Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

No 495

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Η αρχαιότης βοά
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ομοφυλόφιλη τέχνη. Υπάρχουν καλά ή κακά ποιήματα. Καλά ή κακά έργα. Αυτό που κομίζουν οι καλλιτέχνες είναι το αντικείμενο τους, το έργο τους, και όχι οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Ο Καβάφης πρωτίστως είναι μεγάλος ποιητής. Όταν κάποτε ρώτησαν τον Τσαρούχη αν είναι ομοφυλόφιλος απάντησε: «όχι περισσότερο από τους άλλους Έλληνες». Και μόνο ότι είσαι Έλλην, είσαι ελεύθερος να είσαι ό,τι θέλεις. Τα αντίθετα δεν έχουν νόημα. Η αρχαιότης βοά. Κανενός είδους σεξουαλικότητα δεν σε κάνει καλύτερο. Ίσως κυκλοφορεί ο μύθος ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι περισσότερο ευαίσθητα άτομα. Αυτό ισχύει για όλους. Η Σαπφώ όταν έγραψε τα ποιήματά για τις φίλες της έκανε όπως αισθανόταν. Δεν απολογούνταν. Αλλιώς, θα της είχαν στήσει δικαστήριο οι εξουσίες της εποχής. Ούτε ο Καβάφης απολογείται. Άλλωστε και ο Καβάφης και ο Χριστιανόπουλος και ο Ασλάνογλου, όπως και τα ποιήματά μου, διαβάζονται περισσότερο από γυναίκες, μανάδες.
Τώρα, αν κάποιοι βρίζουν, αυτό δεν είναι παράξενο. Όπως βρίζουν και τους χοντρούς και τους κοντούς και αυτούς που έχουν λάδια στο πουκάμισό τους. Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κατηγορούν αυτό που στην πραγματικότητα θέλουν να κάνουν οι ίδιοι.

Γιώργος Χρονάς: Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου (Οδός Πανός)

5 σχόλια:

ReyCorazón είπε...

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Τι ανόητα και θριαμβικά που λαλούν αυτά τα κοκόρια της οδού Αισχύλου. Ανεβασμένα πάνω σε καφάσια, πίσω από αυλές' κάτω από κλειστά παράθυρα αναγγέλλουν την άφιξη της κάθε νέας αυγής. Κι όχι μόνο.
Και τα πολύχρωμα φτερά τους πώς λάμπουν στον Ήλιο. Η Σελήνη πώς τα κάνει να ξαγρυπνούν. Είμαστε τώρα, μια στιγμή κι έπειτα σκότος, σαν να διαλαλούν.
Ακούστε μας πώς δηλώνουμε την ύπαρξή μας. Σταθείτε μια στιγμή να μας δείτε βιαστικοί διαβάτες. Κοιτάχτε τι διαλέγουμε για να ζούμε. Λίγους σπόρους, χώμα και νερό.
Δεν βαριόμαστε να ζούμε έτσι αιώνες. Κι όταν με το αίμα μας ραντίζετε τα θεμέλια των σπιτιών σας, εμείς σιωπούμε.
Σαν τα κοκόρια της οδού Αισχύλου και τα γραπτά αυτού του βιβλίου -η Σεβάς Χανούμ, ο Ηλίας του Λευκού Πύργου, η Σουζάνα Γιακάρ, η κυρία με την πάπια που νοικιάζει αποκριάτικες στολές στη Θεσσαλονίκη, ο Παζολίνι, η Κάλλας, ο Τσαρούχης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Χριστιανόπουλος, ο Ασλάνογλου και τα άλλα μες στην βουή του κόσμου λένε τα δικά τους.
