Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

No 249

O ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Είσαι ένα μικρό, μαδημένο τριαντάφυλλο
σε αδειασμένο λουτήρα

Μια πεσμένη καρέκλα, ή απλά, ένα φύσημα
πίσω από μια άσπρη κουρτίνα

Είσαι η στάχτη στο βαθύ σου ξημέρωμα
σωριασμένη σε χίλια κεντίδια

Είσαι ένα σώμα από αίμα και αλάβαστρο
καμωμένο για εφήβους και νήπια.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Ωδές στον πρίγκιπα (Ύψιλον)

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Έζησα πιστεύοντας στην απόλυτη ελευθερία της βούλησης... Έζησα πιστεύοντας ότι μπορούμε τελικώς να κάνουμε ό,τι θέλουμε προκειμένου να ολοκληρώσουμε την προσωπικότητά μας μέσα σε ένα κοινωνικό δεδομένο... Βασικά, τώρα πια ξέρω ότι η άσκηση της ελευθερίας της βούλησης έχει να κάνει με μια αλυσίδα μικροκαταναγκασμών... Δυστυχώς η ελευθερία της βούλησης δεν περνάει πάντα μέσα από τις ιδανικότερες συνθήκες..."

(Από συνέντευξή του στο Βήμα)
~~~~~~~~~~~~

Τώρα επιστρέφω

Τώρα επιστρέφω στο δικό σου σώμα
στην αίσθηση μιας ξαφνικής καλοκαιριάς
που καθυστέρησε ραγίζοντας το τζάμι.

Τώρα επιστρέφω στην ανάγκη να μιλήσουμε
όσο ποτέ, μακραίνοντας την τρυφερή αναμονή
διακριτικά καθώς εκείνοι που μας έλειψαν
ή γίναν διάφανοι απ' την πολλή τη χρήση.

Και περιμένω διακλαδίζοντας το αίμα μου
σε μια ακατάσχετη ροή στο ίδιο τέλμα.

Ανώνυμος είπε...

Modus vivendi

Ν' αφήνεσαι ράθυμα στο ρεύμα της θάλασσας, να λιμνάζεις
σε τόπους που πρόσκαιρα αγάπησες ή ν' αναλώνεσαι
διαγνώνοντας άσκοπα αθεράπευτες περιπτώσεις.

Να προσμένεις μιαν άνοιξη πως τάχα πλησιάζει
με τη νωχέλεια ηλιόλουστης μέρας που ξάφνου ναυάγησε
μες στις κατάφωτες παραθαλάσσιες κωμοπόλεις.

Να' σαι κατάμονος κι όμως κρυμμένος σε χίλιες καρδιές
να περάσεις στο αίμα αυτών που σ΄αγκάλιασαν πρόσκαιρα
να πληθαίνεις.

~~~~~~~~~~~~

«Στον προσεκτικό αναγνώστη αυτό φαίνεται καθαρά... Στα ποιήματά μου το "εγώ" και το "εσύ" είναι το ίδιο πρόσωπο»

* * *

«Οι ποιητές δεν θέλουν χώρο... Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη... Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα»

(από την ίδια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο Βήμα)

Ανώνυμος είπε...

Aπό την ίδια ποιητική συλλογή (Ωδές στον πρίγκηπα)

Πρίγκηπα η μέρα αργοσβήνει
Πρίγκηπα, η μέρα αργοσβήνει στις χιονισμένες πλαγιές
κι εσύ οδεύεις ψηλότερα. Τα χέρια σου αγκάλιασαν
το τιμόνι. Τα μάτια σου πάγωσαν λίμνες και δάση
κοιτούν κουρασμένα τις άσπρες κορυφογραμμές
ώσπου ο ουρανός ν’ αστράψει τη νύχτα της Γέννησης
χρωματιστά παιδάκια στη δακρυσμένη σου σκέψη

Κι εμένα με στέλνεις στις λασπωμένες ακτές. Να εξάψω
τις φωλιές της αντίστασης στα χωριά και στα πνεύματα
μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Μεθυσμένος
από μιας ολονυχτία σε μισοφώτιστα μπαρ
να ορκιστώ πίστη κι ύστερα να πεθάνω
για σένα

Πρίγκηπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας σου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης
δόξας με πήραν τ’ αναφιλητά
το αίμα σου μας δόθηκε, Πρίγκηπα, δε μας ανήκει

Ανώνυμος είπε...

Από την Οδό Πανός - τ.65, Ιαν. 1993

Γράφει ο Τάσος Κόρφης

ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

(Ματιές στη ζωή και την ποίηση του Αλέξη Ασλάνογλου)

Ο Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από γονείς μικρασιάτες. Τελείωσε το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης με καθηγητή τον Θέμελη, παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Γαλλικό Λύκειο και, αργότερα, πήρε το πτυχίο του από το τμήμα γαλλικής φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή.

Εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, στα γράμματα το 1952 με το μικρό ποιητικό του μονόπρακτο «Θάλασσα και συγχρονισμός», που κυκλοφόρησε σε λίγα πολυγραφημένα αντίτυπα, δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού «Διαγώνιος» του 1961 και, τελικά, εκδόθηκε το 1991 απο τις εκδόσεις «Ύψιλον». Με το περιοδικό «Διαγώνιος» συνεργάστηκε τακτικά στην πρώτη και δεύτερη περίοδο, με ποιήματα, μικρά πεζά, δοκίμια, άρθρα καί σημειώματα.

