Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2006

No 260

Image Hosted by ImageShack.us Jacques Louis David (Γαλλία)

Στην ραψωδία Ω ο Αχιλλέας κλαίει τον φίλο του. Οι αλεξανδρινοί εκδότες Αρίσταρχος και Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, απέρριπταν και τούτο το χωρίο. Η βιαιότητα των αισθημάτων του Αχιλλέα εκφράζεται όμως, στις τελευταίες ραψωδίες και με άλλους τρόπους, που δείχνούν, όλοι, την άκρα αφοσίωση, η οποία ένωνε τους δυο ήρωες. Στην αρχή της ραψωδίας Τα η Θέτις βρίσκει τον γιο της «πεσμένο απά στον Πάτροκλο…να κλαίει πικρά». Εδώ έχουμε, λέει ο Clarke, μιαν απολύτως μοναδική συμπεριφορά απέναντι στον θάνατο. Πέραν του ζεύγους Αχιλλέα – Πατρόκλου, σημειώνει ακόμα ο ίδιος συγγραφέας, ο Όμηρος χρησιμοποιεί συναισθηματικούς όρους μόνο όταν οι γυναίκες είναι το θέμα
Για τους Αρχαίους αυτά τα κείμενα είναι υπαινιγμοί παιδεραστίας. Ο Clarke δέχεται αυτήν την ερμηνεία και προσθέτει ένα χωρίο, που, κατά τη γνώμη του, είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός υπαινιγμός:
.
(Η Θέτις προς τον Αχιλλέα: )
«Ως πότε γιε μου, θα πικραίνεσαι και θα χτυπιέσαι;
Ως πότε τα σωθικά σου θα σπαράζονται; Κι ουδέ ψωμιού θυμάσαι
κι ουδέ φιλιού; Γλυκό το αγκάλιασμα, να σμίξεις με γυναίκα»

.
Εάν τα άλλα αποσπάσματα δηλώνουν μια ομοφυλοφιλική σχέση, τότε πράγματι αυτό ηχεί ως αντίθεση της Θέτιδας, όχι μόνο στην υπερβολική απελπισία του γιου της, αλλά και προς τον έρωτα του. Και ο συγγραφέας καταλήγει: στην Ιλιάδα είναι έκδηλη, αν όχι η ομοφυλοφιλία, η ομοερωτική διάθεση, μόνο που απουσιάζει ο όρος.

Bernard Sergent: Ομοφυλοφιλία στην Ελληνική Μυθολογία (Χατζηνικολή)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Στο πολύ μεγάλο αφιέρωμα του typos.com.cy, στην ελληνική μυθολογία, και στο κεφάλαιο «Αχιλλέας, ο επικός ήρωας», αναφέρεται ότι «η ξακουστή φιλία του με τον ήρωα Πάτροκλο έχει προβληματίσει αρκετά τους μελετητές της αρχαιότητας, κατά πόσο ήταν μια αγνή φιλία ή μια τεχνηέντως καλυμμένη ομοφυλοφιλική σχέση» Λέει ότι ο Όμηρος την παρουσιάζει ως μια αθώα και καθαρή φιλία, και η πρώτη αναφορά στην ομοφυλοφιλική τους σχέση γίνεται από τον Αισχύλο, στην τραγωδία «Μυρμιδόνες» και ότι στην συνέχεια η θέση αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς, αρχαίους και νέους μελετητές. Ο δε συντάκτης του άρθρου, συμπληρώνει καταλήγοντας, ότι αυτό «είναι αρκετά πιθανό [o Πάτροκλος και ο Αχιλλέας να είχαν μια πιο έντονη σχέση, από μια απλή φιλία], δεδομένου ότι η ομοφυλοφιλία (και ο λεσβιασμός, σε μικρότερο βαθμό) ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα» .

Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν πως ο Αριστοτέλης πληροφόρησε τον Αλέξανδρο πως ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος υπήρξαν εραστές και τον δίδαξε πως "τέτοιες σχέσεις φιλίας μεταξύ αντρών παράγουν αρετή και αποτελούν την βάση του κράτους". Μαρτυρίες για την ομοφυλοφιλική σχέση Αχιλλέα-Πατρόκλου υπάρχουν σε κορυφαίους Ελληνες συγγραφείς όπως ο Πλάτων και ο Αισχύλος (Pl. Sym. 180a, TGF F135-36 Aeschylus' Myrmiddons, and Aesch. Tim. 1.141-42).