~~~~~~~~~~~~

Η παρουσίαση του βιβλίου από την Ελευθεροτυπία
17/6/2005 - Βιβλιοθήκη

Παρουσιάζουν ο Νίκος Ντόκας και ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς

Κείμενα εκ βαθέων, στα οποία η εξομολόγηση κρατάει τα κλειδιά της ψυχής, συγκεντρώνει ο ποιητής τής οδού Διδότου. Τα περισσότερα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά ή έχουν από το ραδιόφωνο μεταδοθεί. Αλλα γραμμένα για ταπεινούς κι άλλα για γνωστούς κι αναγνωρίσιμους. Πενήντα χρόνια μεταπολεμικής Ελλάδας μέσα και από συνεντεύξεις περνούν και όμως για πάντα μένουν: η Σεβάς Χανούμ, ο Ηλίας του Λευκού Πύργου, η Σουζάνα Γιακάρ, η κυρία με την πάπια που νοικιάζει αποκριάτικες στολές στη Θεσσαλονίκη, ο Παζολίνι, η Κάλλας, ο Τσαρούχης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Χριστιανόπουλος και ο Ασλάνογλου. Με σχέδια των Ναταλίας Μελά, Μ. Αργυράκη, Δ. Λαλέτα, Κατερίνας Μελισσανίδη, Σ. Γιακουμίδη.

ReyCorazón είπε...

Από ΤΑ ΝΕΑ της 27ης Νοεμβρίου 2007

Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης

H σχέση με τον πολιτισμό είναι οι σχέσεις των ζωντανών ανθρώπων λέει ο Γιώργος Xρονάς

Tα κοκόρια φωνάζουν ακόμα

H ΣYΓKENTPΩΣH Σ' ENAN TΟMΟ ΠΟIKIΛΩN «ΔHMΟΣIΟΓPAΦIKΩN» KEIMENΩN TΟY ΓIΩPΓΟY XPΟNA ANAΔEIKNYEI TA ΣTAΘEPA ΓNΩPIΣMATA AYTΩN TΩN KEIMENΩN, ΠΟY EINAI KAI ΓNΩPIΣMATA THΣ ΠΟIHΣHΣ TΟY: MIA ΓΟHTEYTIKH MYΘΟΛΟΓIA TPΟΦΟΔΟTHMENH AΠΟ TA, ANΘEKTIKA AKΟMA, ΠPΟΣΩΠA KAI EPΓA THΣ ΘPYΛIKHΣ ΔEKAETIAΣ TΟY 1960 KAI TΟN ΔHMIΟYPΓIKΟ ΣYΓKPHTIΣMΟ TΟY ΛAΪKΟY KAI TΟY ΛΟΓIΟY ΣTΟIXEIΟY

Στο βιβλίο «Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου» συγκεντρώνονται 97, σύντομα κατά κανόνα, κείμενα του Γιώργου Χρονά. Πρωτοδημοσιευμένα την περίοδο 1979-2005 σε διάφορα έντυπα (κυρίως στις εφημερίδες «Ελευθεροτυπία» και «TA NEA», καθώς και στο περιοδικό «Οδός Πανός»), τα κείμενα αυτά αναδημοσιεύονται τώρα με αλλαγές και διορθώσεις. Λιγοστά παρουσιάστηκαν αρχικά σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Αν και εκ πρώτης όψεως πρόκειται για κείμενα πολιτιστικής δημοσιογραφίας, εντούτοις διατηρούν τα διακριτικά στοιχεία εκείνης της ξεχωριστής προσωπικής γραφής που αναγνωρίζεται, εδώ και τριάντα χρόνια, και στο ποιητικό και στο αφηγηματικό έργο του Χρονά.

