.
Είχε ζήσει πολύ.
Ξεκουραζόταν εκεί, σ’ ένα κούτσουρο, σ’ ένα ογκωδέστατο κούτσουρο, πολλά δειλινά, σαν έπεφτ’ ο ήλιος.
Εγώ περνούσα από κει κείνες τις ώρες και κοντοστεκόμουν να τον κοιτάξω.
Ήταν γέρος κι είχε πρόσωπο ζαρωμένο, σβησμένα κι όχι μόνο θλιμμένα τα μάτια.
Ξεκουραζόταν στο κούτσουρο κι ο ήλιος τον σίμωνε πρώτα, του δάγκωνε απαλά τα πόδια και περίμενε εκεί κάμποσες στιγμές λουφάζοντας.
Κατόπι ανέβαινε και σιγά-σιγά τον ρουφούσε, τον βούλιαζε, τραβώντας τον απαλά, σμίγοντάς τον με το γλυκό του φως.
Ω πώς διαλύονταν εκείν’ η γέρικη ζωή, το γέρικο υπόλειμμα.
Όλες οι λαχτάρες, η ιστορία της θλίψης, τ’ απομεινάρια των ρητίδων, η αθλιότητα του διαβρωμένου δέρματος πώς λιμάρονταν σιγά-σιγά, πώς αποσυντίθονταν.
Όπως ένας βράχος που στο σαρωτικό χείμαρρο αργολιώνει όλος γλύκα παραδομένος σ’ ένα βουερότατο έρωτα, έτσι κι εκείνη τη στιγμή ο γέρος σιγά-σιγά εκμηδενιζόταν, σιγά-σιγά παραδινόταν.
Κι εγώ κοίταζα τον πανίσχυρο ήλιο να τον δαγκώνει απαλά, γεμάτος αγάπη, και να τον αποκοιμίζει, για να τον πάρει έτσι λίγο-λίγο, για να τον διαλύσει λίγο-λίγο έτσι στο φως του, καθώς μια μάνα, που απαλότατα βάζει το μωρό της στο βυζί.
Εγώ περνούσα και τον κοίταζα. Ωστόσο μερικές φορές δεν έβλεπα παρά κάποια αδιόρατα απομεινάρια. Μόλις μια ανεπαίσθητη δαντέλα της ύπαρξης.
Αυτό που απόμεινε, αφού ο ερωτιάρης γέρος, ο γλυκούλης γέρος, είχε περάσει πια στο φως κι αργότατα, πολύ αργότατα, είχε απορροφηθεί απ’ τις τελευταίες ηλιαχτίδες, όπως τόσα άλλα αόρατα πράγματα στον κόσμο.
.
Ξεκουραζόταν εκεί, σ’ ένα κούτσουρο, σ’ ένα ογκωδέστατο κούτσουρο, πολλά δειλινά, σαν έπεφτ’ ο ήλιος.
Εγώ περνούσα από κει κείνες τις ώρες και κοντοστεκόμουν να τον κοιτάξω.
Ήταν γέρος κι είχε πρόσωπο ζαρωμένο, σβησμένα κι όχι μόνο θλιμμένα τα μάτια.
Ξεκουραζόταν στο κούτσουρο κι ο ήλιος τον σίμωνε πρώτα, του δάγκωνε απαλά τα πόδια και περίμενε εκεί κάμποσες στιγμές λουφάζοντας.
Κατόπι ανέβαινε και σιγά-σιγά τον ρουφούσε, τον βούλιαζε, τραβώντας τον απαλά, σμίγοντάς τον με το γλυκό του φως.
Ω πώς διαλύονταν εκείν’ η γέρικη ζωή, το γέρικο υπόλειμμα.
Όλες οι λαχτάρες, η ιστορία της θλίψης, τ’ απομεινάρια των ρητίδων, η αθλιότητα του διαβρωμένου δέρματος πώς λιμάρονταν σιγά-σιγά, πώς αποσυντίθονταν.
Όπως ένας βράχος που στο σαρωτικό χείμαρρο αργολιώνει όλος γλύκα παραδομένος σ’ ένα βουερότατο έρωτα, έτσι κι εκείνη τη στιγμή ο γέρος σιγά-σιγά εκμηδενιζόταν, σιγά-σιγά παραδινόταν.
Κι εγώ κοίταζα τον πανίσχυρο ήλιο να τον δαγκώνει απαλά, γεμάτος αγάπη, και να τον αποκοιμίζει, για να τον πάρει έτσι λίγο-λίγο, για να τον διαλύσει λίγο-λίγο έτσι στο φως του, καθώς μια μάνα, που απαλότατα βάζει το μωρό της στο βυζί.
Εγώ περνούσα και τον κοίταζα. Ωστόσο μερικές φορές δεν έβλεπα παρά κάποια αδιόρατα απομεινάρια. Μόλις μια ανεπαίσθητη δαντέλα της ύπαρξης.