Σύμφωνα με τον Αρριανό όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην Τροία, κατέθεσε στεφάνι στον τάφο του Αχιλλέα και ο Ηφαιστίων στον τάφο του Πάτροκλου (Arrian1.12.1). Μετά την τελετή ο Αλέξανδρος έτρεξε γυμνός γύρο από τον τάφο του Αχιλλέα εκφράζοντας τον θαυμασμό του γιά τον μεγάλο ήρωα της αρχαιότητας. Το περιστατικό επιβεβαιώνει ο Ιουστίνος στο ιστορικό του έργο επιτομή Πομπήϊου Τρόγκου (XII,XII,11). Ο Ρωμαίος ιστορικός Κούϊντος Κούρτιος Ρούφος μας πληροφορεί ότι ο Hφαιστίων είπε την εξής φράση δικαιολογώντας την κατάθεση του στεφάνου:

"Αινιτώμενος ότι και αυτός ην ερώμενος Αλεξάνδρου, ώσπερ Αχιλλέως Πάτροκλος"

Κούρτιος Ρούφος , XII,7

(από άλλες πηγές)

Ανώνυμος είπε...

[Στην ραψωδία Ω ο Αχιλλέας κλαίει τον φίλο του.]

Ο απαρηγόρητος Αχιλλέας επικαλείται τον Ζέφυρο να φυσήξει για να φουντώσουν οι φλόγες της πυράς που θα κάψει το πτώμα του αγαπημένου του Πάτροκλου.

Ο Ζέφυρος, ο θεός του δυτικού ανέμου, με ένα άλλο του φύσημα είχε σκοτώσει τον Υάκινθο από ζήλια. Κατ’ άλλους γιατί ήταν ερωτευμένος με τον Απόλλωνα και ζήλευε που ο Θεός προτιμούσε τον Υάκινθο, κατ’ άλλους –η επικρατέστερη εκδοχή- γιατί ήταν ερωτευμένος με τον Υάκινθο και ζήλευε που ο όμορφος νέος ήταν ο σύντροφος του Απόλλωνα.

Η αρχαιολόγος Αθανασία Γιαλούρη, γράφει στο αφιέρωμα της Καθημερινής “Ο μάγος Άνεμος”:

