαλονιού ήταν για τα σαλόνια. Στο δικό της σαλόνι κυριαρχούσε ο αυθορμητισμός.
Σοφία Αδαμίδου: Σωτηρία Μπέλλου, Πότε ντόρτια πότε εξάρες – Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας (Πατάκης)
8 σχόλια:
Πρόκειται για την δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2005 από τον εκδοτικό οίκο Πατάκη. Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1998 από τον εκδ. οίκο Λιβάνη-Νέα Σύνορα
Για την παρουσίαση του βιβλίου, ο εκδ. οίκος Πατάκη, επέλεξε στίχους της ίδια της Σωτηρίας Μπέλλου:
Κανένας δε μου έφταιξε
στις μαύρες συμφορές μου
τα ανοιχτά τα χέρια μου
τι τα 'χω και παλεύω
Το ξερό μου το κεφάλι
μ' έφερε σ' αυτό το χάλι
Ας ήμουνα λίγο σφικτή
φίλοι να τα κρατούσα
τη φτώχεια να χαιρέταγα
μποέμικα να ζούσα
Τώρα που φύγαν τα λεφτά
μου 'ρθε ο νους κι η γνώση
μα είναι πια πολύ αργά
κι ας το 'χω μετανιώσει
Σ.Μ.
Από την Αυγή, 16-3-06
Γράφει η Βιβή Ζωγράφου
Η δύσκολη μα συναρπαστική ζωή της Μπέλλου ξεδιπλώνεται μέσα σε ένα πλούσιο δημοσιογραφικό υλικό.
Το βιβλίο της Σοφίας Αδαμίδου αναπτύσσεται σαν μεγάλο ρεπορτάζ, όπου μοντάρονται μαρτυρίες, γνώμες, περιστατικά καταχωρημένα με χρονολογική σειρά.
Η Αδαμίδου έχει το πλεονέκτημα ότι γνώρισε την Μπέλλου εν ζωή και της ανέθεσε η ίδια τη συγγραφή της βιογραφίας της. Το βιβλίο πλημμυρίζει από την παρουσία της Μπέλλου και αναδεικνύει επιτυχώς τη στάση της ζωής της. Καταφέρνει να δώσει την εικόνα της και να κάνει τον αναγνώστη να την αγαπήσει, να εκτιμήσει τη φωνή της και να επιθυμήσει να ακούσει ξανά τις ερμηνείες της, ανατρέχοντας στην δισκογραφία της.
Τα αφηγηθέντα γεγονότα είναι χαρακτηριστικά και ανακαλούν τις νοοτροπίες και το κλίμα της κάθε δεκαετίας. Οι κρίσεις εκ μέρους της συγγραφέως δεν είναι πάντα απαραίτητες, αν και πράγματι είναι περιορισμένες. Συχνά, εξαιτίας της ποιητικής τους χροιάς, αιωρούνται ασαφείς ή έστω μεταφυσικές μέσα σε μια πολύ "γήινη" αφήγηση.
Η μελέτη του πολιτισμού με αφορμή τη ζωή ενός καλλιτέχνη, ίσως είναι μια επιστημονική δουλειά που χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας και από άλλες ειδικότητες, δεδομένου ότι συχνά, όταν ένας δημοσιογράφος μπαίνει μέσα σε ένα τόσο πλούσιο υλικό που απαρτίζεται από δεκάδες αφηγήσεις και μνήμες, καταπιάνεται κυρίως με το να ταξινομήσει το υλικό του και να του δώσει μια μορφή. Στο τέλος, υπό το βάρος του υλικού που έχει αναπλάσει, το έχει τόσο οικειοποιηθεί, που πολύ δύσκολα μπορεί να βγει από αυτό για να το δει με το βλέμμα του ιστορικού ή του κριτικού -κάτι που τελικά το κάνει, διαβάζοντας τα καταγεγραμμένα γεγονότα, ένας "υποψιασμένος" αναγνώστης.
Είναι ωστόσο σημαντικό να διασώζονται μέσω της γραφής τα βιωμένα περιστατικά από τις ζωές των καλλιτεχνών μας, παλαιότερων εποχών, και οι μαρτυρίες ανθρώπων που δεν θα είναι πάντα εν ζωή, έτσι ώστε να διατηρηθεί η μνήμη σε ένα πρώτο επίπεδο.
