Ψηλός, κομψός, με μονόκλ, μαύρα μαλλιά με χωρίστρα από τη μια πλευρά, ο αγγλόφιλος Άλβαρο ντε Κάμπος, πτυχιούχος στη Γλασκώβη και απράγμων δανδής στη Λισσαβώνα, είναι, μεταξύ των επινοημένων προσώπων του Πεσσόα, εκείνος που είχε την πιο αληθινή ζωή. (…)
Τοέργο του είναι ταυτόχρονα και μια βιογραφία, και για να κατανοήσει κανείς το πρόσωπο είναι αναπόφευκτο να το μελετήσει και από τη βιογραφική του σκοπιά. Ακόμα και η «παρουσία» του όμως έχει την πυκνότητα αληθινής ζωής’ στις ψυχολογικές του αιτιάσεις το πλάσμα Κάμπος μάς εκπλήσσει και μας αποπροσανατολίζει γιατί είναι εκείνος, ανάμεσα σε όλους τους ετερώνυμους, που περισσότερο διασταύρωσε τη φτιαχτή ζωή του με την αληθινή ζωή του δημιουργού του, και μερικές φορές επιβλήθηκε σε αυτήν, υφαίνοντας έναν καμβά γεμάτο παραπομπές, υποκαταστάσεις, εναλλαγές ρόλων. Για παράδειγμα, μάθαμε πρόσφατα από την ιδιωτική αλληλογραφία του Πεσσόα ότι ο Κάμπος παρενέβη δραστικά στη σχέση ανάμεσα στον Πεσσόα και την Οφέλια Κεϊρός’ κι ότι, ακόμα και αν δεν υπήρξε η αιτία, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο το όργανο που συνέβαλε στη διάλυση του αρραβώνα: ήταν αυτός που, έπειτα από επαναλαμβανόμενες «οχλήσεις», ανέλαβε την ευθύνη να γράψει στην Οφέλια και να την πείσει, έστω με όχι σοβαρά επιχειρήματα, να πάψει να σκέφτεται πλέον τον Φερνάντο (επιστολή της 25.9.1929).
Αν στη συνέχεια βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα από την (πειστικότατη) υπόθεση που έχει διατυπώσει ο Ζόρζε ντε Σένα, ότι δηλαδή ο Κάμπος επιλέχτηκε από τον Πεσσόα ως οχληρό στοιχείο ακριβώς επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, τότε ο ρόλος του στην ερωτική ιστορία γίνεται ακόμα πιο ασυνήθιστος, αφού έρχεται να συγκροτήσει, έστω και με ασυνήθιστο τρόπο, την Τρίτη πλευρά του κλασσικού τριγώνου.
Antonio Tabucchi: Η νοσταλγία του πιθανού. Γραπτά για τον Φερνάντο Πεσσόα (Άγρα)
3 σχόλια:
Η παρουσίαση του βιβλίου από το site του Ελευθερουδάκη
Από τα δοκίμια που ο Αντόνιο Ταμπούκι έχει κατά καιρούς γράψει, στο ελληνικό κοινό είναι γνωστό μόνο το δοκίμιο Η γαστρίτιδα του Πλάτωνα γύρω από την ευθύνη των διανοουμένων. Ο Ταμπούκι υπήρξε για πολλά χρόνια καθηγητής Πορτογαλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σιένα, και στην ιβηρική λογοτεχνία έχει αφιερώσει πολλές μελέτες, κυρίως για τη μπαρόκ και τη σύγχρονη εποχή. Μεταξύ άλλων υπήρξε ένας από τους πρώτους μελετητές του Φερνάντο Πεσσόα, του οποίου το έργο μετάφρασε, μόνος ή με τη σύζυγό του Μαρία Ζοζέ ντε Λανκάστρε, ήδη από το 1970, όταν στην Ευρώπη ο μεγάλος Πορτογάλος ποιητής ήταν ακόμα άγνωστος.
Το βιβλίο αυτό συγκεντρώνει τα γραπτά που ο Ταμπούκι αφιέρωσε στον ποιητή αυτόν που σήμερα θεωρείται μια από τις ιδιοφυϊες της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Τα γραπτά αυτά ανήκουν σε δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους -τα τελευταία είναι από ένα βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει μόνο στα γαλλικά, και ανήκουν σε μια περίοδο όπου ο Ταμπούκι δίδαξε σε ένα Πανεπιστήμιο του Παρισιού.
