Τρίτη, Αυγούστου 14, 2007

No 462

Image Hosted by ImageShack.us
Ο μόνος αληθινός έρωτας ήταν ο έρωτας προς τα αγόρια. Ο έρωτας αυτός ήταν εκείνη η μοναδική σεξουαλική σχέση, για την οποία ήταν απολύτως αναγκαίος ο πνευματικός και ψυχικός δεσμός, ενώ η σεξουαλική επαφή παρέμενε δευτερεύουσα και κατά τις περιστάσεις περιοριζόταν σε πολύ λεπτές εκδηλώσεις αισθησιακής επιθυμίας και ερωτικής προσέγγισης. (…) ο Αθηναίος μπορούσε να είναι ερώμενος, μόνον κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος των ετών κατά τα οποία ήταν «παις» δηλαδή κατά την εφηβεία του, όταν ακόμη από την παιδική ηλικία βρισκόταν στο κατώφλι προς την ωριμότητα. Σε ηλικία 12 ετών ένα αγόρι είλκυε ήδη το ενδιαφέρον των ενηλίκων ανδρών, που αυξανόταν διαρκώς μέχρις ότου γίνει 18 ετών, οπότε δεν ήταν πλέον παις. (…) Η ουσιαστική έννοια και η αξία της παιδεραστίας βρισκόταν προφανώς στην παιδαγωγική της λειτουργία. Η ερωτική έλξη του άνδρα από το αγόρι ήταν στην περίπτωση αυτή η κύρια κινητήρια δύναμη, ο «παιδαγωγικός έρωτας», ενώ η σεξουαλική επαφή, στη καλύτερη περίπτωση, ήταν συμπληρωματική επίδρασή του. (…) Το ότι η σεξουαλικότητα μέσα στη παιδεραστία έπαιζε αποφασιστικό ρόλο και δεν πηγάζει από την κολασμένη φαντασία μερικών επιστημόνων, αυτό γίνεται σαφές για κάθε απροκάλυπτο παρατηρητή, όταν βλέπει τις εικόνες των αρχαϊκών αγγείων, στις οποίες ένας άνδρας, ο εραστής, πιάνει τα γεννητικά όργανα του νεαρού, του ερωμένου. (…) Το ότι γινόταν γενετήσια επικοινωνία μέσα στην παιδεραστία κάθε εποχής, αυτό προκύπτει με σαφήνεια από τη γραμματεία. (…) Ο προβληματισμός της παιδεραστικής σεξουαλικής ζωής προέρχεται από μια διπλή κοινωνική ηθική, η οποία για τον έναν ερωτικό σύντροφο παρεξηγούσε ό,τι αποδεχόταν για τον άλλον. (…) Το ότι η παιδεραστία ήταν μια ακροβασία μεταξύ νόμιμο και παράνομου έρωτα και όπως θεμελιώθηκε ανάλογα η τάση ήταν να μη καταλήξει σε δυσφήμηση για πορνεία, αυτό το δείχνει η δίκη εναντίον του Τιμάρχου, τον οποίον η μομφή της πορνείας τον καταβαράθρωσε.

Carola Reinsberg: Γάμος, Εταίρες και Παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξ αντιγραφής από το τεύχος 20/21 της ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑΣ(έρευνα ιστορίας του βιβλίου)

Τεύχος-αφιέρωμα: Ερωτικά – Ερωτισμός – Αρχαιότητα - Μεσαίωνας


Επιφανείς Παιδεραστές

«Ο Έρως παρ' Αρχαίοις Έλλησι» είναι ο τίτλος μελέτης που εκδόθηκε το 1921 στην Αθήνα - ελλείπουν αλλα στοιχεία.
Από το βιβλίο αυτό σταχυολογήσαμε το απόσπασμα που ακολουθεί, εκτάκτως αποκαλυπτικό για την παιδεραστική δραστηριότητα επιφανών προγόνων μας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο παιδέρως υπό την έποψιν της εξάρσεως του πνεύματος υπήρξεν ο μεγαλύτερος διδάσκαλος και σωτήρ της ανθρωπότητος. Υπήρξεν ένθεος έμπνευσις επιχύσασα θείον φως και εις τας σκοτεινοτέρας διανοίας και αναδείξασα μεγαλοφυΐας αγνώστους τέως, αίτινες άνευ της αρωγής τούτου, ήθελον αναμφιβόλως απομείνη άγνωστοι εις τα χρονικά του ανθρωπίνου πνεύματος.

