Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2005

No 240

Image Hosted by ImageShack.usSalvador Dalí(Ισπανία)

Μέσα σ’ ένα χρόνο είχα φύγει από το Σαν Φραντσίσκο κι είχα έρθει στο Παρίσι. Εκεί πήγα να δω την κυρία Στάιν που είχε γυρίσει στο μεταξύ στο Παρίσι κι εκεί στο σπίτι της συνάντησα τη Γερτρούδη Στάιν,. Με εντυπωσίασαν η κοραλένια καρφίτσα που φορούσε και η φωνή της. (….) Μ’ αυτό τον τρόπο άρχισε η νέα γεμάτη ζωή μου.

Γερτρούδη Στάιν : Η αυτοβιογραφία της Άλις Τόκλας (Οδυσσέας)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

H Aυτοβιογραφία της Άλις Μπ. Τόκλας γράφτηκε το 1933 από την Γερτρούδη Στάιν και αποτελεί σα βιβλίο μια ακόμη από τις παραξενιές που έκαναν διάσημη τη συγγραφέα του. Γράφει δηλαδή η ίδια την ...«αυτοβιογραφία» ενός προσώπου, που στάθηκε σύντροφός της μέχρι το θάνατό της.

Ολόκληρο το βιβλίο αποτελεί ένα πανόραμα του Παρισιού της εποχής στο οποίο κινούνται ο Πικάσο, ο Ματίς, η Μαρί Λωρανσέν και άπειροι ακόμα ζωγράφοι με τους οποίους η Γερτρούδη είχε φιλίες ζωής. Από την άλλη, περνούν απ’ το σαλόνι της όλοι οι Αμερικανοί που είναι περαστικοί απ’ το Παρίσι: Χέμινγουαίη, Σέργουντ Άντερσον, και δεκάδες ακόμη, διάσημοι και μη. Μια γραφή που στην αρχή ξενίζει και αμέσως μετά γοητεύει. Λιτή αλλά γεμάτη παραδοξολογίες.

Να πως κλείνει το βιβλίο με τα λόγια της Άλις Μπ. Τόκλας υποτίθεται: «Πριν από έξι βδομάδες η Γερτρούδη Στάιν είπε, δεν μου φαίνεται πως πρόκειται να γράψεις ποτέ σου εκείνη την αυτοβιογραφία. Ξέρεις λοιπόν τι θα κάνω. Θα σου την γράψω εγώ. Θα τη γράψω όσο απλά έγραψε και ο Ντεφόε την αυτοβιογραφία του Ροβινσώνα Κρούσου. Και την έγραψε και νάτη»

Η Γερτρούδη Στάιν (1874 – 1946) γεννήθηκε στο Αλεγκένι της Πενσυλβάνιας και ακολούθησε σπουδές πειραματικής ψυχολογίας. Το 1903 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο και εγκαθίστατι, μαζί με τον αδελφό της Λέο, στο Παρίσι. Φιλότεχνη και συλλέκτις έργων τέχνης, γρήγορα συγκεντρώνει στο σαλόνι της τα πιο διάσημα ονόματα καλλιτεχνών της εποχής. Άλλα έργα της: «Τρεις ζωές» (1909), «Τρυφερά Κουμπιά» (1914), «Γεωγραφία και Θεατρικά» (1922), «Η δημιουργία των Αμερικανών» 1925, κ.ά.

Ανώνυμος είπε...

Από τον πρόλογο του μεταφραστή

Σε κάποιο έργο της η Γερτρούδη Στάιν εξομολογείται: «Πάντα μ' ενοχλούσε που το αμερικανικό κοινό ενδιαφερόταν περισσότερο για μένα και λιγότερο για το έργο μου». Και παρόλο που αυτό δεν είναι εκατό τοις εκατό αληθινό, δείχνει κατά κάποιον τρόπο πόσο το φαινόμενο Γερτρούδη Στάιν επηρέασε και σημάδεψε το ξημέρωμα του εικοστού αιώνα, ανοίγοντας καινούργιους δρόμους για μιαν ολόκληρη γενιά λογοτεχνών.
[...]
Ο Αντρέ Μωρουά λέει γι αυτήν: «Μέσα στην παγκόσμια σύγχυση (τα χρόνια του πολέμου κι εκείνα που ακολούθησαν μετά) η Γερτρούδη Στάιν δεν έχασε την εξυπνάδα της' διατήρησε την ποιητική της αίσθηση κι επιπλέον την αίσθηση του χιούμορ που την διέκρινε... Η πρωτοτυπία των ιδεών, η εσκεμμένη ιδιοτροπία των συγκρίσεων, η έλλειψη επιτήδευσης στον τόνο, σε συνδυασμό με το βάθος της σκέψης, τις επαναλήψεις, την απουσία των σημείων στίξεως, όλα εκείνα που στην αρχή εκνευρίζουν τον αναγνώστη, τον πείθουν στο τέλος τόσο που τα πιο ορθόδοξα συγγραφικά στυλ του φαίνονται ανούσια. Η Γερτρούδη Στάιν χαρακτηρίστηκε δύσκολη συγγραφέας. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει ούτε μια φράση που να μην μπορεί να την κατανοήσει μια μαθήτρια δεκάξι χρονών»

Και ο Σέργουντ Άντερσον σημειώνει: «Βάζει τη μια λέξη δίπλα στην άλλη, συσχετίζει τον έναν ήχο με τον άλλο, αναζητώντας τη γεύση, τη μυρωδιά, το ρυθμό της κάθε λέξης. Προσπαθεί να κάνει για τους συγγραφείς του αγγλικού μας λόγου κάτι που πιθανόν να γίνει καλύτερα κατανοητό μετά από καιρό, και δε βιάζεσαι. Δουλεύει κανείς με τις λέξεις και θα προτιμούσε τις λέξεις που έχουν μια γεύση στα χείλη, κάποιο άρωμα για τη μύτη, λέξεις θορυβώδεις που μπορεί να τις ρίξει κανείς μέσα σε ένα κουτί και να τις ταρακουνήσει, προκαλώντας έναν έντονο κουδουνιστό ήχο, λέξεις που, ιδωμένες πάνω στην τυπωμένη σελίδα, καθηλώνουν το μάτι, λέξεις που σαν ξεπηδούν απ' την πένα μπορεί να τις αγγίξει κανείς με τα δάχτυλα όπως θα χάιδευε το μάγουλο ενός αγαπημένου. Κι εκείνο που πιστεύω εγώ, είναι πως αυτά τα βιβλία της Γερτρούδης Στάιν αναδημιουργούν, κατά μία πολύ κυριολεκτική έννοια, τη ζωή με λέξεις».

Μίνα Δαλαμάγκα
(1980)