Πρόκειται για κείμενα που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο για την ερμηνεία του Πεσσόα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα εκεί όπου ο Ταμπούκι εξηγεί ότι η ετερωνυμία δεν είναι ένα παιχνίδι, όπως πίστευε ένα τμήμα της κριτικής εκείνης της εποχής, αλλά ότι πρέπει να τη δούμε στο πλαίσιο του 20ού αιώνα, σε σχέση με τον Πιραντέλλο και τον Τζόυς και τον Ματσάντο, καθώς και με τη μεγάλη προβληματική του φροϋδιανού "εγώ".
~~~~~~~~~~~~
Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη (2007) σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη
Από το ΔΙΑΒΑΖΩ - τ.390, Νοε.1998
Γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης
Μπορεί να πει κανείς ότι κάθε κριτική για τον Φερνάντο Πεσσόα περισσεύει, αφού έχει κάνει ο ίδιος προκαταβολικά την κριτική του προσδοκώντας το μέλλον με άγχος άνευ προηγουμένου. Υπήρξε ένας μέσα σε πολλούς και πολλοί μέσα σε έναν, έτσι ώστε να υπάρξουν σχόλια επί σχολίων του έργου του μέσα στα ίδια ποιήματα του και τα πεζά του από τους ίδιους του, τους εαυτούς των ετερωνύμων.
Από το πιο ψηλό παράθυρο του σπιτιού μου
μ' ένα άσπρο μαντήλι αποχαιρετώ
τους στίχους μου που φεύγουν προς την ανθρωπότητα
(Αλμπέρτο Καέιρο, Ο Φύλακας των Κοπαδιών, ποίημα 48)
Ο Πεσσόα είναι ίσως ο πρώτος σύγχρονος και μοντέρνος ποιητής με αντιφατικά πολυστοχαστικό περιεχόμενο.
Με το ένα ή τον άλλο τρόπο
κατά πως τυχαίνει να βγει ή να μη βγει
μερικές φορές έχοντας τη δυνατότητα να λέω ότι σκέφτομαι
κι άλλες φορές λέγοντας τα άσχημα ή ακάθαρτα
εξακολουθώ να γράφω τους στίχους μου άθελα μου
σαν το γράψιμο να μη γινόταν από χειρονομίες
σαν να 'ταν το γράψιμο ενός γεγονός που συμβαίνει
σαν να δίνομαι στον ήλιο απέξω.( )
(Ποίημα 46, της ίδιας ενότητας)
Ο Πεσσόα έχει προβλέψει τα πάντα, τους επαίνους και τις αντιρρήσεις για το έργο του με τρόπο τελείως αυτοαναιρετικό. Ο μηδενισμός του που συνδέει τις " περσόνες" των ετερωνύμων κυριαρχεί παρ' όλες τις υμνητικές στιγμές ενθουσιασμού, που δεν είναι βέβαιο αν είναι ή δεν είναι παρωδιακές μάσκες, θέατρο. Εκείνο που είναι μόνιμο στην πεσσοϊκή γραφή είναι ο διαλογισμός, ή διάλογος με τον εαυτό του
Οι αρχαίοι καλούσαν τις μούσες
Εμείς καλούμε τον εαυτό μας
(3 Γενάρη 1935)
Ενώ το υποκείμενο των ποιημάτων εξομολογείται, εξορκίζει, διαλαλεί, εξοργίζεται, μετανιώνει, ταπεινώνεται, κατηγορεί, εξευτελίζει, όλα μάταια γιατί δεν υπάρχει ανταπόκριση απ' την παράξενη αυτή μούσα. Κι όταν ο αφηγητής του ποιήματος κοιτάει μες στο πηγάδι και φωνάζει ένα " ααα" ελπίζοντας ν' ακούει μιαν ηχώ, χωρίς ν' αναδίδεται τίποτα.
"Μόνο θολό ένα πρόσωπο
Που πρέπει να 'ναι το δικό μου αφού δεν
μπορεί να 'ναι κανενός άλλου…"
" Τι Μούσα!" , επαναλαμβάνει στο τέλος του ποιήματος.