Το ετερόκλητο βιωματικό υλικό επάνω στη βάση του οποίου συνθέτονται αυτά τα κείμενα, όπως και εκείνα παλαιότερων βιβλίων του Χρονά (π.χ. η ανάλογη συλλογή κειμένων του με τίτλο «Ελληνορωμαϊκή πάλη», το 1981), απηχείται στην ποικίλη μορφή και το ποικίλο ύφος τους. Στα «Κοκόρια της οδού Αισχύλου» συνυπάρχουν αυτοβιογραφικά κατά βάση κείμενα μαρτυρίας ή αναμνήσεων με κέντρο τους πρόσωπα του λογοτεχνικού ή γενικότερα του καλλιτεχνικού χώρου, κείμενα δοκιμιακού στοχασμού, γραπτά κοινωνικής κριτικής, συνεντεύξεις ή ακριβέστερα συνομιλίες με διάφορα πρόσωπα, ακόμη και μικρά κείμενα που, λόγω της πυκνότητας της γραφής και του έντονου συναισθηματικού φορτίου τους, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πεζά ποιήματα.

Εναλλακτική κουλτούρα

Το κεντρικό ίσως γνώρισμα των κειμένων του βιβλίου, όπως και του λογοτεχνικού έργου του Χρονά, είναι η συγκρότηση και η προβολή μιας εναλλακτικής κουλτούρας, η οποία αφενός βρίσκεται στους αντίποδες του στείρου ακαδημαϊσμού της λογοτεχνικής συντεχνίας και των «πνευματικών ανθρώπων», αφετέρου, όμως, αποφεύγει σταθερά τον σκόπελο μιας στερεότυπης λαϊκότητας. Ο αυξημένος βαθμός της κοινωνικής ευαισθησίας ή και η κοινωνική κριτική του Χρονά για όσα τραγικά συμβαίνουν γύρω μας, από την Ομόνοια μέχρι τη Νέα Υόρκη και τη Νέα Ορλεάνη, όπως και το ενδιαφέρον του να δώσει τον λόγο (κυρίως μέσα από συνομιλίες) σε ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου δεν σημαίνουν εν τέλει ούτε καταγγελτική διάθεση ούτε μυθοποίηση των απωθημένων, για τους περισσότερους, όψεων της κοινωνικής ζωής. Δείχνουν, όμως, την αμείωτη ψυχοσυναισθηματική ένταση, κάποτε και την αγωνία, ενός ανθρώπου που περιδιαβάζει ατελείωτα την πόλη και την παρατηρεί, κυρίως συνομιλεί και διατηρεί επαφή με τους ανθρώπους της. Από την άποψη αυτή, πολλά κείμενα του βιβλίου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αθηναιογραφήματα (υπάρχουν πάντως και μερικά κείμενα για τη Θεσσαλονίκη).

Όσο κι αν το θέμα ή οι αφορμές πολλών κειμένων του Χρονά μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκά, ο τρόπος που ο συγγραφέας χειρίζεται το βιωματικό υλικό του δεν παύει να είναι λόγιος. Να βασίζεται, δηλαδή, σε μια ευαισθησία που μαθήτευσε πολύ καιρό και με κόπο σε λογοτεχνικά αναγνώσματα, μουσικά ακούσματα και κινηματογραφικά θεάματα. H ματιά του, σταθερά στραμμένη στον κοινωνικό χώρο, συνδυάζεται με (και διαθλάται μέσα από) όλο αυτό το πλούσιο καλλιτεχνικό υλικό. Αυτός ο συνδυασμός εν τέλει συγκροτεί και προβάλλει στα κείμενα του βιβλίου, όπως και στη λογοτεχνία του Χρονά, μιαν ιδιάζουσα μυθολογία. Ο σταθερός πόλος αυτής της μυθολογίας είναι τα πρόσωπα και τα έργα της θρυλικής δεκαετίας του 1960, τα οποία στα κείμενα του Χρονά παραμένουν ολοζώντανα μέσα από έναν δημιουργικό συγκρητισμό του ελληνικού και του ξένου, του λόγιου και του λαϊκού στοιχείου. H προσήλωση με την οποία ο συγγραφέας ανακαλεί, περιγράφει και σχολιάζει, εξίσου αυθεντικά, τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, την Κάλλας, την Νταντωνάκη, τον Κατσαρό, τον Χριστιανόπουλο, τον Ασλάνογλου, τον Παβέζε, τον Παζολίνι (ίσως τον πιο αγαπημένο του νεκρό), τον Αντονιόνι, τον Φασμπίντερ ή τον άστεγο Ηλία του Λευκού Πύργου της Θεσσαλονίκης (αναφέρω παραδειγματικά μερικά από τα πρόσωπα του βιβλίου) παραμένει ευλαβική στα «Κοκόρια της οδού Αισχύλου», όπως και σε όλο το έργο του Χρονά.

