Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2007

No 453

Image Hosted by ImageShack.usPablo Suárez (Αργεντινή)

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ (1962)
Επειδή υπάρχω
Σ’ αυτή τη μοναξιά
Όπου άλλοι τρέμουν την ανυπαρξία
Επειδή ξεχνώ να ζω
Κυνηγημένος από το φόβο του σκανδάλου
Προσπαθώντας να αποφύγω
Ο κάθε καλοπροαίρετος τύπος ν’ αντιληφθεί
Τον αγώνα μου για ύπαρξη
Δεν τολμώ μήτε να φάω μήτε να πιω,
Μήτε να παρακαθίσω στους χορούς τους
Επειδή ζω
Με τη σχεδόν άγνωστη στολή
Μιας λεγεώνας των ξένων
Επειδή παίρνω το ύφος
Που δεν είναι ύφος
Επειδή εκστασιάζομαι στις παγίδες μου
Επειδή πιστεύω
Αν θέλουν να δουν τα χαρτιά μου
Ότι είμαι τελειωμένος
Δηλαδή κάνοντας δήθεν
Πως είμαι μαζί τους εγώ ο κλέφτης
Με τις σιωπηλές σόλες
Επειδή τους πληρώνω με το ίδιο νόμισμα
Και παίρνοντας τη σκιά των αγγέλων
Για τη σκιά του καμπούρη
Και βαραίνοντας το σκάφανδρό μου
Με έργα όλο και πιο ύποπτα
Στη βάρκα με τους ωραίους κωπηλάτες
Επειδή ακολουθώ τις σκιές
Φαντασμάτων χωρίς κάστρα
Στυξ στις έρημες όχθες σου
Δίχως να ‘χω ζήσει πεθαίνω
.
Μετάφραση : Δημήτρης Τ. Άναλις
.
Γ. Κονταξόπουλος (επιμ): Ζαν Κοκτώ. Ο πολύτροπος ποιητής (Εξάντας – Οδός Πανός)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

monadiko....

Ανώνυμος είπε...

Ο Ζαν Κοκτό έκανε το όνομα του ευρέως γνωστό στον τομέα της ποίησης, της σκηνοθεσίας, του μπαλέτου, της ζωγραφικής και της όπερας. Η δουλειά του Cocteau επηρεάστηκε από τον σουρεαλισμό, την ψυχανάλυση, τον κυβισμό, την καθολική θρησκεία και κατά καιρούς, το όπιο στο οποίο ήταν εθισμένος. Στην εποχή του ο Cocteau ήταν ένας από τους κύριους εκφραστές της Avant garde. Ανάμεσα στους φίλους του συμπεριλαμβάνονταν εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο Pablo Picasso, ο συνθέτης Erik Satie, ο συγγραφέας Marcel Proust και ο Ρώσος σκηνοθέτης Serge Diaghilev.
O Cocteau γεννήθηκε στο Maison-Lafitte, μέλος μιας πλούσιας, πολιτικά επιφανούς Παρισινής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και ερασιτέχνης ζωγράφος. Αυτοκτόνησε όταν ο Cocteau ήταν μόλις 9 χρονών. Παρά τον πρόωρο θάνατο του όμως η επιρροή του πάνω στο γιό του ήταν καθοριστική. Λέγεται ότι αυτό το τραγικό συμβάν είναι που ευαισθητοποίησε τον Cocteau στο θέμα της ανθρώπινης αδυναμίας, την οποία αντιστάθμιζε θέτοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία των θεαμάτων και των μυστηριωδών δυνάμεων του σύμπαντος. Η ποίηση ήταν για τον Cocteau η βάση για όλες τις τέχνες, μια «θρησκεία χωρίς ελπίδα»
