Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2006

No 261

Image Hosted by ImageShack.usAnne-Louis Girodet de Roussy (Γαλλία)

Πάτροκλος ή το πεπρωμένο
Είχε περάσει ο καιρός της ηρωικής τρυφερότητας, όπου ο αντίπαλος ήταν το σκοτεινό αντίστροφο του φίλου. Η Ιφιγένεια ήταν νεκρή, την είχαν τουφεκίσει στην εντολή του Αγαμέμνονα που είχε πεισθεί ότι είχε λάβει μέρος στη στάση των πληρωμάτων της Μαύρης Θάλασσας’ ο Πάρις είχε παραμορφωθεί από την έκρηξη μιας χειροβομβίδας’ η Πολυξένη, είχε μόλις υποκύψει στον τύφο στο νοσοκομείο της Τροίας’ γονατιστές πάνω στην αμμουδιά, οι Ωκεανίδες δεν επάσχιζαν πια να διώχνουνε τις μπλε μύγες από τον νεκρό του Πατρόκλου. Από τότε που είχε πεθάνει αυτός ο φίλος που μαζί, είχε γεμίσει και είχε αντικαταστήσει τον κόσμο, ο Αχιλλέας δεν άφηνε πια τη σκηνή του τη στοιχειωμένη από ίσκιους: γυμνός, πλαγιασμένος κατάχαμα σαν να πάσχιζε να μιμηθεί εκείνο το πτώμα, αφηνόταν να τον τρώει το σαράκι των αναμνήσεων. Ολοένα και πιο πολύ, ο θάνατος του φαινόταν σαν ένα μυστήριο που μόνο οι πιο αγνοί ήτανε άξιοί του: πολλοί φθείρονται, λίγοι πεθαίνουν. Όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που τα θυμόταν όταν σκεφτόταν τον Πάτροκλο: η ωχρότητά του, οι άκαμπτοι ώμοι του που ανασήκωνε μια ιδέα, τα χέρια του τα πάντα κάπως ψυχρά, το βάρος του κορμιού του που σωριαζόταν στον ύπνο συμπαγές σαν την πέτρα, αποκτούσαν επιτέλους τοπλήρες νόημα του μεταθανάτιου χαρακτήρα τους, σαν ο Πάτροκλος να μην είχε σταθεί ζωντανός παρά ένα σκιαγράφημα του πτώματός του: To ανομολόγητο μίσος που κοιμάται στα βάθη του έρωτα προδιάθετε τον Αχιλλέα σε σκέψεις γλύπτη: ζήλευε τον Έκτορα που είχε φτιάξει αυτό το αριστούργημα’ μόνον αυτός θα έπρεπε να ΄χει αποσπάσει τα τελευταία πέπλα που η σκέψη, η κίνηση, το γεγονός το ίδιο πως ήτανε στη ζωή, παρέμβαλλε ανάμεσά τους, για ν’ ανακαλύψει τον Πάτροκλο μέσα στη θεϊκή γύμνια του νεκρού. Μάταια τον καλούσανε με σαλπίσματα οι τρώες αρχηγοί σε αναμετρήσεις περίτεχνες, απαλλαγμένες από τις απλοϊκότητες των πρώτων χρόνων του πολέμου: χήρος αυτού του συντρόφου που θα ‘ξιζε να ‘ταν εχθρός, ο Αχιλλέας δεν σκότωνε πια, για να μην δημιουργεί αντιπάλους στον Πάτροκλο πέρα απ’ τον τάφο.

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: Φωτιές (Χατζηνικολή)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Στην Γυριννώ είχε αγαπήσει την περηφάνεια, και είχε σκύψει να της φιλήσει τα πόδια. Ο έρωτας της Ανακτορίας, της είχε μάθει ποια γεύση αφήνουν στο στόμα οι λουκουμάδες που καταβροχθίζομε με λαιμαργία στα πανηγύρια, τα ξύλινα αλογάκια στις λαϊκές πλανόδιες γιορτές, το άχυρο του μύλου που γαργαλά το λαιμό μιας όμορφης πλαγιασμένης κοπέλας. Στην Ατθίδα είχε αγαπήσει τη δυστυχία. […]