«Δεν υπάρχει ομοφυλόφιλη τέχνη»

Αρκετοί θα διαβάσουν τα κείμενα του βιβλίου «Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου» (όπως, υποθέτω, διαβάζουν, χρόνια τώρα, το λογοτεχνικό έργο του Χρονά και πολλά κείμενα του περιοδικού Οδός Πανός, που εκδίδει και διευθύνει από το 1981) μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό, δηλαδή ως προβολή του δικαιώματος μιας ομάδας ανθρώπων σε μια διαφορετική σεξουαλικότητα, την ανδρική ομοφυλοφιλία. Μια έγκαιρη προειδοποίηση του Χρονά ξεκαθαρίζει το ζήτημα και προλαμβάνει την παραμορφωτική ανάγνωση: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ομοφυλόφιλη τέχνη. Υπάρχουν καλά ή κακά ποιήματα. Καλά ή κακά έργα. Αυτό που κομίζουν οι καλλιτέχνες είναι το αντικείμενό τους, το έργο τους, και όχι οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις» («H αρχαιότης βοά», σ. 159). Μια τέτοια προειδοποίηση είναι δυστυχώς ακόμη αναπόφευκτη, σε μια εποχή που η πολιτικώς ορθή συμπεριφορά των περισσοτέρων γύρω μας συγκαλύπτει τον βαθύτατο πουριτανισμό και την ακόμα βαθύτερη αντιδραστικότητά τους. Ουσιαστικά, όμως, γράφοντας για τον Παζολίνι ή τον Ασλάνογλου, τον Χατζιδάκι ή τον Χριστιανόπουλο, ο Χρονάς δεν ασκεί παρά το αυτονόητο δικαίωμά του να αναφέρεται σε ανθρώπους και σε αξιόλογα έργα που γνώρισε, θυμάται, συμπαθεί ή και αγαπά.


ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Ίσως η σημαντικότερη όψη της αναφοράς του Χρονά στα αγαπημένα του πρόσωπα και έργα είναι ότι κατά βάθος τα κείμενά του υπαγορεύονται από ένα ηθικό αίτημα που το υπηρετούν με συνέπεια. Πρόκειται για τη διάσωση της μνήμης και τη δικαίωση των αγαπημένων φίλων-νεκρών (ξεχωρίζω το συγκινητικό κείμενο για τον σημαντικό και μάλλον υποτιμημένο ποιητή Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου). Έτσι, όσο κι αν πολλά κείμενά του γίνονται ένα προσκλητήριο απόντων νεκρών, με κυριαρχικό ή και διαπεραστικό το αίσθημα της φθοράς και του θανάτου, διάβασα τα «Κοκόρια της οδού Αισχύλου» ως μια παρήγορη ή και ελπιδοφόρα υπενθύμιση. Την υπενθύμιση ότι η σχέση με τον πολιτισμό είναι οι σχέσεις των ζωντανών ανθρώπων και οι γόνιμες φιλίες τους, σχέσεις και φιλίες φιλτραρισμένες μέσα από βιβλία, μουσικές και ταινίες.

ReyCorazón είπε...