Σε ηλικία 15 χρόνων ο Cocteau έφυγε από το πατρικό του. Στο σχολείο ήταν μέτριος μαθητής και προσπαθούσε ανεπιτυχώς να αποφοιτήσει δίνοντας αλλεπάλληλες εξετάσεις. Η πρώτη του συλλογή ποιημάτων «Alladin´s lamp» εκδόθηκε όταν ήταν 19 χρονών. Σύντομα ο Cocteau έγινε γνωστός στους μποέμικους καλλιτεχνικούς κύκλους ως ο « Επιπόλαιος πρίγκηπας» από τον τίτλο της συλλογής του «Frivolous Prince» που εξέδωσε στα 21 του. Η Αμερικανίδα συγγραφέας Edith Wharton τον περιγράφει ως άντρα «..για τον οποίο κάθε σπουδαία γραμμή ποίησης ήταν μια ηλιαχτίδα, κάθε ηλιοβασίλεμα ήταν τα θεμέλια για την Παραμυθένια Πόλη». Στα 20 του ο Cocteau γνωρίστηκε με τον Proust, τον Andre Gide και τον Maurice Barres. Ήταν επίσης στενός φίλος με τον δισέγγονο του Victor Hugo, Jean.
Το 1915 ο Cocteau γνώρισε τον Picasso και μαγεύτηκε από την προσωπικότητα του. «Θαυμάζω την εξυπνάδα του, προσκολλώμαι σε ό,τι λέει αν και μιλάει ελάχιστα, μένω ακίνητος για να μην χάσω ούτε λέξη. Υπήρχαν μακριές περίοδοι σιωπής και ο Varese δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κοιταζόμασταν αμίλητοι. Στο λόγο του ο Picasso χρησιμοποιούσε «οπτική σύνταξη», μπορούσες να καταλάβεις, να δεις στην πραγματικότητα, αυτά που έλεγε. Του άρεσαν τα πειράματα και ενσωμάτωνε τον εαυτό του μέσα στο λόγο του, όπως τον ενσωμάτωνε μέσα στα γλυπτά του, κάνοντας τον απτό». (“Pablo Picasso”, Pierre Cabanne, 1977) Ο Cocteau και ο ποιητής Apollinaire ήταν παρόντες στο γάμο του Picasso με την Olga Khokhlova. Κρατούσαν χρυσές κορώνες πάνω από τα κεφάλια του γαμπρού και της νύφης καθώς έκαναν τρεις φορές τον κύκλο γύρω από την Αγία Τράπεζα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οδό Daru. Η φιλία του Cocteau με τον Picasso κράτησε ακόμα κι όταν ο δεύτερος δήλωσε πως «Ο Jean δεν είναι ποιητής, ο Jean είναι απλά ένας δημοσιογράφος». Ο Picasso επίσης συνήθιζε να λέει πως «Ο Cocteau είναι η ουρά του κομήτη μου».