Ο Πεσσόα αυτό-αποδομείται διαρκώς στα ποιήματα του προλαβαίνοντας τις αναιρετικές και δυσμενείς κριτικές και τις ευνοϊκές. Είναι ο δημιουργός και ο επικριτής του συνάμα, με μια πυκνότητα κι επιμονή που μοιάζει αυτοκαταστροφική. Κι όμως δεν αποκλείεται αν είναι ένα ρητορικό τέχνασμα για να περάσει η ποίηση του στο κοινό του μέλλοντος.
Στις αγορές του μέλλοντος- ίδιες με τις
δικές μας- ποια ελιξίρια θα πουλιούνται με
φωνές του δρόμου;
Η φιλομεταφυσική κι αντιμεταφυσική ιδιοτυπία που δημιουργεί τη λεγόμενη από τους Άγγλους παραδοξολογική επινόηση (Conceit). Το κυρίαρχο ποιητικό τέχνασμα της Αναγέννησης, που όμως διαφοροποιείται από την κλασική αυτή παράδοση μιας μπαρόκ γραφής, με το πεσσοϊκό ύφος. Αφενός διαλύεται η μορφή του κλασικού στίχου. Πότε μακραίνει, πότε μικραίνει, η ομοιοκαταληξία λείπει.
Δεν μ' ενδιαφέρουν οι ρύμες.
Σπάνιες φορές.
Υπάρχουν δυο δέντρα ίδια,
το ένα δίπλα στο άλλο…
(Ποίημα 14 του Α. Καέιρο)
Αν ο Αλμπέρτο Καέιρο εμφανίζεται να αποκλείει τα πάντα, τη μεταφυσική, την έμπνευση, το μυστήριο, και γράφει μια γυμνή ποίηση, ο Αλβάρο ντε Κόμπος τα εναγκαλίζεται όλα, όπως ο Ουόλτ Ουίτμαν, με τη μόνη διαφορά πως ο Αλβάρο ντε Κόμπος είναι απαισιόδοξος. Πρόκειται για αντιφατικά ρητορικά τεχνάσματα.
Λίγο μ' ενδιαφέρει
Λίγο μ' ενδιαφέρει τι Δεν ξέρω.
Λίγο μ' ενδιαφέρει
(Ασύνδετα Ποιήματα)
Κι ενώ ο Καέιρο δε σκοτίζεται για τίποτα, ο Αλβάρο Ντε Κόμπος σκοτίζεται για τα πάντα. Είναι ακόρεστος.
Λατρεύω όλα τα πράγματα
Κι καρδιά μου είναι ένα καταφύγιο ανοιχτό όλη τη νύχτα
Έχω για τη ζωή ένα ακόρεστο ενδιαφέρον
Που ψάχνει να την καταλάβει νιώθοντας τη βαθιά
Αγαπάω τα πάντα ζωντανεύω τα πάντα, τα κάνω όλα ανθρώπινα
Τους ανθρώπους, τις πέτρες, τις ψυχές, τις μηχανές.
Για να μεγαλώσω μ' αυτά την προσωπικότητα μου
Αλβάρο ντε Κάμπος
Ο Πεσσόα είναι ένας φυγόκεντρος ποιητής που γυρίζει γύρω γύρω από τον εαυτό του σαν σβούρα. Έχει κανείς την εντύπωση ότι θέλει να απαγκιστρωθεί από την υποκειμενικότητα του. Το κάνει συστηματικά με πείσμα και με ότι μέσα μπορεί να εφεύρει. Το θέμα της ανυπαρξίας μες στη ζωή, κατάγεται από τα δράματα του Ίψεν και του Τσέχοφ, και περνάνε στον πρώτο Τζόις των " Δουβλινέζων" και συγχωνεύονται κατόπιν στον " Οδυσσέα" , όπου αλλάζουν χροιά γιατί αρχίζει να κυριαρχεί η γλώσσα. Ο Πεσσόα κινείται στο ίδιο κλίμα αλλά αρχίζει κι αυτός να χρησιμοποιεί παρωδιακά στοιχεία, να υπονομεύει τον φουτουρισμό και την προσήλωση του στην ταχύτητα, τον πόλεμο και γενικά στα αρσενικά πρότυπα επιθετικής ενέργειας, καθώς και το συμβολισμό του τέλους του 19ου, με τα κλαυθμηρίσματα του. Η απαγκίστρωση του Πεσσόα από το " θέμα" είναι μια σημαντική στροφή της μοντερνιστικής ποίησης προς μια έμφαση στη γλωσσική λειτουργία, έναν νιτσεϊσμό χωρίς μεταφυσική.