Από Το ΒΗΜΑ, 18/9/2005
(Βιβλία)

Γράφει η Μάρη Θεοδοσοπούλου

H ποιητική των φαντασμάτων

Συναγωγή κειμένων για μιαν Αθήνα που χάνεται και για μιαν «άλλη» Θεσσαλονίκη

Όταν πληθαίνουν τα μυθιστορήματα και οι συλλογές διηγημάτων, ο χώρος της βιβλιοκρισίας στενεύει και οι συναγωγές κειμένων, και δη δημοσιευμένων, περισσεύουν, εκτός και αν εκληφθούν ως μυθιστορήματα τεκμηρίων, ιδίως όταν διαθέτουν ορισμένες δυσκόλως απαντώμενες στο είδος αρετές. Αυτή πιστεύουμε ότι είναι η περίπτωση του πρόσφατου, εικοστού, σύμφωνα με τα εργογραφικά, ποιητικά ανάκατα με πεζογραφικά, βιβλίου του Γ. Χρονά, όπου συγκεντρώνονται, τρόπον τινά, τεκμήρια για μια Αθήνα που χάνεται και για μια «άλλη Θεσσαλονίκη», μαζί με μαρτυρίες γύρω από ορισμένους μοναχικούς που και αυτοί έχουν προ πολλού φύγει. Δρόμοι και άνθρωποι-φαντάσματα, που ενέπνευσαν στον συγγραφέα μια ποιητική των φαντασμάτων, δουλεμένη στην πάροδο των ετών.

Απατεώνες και αγύρτες

Στους Όρνιθες του Αριστοφάνη που διακωμωδούν απατεώνες και αγύρτες σαν να αντιφωνούν σε τόνους ελεγειακούς Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου. Γιατί όμως κοκόρια και, κυρίως, γιατί της οδού Αισχύλου. Μια πιθανή απάντηση είναι το εκπνέον 2005 που συμπίπτει με το Ετος του Κόκορα κατά το κινέζικο ημερολόγιο-ωροσκόπιο, γι' αυτό και το βιβλίο εικονογραφείται με κοκόρια από καρτ ποστάλ ή κοκόρια της Ναταλίας Μελά, του Μίνου Αργυράκη, του βορειοελλαδίτη νεότερου ζωγράφου Δημήτρη Λαλέτα και άλλων. Οσο για την οδό Αισχύλου, τη σχηματίζουσα οξεία γωνία με την Αριστοφάνους, ξεκινώντας αμφότερες από την πλατεία Ηρώων, την πάλαι ποτέ πλατεία Ψυρρή, αυτή καταλήγει καθέτως στην οδό Ευριπίδου, όπου στον αριθμό 38, παλαιότερα 42, κατοικούσε ο Ξενόπουλος, από τα μέσα του 1903 ως το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου 1944. Στα οδωνυμικά ωστόσο του συγγραφέα, στην οδό Αισχύλου βρισκόταν το πατρικό εμπορικό από το 1930 ως το 1998, σύμφωνα με μια νύξη σε ομιλία του για τον Ζακύνθιο, χωρίς να διευκρινίζεται αν στη δεκαετία του '50 που αυτός τη γνώρισε λαλούσαν εκεί κοκόρια. Ποιητική αδεία, «ανεβασμένα πάνω σε καφάσια, πίσω από αυλές».