Η Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε μια πραγματική, σχεδόν εκ γενετής ρεμπέτισσα. Όλες οι πράξεις της, όπως διαπιστώνουμε από τη βιογραφία της, πήγασαν από μια ανταρσία, η οποία μοιάζει να είναι το αποκλειστικό της κίνητρο παντού: στον έρωτα, στο χρήμα, στις συνεργασίες, στην υγεία της. Υπάρχει όμως μάλλον μια αμφίδρομη σχέση με το ρεμπέτικο: η φτώχεια και ο πόνος που προκαλούν οι ανθρώπινες σχέσεις "γράφουν" στίχους, δεν παύουν όμως τα τραγούδια αυτά να "δένουν" τον ερμηνευτή τους με έναν ασυμβίβαστο τρόπο ζωής, από τον οποίο δύσκολα παίρνει διαζύγιο.
Η Μπέλλου, όπως και άλλοι καλλιτέχνες του αναστήματός της, μπορούν να ξεσκεπάσουν με την αυθεντικότητά τους το "δήθεν", ιδιαίτερα των σημερινών λόγιων ακροβασιών.
Η Σοφία Αδαμίδου γράφει στο βιβλίο της για την Σωτηρία Μπέλλου:
«Η εκρηκτική προσωπικότητα, η μοναδικότητα του ταλέντου της και ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της δοκιμάζουν το συναίσθημα και τη λογική και επιβάλλουν τη μεγάλη ευθύνη που μου χάρισε η φιλία μας. Το γεγονός ότι μου εμπιστεύτηκε τη συγγραφή της βιογραφίας της με επιφορτίζει μ’ ένα χρέος τιμής προς τη μνήμη της, αλλά και με ένα χρέος ειλικρίνειας προς τους αναγνώστες. Ένα χρέος που θα εξοφληθεί μόνο
με την καταγραφή της αλήθειας των γεγονότων τα οποία συνθέτουν το μύθο της Σωτηρίας Μπέλλου».
(radiorainbow.gr)
* *
H Σοφία Αδαμίδου γεννήθηκε στη Χαραυγή Κοζάνης. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθήνας, του Τμήματος Διοίκησης και Οικονομίας του ΤΕΙ Αθήνας και του Κολεγίου Δημοσιογραφικών Σπουδών. Έχει άδεια δικηγόρου, αλλά δεν ασκεί το επάγγελμα. Εργάζεται, 15 χρόνια, ως δημοσιογράφος του καλλιτεχνικού τμήματος του Ριζοσπάστη και τα τελευταία χρόνια και στην τηλεόραση του 902. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε επίσης στην ΕΤ1, στη ΝΕΤ και στον ΑΝΤ1. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: "Υπάρχει μια χώρα που σου μοιάζει" (εκδόσεις "Δελφοί") και "Στην αγορά του χρόνου ανειδίκευτη" (εκδόσεις "Έψιλον").
(perizitito.gr)
Από τον Ριζοσπάστη
Κυριακή 19 Φεβρ. 2006
«Θα σας πω μια ιστορία
πως στο λαϊκό τραγούδι
η μεγάλη μας κυρία
είναι η Μπέλλου Σωτηρία».
…
Μια βραδιά, γύρω στα τέλη του 1992, ένας δικός μας, αγαπημένος άνθρωπος, η άξια συντάκτρια του «Ρ», Σοφία Αδαμίδου, πρωτοπλησίασε δημοσιογραφικά το αθάνατο, μοναδικό γυναικείο φαινόμενο του λαϊκού μας τραγουδιού, τηn Σωτηρία Μπέλλου. Συν τω χρόνω «κέρδισε» την εκτίμηση και τη φιλία της, τόσο που το 1997 να της αναθέσει τη συγγραφή της περιπετειώδους ανθρώπινης και καλλιτεχνικής ζωής της. Ζωή γεμάτη βάσανα, τραύματα, μα και «θάματα», μιας ανθρώπινης φύσης «εκρηκτικής», ανυπότακτης, καθ' όλα και αδιαπραγμάτευτα ελεύθερης και μιας ψυχής που έγινε «φωνή λαού», συμπυκνώνοντας τους αγώνες, τους καημούς και τους πόθους του, τις ήττες και τις νίκες του, τις λύπες και χαρές του, τους θρήνους και τα γλέντια του. Μια φωνή, που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό - λαϊκό και έντεχνο - τραγούδι του 20ού αιώνα.