«Για τον Ζέφυρο ιστορούσαν ακόμα πως αγάπησε τον Υάκινθο, τον γιο του Αμύκλα, του βασιλιά της Λακωνίας και δισέγγονο του Δία και της Ταϋγέτης, της θυγατέρας του Ατλαντα. Όμως τον Υάκινθο αγαπούσε και ο Απόλλωνας. Κυριευμένος καθώς ήταν ο Ζέφυρος από το πάθος του, όταν κάποτε είδε τον αγαπημένο του να αθλείται στην παλαίστρα με την συντροφιά του θεού, έχασε το νου του, φύσηξε δυνατά και ο δίσκος που έριξε ο Απόλλωνας, ξεφεύγοντας απ' τον στόχο του, έπεσε με ορμή στο κεφάλι του αγαπημένου του. Έτσι χάθηκε το παλικάρι (Ευριπίδης, Ελένη 1469 - 1474).»
~~~~~~~~~~~~

Ο Υάκινθος έγινε λουλούδι, ένα ακόμα από τα τόσα που φύτρωσαν στον «κήπο της ελληνικής μυθολογίας», τον «ολόφωτο», όπως γράφει ο Ζαν Ρισπέν στον πρόλογό της “Μεγάλης Ελληνικής Μυθολογίας”:

…που σας αφήνω τώρα να μπείτε… - ας χορέψομε λοιπόν, αφού οι φίλοι μας οι Έλληνες, οι φίλοι μας και αληθινοί προγονοί μας, έτσι το θέλησαν!
…κι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, ας πασχίσομε να ξαναβρούμε λιγάκι μέσα μας, όπως ήταν μέσα στους Έλληνες προγόνους μας, αυτήν την νεότητα που, αλλοίμονο, είμαστε πια τόσο μακριά της!
…τότε [η γη], θ’ αναθυμηθεί ολόκληρη τη μακριά ζωή της, και με περισσότερη τρυφεράδα τα νιάτα της… θάχει ένα χαμόγελο στα μάτια κι ένα λουλούδι στη γωνιά των χειλιών της, που ζαρώνουν για ένα ύστατο ερωτικό φιλί…

Ανώνυμος είπε...

H Ελληνική μυθολογία δεν είναι μόνον ένα συναρπαστικό και μαγικό ταξίδι στην μυθική Ελλάδα, αποτελεί συγχρόνως και μια μαρτυρία του πολιτισμού μας, και από αυτόν δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η ομοφυλοφιλική κουλτούρα. Εκτός από τους μύθους που αναφέρονται στην σχέση του Πάτροκλου με τον Αχιλλέα ή του Απόλλωνα με τον Υάκινθο, υπάρχουν κι άλλοι μύθοι για "έρωτες μεταξύ ανδρών".

- Ο μύθος του Δία και του Γανυμήδη, που είναι και ο πιο γνωστός - (βλ. καταχώρηση Νο.74):
«Υπάρχει κάποια απόλαυση στον έρωτα με έναν έφηβο, εφόσον μάλιστα ο γιος του Κρόνου [ο Δίας], βασιλιάς των αθανάτων, ερωτεύθηκε τον Γανυμήδη, τον άρπαξε, τον πήγε στον Όλυμπο και τον έκανε θεό, διατηρώντας το υπέροχο άνθισμα της νεότητάς του."(Θέογνις 1,1345)»

- O μύθος του Λάιου και του Χρύσιππου:
Ο πατέρας του Οιδίποδα όταν φιλοξενήθηκε στο παλάτι του Πέλοπα, ερωτεύτηκε τον γιο του οικοδεσπότη του, τον πανέμορφο Χρύσιππο, τον απήγαγε καί τον πήρε στην Θήβα, όπου και τον "αποπλάνησε".

- Ο μύθος του Ηρακλή και του αχώριστου συντρόφου του Ιόλαου:
Στον ιερό τάφο του αγαπημένου και αχώριστου συντρόφου του Ηρακλή, ορκίζονταν οι εραστές Ιερολοχίτες, ονομαστοί για την ανδρεία τους, που αποτελούσαν έναν γενναίο στρατό - [σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο καλύτερος στρατός ήταν εκείνος που είχε ζευγάρια ομοφυλόφιλων εραστών].

- Ο μύθος του Θησέα και του Πειρίθου:
O Πειρίθους έκλεψε ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα και περίμενε τον ήρωα να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική’ ο Πειρίθους τον περίμενε ήσυχα και όταν ήρθαν αντιμέτωποι, άρχισαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον.

Ανώνυμος είπε...

Κατά το έτος 1988, ο Κώστας Χωρεάνθης, συγγράφοντας μία κριτική μελέτη/αποτίμηση του βιβλίου και αναγνωρίζοντας την επιστημοσύνη της εργασίας του Bernard Sergent, αποδέχεται ότι η μυθολογία είναι η προσπάθεια ερμηνείας των φυσικών φαινομένων, και των κατακτήσεων του ίδιου του ανθρώπου και η προσπάθεια κατακύρωσης και επιβεβαίωσης των θεσμών, των εθίμων και των λατρειών της κοινότητας, αναγνωρίζει ότι η ομοφυλοφιλική σχέση ήταν διαδεδομένη σε μία εποχή που η ζωή ήταν οργανωμένη με αρκετά προχωρημένο διαρθρωτικό σύστημα, αναφέρει ότι ο Bernard Sergent έχει προωθήσει την έρευνά του σε πεδία που οι προκαταλήψεις και οι λογής σκοπιμότητες θεωρούσαν απαγορευμένα, αλλά, δυστυχώς, δεν κατάφερε να καταπολεμήσει τις δικές του προκαταλήψεις. Σε ό,τι αφορά στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις στην αρχαία ελληνική κοινωνία συντάσσεται με τον συγγραφέα που αναφέρει ότι «ο δικός μας τρόπος να ζούμε τη σεξουαλική έλξη σίγουρα δεν είναι πιο "φυσιολογικός" από τον δικό τους» αλλά σε ό,τι αφορά στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις της σύγχρονης εποχής γράφει το σχεδόν σχιζοφρενικό αλλά απολύτως ομοφυλοφοβικό «σήμερα η ομοφυλοφιλική μειοψηφία με την περιθωριακή της υπόσταση δεν είναι παρά το απορριπτέο χυδαίο κατάλοιπο ενός πανάρχαιου κοινωνικού θεσμού...». Oμιλώντας περί μύθων, μήπως ο Κώστας Χωρεάνθης κατέρριψε τον μύθο ότι οι προκαταλήψεις είναι ...διαχρονικές;

Ας δούμε ολόκληρη την κριτική μελέτη του όπως δημοσιεύθηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ – τ. 193, 8/6/1988.
(τυχόν λάθη οφείλονται στο ότι το κείμενο είναι προϊόν e-σάρωσης)

Η μυθολογική κατακύρωση της μυητικής σχέσης

Η ελληνική μυθολογία με την έκταση και την ποιοτική της σύσταση, με τη θαυμαστή συγκρότηση και τον καίριο συμβολισμό της, είναι το πεδίο απ' όπου άντλησε και αντλεί η ανθρώπινη σκέψη και έμπνευση θέματα και καταστάσεις και περιστατικά, πρόσωπα και γεγονότα, και τα φέρνει κάθε φορά μπροστά μας με μια καινούρια λάμψη και διάσταση. Έδωσε τα θέματά της στην απαράμιλλη ποίηση της τραγωδίας και σπονδύλωσε τη λυρική ποίηση στην αρχαιότητα την ελληνική αλλά και τη ρωμαϊκή, τροφοδότησε τις τέχνες στην Αναγέννηση αλλά και στους νεότερους χρόνους και, σε μιαν οικουμενική διάσταση, άπλωσε τους καρπούς της ώστε να γίνει στοιχείο διαρκές των πολιτισμών και των κοινωνιών. Η βαθύτερη ποίηση της ελληνικής μυθολογίας, που είναι και το αξιολογότερο συστατικό της, τη διατηρεί, μέσ' απ' όλες τις μεταλλαγές και προσαρμογές των εποχών, πάντα ζωντανή και επίκαιρη και μ' όλη την τεχνολογική ανάπτυξη και τη λογικοκρατούμενη αντίληψη της ζωής και του κόσμου, που έχει επικρατήσει, κυρίως στην εποχή μας. Απ' την άλλη προσφέρει άφθονο υλικό για την ερμηνεία πολλών φαινομένων και καταστάσεων, που παρατηρούνται στις ιστορικές εποχές, αφού, σε τελευταία ανάλυση, η μυθολογία δεν είναι παρά η προσπάθεια ερμηνείας των φυσικών φαινομένων, όσο και των κατακτήσεων του ίδιου του ανθρώπου, αλλά ακόμα και η προσπάθεια κατακύρωσης και επιβεβαίωσης των θεσμών, των εθίμων και των λατρειών της κοινότητας, σ' ένα προεπιστημονικό στάδιο, πριν ο λόγος οριοθετήσει τον κόσμο και πριν τον κατατάξει σε γενικευτικούς ορισμούς και σε λογικούς κανόνες. Και η ερμηνευτική αυτή πληρότητα των λαών μεσ' από τους παραδομένους μύθους δεν έχει αλλοιωθεί, άλλο που λειτουργεί με διαφορετικές μορφές, που κάποιες φορές, είν' αλήθεια, μπολιάζεται από αλλότρια στοιχεία, που προσάπτουν, στο μύθο, με το πέρασμα των αιώνων, εδαφικά στρώματα, που αφανίζουν το πρωταρχικό φωτεινό πεδίο. Κι εδώ, η επεξεργασία του επιστημονικού μελετητή, που πλησιάζει το μύθο «σαν κατιτί ιερό», αποκαλύπτει συχνά το αυτοφυές πρόσωπο και το παραδίδει στην κοινή κληρονομιά, απαλλαγμένο από τις προσμίξεις και τις αλλοιώσεις.

Η επιστημονική επεξεργασία των μύθων βρήκε άξιους εργάτες σε πολλές χώρες, ιδίως της Ευρώπης. Δυστυχώς γι' άλλη μια φορά, στη χώρα μας, την πατρίδα των μύθων, όπου η γη και ο ουρανός, η θάλασσα και το φως έδωσαν τη μοναδική μορφή της μυθολογίας μας, ώστε ν' αποχτήσει αυτή τη θαυμαστή ιδιαιτερότητα μεσ' από τα στοιχεία της κοινής ινδοευρωπαϊκής (και, βαθύτερα, της παγκόσμιας) μυθολογικής κληρονομιάς, καμιά προσπάθεια δεν έχει γίνει για να φωτιστούν οι μύθοι και να λειτουργήσουν στη σκέψη και στην επιστημονική σχέση των συναφών θεμάτων. Έχουν γίνει κατά καιρούς κάποιες απόπειρες, αλλά αρκούνται σε μια περιγραφική κωδικοποίηση των μυθολογικών δεδομένων. Και, βέβαια, στηρίζονται, σε μεγάλη επιφάνεια, σε ξένες μελέτες (αυτό μάλιστα, κάποιες φορές, αποτελεί και εχέγγυο εγκυρότητας) γιατί τελικά, τόσο την ιστορία μας όσο και τη μυθολογία μας και τον πολιτισμό μας τα μαθαίνουμε από τους ξένους: το σύνδρομο της ξενολατρείας - φυλετική μας κληρονομιά - σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, καταδυναστεύει την εθνική μας ζωή.