Ευαίσθητος και νοσταλγός ο αφηγητής αφήνει διάσπαρτα ίχνη του προσωπικού του μύθου στα κείμενα, μακράν της περιαυτολογίας. Αντίθετα, γεννιέται η εντύπωση ότι μπορεί και να αδικεί κάποια αυτοβιογραφικά για μαγικούς τόπους ως το τσίρκο Μεντράνο και σαγηνευτικές Ανατολίτισσες. Πειραιώτης ο συγγραφέας και την είσοδό του στην Πόλη της Παλλάδος Αθηνάς δεν την έκανε το 1966, όταν πέτυχε δέκατος στο τότε σύστημα εισαγωγικών - καταμαρτυρημένο αλλά εν τέλει στερεότερο των μεταγενέστερων - στην Ανωτάτη Εμπορική, της οδού Πατησίων, αλλά το 1973, με ορμητήριο την κάμαρα που νοίκιαζε τότε στην οδό Πανός 17. Μοναδική αθηναϊκή οδός, από όσο γνωρίζουμε, που απαθανατίστηκε με ένα περιοδικό 25χρονης παρουσίας. Κατά τα άλλα, έτος-σταθμός για τον αφηγητή το 1973• η πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση, η πρώτη γνωριμία με τη Θεσσαλονίκη, προπαντός ο χρόνος που συναντά αυτοπροσώπως κάποιους διά βίου φίλους• τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Μάνο Χατζιδάκι αλλά και τον Γιώργο Χειμωνά. H γνωριμία με τον Μιχάλη Κατσαρό είχε προηγηθεί πάντως, στις αρχές του '70 τοποθετούνται τα συναπαντήματα στους δρόμους του κέντρου και σε καφενεία του Θησείου με κάποιους μυστήριους που αυτός του γνώρισε, όπως ο Θωμάς Γκόρπας ή ο Τζούλιο Καΐμη.

Τα σκόρπια του '80

Παλαιότερο κείμενο της συναγωγής η αναφορά στον ποιητή Δημήτρη Καπετανάκη, το 1979, ακολουθούν τα σκόρπια της δεκαετίας του '80, τα λίγο περισσότερα της επομένης και ουρά, τα διάσπαρτα της τελευταίας τριετίας, ενώ το κυρίως σώμα συνιστούν δημοσιεύματα σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας του 2000-2001, στα οποία μια αυστηρότερη επιλογή θα ανεδείκνυε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του βιβλίου, απομακρύνοντας την αίσθηση της επικαιρογραφίας. Ωστόσο η χρονολογική σειρά παρακάμπτεται και προκρίνεται μια συνειρμική αλληλουχία, που δείχνει τα σύντομα πεζά σαν εικόνες ή και σκηνές μιας ταινίας στη μνήμη κάποιων ανθρώπων από αυτούς που αποκαλούμε ανώνυμους, μαζί με ορισμένους γνωστούς και επώνυμους, συγγραφείς και ζωγράφους, τραγουδίστριες και ηθοποιούς, μείζονες και ελάσσονες, με τον φωτισμό πλάγιο, καθώς η ζωή του αφηγητή έχει γίνει πια «μια αρρώστια αισθημάτων», όπως μιας από τις ηρωίδες του, «της γυναίκας των μαύρων τακουνιών».

Τέλος, για πραγματιστές αναγνώστες, τους οποίους δεν θα συγκινήσει το υπερρεαλίζον, συχνά ζοφερό ύφος των πεζών, να επισημάνουμε ότι η συναγωγή των συνολικά 97 κειμένων έχει να παρουσιάσει και μερικά σπάνια ντοκουμέντα, όπως η συνομιλία με τον ζωγράφο Διαμαντή Διαμαντόπουλο, που έγινε ένα απόγευμα στις αρχές Μαρτίου του 1981. Από την άλλη, αναλογιζόμαστε ότι αφηγήσεις όπως το μακρύ πένθιμο για τον Ασλάνογλου ή τα στάσιμα για τον Σταύρο Αντωνίου και τον Χειμωνά συγγραφείς νεότεροι του Χρονά θα τα εκμεταλλεύονταν πολύ καλύτερα, επιγράφοντας το πόνημά τους μυθιστόρημα - δεδομένου μάλιστα του πλούσιου ηχογραφημένου υλικού, μπορεί και να το ονόμαζαν μυθιστόρημα κεντρώνων.

Ανώνυμος είπε...