Αλήθεια, ψέμα, βεβαιότητα, αβεβαιότητα
ο τυφλός στο δρόμο εκεί πέρα ξέρει κι
αυτός τις λέξεις…
(Ασύνδετα Ποιήματα)
Και πιο πέρα κάνει μια διαπίστωση που χτυπάει στην καρδιά της μεταφυσικής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει μια μεταφυσική χωρίς μεταφυσική.
Φυλακή του Είναι, πως θα λυτρωθούμε από σένα,
φυλακή της σκέψης, πως θα ελευθερωθούμε από σένα.
Αλβάρο ντε Κάμπος
Κι αλλού στο ποίημα της 3 Φεβ. 27.
" Και μεταφυσικές χαμένες στις γωνίες
των καφενείων όλου του κόσμου…"
Σ' ένα άλλο κομμάτι από το ποίημα 1 Μαρτίου 1917:
Η ψυχή μου με πυρώνει σαν να 'ταν ένα χέρι οργανικό
Σκοντάφτω σ' όλους τους περαστικούς στο δρόμο
Ανάμεσα σε μένα και το εξοχικό μου
Υπάρχει λιγότερο από ένα τρένο, ένα αμάξι, μια απόφαση να φύγω
Έτσι μένω, μένω
είμαι αυτός που θέλει πάντοτε να φύγει
και πάντοτε μένει, πάντοτε μένει, πάντοτε μένει
ως τον θάνατο του μένει, ακόμα κι αν φεύγει
μένει, μένει, μένει
(Το πέρασμα των Ωρών)
Πιστεύω πως το αίσθημα της παραλυσίας που το συναντούμε στους Πορτογάλους, τους Ιρλανδούς και τους Έλληνες, δεν είναι τυχαίο. Τρεις χώρες μικρές περιθωριοποιημένες, που έχουν χάσει τη δύναμη τους, ή την ανεξαρτησία τους, οι δυο μετααποικιακές, εξωθημένες σ' έναν επαρχιωτισμό καμιά πολιτική και οικονομική εξάρτηση, όπου εκδηλώνονται υπερεθνικισμοί παραληρηματικοί, κι αυταρχικά καθεστώτα, χώρες που έχουν χάσει τη βούληση τους ν' αλλάξουν. Ο Τζόις ονομάζει αυτή την κατάσταση "η καφετιά παράλυση" στους " Δουβλινέζους" , και παρόμοιες δηλώσεις υπάρχουν στον Καρυωτάκη στο ποίημα " Πρέβεζα" , και το απόσπασμα αυτό του Πεσσόα είναι χαρακτηριστικό της ίδιας " συλλογικής" ψυχικής κατάστασης. Μάλιστα στην Ιρλανδία, ο Σάμουελ Μπέκετ, θα κάνει αυτή την παράλυση της θέλησης το κεντρικό θέμα του έργου του. Ακόμα κι ο σκεπτικισμός, η ειρωνεία κι απαισιοδοξία του Καβάφη κατάγεται απ' το ίδιο συλλογικό σύνδρομο της μετααποικιακής κατάστασης. Του Πεσσόα η ιδιοσυγκρασία είναι περισσότερο κυκλοθυμική. Από την έξαρση περνάει σχεδόν αμέσως στης κατάθλιψη χωρίς ενδιάμεσο. Η σωτηρία του είναι μια μακρινή φωνή απ' έξω. Στο ποίημα που έχει τίτλο 11 Μαΐου 1928, γράφει:
Στο τιμόνι της Chevrolet, στο δρόμο προς τη Σίντρα
Στο φεγγαρόφωτο και στ' όνειρο στον έρημο δρόμο
Μοναχός οδηγώ, οδηγώ σχεδόν αργά, και λίγο
Μου φαίνεται ή λίγο πιέζομαι να μου φανεί
Ότι ακολουθώ άλλο δρόμο, σ' άλλο όνειρο σ' άλλο κόσμο…
Ότι ακολουθώ χωρίς να 'χω αφήσει πίσω μου
τη Λισσαβώνα ή να 'χω να πάω στη Σίντρα
Ότι ακολουθώ, και τι άλλο μπορώ να κάνω
παρά να μη σταματώ, αλλά να ακολουθώ.
Το απόσπασμα αυτό με τις αντιφάσεις του και την επιθυμία φυγής- μετακίνησης, και συγχρόνως την ανικανότητα κίνησης, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό καφκικό σύνδρομο εφιαλτικής ακινησίας. Όμως ο αφηγητής παλεύει να υπερνικήσει την αδράνεια και να πάει μπροστά αλλά και προς τι, αφού θα μετανιώσει σε λίγο που δεν έμεινε στη Λισσαβώνα. Κι εδώ μπαίνει το υπαρξιακό στοιχείο όπως θα δούμε παρακάτω.
Υπάρχει όμως και η υποψία ότι, όταν ο Πεσσόα με το ετερώνυμο Αλβάρο ντε Κόμπος, αναφέρεται στην ταχύτητα των μηχανικών μέσων μεταφοράς, υπονομεύει τη φουτουριστική ιδεολογία της μηχανής και της ταχύτητας:
Έλα , Εε Εε, αυτοκίνητο, αεροπλάνο, αγωνία μου
Ταχύτητα, ενσωματώσου σ' όλες τις ιδέες,
Συγκρούσου με όλα τα όνειρα και σύντριψε τα
Τσουρούφλισε όλα τα ανθρώπινα και χρήσιμα ιδεώδη
Αναποδογύρισε όλα τα φυσιολογικά,
ευπρεπή, συνομολογημένα αισθήματα,
Άρπαξε, καθώς γυρίζεις το ιλιγγιώδες και βαρύ τιμόνι σου,
Τα σώματα όλων των φιλοσοφιών, τα τεχνάσματα όλων των ποιημάτων
Πλήγωσε τα και μείνε μόνος, αφηρημένο τιμόνι στον αέρα
Μεταλλική διέγερση, υπέρτατος, άρχοντας της ευρωπαϊκής ώρας
(Το πέρασμα των Ωρών)
Το απόσπασμα αυτό συνδέεται θεαματικά με την αυτοκινητάδα προς τη Σίντρα, και εδώ οι προτροπές απηχούν πιστά, και υπερβολικά ακόμα τους φουτουριστές, αλλά με κάποια υπονομευτική πρόθεση και καταλήγουν σε μια δήλωση ανεξαρτησίας όπου μόνος ρίχνεται σε μια Βαλπουργκις Ναχτ, με μια καβαλαρία μαγισσών, όπου ο ποιητής αυτοχαρακτηρίζεται ως:
"Το ελαστικό μου Είναι, έλασμα, βελόνα και ανυπομονησία"
Κι εδώ φαίνεται ότι ο Πεσσόα συνειδητά ακολουθεί τη μόδα, των Φουτουρο-Νταντά του 1910-18, αλλά την παραλλάζει και την ιδιοποιεί τονίζοντας το μηδενιστικό κι αντιφατικό στοιχείο που ενυπάρχει σ' όλα τα κινήματα, αλλά και τα " κινήματα της ψυχής" , όπως λέει ο δικός μας ποιητής. Ο Πεσσόα αυτά δεν τα καταργεί κι έτσι γίνεται ο πρόδρομος μιας άλλης πρωτοπορίας, εκείνης του υπαρξιακού παραλόγου, που εμφανίστηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τους Μπέκετ, Ιονέσκο, Πίντερ, το Νέο Γαλλικό Μυθιστόρημα κ.ο.κ.
Το πεσσοϊκό άγχος της προσδοκίας προβλέπει ένα μέλλον τραγικό που δεν πρόλαβε να το ζήσει, αλλά που κιόλας προσπαθεί να το εξορκίσει, να το προλάβει με κάποιο έργο ώστε να το ιδιοποιηθεί, τουλάχιστο με το έργο του.
Παλαιότερες καταχωρήσεις για τον Fernando Pessoa
- Η «Θαλασσινή Ωδή» και άλλα ποιήματα: No 212
- Αντίνοος: No 328
- Πίσω από τις μάσκες - Σημειώσεις ενός λαθρεπιβάτη της ζωής: No 329
- Εγώ και οι «άλλοι»: No 330
- Το βιβλίο της ανησυχίας: No 331
- Ποιήματα: Νο 415
- Λογοτεχνικά δοκίμια: No 428
Δημοσίευση σχολίου