Από διάφορα κομμάτια του μονόπρακτού του και μερικούς παλαιότερους στίχους, ο Ασλάνογλου σχημάτισε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Δύσκολος θάνατος», ποιήματα περιόδου 1946-1953, έκδοση «Κοχλία», Θεσσαλονίκη 1954. Ακολούθησαν ο «Θάνατος του Μύρωνα», εκδόσεις «Διαγωνίου» 1960, που τον επέβαλλε στους μεταπολεμικούς ποιητές, τα «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», εκδόσεις «Διαγωνίου» 1963, τα «44 ποιήματα», επιλογή 1946-1964, εκδόσεις «Διαγωνίου» 1970, το «Νοσοκομείο εκστρατείας», ποιήματα 1964-1972, ιδιωτική έκδοση 1972, και το «Αργό πετρέλαιο», ποιήματα 1971-1974, εκδόσεις «Πολύτροπον», Αθήνα 1974.

Αμέσως μετά ο ποιητής επεξεργάστηκε, αναθεώρησε και συμπλήρωσε τα ποιήματα των παραπάνω συλλογών του και τα συγκέντρωσε στην εκδοση «Ο δύσκολος θάνατος», που κυκλοφόρησε το 1978 από την «Εγνατία» και αργότερα, σε δεύτερη εκδοση, από τη «Νεφέλη». Το 1981 αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα τις « Ωδές στον πρίγκηπα», που είχε γράψει από το καλοκαίρι του 1971 ως το φθινόπωρο του 1975 (εκδόσεις «Ύψιλον», β' έκδοση 1991), το 1987 τα «Τρία ποιήματα», λυρικά πεζά, συμπληρώματα των ποιητικών συλλογών του (εκδόσεις «Νεφέλη») και το 1991 μια σειρά δημοσιογραφικών κειμένων με τον τίτλο «Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα».

Αυτό είναι ως σήμερα το πρωτότυπο έργο του Ασλάνογλου, έργο μιας ζωής, υπάρχει όμως και το μεταφραστικό. Η αισθαντική προσέγγισή του στις «Εκλάμψεις» του Ρεμπώ, με τις επιτυχημένες αντιστοιχίες και τις ευτυχισμένες εκδοχές που, χωρίς να προδίδουν το κείμενο, το μεταφέρουν ολοζώντανο στη γλώσσα μας.

Στα γυμνασιακά του χρόνια, οι καθηγητές του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης απόρησαν όταν ο νεαρός Νίκος Ασλάνογλου, επηρεασμένος από τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι και, προπάντων, από τον Αλέξη Καραμαζώφ, τον Αλιόσα, θέλησε ν' αλλάξει τ' όνομά του από Νίκος σε Αλέξης. Ο καθηγητής, μάλιστα της ψυχολογίας τον έθεσε, αμέσως υπό παρατήρηση.

Κι όμως ύστερα από τόσα δύσκολα χρόνια και τόσους μεστούς από καημό στίχους, πόσο φυσική μου φαίνεται αυτή η μετονομασία. Εκεί, στο βάθος της ψυχής του Αλιόσα υπήρχε το πάθος που ζητούσε καταφύγιο στη θρησκεία και την ταπείνωση. Κι εδώ, σε μιαν άλλη ψυχή, το δέος του θανάτου όδηγεί και πάλι στην αφοσίωση και την ταπείνωση, μέσω του έρωτα. Μιά κοινή επιθυμία, η επιθυμία της προσφοράς συνδέει αυτούς τους ανθρώπους.

Απροσάρμοστοι και οι δύο, μέσα σ' ένα κόσμο, που καιροφυλαχτεί να τους αρπάξει ό,τι με κόπο προσπαθήσανε να διαφυλάξουνε, την παιδική τους αθωότητα, γονατίζουνε, ύστερα από ένα πολύχρονο, σκληρό αγώνα, όχι για να υποταχτούνε σε κάποιου είδους συμβιβασμό, αλλά για να ταπεινωθούνε και να δεχτούνε το μαρτύριο σαν λύτρωση.

Είναι, λοιπόν, φυσικό που στον Ασλάνογλου, οι υπαρξιακές ανησυχίες, χωρίς να υποχωρούν, περιβάλλονται το μανδύα της ταπείνωσης, η αρπαγή μεταβάλλεται σε προσφορά, ο αισθησιασμός σε εναγώνια αντίδραση προς το θάνατο.

Ζωή σπαταλημένη από μια πάσχουσα υπερευαισθησία δεν υποχωρεί σε κανενός είδους «βόλεμα». Ο ποιητής μαζεύει τα ράκη του από τίς εκρήξεις για να ριχτεί σε μια καινούρια έκρηξη, «σπαταλάει το σώμα του ασταμάτητα» κοιτάζοντας εκστατικός «το ράγισμα στην αίσθηση του κόσμου» η «την παιδική του σάρκα μες στα περασμένα: μια σαστισμένη, τρυφερή, ομιλία». Ο κόσμος του δονείται από μια ολόψυχη κι ολόσωμη ένταση γι' ανάλωση κι αυτοκαταστροφή μ' ένα λυγμό που δεν ξέρεις αν είναι ερωτική κραυγή ή μοιρολόι. Απελπισμένες επικλήσεις προς το τυχαίο, ταυτίσεις με τα ερείπια, γήπεδα ρημαγμένα, ολόκληρος ο απολογισμός μιας νυχτερινής περιπέτειας - άσκοπης για τους πολλούς, βάλσαμο για την περίλυπη ψυχή του - δονούν τη γεμάτη ελικρίνεια ποίησή του, αυτή τη μουσική «μιας φυσαρμόνικας μέσα στην κατεδάφιση».
...

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.