Από το Μπιλιέτο – τ. 7/8

Γράφει ο Γιώργος Μιχελουδάκης

Τοπίο μνήμης

Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις για τα πρόσωπα, τα πράγματα και τα κείμενα που αγαπάς, γιατί τα «κουβαλάς» μαζί σου συνεχώς. Κουβεντιάζεις μαζί τους, σε συντροφεύουν κι αυτή η οικειότητα δυσκολεύει όταν θα πρέπει ν' αποτυπωθεί σ' ένα γραπτό η γνώμη σου γι’ αυτά. Ο Γιώργος Χρονάς, ποιητής της γενιάς μου και συνομήλικός μου, είναι ένα από τα σημεία της προσωπικής μου μυθολογίας. Τον παρακολουθώ από το ξεκίνημα του, εκεί στις αρχές του '70, όταν τα πρώτα του ποιητικά κείμενα κοσμούσαν ζωγραφιές του Μιχάλη Γεωργά και του Γιάννη Τσαρούχη, και τον ένιωσα οικείο μου τραγουδώντας τους στίχους του σε μουσικές του Γιάννη Μαρκόπουλου. Έτσι, η συγκίνησή μου είναι μεγάλη που γράφω για το ποιητικό του βιβλίο «Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου».

Το βιβλίο περιλαμβάνει 97 κείμενα πολλά από τα οποία είναι διανθισμένα με εικόνες κοκοριών από σχέδια της Ναταλίας Μελά, του Μίνου Αργυράκη, του Δημήτρη Λαλέτα και άλλων. Επίσης κάποια από τα κείμενα αυτά έχουν πηγή έμπνευσής τους φωτογραφίες από τον τύπο και την επικαιρότητα.

Ο περίεργος τίτλος του βιβλίου ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι το 2005 συμπίπτει με το Έτος του Κόκορα κατά το κινέζικο ημερολόγιο - ωροσκόπιο. Η οδός Αισχύλου πιθανόν να έχει σχέση με το ότι ο δρόμος αυτός συνδέεται με τα παιδικά χρόνια του ποιητή. Εκεί βρισκόταν το εμπορικό του πατέρα του από το 1930 ως το 1998. Ίσως όμως να πρόκειται για ένα ποιητικό εύρημα του ίδιου του συγγραφέα. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει η αγάπη του για τα οδωνυμικά. Η «οδός Πανός», το λογοτεχνικό περιοδικό, δημιούργημα του Γιώργου Χρονά, πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο δρόμο, κάπου στην Πλάκα, όπου έμενε ως φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής και μάλιστα στο νούμερο 17. Οι δρόμοι που συνδέονται με τις διάφορες περιόδους της ζωής μας και ιδίως με κείνες της νιότης, κουβαλούν ένα μοναδικό χρώμα και η αγωνία του ποιητή είναι μεγάλη προκειμένου να κρατήσει στο νου του και μετά να αποτυπώσει στο χαρτί μνήμες, ανθρώπους, χρώματα κι αρώματα, μακρινά πια, κόντρα στο ψιμύθι τ' αλλασμού», κατά τον Κωστή Παλαμά. Αληθινά λάφυρα μνήμης!