Α πό τις πολλλές, λοιπόν, αξιόλογες μελέτες πάνω στην ελληνική μυθολογία, η μελέτη του Β. Sergent «Ομοφυλοφιλία στην ελληνική μυθολογία» ξεχωρίζει τόσο για το ίδιο το αντικείμενό της όσο και για τον τρόπο που ερμηνεύονται οι μύθοι από τον μελετητή. Και θα πρέπει να επαινεθεί η πρωτοβουλία του εκδοτικού αυτού οίκου να εκδώσει τη μελέτη, παράλληλα και με άλλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και επιστήμης που μας έχει δώσει. Κρίμα όμως, που αυτή η τόσο σημαντική εργασία ατύχησε στη μεταφορά της στη νεοελληνική γλώσσα. Η μεταφράστρια δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει πάνω στο πλούσιο και εκτεταμένο εκφραστικό και θεματικό υλικό της μελέτης, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται, σε κάθε σχεδόν σελίδα, λογής λάθη, που δε συμβάλλουν, φυσικά, στην κατανόηση και την απόλαυση αυτής της γοητευτικής εργασίας: λάθη στην απόδοση και την κλίση των μυθολογικών και ιστορικών ονομάτων, λάθη ως προς την ορθογραφία των ονομάτων, των ρημάτων και άλλων λέξεων, χρησιμοποίηση αδόκιμων τύπων στα ρήματα, απόδοση ξένων λέξεων με ξένες πάλι, μεταφερμένες με ελληνικά στοιχεία στο κείμενο, ανοίκειες στο συμφραστικό τους περιβάλλον, λάθη ως προς τη χρήση της γλώσσας, που συνιστούν ανισότητα ή ανυπαρξία ύφους, εκφράσεις, που δε συμβάλλουν στη λειτουργία της φράσης, παρανοήσεις σε απόδοση χωρίων αρχαίων κειμένων και, τέλος, κάποια τυπογραφικά λάθη, όλ' αυτά, αδικούν την έκδοση.

Το θέμα που επεξεργάζεται ο μελετητής σ' αυτή την εργασία, ενδεχομένως να δημιουργήσει κάποιον σκεπτικισμό σ' εκείνους που δεν έχουν απαλλαγεί από τα ηθικά δεσμά του κόσμου μας και της εποχής μας, σ' αυτούς που η χριστιανομαθημένη τους συνείδηση, με αρκετή δόση υποκρισίας και φαρισαϊσμού, δείχνεται ν' αγνοεί μερικά στοιχειώδη πράγματα, που για τις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά. Κι αυτά τα χαρακτηριστικά, ανάμεσα στ' άλλα, ήταν οι ομοφυλοφιλικές μυητικές σχέσεις, η λειτουργική και παιδαγωγική διαδικασία που συνιστούσε το περιεχόμενο των σχέσεων αυτών, και, το σημαντικότερο, η διαφορά αντιλήψεων ως προς τις σχέσεις αυτές. Σήμερα που η ομοφυλοφιλική μειοψηφία με την περιθωριακή της υπόσταση δεν είναι παρά το απορριπτέο χυδαίο κατάλοιπο ενός πανάρχαιου κοινωνικού θεσμού, δε μπορούμε ν' αντιληφθούμε την έκταση και τη σημασία της σχέσης αυτής. Γι' αυτό στην καλύτερη περίπτωση, η μόνη, νομίζω, σωστή στάση απέναντι στον αρχαίον αυτό θεσμό, για κείνους που δεν μπορούν να τον αποδεχθούν, είναι να μην ασχολούνται μ' αυτόν: έτσι κι αλλιώς ο θεσμός υπήρξε ως κοινωνική έκφραση και αποδοχή και είναι δουλειά και μόνο του αντικειμενικού μελετητή να τον φωτίσει και να τον αναλύσει, ώστε ν' αποκαλύψει το ζητούμενο μήνυμα που περιέχεται στους σχετικούς μύθους. Γιατί, για την κατακύρωση του θεσμού αυτού, οι αρχαίοι λαοί μετέφεραν τη λειτουργία του στο μυθολογικό πεδίο, ώστε τόσο η ερμηνεία όσο και η επιβεβαίωσή του να έχουν τη νόμιμη αποδοχή, πράγμα εξάλλου που έγινε με το σύνολο των θεσμών των κοινωνιών εκείνων.