Ούτος ενέπνευσε πρώτος τον ηρωισμόν εις τας ψυχάς των ηρώων, οίτινες εξετέλεσαν διπλάσια διά τούτου τα άθλα αυτών. (“Οι δε έρωτες Βάκχοι, πολεμούντες και υπό της Άρεως ορμής, και υπό της έρωτος εκκαύσεως, διπλήν την λατρείαν υπομένοντες, εικότως, κατά την των Κρητών έννοιαν, και κατορθούσι διπλά” Αιλιαν. Ποικίλ. Ιστορ. F9)

O παιδέρως πρώτος ενέπνευσε την ηδυπάθειαν εις τον Ανακρέοντα και εις τον Τίβουλον, εποδηγέτησε τον Πίνδαρον προς τον Παρνασσόν και προσώθησε τον Δαυίδ εις την συναίσθησιν του εξόχου ποιητικού ταλάντου του, δια του πpος τον Ιωνάθαν, υιόν του Σαούλ διακαούς έρωτός του (Σαμουήλ Β.α’ 18017) δι’ ον αποθανόντα συνέθηκε το πρώτον ελεγείον του!

Ο Ανακρέων υπήρξε μέγιστος παιδεραστής όσον και ποιητής’ ει και δε ο Αιλιανός συνηγορεί υπέρ της αποχής του κατηγορουμένου από του κώλου (“Μη γάρ τις, διαβαλέτω, προς Θεών, τον ποιητήν Τήιον, μηδ’ ακόλαστον είναι λεγέτω” Ποικ. Ιστορ. Θ.5.) αι προς τους συγχρόνους του καλλικώλους νεανίας στροφαί παν άλλο ή αποστροφήν προς τον κώλον μαρτυρούσι, έλεγε προς το κατακτήσαν την καρδίαν του, τις οίδε’ πόσον περικαλλές και δροσόβλητον άρρεν αριστούργημα.

Ω παι, παρθένιον βλέπων,
Δίζημαίσε, συ δ’ ου κλύεις,
Ουκ αιδώς, ότι της εμής
Ψυχής ηνιοχεύεις!

Αλλ’ ο ατυχής ποιητής δεν ικανοποίει φαίνεται πάντοτε τας αξιεπαίνους εκείνας ορέξεις του, πάντοτε ατυχών εις τους έρωτάς του. Τοιαύτη φευ! η ιστορία πάσης μεγάλης καρδίας...

Ουχ΄ ήττον ατυχής απέβη και ο ίσος εκείνου Πίνδαρος, όστις εξ άλλης της γης γωνίας ταυτίζων τας ιδέας, τους πόθους και την τύχην ίσως προς την του Ανακρέοντος, έγραφε περί του ευειδούς εκ Τενέδου Θεοξένου, όστις αφήκεν εποχήν εις την ιστορίαν της παιδεραστίας:

«Τας δε Θεοξένου ακτίνας προσώπου
μαρμαριζούσας δρακείς,
ος μη πόθω κυμαίνεται, εξ αδάμαντος
ηέ σιδήρου κεχάλκευεται μέλαιναν καρδίαν
ψυχρά φλογί....»

και παρακατιόν διερμηνεύων οιονεί τας γενικάς προς άπαντας τους μειρακίσκους αξιολόγους διαθέσεις του, προσθέτει:

«δαχθείς ελεκρά μελισσάν τάκομαι,
εύτ’ άν ίδω παίδα νεόγυιον ες ήβαν»

Αρχίσας από τους ποιητάς δεν δύναμαι να προχωρήσω πριν να σημειώσω τον την πρώτην κατασχόντα θέσιν μεταξύ αυτών τε και των παιδεραστών Σοφοκλέα.

Ο Ευριπίδης ο τοσούτον μισήσας τας γυναίκας έν τή θεωρία, όσον αγαπήσας αυτάς εν τη κλίνη, πολλάκις έσκωψε τον σοφόν αυτού αντίπαλον δια την προς τους κώλους αφοσίωσίν του, ους επεζήτει όπου και αν ευρίσκοντο, και υφ’ οιασδήποτε αν διετέλει σοβαράς περιστάσεις.

Συστρατηγών ποτε μετά του Περικλέους τοσούτον ουσιωδώς την επιτέλεσιν των καθηκόντων του ημέλησε χάριν ευειδούς τινος νεανίσκου, ώστε ηναγκάσθη ο Περικλής μεθ’ όλον τον προς αυτόν σεβασμόν να τω είπη: «Ω Σοφόκλεις, ου μόνον τας χείρας δει καθαράς έχειν τον στρατηγόν αλλά και τας όψεις» (Πλούταρχ. Περικλής VIII)

Ο αυτός ποιητής εξενίζετό ποτε εν Λέβω παρά τινι στρατηγώ κατά την εσχάτην του βίου αυτού περίοδον. Ο στρατηγός γνωρίζων τας παιδεραστικάς του γέροντος ποιητού διαθέσεις εκάλεσεν εις το γεύμα και καλλιπάριόν τινα παίδα, δια να οινοχοή. Αλλ΄ότε ο σοφός είδε τον παίδα ησθάνθη την οσμήν του ωμού κρέατος, καταστείλασαν την οσμήν του παρατεθειμένου εις την τράπεζαν ψητού και καρυκευμένου. Ελησμόνησε τον στρατηγόν, ελησμόνησε το φαγητόν, ελησμόνησε τέλος και αυτόν τον Σοφοκλέα, και αισθανθείς την πυράν της απελθούσης νεότητος και πάλιν ώρμησε κατά του παιδός ακάθεκτος, έθραυσε τον αμφορέα, έχυσε τον οίνον, και συλλαβών αυτόν έσφιγγε εις τας αγγάλας του και κατεφίλει παρωδών μεθ’ έκαστον φίλημα τον Φρυνίχιον στίχον:

«Λάμπει δ' επί πορφυρέας παριήσι φώς έρωτος»
(Αθήναιος Δειπνοσοφ. XIII 81,82)

Την επομένην ημέραν εξήλθε μετ’ άλλου παιδός εκτός των τειχών της πόλεως εις περίπατον.

Η ποίησις υπήρξε από της καταβολής της μεταδοτική ως και η βλενόρροια. Και αν μεν η τέχνη αυτής έμεινεν αποκλειστικώς εις ολίγους, η εκ της εμπνεύσεως όμως γοητεία, ήσκησεν πάντως ποιάν τινα επιρροήν και επί των αμουσοτέρων ψυχών.

Ο Σοφοκλής έδειξεν εις τον παίδα τον μαγευτικόν της Λέσβου ορίζοντα, την θάλασσαν, τα άνθη, ωμολόγησεν αυτώ ίσως και περί Θεού και η ψυχή του παιδός εμεθύσθη εκ της γοητείας των λόγων του ποιητού.

Εξέβαλον τας χλαίνας, ασπασμοί και περιπτύξεις ετάραξαν την ερημίαν της φύσεως..... έπαυσαν να ομιλώσι.... εθεώρουν αλλήλους εν εκστάσει..... και εξηκολούθησαν επί της αβληχράς πόας.

«ανθηρού τέκνα
έαρος πέριξ στρώσαντες»

του παιδός τέλος καταλιπόντος εν εκστάσει τα τρυφερά και δροσερά νώτα, επί των διαπύρων βουβώνων του ακορέστου γέροντος...... Τα πάντα διεξήχθησαν εν πλήρει ηρεμία, και η μεταξύ αυτών ομιλία έλαβε χώραν...... εις την τρυφεροτέραν γλώσσαν! Αλλ’ ότε η φυλλότης εκείνη έληξεν, ο παις χάριν αστεϊσμού, ή μάλλον χάριν αθώας εκδικήσεως – διότι το πέος του Σοφοκλέους έβαινε κατ’ ευθύτατον λόγον προς το πνεύμα του, - λαβών την χλαίναν του ποιητού ετράπη δρομέως εις φυγήν, καταλιπών εις αυτόν το κομψόν αλλά μικύλον αυτού χλαινίδιον!

Το συμβάν τοσαύτην διάδοσιν έλαβεν εις την πόλιν, ώστε ο δυστυχής Σοφοκλής, μηδέ τον στρατηγόν χαιρετίσας επεβιβάσθη ημίγυμνος επί τυχαίως ορμούντος πλησίον πλοιαρίου και κατηυθύνθη εις Πειραιά.

Ο Ευριπίδης μαθών το συμβάν δεν έλειψε να επωφεληθή τούτου’ συνέθηκεν αμέσως επίγραμμα σατυρικόν και το έπεμψεν εις τον αντίπαλόν του.

Αλλά την επομένην και ο σοφός παιδεραστής δεν έλειψε να αποστείλη εις εκείνον την έμμετρον απολογίαν του, αμέτρου χάριτος πλήρη, ης η αρχή είχεν ως εξής:

«Ήλιος ην ου παις, Ευριπίδη, ος με χλιαίνων
γυμνόν εποίησεν.....»
(Αθηναίος ΙΓ.82)

Εκτός των ανωτέρω εξόχων ποιητών και ουδείς υπήρξε σοφός, ή μωρός, πλούσιος ή πένης, βασιλεύς ή στρατιώτης και ..... δίκαιος ή αμαρτωλός, όστις να μη ελάτρευσεν ολοψύχως τον κώλον.

Ο πρώτος μετά τον Δία όστις ηράσθη παιδός, υπήρξεν ο βασιλεύς των Θηβών Λάϊος, προϊστορικός ούτος παιδεραστής, αρπάσας τον υιόν του Πέλοπος Χρύσιππον. Ούτος, λοιπόν, πρώτος έδωκε το σύνθημα της διαδόσεως της παιδεραστίας και εις τούτον οφείλομεν τας προόδους αυτής (Αιλιαν. Ποικ. ιστορ. ΓΙ. ε’. Αθήναιος Δειπνοσοφ. ΧΙΙΙ. 603). Δόξα και γέρας εις την μνήμην του!

Τούτον ακολουθεί ο Ηρακλής αγαπήσας εμμανώς τον Ιόλεω. Κατόπιν τούτων των κορυφαίων παιδεραστών ακολουθεί η ένδοξος χορεία των σοφών, των βασιλέων, των στρατηγών, των ρητόρων και πάντων των κατά καιρούς διαπρεψάντων ανδρών.

Ο Αριστοτέλης ηράσθη του τρυφερωτάτου των μαθητών του, Φασηλίτου καλουμένου.

Ο Πλάτων ηράτο ισοθέου τινός Αστέρος, μαθητού αυτού, προς ον κατά τινα αστερόεσαν νύκτα παρατηρούντα τον ουρανόν εφώνησεν καλαμπουρίζων: «Ο αστήρ μου τους αστέρας θεωρεί’ είθε να ήμην ουρανός, όπως με μύρια όμματα τον θεωρώ.»

Ο Μέγας Αλέξανδρος ήτο δεινός φιλόπαις. Ηγάπα δε περιπαθέστερον πάντων τον Ηφαιστίωνα, ούτινος θανόντος και τον τάφον εστεφάνωσεν (Αιλιάν. Ποικ. Ιστορ. ΙΒ ζ’).

Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ήτο ο τολμηρότερος παιδεραστής της εποχής του. Μετά την εκπόρθησιν των πόλεων επελαμβάνετο αμέσως και της εκπορθήσεων των εν αυταίς κώλων.

Ελθών εις Αθήνας ως νικητής είχεν επί της Ακροπόλεως ιδρύση θαυμάσιον κωλοπάνθεον (Πλουτάρχου Δημήτριος ΧΧΙV, ένθα αποδεικνύεται ότι αδίκως κραυγάζομεν κατά των ρεβηλούντων σήμερον τα ιερά των αρχαίων τεμένη δια της λειτουργίας της φύσεως. Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον.)

Ουχ’ ήττον και εν αυτώ τω άστει δημοσία εχύνετο ακράτητος κατά παντός καλού. Υπήρχε τότε νεανίσκος τις Δημοκλής καλούμενος τοσούτον ωραίος, ώστε ήτο γνωστός υπό τον τίτλον: Δημοκλής ο καλός.

Πολλοί εκ των Αθηναίων είχον πειραθή να απολαύσωσι το κάλλος και το σώμα του παιδός, αλλά εις μάτην, διότι ο παις – εξ ιδιοσυγκρασίας ίσως – δεν ηννόει επ’ ουδενί λόγω να παραδοθή και απέφευγε προς τούτο τας τε παλαίστρας και το γυμνάσιον, φοιτών μόνον εις τι βαλανείον ιδιωτικόν ένθα ελούετο.

Ευρών τον καιρόν ο Δημήτριος εισήλθεν εις το Βαλανείον.....

Τα λοιπά ακούσωμεν από τον ίδιον ιστορικόν:
«Ο δε παις ως συνείδε την περί αυτόν ερημίαν και την ανάγκην, αφελών το σώμα του χαλκώματος εις ξένον ύδωρ ενήλατο και διέφθειρεν αυτόν, ανάξια μεν παθών, άξια δε της πατρίδος και του “κάλους φρονήσας” (Πλούταρχ.Δημήτριος XXIV’ ιδού και έν θύμα του κώλου του. Και αληθώς καταλληλότερον τέλος δεν ηδύναντο να δώσωσιν οι Θεοί εις τον εκούσιον απόκληρον εκείνον της φύσεως, από το βράσιμον εκείνο όπερ υπέστη. Σ.Σ.)