Τα κείμενα, γραμμένα σε διάφορες εποχές, δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες τα τελευταία 25 χρόνια. Η πρώτη επαφή με τα γραπτά αυτά μεταφέρει τον αναγνώστη στην ποίηση του Παβέζε και ξαναφέρνει στη μνήμη του τη φωνή της Νίνα Σιμόν και τη βραχνή γοητεία της Τίμι Γιούρο. Τα πρόσωπα των κειμένων, νεκρά τα περισσότερα, αφήνουν στην ψυχή του αναγνώστη ένα αποτύπωμα μοναξιάς και ανθρωπιάς συνάμα, στοιχεία γνωστά στην ποιητική του Χρονά. Το ύφος τους συχνά φλερτάρει με τον υπερρεαλισμό, ενώ η μελαγχολία της γραφής τους μας μεταφέρει σε μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια και μια Θεσσαλονίκη άγνωστη για τους νεότερους. Οι ήρωες των κειμένων μας μεταγγίζουν μια ανθρωπιά διαφορετική και άγνωστη, αν όχι ακατανόητη στις μέρες μας. Είναι γραμμένα με μια αφοπλιστική απλότητα και διαβάζονται σχεδόν απνευστί. Η μικρή έκταση των περισσότερων βοηθά σ' αυτό. Εξάλλου η μετάβαση από το ένα στο άλλο δεν διαφοροποιεί καθόλου την αίσθηση της νοσταλγίας αλλά και τη συνείδηση της απώλειας προσώπων και αισθημάτων. Αυτή η συνείδηση είναι ως γνωστόν η γενεσιουργός αιτία της ποίησης. Σε τελική ανάλυση τα κείμενα γίνονται μια ποιητική πινακοθήκη ατόμων που δεν είναι πια μαζί μας και το βιβλίο ένα τοπίο μνήμης. Στα πιο εκτεταμένα κείμενα ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει πτυχές σημαντικών ανθρώπων όπως η Φλέρυ Νταντωνάκη, ο ζωγράφος Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Λένα Πλάτωνος, η Λιλή Ζωγράφου, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Χειμωνάς κ.ά.

Ανώνυμος είπε...

(συνέχεια)

Στο βιβλίο υπάρχουν — όπως ήδη αναφέραμε— και φωτογραφίες από τον τύπο ή την επικαιρότητα. Τις φωτογραφίες αυτές ο συγγραφέας σχολιάζει ή μεταμορφώνει ποιητικά.
[….]
Ένα άλλο γνώρισμα των κειμένων του Γιώργου Χρονά είναι η μετάπλασή τους από θέματα-γεγονότα της επικαιρότητας σε ποιητικά υποκείμενα. Έτσι ο αναγνώστης επικοινωνεί μ' έναν κόσμο που ενώ είναι απλός και καθημερινός, στην πραγματικότητα είναι μέρος ενός μικρού ποιητικού σύμπαντος, που φτιάχτηκε με απλά υλικά, τα υλικά δηλαδή της αληθινής ποίησης.

Όπως αναφέραμε και πιο πάνω η ατμόσφαιρα πολλών κειμένων είναι αμιγώς θεατρική: ήχοι βροχής φθινοπωρινής και σκηνικό που φωτίζεται υπαινικτικά από μουντούς προβολείς που σταλάζουν στο χώρο μια λεπτή μελαγχολία. Οι φιγούρες που ζωντανεύουν το πλάνο είναι γνώριμες κι απόμακρες μαζί. Για μια στιγμή γυρίζουν το πρόσωπο στα φώτα και μεις αναγνωρίζουμε την Σεβάς Χανούμ, τον Ηλία του Λευκού Πύργου, την Σουζάνα Γιακάρ, τον Παζολίνι, την Κάλλας, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Δ. Διαμαντόπουλο, τον Ασλάνογλου, την Πολυδούρη, τον Τσαρούχη, τον Τ. Κανελλόπουλο. Ακριβώς σαν την περίφημη σεκάνς του Φελίνι στο νοσταλγικό «Αmarcord», οι φιγούρες αυτές λικνίζονται μπροστά στα φώτα του βαποριού ποy έχει σαλπάρει για την αιωνιότητα. Στ' αυτιά μας ακούγεται τρεμάμενη h φωνή της Τίμι Γιούρο να τραγουδά σπαρακτικά: «just say I love him». Ύστερα όλα εξαφανίζονται και μένει μόνον ο ήχος της βροχής να σβήνει και να ξαναγράφει πρόσωπα, τόπους, στιγμιότυπα, λαχτάρες: στίχοι και λόγια από ένα μεστό ποιητικά βιβλίο του Γιώργου Χρονά.
~~~~~~~~~~~~

Άλλες καταχωρήσεις για τον Γιώργο Χρονά:

- No 250: Αρχαία Βρέφη
- No 445: Ο αναιδής θρίαμβος
- No 525: Φωτογραφίες πορσελάνης