Η βιογραφία (382 σελίδες), συγκροτημένη σε 23 πυκνογραμμένα και πλούσια σε πληροφορίες κεφάλαια, ξεφυλλίζοντας «τα χειρόγραφα της μοναξιάς της μεγάλης κυρίας του ελληνικού τραγουδιού», ξεκινώντας από τον τραυματισμένο πόθο της για μητρότητα, παρακολουθεί το βιο - εργογραφικό «ταξίδι» της «συννεφιασμένης ψυχής» της και κλείνει με πλήρη δισκογραφία από το 1951 έως το 1993 και τους χειρόγραφους στίχους της για το τραγούδι «Αμ, είμαι εγώ μποέμισσα», (σε μουσική δική της) ηχογραφημένο το 1961.
Από τον Ριζοσπάστη
27 Αυγούστου 2000
…
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στα Χάλια (Δροσιά) Χαλκίδας. Το πρώτο ερέθισμα ν' ασχοληθεί με το τραγούδι τής δόθηκε σε ηλικία δέκα χρόνων, βλέποντας τη Σοφία Βέμπο να πρωταγωνιστεί στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου (29.10.40) θα βρεθεί στην Αθήνα, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης. Αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλιές, ενώ οι πολιτικές της πεποιθήσεις την οδηγούν να διακινεί κρυφά το «Ριζοσπάστη». Παράλληλα, παίζει κιθάρα και τραγουδά σε ταβέρνες. Συλλαμβάνεται, γιατί έκλεψε μια κουραμάνα. Αργότερα συμμετέχει στα Δεκεμβριανά και τραυματισμένη στο χέρι ξανασυλλαμβάνεται. Αποφυλακίζεται μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Μετά την Απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφούν μαζί δύο τραγούδια (τα πρώτα της), «Οταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο». Η επιτυχία μεγάλη, την καθιερώνει ως λαϊκή τραγουδίστρια. Μετά τη φυγή της από του «Τζίμη του Χοντρού» πηγαίνει στου «Παναγάκη», στην οδό Αλκαμένους, με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Εκεί τους συναντά ο νεαρός τότε Μάνος Χατζιδάκις και τους ζητά να εμφανιστούν στο «Μουσούρη», όπου αποθεώνονται. Τα χρόνια ακμής του κλασικού λαϊκού τραγουδιού τη βρίσκουν στο ζενίθ της καριέρας της. Ολα τα μαγαζιά τη ζητάνε. Περιζήτητη είναι και στη δισκογραφία. Ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση πολλά τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Καλδάρα, Καπλάνη κ.ά. Ανάμεσά τους τα «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάτω απ' το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Σαν απόκληρος γυρίζω» κ.ά.
Στεκόταν σαν παλικάρι απέναντι σε ό,τι δεν ταίριαζε με τα «θέλω» της. Δε χρωστούσε σε κανέναν τα «πρέπει» των άλλων. Εκείνη είχε τα δικά της. Η ζωή ήταν δική της και θα την υπερασπιζόταν, θα τη ζούσε όπως εκείνη ήθελε και μπορούσε. Ηθελε να είναι υπεύθυνη για τα δικά της λάθη και όχι για εκείνα που κάποιοι με τα δικά τους μάτια τα έβλεπαν λάθος. Ηθελε να μετανιώνει γι' αυτά που έκανε και όχι για όσα δεν έκανε.