Αυτή η γυναίκα που μέχρι τώρα έπαιρνε πάνω της την επιλογή, την προσφορά, τη γοητεία, την προστασία των πιο εύθραυστων φιλενάδων της, επιτέλους αφήνεται, επιτέλους βυθίζεται, παραδομένη με νωχέλεια στο βάρος του δικού της του φύλου και της δικής της καρδιάς, ευτυχισμένη, που στο εξής, πλάι σ’ έναν εραστή, δεν θα 'χει να κάνει κίνηση άλλη από το να δέχεται. Ακούει τον νεαρό άντρα να περπατάει στο δίπλα δωμάτιο, όπου η λευκότητα ενός κρεβατιού απλώνεται σαν μία επλίδα που παρ’ όλα αυτά έχει μείνει θαυμαστά ανοιχτή’ τον ακούει να ξεβουλώνει φιαλίδια στο τραπέζι της τουαλέττας, να ψάχνει τα συρτάρια με μια σιγουριά διαρρήκτη ή εραστή που πιστεύει πως όλα του επιτρέπονται, ν’ ανοίγει τέλος τα δύο φύλλα της ντουλάπας όπου τα φουστάνια της κρέμονται σαν αυτόχειρες ανακατεμένα με τους λιγοστούς φραμπαλάδες που της μένουν από την Ατθίδα. Ξαφνικά ένας μεταξωτός ήχος όμοιος με το θρόισμα των φαντασμάτων πλησιάζει σαν ένα χάδι που θα μπορούσε να σε κάνει να φωνάξεις. Σηκώνεται, γυρίζει: το αγαπημένο πλάσμα έχει τυλιχτεί με μια ρόμπα που η Ατθίς έχει αφήσει πίσω της: φορεμένη πάνω στη γυμνή σάρκα η μουσελίνα αναδεικνύει την σχεδόν γυναικεία χάρη που έχουν οι χορευτικές γάμπες. Απαλλαγμένο από το αυστηρό αντρικό ρούχο αυτό το πλαστικό και λείο κορμί είναι, σχεδόν, το κορμί μιας γυναίκας. Αυτός ο Φάων που τόσο άνετα νιώθει μέσα στη μεταμφίεση, δεν είναι παρά ένα υποκατάστατο της όμορφης απούσας νύφης. Πάλι είναι μια κόρη που έρχεται προς αυτήν με το χαμόγελο μιας πηγής. Σαστισμένη η Σαπφώ, τρέχει ξεσκούφωτη προς την πόρτα, φεύγει μακριά απ’ αυτό το στοιχειό από σάρκα που δεν θα μπορέσει να της δώσει παρά τα ίδια θλιβερά φιλιά. Κατηφορίζει τρέχοντας τους σπαρμένους σκουπίδια δρόμους που οδηγούνε στη θάλασσα, βυθίζεται μέσα στο σάλο των κορμιών. Ξέρει ότι δεν υπάρχει συναπάντημα που να κλείνει τη σωτηρία αφού όπου κι αν πάει δεν μπορεί παρά να ξαναβρεί την Ατθίδα.
...

Marguerite Yourcenar – Φωτιές: Σαπφώ ή η αυτοκτονία

Μετάφραση: Iωάννα Δ. Χατζηνικολή

Ανώνυμος είπε...

Aπό τον πρόλογο του βιβλίου

Προϊόν μιας κρίσης πάθους, το Φωτιές έχει τη μορφή μιας συλλογής ερωτικών ποιημάτων ή, αν το προτιμάτε, λυρικών πεζών, με κοινό άξονα μια ορισμένη αντίληψη για τον έρωτα. [...] Σε διαφορετικό βαθμό, όλες αυτές οι αφηγήσεις εκσυγχρονίζουν το παρελθόν, άλλες πάλι εμπνέονται από κάποιο ενδιάμεσο στάδιο από το οποίο πέρασαν αυτοί οι μύθοι ή αυτοί οι θρύλοι προτού φτάσουν μέχρι εμάς, έτσι ώστε αυτό συχνά, στο Φωτιές, το κυριολεκτικά "αρχαϊκό" να μην είναι παρά ένα όχι και πολύ ορατό πρώτο στρώμα... [...] Στο Φωτιές, καθαρά προμελετημένα, αλληλεπικαλύπτω, περιπλέκοντάς τα, το παρελθόν με το παρόν που με τη σειρά του γίνεται παρελθόν... [...] ο έρωτας, ο τόσο αλγεινός, για ένα δεδομένο πρόσωπο, δεν είναι συχνά άλλο από ένα περαστικό ατύχημα, λιγότερο πραγματικό, από μια έννοια, από τις προδιαθέσεις και από τις επιλογές που προηγούνται και που θα ζήσουν μετά απ' αυτόν.

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, 2 Νοεμβρίου 1967
~~~~~~~~~~~~

Το "Φωτιές" γράφτηκε το 1935, όταν η συγγραφέας ήταν 32 χρονών και ταξίδευε στην Μαύρη Θάλασσα με συντροφιά τον Ανδρέα Εμπειρίκο.