Ο μελετητής ξεκινά από κάποιες μυητικές τελετουργίες με περιεχόμενο την ομοφυλοφιλική μυητική σχέση νεαρών ανδρών και ανηλίκων, που διατηρούνταν ακόμα στη ζωή κάποιων κοινοτήτων ως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, όπως εξάγεται από σχετικά κείμενα του Στράβωνα (2ος αι. μ.Χ.) και του Αμμιανού Μαρκελλίνου (4ος αι. μ.Χ.). Ο γεωγράφος μιλά για τους Κρήτες (στηριζόμενος πάνω στο [χαμένο] έργο του ιστορικού του 4ου αι. π.Χ. Έφορου), ενώ ο εκρωμαϊσμένος ιστορικός κάνει λόγο για τους Ταϊφάλους, λαό που κατοικούσε στην περιοχή του Δούναβη την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης. Οι δυο αυτές αναφορές αποτελούν το πλαίσιο της μελέτης του Γάλλου ερευνητή, και από την αφετηρία αυτή πηγαίνει προς τα πίσω, στις προϊστορικές και πρωτοϊστορικές ελληνικές κοινωνίες, όπου, μεσ' από τους παραδομένους μύθους, σε μιαν εποχή, που ακόμα δεν είχε διαδοθεί η
γραφή, ανιχνεύει το θεσμό της ομοφυλοφιλικής σχέσης στις μυητικές και παιδαγωγικές του διαστάσεις, ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, που καταξιώνει την ανδρική κυριαρχία σ' εκείνες τις μακρινές και κατ' ευφημισμό λεγόμενες «πρωτόγονες» κοινωνίες. Γιατί αν, όπως καταδεικνύεται από τη μελέτη, η αρχή της ομοφυλοφιλικής σχέσης τοποθετεί στις δωρικές κοινωνίες της μυκηναϊκής εποχής, κάθε άλλο παρά για πρωτόγονες κοινωνίες μπορούμε να κάνουμε λόγο. Η ζωή εκείνη την εποχή ήταν οργανωμένη με αρκετά προχωρημένο διαρθρωτικό σύστημα, κι αν ο αόρατος κόσμος των μύθων κυριαρχούσε στη ζωή της κοινότητας και η λατρεία, με τις μυστικές της αναφορές και επιδράσεις, ήταν μια κεντρική κοινωνική εκδήλωση, από την άλλη, η πνευματική αντανάκλαση, που προερχόταν απ' αυτή τη σχέση του ανθρώπου με το λειτουργικό μυθικό περιεχόμενό της, ήταν αρκετά δυνατή για ν' αποτρέψει την παρέκκλιση από την πληρότητα της πανάρχαιης παράδοσής της.
Και στο βαθύτερο μήνυμα των ελληνικών μύθων ο μελετητής βλέπει τον κοινωνικό ρόλο τoυ θεσμού: «Οι αρχαίοι Έλληνες δε διέφεραν βιολογικά από μας. Ούτε και οι Παπούα, άλλωστε. Αλλά σ' αυτούς ήταν διαφορετικός ο κοινωνικός κανόνας που καθόριζε το φυσιολογικό. Κι αυτή η παραλλαγή, σε σχέση με τον δικό μας κανόνα, καταδύεται στο αρχαιότερο βάθος των ανθρώπινων ανησυχιών. Ο δικός μας τρόπος να ζούμε τη σεξουαλική έλξη σίγουρα δεν είναι πιο "φυσιολογικός" από τον δικό τους», λέει ο μελετητής (σελ. 60) καί πάνω στην αρχή αυτή στηρίζει την επεξεργασία του μυθολογικού υλικού που του προσφέρεται για την τεκμηρίωση και την κατακύρωση των επιχειρημάτων του.

Στην εξέταση του θέματός του ο μελετητής είναι φυσικό να θεωρεί το μύθο από την αρχή κι επειδή για την ελληνική μυθολογία (που το περιεχόμενό της σε μεγάλο βαθμό είναι και θρησκευτικό) έχουν γραφτεί πλήθος μελέτες, υποχρεώνεται συχνά να ανασκευάσει θεωρίες που έχουν επικρατήσει ή να προωθήσει την έρευνά του σε πεδία που οι προκαταλήψεις και οι λογής σκοπιμότητες θεωρούσαν απαγορευμένα ή, στην πιο ανώδυνη περίπτωση, τα αγνοούσαν. Αυτή η επαφή με την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του μύθου, δίνει μια γοητεία στην εργασία του και φέρνει τον αναγνώστη στην περιοχή εκείνη που μόνο η ποίηση (ποίηση του κόσμου αυτού που δημιούργησε το μυθολογικό θαύμα) μπορεί να διαγράψει και να οριοθετήσει. Έτσι, πολλές φορές αναζητά μεσ' από το πλήθος των παραδομένων πηγών τον πρωταρχικό πυρήνα του μύθου, γιατί μεσ' από τις μεταγενέστερες γραπτές πηγές μόνο μπορούμε να συγκροτήσουμε το σύστημα της μυθολογίας, αφού γι' αυτό, όσον καιρό λειτουργούσε ως θρησκευτικό νόμιμο, δεν υπήρχε μια θεωρητική κωδικοποίηση και μια γραπτά θεμελιωμένη ιερή αποκάλυψη, όπως έγινε με την ιουδαϊκή μυθολογία, τη χριστιανική ή τη μωαμεθανική. Οι γραπτές πηγές που περιέχουν τα συναφή θέματα είναι διάσπαρτες τόσο σε χώρο όσο και σε χρόνο, καταλαμβάνουν χρονικό διάστημα μιάμισης χιλιετίας περίπου και βρίσκονται μέσα στα πιο ετερόκλητα κείμενα. Και φυσικά, όσον αφορά στους μυητικούς μύθους, όπου απαρέγκλιτα υπονοείται η ομοφυλοφιλική σχέση (αφού η προϊστορική ελληνική μύηση περιλάμβανε κανονικά την ερωτική υποταγή του δόκιμου στον εκπαιδευτή) οι γραπτές πηγές συχνά την αποσιωπούν ή την καλύπτουν, αφού πια οι αντιλήψεις είχαν αλλάξει και τα κοινωνικά θέσμια είχαν εξελιχθεί, ή, αντίθετα, σε μιαν εποχή «απελευθερωμένη» (όπως η αλεξανδρινή) επινοούνταν ομοφυλοφλικές σχέσεις για επώνυμους μυθολογικούς ήρωες, ένα κατάλοιπο των παλαιών μυητικών μύθων. Έτσι, ο ερευνητής είναι υποχρεωμένος να συζητήσει όλα τα συναφή προβλήματα που αναφύονται στην αντιμετώπιση του θέματός του και σ' αυτό, η συμβολή του είναι σημαντική, καθώς συνεξετάζει τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα και στηρίζεται πάνω στη δομική αντίληψη της μυθολογικής περιοχής. Αναμοχλεύει τα συστατικά στοιχεία των μυθολογικών ιστοριών, για να τα αποκαθάρει από τις αλλότριες προσμίξεις και να εντάξει στην αρχική τους λειτουργικότητα ως αντικρύσματα, στο πνευματικό πεδίο, ενός κοινωνικού νομίμου.

Οι μύθοι, που ο μελετητής εξετάζει, περιέχουν κάποια σταθερά στοιχεία, που αποτελούν τη «δομική τους περιουσία»(Claude Levi-Strauss) και που οι παραλλαγές τους μπορούν βέβαια να πάρουν και διαφορετική αξία καθώς αλλάζουν κώδικα και αποχτούν διαφορετική ακολουθία, ωστόσο, μεσ' από τη δομή ερμηνεύεται ο μύθος και εντάσσεται στο γενικότερο σύστημα της μύησης - αυτή μας ενδιαφέρει εδώ - τόσο στη χρονική όσο και στην τοπική (γεωγραφική), αν θέλουμε, τοποθέτησή του. Τέτοια δομικά στοιχεία του μύθου είναι η παραμονή στην «εσχατιά» εραστή και ερωμένου, η τρισλειτουργικότητα της μυητικής σχέσης με τα δώρα που ο εραστής δίνει στον ερωμένο, ο μυστικός θάνατος του ερωμένου με τον συμβολικό του χαρακτήρα, που δηλώνει το τέλος της μύησης και τη μετάβαση του ερωμένου στη θέση του εραστή. Η «παραμονή στην εσχατιά» ενέχει δοκιμαστικό χαρακτήρα, ενώ τα δώρα συμβολίζουν τις μυητικές λειτουργίες (το κύπελλο τη λατρεία και λατρευτικές, γενικότερα, εορτές, το τσεκούρι τον πόλεμο, το άροτρο και ο ζυγός τη γεωργία, την καλλιέργεια). Έτσι, ιεραρχώντας τη μύηση, παρατηρεί κανείς ότι οι συμβολισμοί αυτών των δώρων (που μπορεί να παραλλάσσουν από μύθο σε μύθο, η λειτουργία τους όμως είναι αποσαφηνισμένη) αντιστοιχούν και στις ανάλογες κοινωνικές δομές και εκδηλώσεις, στις αρθρώσεις που σπονδυλώνουν τους αρχαίους πολιτισμούς: στη βασιλεία και τη θρησκεία (πρώτη λειτουργία), στη φυσική δύναμη και τον πόλεμο (δεύτερη λειτουργία), στην παραγωγικότητα, στον πλούτο και στην υγεία (τρίτη λειτουργία).

Αυτές οι κοινωνικές λειτουργίες ωστόσο, που καθιερώθηκαν μεσ' από τη διαλεκτική του ανθρώπου με τη φύση και την κοινωνία και τη ζωή, έχουν τους μυθικούς τους θεμελιωτές, που με την πνευματική τους διάσταση τις επικυρώνουν μέσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα και που οι άνθρωποι προσφέρουν σ' αυτούς τη λατρεία τους, αφού οι ιδρυτές εκείνοι πέρασαν πρώτα το στάδιο του μυουμένου κοντά σ' ένα θεό που ήταν εκείνος που μυούσε τον ερωμένο στην «εσχατιά» και του χάριζε τα λειτουργικά δώρα της μύησής του. Ο μυστικός θάνατος του ερωμένου που ακολουθεί και που συμβολίζεται είτε με τη μεταμόρφωσή του σε ζώο ή φυτό (αντίληψη που έχει τοτεμικές αφετηρίες) είτε και με πραγματικό, αλλά βίαιο και αφύσικο θάνατο, εξαφάνιση ή καταποντισμό, συνεπάγεται και τη μετάβασή του στον κόσμο των ηρώών (ή ημιθέων), που καθιερώνει τη λατρεία του (αποθέωση) και που η τελετουργική της αποτελεσματικότητα περιέχει τα πραγματικά αντικρύσματα της μύησης, σε μιαν εποχή που ακόμα οι κοινωνίες στήριζαν την ύπαρξή τους στην εθιμική λειτουργία των θεσμών και των άγραφων νόμων. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί από τη στιγμή που αναπτύσσεται η γραπτή έκφραση των κοινωνικών κανόνων και νομίμων, από τη στιγμή που η ποίηση γράφεται και αποχτά την αυτοτέλεια του έργου της τέχνης, ο μύθος δεν έχει πια το περιεχόμενο της πρωταρχικής του δημιουργίας. Η ομοφυλοφιλία της κλασικής εποχής που, βέβαια, διατηρεί ώς ένα βαθμό τον παιδαγωγικό της χαρακτήρα, αλλά έχει χάσει την αρχική της μυητική λειτουργία, έχει την προϊστορία της στη μυητική ομοφυλοφιλία που ερμηνεύουν αυτοί οι άγραφοι μύθοι και που την αφετηρία τους ο μελετητής την αναζητά στον βοιωτικό μυκηναϊκό κόσμο, με τον Λάιο, τον δημιουργό της παιδεραστίας στην Ελλάδα. Ο Λάιος, πριν από την αρπαγή του Χρύσιππου, γιου του Πέλοπα, ήταν ερωμένος του Ποσειδώνα, στη μυητική του σχέση για τη λειτουργία της βασιλείας και της θρησκείας, συνακόλουθα. Η μύηση για την πολιτική προαγωγή εκφράζεται στους συναφείς μύθους στη σχέση του Απόλλωνα (κατεξοχήν μυητικού θεού) μ' ένα πλήθος νεανιών, όπως ο Υάκινθος, ήρωας δωρικός (που η λατρεία του, όπως αποδεικνύει o Sergent, δεν έχει καμιά σχέση με το θάνατο και την αναγέννηση της φύσης, δεν αντιστοιχεί δηλαδή σε εορτές αγροτικές, όπως πίστευαν αρκετοί μελετητές κι ανάμεσά τους ο σοφός Martin Nilsson) ο Κυπάρισσος, ο Νάρκισσος, ο Καρπός, αλλά και ο Θάμυρης, ο 'Αδμητος, ο Φόροας και άλλοι ακόμα, ενώ η μύηση στα πολεμικά έργα εκφράζεται στη σχέση του Ηρακλή με τον Ιόλαο, τον Άδμητο, τον Ύλα, το Φιλοκτήτη, το Νέστορα και πλήθος άλλους ήρωες. Εκτός απ' αυτές τις τρεις βασικές λειτουργίες, ο ερευνητής προχωρεί και στη μελέτη των μύθων που ερμηνεύουν τις γυναικείες μυήσεις, αφού σε μια πρώιμη εποχή η Ελλάδα είχε αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία στην εκπαιδευτική σχέση και για τις γυναίκες. Εδώ, ο Αλκάθοος, ιδρυτής των Μεγάρων και θεμελιωτής των Διοκλείων, μυητικών τελετουργιών, και γιός, απ' την άλλη, του Πέλοπα, γίνεται ο βασικός συντελεστής του θεσμού. Κι ακόμα μελετά τους έρωτες στους μύθους του Διονύσου, που το μυητικό στοιχείο που περιέχουν υποκρύπτεται σ' ένα συμβολικό χαρακτήρα. Ξαναγυρίζοντας στην Κρήτη, ο μελετητής αναλύει διάφορες κρητικές ιστορίες με τους έρωτες του Μίνωα (με τον Σαρπηδόνα και τον Θησέα), του Ραδάμανθη (με τον Τάλω), του Δία (με το Γανυμήδη). Σ' ένα άλλο επίπεδο, αναζητά τις ανάλογες μυητικές σχέσεις σε ήρωες, όπως τον Μελέαγρο, τον Αιτωλό ήρωα στον Μεσσήνιο Αριστομένη, στον Κορίνθιο Ακταίωνα, στον Φωκέα Ευρύβατο, στον Κύκνο από την Αιτωλία, στον Ανθέα, Μιλήσιο ήρωα, στον Καινέα και τέλος αναφέρεται στην περιώνυμη σχέση Αχιλλέα-Πατρόκλου, που περιέχεται μέσα στην αρχαιότερη γραπτή ελληνική πηγή. Κι αν, όπως λέει και ο μελετητής, η ελληνική επική ποίηση αρνήθηκε ν' αναφερθεί στην ομοφυλοφιλία, από μια δέσμευση σε κάποιο συντεχνιακό ηθικό κώδικα, που απαγόρευε σε κάποια λογοτεχνικά είδη ν' αναφέρονται σε συγκεκριμένα θέματα, ωστόσο αρκετές νύξεις μέσα στο έπος και κάποια υπονοούμενα δείχνουν πως ο επικός ποιητής ήξερε τη μυητική ομοφυλοφλική σχέση ανάμεσα στους δυο ήρωες.

Στη μελέτη των μύθων ο ερευνητής αναζητά μεσ' από τις επιφαινόμενες παραλλαγές, τις αντιστροφές και τις διάφορες επικαλύψεις, την αρχική δομή και τον αρχικό μυκηναϊκό πυρήνα, που γύρω του οικοδομείται η εξέλιξη και η μυητική του λειτουργικότητα. Και το συμπέρασμά του είναι, πως, εφόσον υπάρχουν σοβαροί λόγοι - που καταδεικνύονται από την έρευνα - ένας μύθος να θεωρηθεί αρχαίος, τότε υπονοεί πάντα μια μύηση. Κι αυτό αποδεικνύεται ακόμα και από τον κατάλογο που επίσυνάπτει στο τέλος της εργασίας του (σελ. 256-7), όπου κάθε σχεδόν πόλη του μυκηναϊκού κόσμου είχε το θεμελιωτικό μυητικό της μύθο, με τους θεούς και τους ήρωες εραστές και ερωμένους.

Η εργασία του Bernard Sergent, με την επιστημοσύνη και τη μεθοδικότητά της, δίνει σίγουρα μια διαφορετική διάσταση στη μυθολογική περιοχή του αρχαιοελληνικού μας πολιτισμού. – Κώστας Χωρεάνθης