Ανώνυμος είπε...

Ο Ρώσος Sergei Diaghilev, αυθεντία του μπαλέτου προκάλεσε τον Cocteau να γράψει για αυτό. «Ξάφνιασε με», τον προέτρεψε. Έτσι γεννήθηκε το «Parade»(1917) με παραγωγό τον Diaghilev, σκηνογράφο τον Picasso, και συνθέτη τον Erik Satie. Η παράσταση παρουσιάστηκε στη Ρώμη. «Ο Picasso έχει ιδέες που μου αρέσουν περισσότερο από του Jean μας», ομολόγησε ο Satie. «Τι απαίσιο!», σύριζε το κοινό στο συμβολικό ξεκίνημα της μοντέρνας τέχνης. «Αν δεν ήταν ο Apollinaire με τη φόρμα του», έγραψε ο Cocteau, «με το ξυρισμένο του κρανίο, την ουλή στον κρόταφο και τον επίδεσμο τυλιγμένο στο κεφάλι του, οι γυναίκες θα είχαν βγάλει τα μάτια τους με τις φουρκέτες των μαλλιών τους». Το 1919 εκδόθηκε το «Le Protomak», ένα πεζογράφημα φαντασίας με επίκεντρο ένα πλάσμα που ζει κλεισμένο σʼ ένα ενυδρείο. Το βιβλίο επιβεβαίωσε τη φήμη του Cocteau ως συγγραφέα. Η ικανότητα του ποιητή να δει καθαρά μέσα στον κόσμο των νεκρών ήταν ένα από τα κεντρικά θέματα στα πρώτα ποιήματα του Cocteau, όπως το «Lʼange Heurtebise» (1925). Η πρώτη μεγάλη κριτική δουλειά του Cοcteau, «La rappel a lʼ ordre» εκδόθηκε το 1926. Η μεταφορά της εκδοχής του στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή ανέβηκε το 1922 σε σκηνικά του Picasso και μουσική του Paul Honegger. Ωστόσο ήταν η Coco Channel που έκλεψε τα πρωτοσέλιδα με τα κοστούμια που έφτιαξε για την παράσταση.
Κατά τη διάρκεια του Αʼ Παγκοσμίου Πολέμου ο Cocteau υπηρέτησε ως οδηγός ασθενοφόρου στο Βελγικό μέτωπο. Τα ποιήματα του αυτής της περιόδου «Le cape de bonne-Esperance» (1919), τον τοποθέτησαν στην πρώτη γραμμή των νέων ποιητών της εποχής. Λίγο μετά τον πόλεμο συνάντησε τον μελλοντικό ποιητή και συγγραφέα Raymond Radiquet ο πρόωρος θάνατος του οποίου, οδήγησε τον Cocteau στον εθισμό του στο όπιο. Το 1929 ο Cocteau νοσηλεύτηκε για δηλητηρίαση από όπιο. Το «Opium» του 1930 ήταν ένας απολογισμός της περιπέτειας του εθισμού του.
Τη δεκαετία του ʼ20 ο Cocteau στράφηκε στην ψυχολογική νουβέλα με το «Τhomas the impostor» (1923). Το αριστούργημα του «Les enfants terribles» (1929), γράφτηκε σε 3 εβδομάδες και αφορούσε τέσσερα παιδιά που είναι παγιδευμένα μέσα στο δικό τους τρομακτικό κόσμο. Το 1926 ο Cocteau έφτιαξε το σετ για την όπερα «Pelleas et Melisande» του Claude Debussy. Ο Cocteau επίσης συνεργάστηκε με τον Stravinsky στο «Oedipus-Rex» μια όπερα-oratoria. Το «Orphee» (1926), ανέβηκε στο Παρίσι από τον George και την Ludmilla Pitoeff. Το «La voix humaine» (1930), έργο με έναν μόνο ηθοποιό στη σκηνή, παρουσιάζει μια τηλεφωνική συνομιλία. Το διάσημο σκετς «Le bel indifferent» (1940),που αφορά μια ώριμη γυναίκα και τη σχέση της με τον μικρότερο και αδιάφορο εραστή της, γράφτηκε για την Edith Piaf.
Η πρώτη ταινία του Cocteau, «The blood of a poet» βασιζόταν στη δική του προσωπική μυθολογία. Στις ταινίες του είναι χαρακτηριστική η χρήση καθρεφτών σαν δίοδοι που οδηγούν σε διαφορετικούς κόσμους. Για τον Cocteau η πραγματικότητα αποτελεί μυστήριο. Στο «The blood of a poet» ο Enrique Rivero περνάει μέσα από την επιφάνεια ενός μεγάλου καθρέφτη. «Προσπάθησε, πάντα να προσπαθείς!», λέει η μούσα του, Lee Miller. Η εχθρότητα των σουρεαλιστών οδήγησε τον Cocteau να εγκαταλείψει την avant-garde για κάτι πλησιέστερο στον κλασικισμό. Το σπουδαιότερο έργο του «The infernal machine» γράφτηκε πριν τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρουσιάζει τον Οιδίποδα σαν μαριονέτα στο παιχνίδι των Θεών. Το έργο βασίζεται στο «Oedipus-Rex» του Σοφοκλή.
Σαν αποτέλεσμα ενός στοιχήματος με την εφημερίδα Paris-Soir, ο Cocteau ολοκλήρωσε το δρομολόγιο το οποίο περιέγραψε ο Ιούλιος Βέρν στο «Around the world in eighty days» περιγράφοντας τα ταξίδια του στο «My first voyage» (1936). Η στενή του φιλία με τον νεαρό Jean Marais ξεκίνησε το 1937, όταν ο Marais έπαιξε στο θεατρικό «Knights of the Round Table». Γι αυτό το έργο ο Cocteau δημιούργησε πρωταγωνιστικούς ρόλους ειδικά για εκείνον.

Ανώνυμος είπε...