Αυτό που απόμεινε, αφού ο ερωτιάρης γέρος, ο γλυκούλης γέρος, είχε περάσει πια στο φως κι αργότατα, πολύ αργότατα, είχε απορροφηθεί απ’ τις τελευταίες ηλιαχτίδες, όπως τόσα άλλα αόρατα πράγματα στον κόσμο.
.
Vicente Aleixandre / Ισπανία
Ανθολογία ισπανικής ποίησης, ΧΙΙ-ΧΧ αιώνας (Γνώση)
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου
Ανθολογία ισπανικής ποίησης, ΧΙΙ-ΧΧ αιώνας (Γνώση)
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου
2 σχόλια:
Αγαπιόντουσαν.
Υπέφεραν από το φως, χείλη μελανιασμένα το ξημέρωμα
χείλη που έβγαιναν από τη σκληρή νύχτα
χείλη σκισμένα, αίμα, αίμα από πού;
Αγαπιόντουσαν μέσα σε καραβίσια κλίνη, μισή σκοτάδι, μισή φως.
Αγαπιόντουσαν όπως τα άνθη αγαπούν τα άγρια αγκάθια
και αυτή την απαλή ανοιχτοκίτρινη ρητίνη,
όταν τα πρόσωπα στρέφονται μελαγχολικά,
ηλιοτρόπια του φεγγαριού που λάμπουν καθώς δέχονται εκείνο το φιλί.
Αγαπιόντουσαν τη νύχτα όταν τα υποχθόνια σκυλιά
γαυγίζουν κάτω απ’ τη γη και τεντώνονται οι κοιλάδες
όπως αρχαίες ραχοκοκαλιές που νιώθουν ότι φτιάνονται και πάλι:
χάδι, μετάξι, χέρι, φεγγάρι που φτάνει ως εδώ και αγγίζει.
Αγαπιόντουσαν με έρωτα ανάμεσα στην αυγή,
ανάμεσα στις σκληρές κλειστές πέτρες της νύχτας,
σκληρές σαν κορμιά που πάγωσαν από τις ώρες,
σκληρές σαν τα φιλιά μόνο δόντια με δόντια.
Αγαπιόντουσαν ημέρα, ακτή που όλο και απλωνόταν,
κύματα που το χάδι τους από τα πόδια έφτανε μέχρι τους μηρούς,
σώματα που σηκώνονται από τη γη και καθώς επιπλέουν…
Αγαπιόντουσαν τη μέρα πάνω στη θάλασσα, κάτω από τον ουρανό.
Τέλειο μεσημέρι, αγαπιόντουσαν τόσο βαθιά,
θάλασσα σαν πέλαγος ανοιχτή, και νέα, απέραντη στοργή,
μοναξιά του ζωντανού, μακρινοί ορίζοντες
δεμένοι σαν κορμιά σε μοναξιά που άδει.
Καθώς αγαπιόντουσαν… Αγαπιόντουσαν σαν την διάφανη σελήνη,
σαν εκείνη τη διαυγή θάλασσα που αγγίζει αυτό το πρόσωπο,
γλυκιά έκλειψη του νερού, σκοτεινιασμένα μάγουλα,
όπου τα κόκκινα ψάρια πηγαινοέρχονται δίχως μουσική.
Μέρα, νύχτα, δύσεις, αυγές, διαστήματα,
κύματα νέα, παλιά, φευγαλέα, διαρκή,
θαλασσα ή στεριά, καράβι, κλίνη, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο, μουσική, χείλος, σιωπή, φυτό,
κόσμος, ηρεμία, το σχήμα του. Αγαπιόντουσαν, μάθετέ το.
Vicente Aleixandre: Αγαπιόντουσαν
Μετάφραση: Bερονίκη Δαλακούρα
(Η Λέξη – Τ.180, Απρ.2004)
Ανάπαυση
Θλίψη στο μέγεθος πουλιού.
Τόξο σήραγγας διάφεγγο, κοιλότητα, αιώνας.
Αυτό το πέρασμα το αργό το αθόρυβο –
και περιμένει το βογγητό του σκότους.
Ω εσύ, μαρμάρινη σάρκα κυρίαρχη.
Μαρμαρυγή που τη σαγήνη διασχίζει των απολαύσεων,
στα δύο το γκρεμισμένο χωρίζοντας λιθάρι.
Ω αίμα, ω αίμα, ω ρολόι εσύ που δονεί
τα γαϊδουράγκαθα όταν μεγαλώνουν, όταν γρατζουνίζουν
τους λαιμούς που 'χουνε κινήσει
κι έχουν ανοιχτεί για φιλιά, για φιλιά.
Ω τούτο το φως το δίχως αγκάθια που χαϊδεύει
την έσχατη άγνοια που είναι βεβαίως ο θάνατος.
μτφ: Γιώργος Κεντρωτής
-από το diastixo.gr (τχ. 9 Ιαν. 2014)
Δημοσίευση σχολίου