Με την παρακμή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού (αρχή δεκαετίας '60) η καριέρα της γνωρίζει κάμψη. Ακολουθεί το περιθώριο και ο αγώνας της επιβίωσης. Ο αλκοολισμός, η ανεργία, η φτώχεια την οδηγούν σε ψυχιατρική κλινική. Μόλις στάθηκε στα πόδια της, μετά τη νοσηλεία της, προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλιές. Από κεριά στις εκκλησίες μέχρι πλύσιμο πιάτων σε ταβερνάκια στο Περιστέρι για ένα πιάτο φαγητό. Στη δουλιά ξαναβγαίνει το '63. Θ' ακολουθήσει η επανεμφάνισή της στη δισκογραφία και η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, στο «Χάραμα».
Μπορεί να ήταν η «αρχόντισσα του ρεμπέτικου», αλλά η Σωτηρία Μπέλλου το ίδιο ανεπανάληπτα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού. Εχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη κ.ά., δε δίστασε να καταθέσει - με εξαιρετική επιτυχία - τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά.
…
Από τον Ριζοσπάστη
Κυριακή 25 Αυγούστου 2002
Ντόμπρες κουβέντες ... χωρίς κρυμμένα μυστικά
«Θα γίνω τραγουδίστρια»
«Μ' αρέσουν οι ντόμπρες κουβέντες και οι ντόμπροι άνθρωποι», έλεγε. «Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που προσπαθούν να σε κολακέψουν. Εγώ ήμουν πάντα η απλή Σωτηρία και δε σηκώνω ψευτιές και υποκρισίες». Ασυμβίβαστη σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης η Σ. Μπέλλου γεύτηκε τους γλυκούς μα και πικρούς «καρπούς» αυτής της στάσης ζωής. Και αυτό φάνηκε από πολύ νωρίς. Το παιδί που μαγευόταν από τις «φωνές των ψαλτάδων» έδωσε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας τη δύσκολη μάχη, διεκδικώντας το δικαίωμα να γίνει τραγουδίστρια. «Μια φορά, έλεγε, με πήρε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και με πήγε στον κινηματογράφο να δω ένα έργο, την "Προσφυγοπούλα", που έπαιζε η μεγάλη Βέμπο. Τι ήταν να δω τη Βέμπο, ξετρελάθηκα μαζί της και με τη μανία που είχα για τα τραγούδια, δε σταμάταγα όλη μέρα να τραγουδάω όλα τα τραγούδια της Βέμπο. Είχαμε στο σπίτι ένα μεγάλο καθρέφτη, πήγαινα συνέχεια κι έπαιρνα πόζες, τραγούδαγα, έκανα τα σχέδια της Βέμπο. Η μητέρα μου η μακαρίτισσα μ' έδερνε κάθε μέρα. "Τι είναι αυτά; Τραγουδίστρια θα σε κάνουμε"; μου έλεγε αυστηρά. "Ναι. Θα γίνω τραγουδίστρια. Εχεις κανένα πρόβλημα"; της απαντούσα πεισματικά εγώ. Και δος του και με έδερνε». Ανυποχώρητη στην απαίτησή της αποκτά την πρώτη της, πολυπόθητη κιθάρα, στα 13 της χρόνια, ενώ σε λίγους μήνες ζητά από τον πατέρα και της παίρνει δάσκαλο στο σπίτι για να μάθει μουσική. Οι καβγάδες, όμως, δε σταμάτησαν σχεδόν ποτέ στο σπίτι. Οι δίψες της αναμετριούνται διαρκώς με τα «δεν πρέπει» και κουβεντιάζουν με θυμό τις αντιθέσεις της.
[….]
Με τον Τσιτσάνη
Η Κατοχή σημαδεύει την ψυχή της. «Το μαρτύριο της κατοχής δεν μπορώ να το ξεχάσω», έλεγε. «Θυμάμαι τα φρικτά μπουντρούμια της οδού Μέρλιν. Οσοι ακούνε για τα υπόγεια αυτά τους πιάνει τρόμος, γιατί όλοι ξέρουν ή έχουν ακούσει τι γινόταν εκεί. Εγώ τα έζησα. Είκοσι χρονών κοριτσάκι. Πήγα να κλέψω μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο επειδή πεινούσα. Μ' άρπαξαν, με σπάσανε στο ξύλο και με πήγαν στα μπουντρούμια. Με χτύπησαν πρώτα με τον υποκόπανο και μετά, που με πήγαν εκεί, συνεχίστηκε το ξύλο. Με σακάτεψαν. Μετά από βασανιστήρια πολλά με πήγαν στον ανακριτή. Κατάλαβαν ότι δεν ήμουν επικίνδυνη, με είδαν μικρή κοπέλα και συνεσταλμένη και με άφησαν. Και το περισσότερο που με άφησαν το οφείλω σε έναν Ιταλό, που λεγόταν Τζιοβάνι. Αυτός με συμπάθησε, με λυπήθηκε και έτσι με άφησαν. Θυμάμαι πώς με κοίταγε. Κατ' ευθείαν στα μάτια. Ετσι τέλειωσε το μαρτύριο της Μέρλιν».
«Συνέχιζα να πηγαίνω με την κιθαρίτσα μου τα βράδια σε καμιά ταβερνούλα και μάζευα κανένα ψιλό. Αλλες φορές πούλαγα παστέλια. Εκανα κάποιες οικονομίες και πήγα και νοίκιασα μόνη μου ένα δωματιάκι. Ηθελα να φύγω από το σπίτι του Δήμου. Μπορεί να είχαμε σχέση αλλά δεν ήθελα να γίνομαι βάρος σε κανέναν. Και στη συνέχεια από μια ταβέρνα, του "Καλλέργη", ενός κρητικού, στα Εξάρχεια, ξεκίνησε η ιστορία μου στο τραγούδι».
«Μόλις με άκουσε ο Καπετανάκης, εκείνο το βράδυ, τρελάθηκε», έλεγε πάντα γεμάτη περηφάνια. «Πού ήσουνα βρε κορίτσι μου εσύ; μου είπε. Και επειδή ήταν φίλος του Τσιτσάνη μου υποσχέθηκε ότι θα του μίλαγε για μένα, όπως και έγινε λίγο αργότερα. Είχα ενθουσιαστεί με την ιδέα ότι θα μπορούσα να γίνω τραγουδίστρια. Αγαπούσα υπερβολικά το τραγούδι και επιτέλους ίσως μου δινόταν η ευκαιρία να ασχοληθώ επαγγελματικά και με τον Τσιτσάνη κιόλας ακόμη μεγαλύτερη χαρά». Ο Καπετανάκης πράγματι, όπως της το είχε υποσχεθεί μίλησε στον Τσιτσάνη. Ενα βράδυ πήγε, λοιπόν, ο Καπετανάκης με τον Τσιτσάνη στην ταβέρνα, για να τη δει και να την ακούσει. «Τα μάτια, τα δικά σου μάτια» ήταν «το τραγούδι που με άκουσε ο Τσιτσάνης. Ε, αυτό ήταν. Δώσαμε ραντεβού και οι τρεις στου Καπετανάκη το σπίτι. Εχει το μπουζούκι μαζί του ο Βασίλης και αρχίζει να παίζει διάφορα τραγούδια από διαφορετικούς τόνους, για να βρει το δικό μου τόνο. Ετσι, λοιπόν, έφτιαξε ένα δίσκο για μένα ο Βασίλης με δύο τραγούδια. Το "Οταν πίνεις στην ταβέρνα" με στίχους του Τσιτσάνη και "Το παιδί που είχες φίλο" με στίχους του Καπετανάκη».
«Με βοήθησε πολύ, είχα πάρει δρόμο, κάθε τραγούδι που κάναμε με το Βασίλη ήταν και επιτυχία. Γι' αυτό θα λέω πάντα ότι χρωστάω πολλά, πάρα πολλά, στον Τσιτσάνη. Οταν μιλάμε για συνθέτες και για δεξιοτέχνες του μπουζουκιού πρέπει να μιλάμε πρώτα για τον Τσιτσάνη». «Εκείνα τα χρόνια ήταν αλλιώς. Κάθε τραγουδιστής ή τραγουδίστρια θεωρούνταν ότι δεν ήταν ηθικώς εντάξει. Ετσι και ο πατέρας μου φοβόταν πάντα τι θα έλεγε ο κόσμος για την κόρη του... Λίγα είχε ακούσει ο Τσιτσάνης που του σούρανε επειδή τόλμησε να βάλει μια γυναίκα στο πάλκο, δηλαδή εμένα και στη συνέχεια τόσες άλλες, που ακολούθησαν; Μέχρι τότε είχαν τα πρωτεία οι μάγκες επειδή ήταν άντρες. Και; Λιγότερο άντρας μπορεί να είναι μια γυναίκα με τσαγανό και αξιοπρέπεια; Βέβαια δεν ήταν όλες οι γυναίκες έτσι, αλλά όσες είχαν τσαμπουκά τους ενοχλούσε. Τους χαλούσε τη μαγιά. Υπήρχαν πολλοί βρωμεροί που τους την έδινε το ότι δε σήκωνα πολλά - πολλά. Γιατί δε σήκωνα. Ημουν πάντα ατίθαση εγώ. Ελεγα τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη. Και την ατιμία δεν τη συγχώρεσα ποτέ».
…
Από το Ποντίκι, 30.8.2007
Η «μούσα» του Τσιτσάνη και τόσων άλλων λαϊκών συνθετών, από τις κορυφαίες αυθεντικές ερμηνεύτριες του λαϊκού μας τραγουδιού, η Σωτηρία Μπέλλου (1921-1997) σφράγισε με τη μοναδική, δωρική, ντούρα λαϊκή φωνή της δεκάδες μουσικές δημιουργίες. Η φωνή της επί μισό περίπου αιώνα έδωσε φτερά σε δεκάδες τραγούδια.Οι ερμηνείες της δυνατές, συγκλονιστικές, δεν περιορίστηκαν στο να ψυχαγωγήσουν, αλλά κατάφεραν να συνεπάρουν, αγγίζοντας πολύ συχνά ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις.
Ασυμβίβαστη, με αγωνιστική διάθεση, δέθηκε με τον λαό, όχι μόνο μέσα από τα τραγούδια της αλλά και με κοινούς αγώνες. Στεκόταν σαν παλικάρι απέναντι σε ό,τι δεν ταίριαζε με τα «θέλω» της. Δεν χρωστούσε σε κανέναν τα «πρέπει» των άλλων. Η ζωή ήταν δική της και θα την υπερασπιζόταν, θα τη ζούσε όπως εκείνη ήθελε και μπορούσε. Ήθελε να είναι υπεύθυνη για τα δικά της λάθη και όχι για εκείνα που κάποιοι με τα δικά τους μάτια τα έβλεπαν λάθος. Ήθελε να μετανιώνει γι’ αυτά που έκανε και όχι για όσα δεν έκανε. Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα της, τα πάθη, όπως τα ζάρια, για τα οποία ποτέ δε μετάνιωσε, έδιναν συχνά λαβές για σχόλια. Στη βιογραφία της ρεμπέτισσας που έχει επιμεληθεί η Σοφία Αδαμίδου «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» (εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη) διαβάζουμε: «Όσα χρήματα και να έβγαζε, τα έριχνε όλα στα ζάρια. Και έβαζε πολλά λεφτά. Οι λίρες με τη χούφτα κάθε βράδυ. Δεν ήταν λίγες οι βραδιές που η κιθάρα της κόντευε να σπάσει από το βάρος, αφού τη γέμιζαν λίρες οι πελάτες πάνω στο κέφι τους και για τις παραγγελιές. (...) Έλπιζε διαρκώς ότι θα κερδίσει. Όχι για να γίνει ξαφνικά πλούσια. Άλλωστε πλούσια υπήρξε πολλές φορές, αλλά η φτώχεια φαίνεται πως την προτιμούσε. Η φτώχεια της κάποιες φορές ήταν αποτέλεσμα της τρύπιας τσέπης». Όσα κέρδιζε η Σωτηρία Μπέλλου τα «έσπρωχνε» κάθε βράδυ στα «κόκαλα». Μάλιστα το όνειρό της ήταν, αν ποτέ κέρδιζε πολλά λεφτά, πέρα από τις αγαθοεργίες που θα έκανε και την οικονομική βοήθεια προς την ανιψιά της, τα υπόλοιπα να τα έπαιζε.
Ήθελε να την αγαπούν γι’ αυτό που ήταν. Όσοι της έδιναν αγάπη την κέρδιζαν για πάντα. Ωστόσο η Σωτηρία Μπέλλου ήξερε να εκτιμά, να αγαπά, ακόμη και να συγχωρεί αυτούς που την πίκραναν. Η Λήδα Πρωτοψάλτη θα υποδυθεί τη Σωτηρία Μπέλλου στον ομώνυμο θεατρικό μονόλογο που βασίζεται στο βιβλίο της Αδαμίδου, η οποία υπογράφει και το θεατρικό κείμενο. Το ανέβασμα συμπίπτει με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τον θάνατό της. Η σκηνοθεσία είναι του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου, ενώ στην παράσταση θα πάρουν μέρος μια τραγουδίστρια και μια μικρή λαϊκή ορχήστρα, καθώς επίσης και δυο ηθοποιοί σε βουβούς ρόλους.
Για την πρώτη έκδοση του βιβλίου από τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη, έγραψε ο Ριζοσπάστης την Πέμπτη 21 Μάη 1998:
Βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου
Θα μπορούσαμε να πούμε απερίφραστα ότι η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου από τη Σοφία Αδαμίδου με τίτλο "Πότε ντόρτια πότε εξάρες",είναι υποδειγματικά διακριτική και αληθινή. Η Σ. Αδαμίδου, που γνώρισε από κοντά τη χαρισματική, μοναδική στο είδος της, τραγουδίστρια, δεν έπεσε στη συναισθηματική παγίδα, που πέφτουν συνήθως οι βιογράφοι. Χωρίς εξάρσεις, υπερβολές, μελοδραματισμούς, αφήνει την ίδια την Μπέλλου να "μιλήσει" και με την ξεχωριστή φωνή της να μας ξεναγήσει στον κόσμο της. Να αφηγηθεί τα νεανικά της χρόνια στη Χαλκίδα κοντά στους γονείς της (όσο κι αν φαίνεται περίεργο, πολλοί αναρωτιούνταν "είχε γονείς, σπίτι, σύζυγο, αδέλφια, η Μπέλλου;).
Η Σ. Μπέλλου ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, με τον ευθύ αλλά ατίθασο χαρακτήρα της, τις δυστροπίες, τις καλοσύνες, τις αντιφάσεις της να καταγράφονται με λεπτότητα, τρυφερότητα και χιούμορ. Η γυναίκα που έκαψε τον άνδρα που την απάτησε, η κόρη που είπε "όχι" στις επιταγές του πατέρα της και της μικρής κοινωνίας. Η τραγουδίστρια που δε δίστασε να αρνηθεί να τραγουδήσει του "Αετού τον γιο", να τα βάλει με εφτά άντρες. Η γυναίκα, που ξυλοκοπήθηκε από ασφαλίτες και συναδέλφους της, δεν είναι άλλη από την πολυσύνθετη και ιδιότυπη προσωπικότητα που σφράγισε με τη φωνή της μια ολόκληρη εποχή. Ο αναγνώστης ξαναζεί, ή γνωρίζει, αλησμόνητες στιγμές των δεκαετιών του '40, του '50, του '60. "Ακούει" το ρεμπέτικο να βγαίνει από την απαγόρευση, που του είχε επιβάλλει η αστική κοινωνία και να θριαμβεύει. Η Αθηνα, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, αυτά τα"λαϊκά" ιερά τέρατα, είναι οι ήρωες αυτής της ιστορίας, που, καθώς τη διαβάζουμε δε θέλουμε να τελειώσει και είναι σα ν' ακούμε την ιδιαίτερη φωνή της Μπέλλου να τραγουδά: "Μ' αεροπλάνα και βαπόρια /και με τους φίλους τους παλιούς/ τραγουδάμε στα σοκάκια / αλλά εσύ δε μας ακούς". Σημειώνουμε ότι την καλαίσθητη έκδοση συμπληρώνουν σπάνιες, ανέκδοτες φωτογραφίες της Μπέλλου, πλάι σε πολιτικά πρόσωπα, που σημάδεψαν την ιστορία μας.
Τιτίνα Δανέλλη
Δημοσίευση σχολίου