Τη δεκαετία του ʼ40 ο Cocteau επανήλθε στις ταινίες κάνοντας παραγωγή στο «Beauty and the beast» (1946), «Orphee» (1950) και «Le testament dʼ Orphee» (1961), στο οποίο υποδύεται τον εαυτό του. Η ταινία καταπιάνεται με ένα από τα αγαπημένα θέματα του Cocteau, το θάνατο, τον οποίο αποκαλεί «ερωμένη» του. «Όσο συρρικνώνομαι εκείνη μεγαλώνει, καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο, ανησυχεί για τις μικρές λεπτομέρειες, απασχολείται με ανούσια, κοινά θέματα. Κάνει όλο και λιγότερες προσπάθειες για να με ξεγελάσει. Αλλά η στιγμή του θριάμβου της θα είναι όταν πάψω πια να υπάρχω. Τότε θα μπορεί να ξανασκεφτεί τα προβλήματα της και να τελειώσει με αυτά. Να φύγει, χτυπώντας την πόρτα πίσω της».
Στο «Orphee» ο Cocteau συνδέει τον θάνατο με την έμπνευση. Ο Jean Marais υποδύεται ένα διάσημο ποιητή που επισκέπτεται ένα καφέ και δέχεται την εξής προτροπή «Εξέπληξε μας!» Μια πριγκίπισσα ( Maria Casares ) προσπαθεί να αποτρέψει έναν μεθυσμένο νεαρό ποιητή, τον Cegeste ( Edouard Dhemite ) από το να σκορπίσει τα χαρτιά με τα γραφτά του. Εκείνος παρασύρεται από δύο μοτοσικλετιστές και ο Orphee μεταφέρει τον Cegeste στην Rolls Royce της πριγκίπισσας. Ο σοφέρ της, Heurtebise, καλεί την αστυνομία αλλά ο Cegeste πεθαίνει. Η πριγκίπισσα οδηγεί τον Orphee σʼ ένα σαλέ όπου ο Cegeste περνάει μέσα από έναν καθρέφτη. Στο σπίτι, η σύζυγος του Orphee, η Eurydice, συνομιλεί με τον διοικητή της αστυνομίας και την Aglaonice ( Juliette Greco ). Κατά τη διάρκεια της νύχτας η πριγκίπισσα εμφανίζεται στο δωμάτιο του Orphee και οδηγεί την Eurydice στον κάτω κόσμο. Ο Heurtebise λέει στον Orphee πως υπάρχει ένας τρόπος να πάρει πίσω τη γυναίκα του. «Οι καθρέφτες είναι η πόρτα μέσα από την οποία μπαινοβγαίνει ο θάνατος» του λέει. Πέρα από τον καθρέφτη-Ζώνη, του επιτρέπεται να διεκδικήσει πίσω την Eurydice υπό τον όρο να μην την ξανακοιτάξει ποτέ πια. Η πριγκίπισσα και ο Orphee αναγγέλλουν την πέρα από το θάνατο αγάπη τους. Η Aglaonice και οι φίλες της όμως θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του Cegeste και ο Orphee σκοτώνεται. Ξανά ο Heurtebise και ο Orphee γυρνούν στη Ζώνη. Η πριγκίπισσα διατάζει τον Cegeste και τον Heurtebise να «σκοτώσουν» τον ποιητή που αφυπνίζεται δίπλα στην Eurydice. Η πριγκίπισσα και ο Heurtebise πρέπει να αντιμετωπίσουν την ίδια τους την τιμωρία. «Κάποιος μπορεί να δει την πριγκίπισσα σαν μαύρο άγγελο, σαν δαίμονα οδηγητή, που προσπαθεί να αποτρέψει τον Ορφέα από το να ζήσει μια φυσιολογική, οικογενειακή ζωή με την Ευρυδίκη. Ή αν η ταινία είναι μια αλληγορία για τον ποιητή και το ποίημα του, η πριγκίπισσα είναι μια ψεύτικη μούσα, μια μαύρη Θεά, το «αρνητικό» του λευκού αντίστοιχού της που λατρεύτηκε από τον Robert Grave». («Durgnat on film» Raymond Durgnat, 1976 )
Κατά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κυβέρνηση του Vichy χαρακτήρισε τον Cocteau παρακμασμένο. Ωστόσο εκείνος έγραψε ένα χαιρετισμό το 1942 στον φασιστή καλλιτέχνη Arno Becker, διαπράττοντας ένα λάθος που δεν πέρασε απαρατήρητο. Ο συνεργάτης του Cocteau, ποιητής, Paul Eluard ήταν απογοητευμένος. «Κάποτε σε βρίσκαμε ανάμεσα στους απαγορευμένους. Πως έκανες το λάθος να αποκαλύψεις τον εαυτό σου ανάμεσα στους λογοκριτές!». Ο τύπος τον κατήγγειλε ως ομοφυλόφιλο και η Γερμανική αστυνομία διέκοψε τις παραστάσεις των έργων του μετά από επεισόδια που δημιουργήθηκαν. Αν και φαινομενικά ο Cocteau ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την πολιτική, κατήγγειλε την κυβέρνηση του Vichy, χωρίς όμως να πάρει ενεργά μέρος στην Αντίσταση. Το 1949 ανακηρύχθηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής.