.
Έχω ανέλθει, κατά γενική ομολογία, κοινωνικά εδώ στην Αθήνα, αναγνωρίστηκα ποικιλοτρόπως από τους διάφορους κύκλους μου. Αυτό το τόνισαν κατά κόρο, και μάλιστα ενώπιόν μου, οι εκ Θεσσαλονίκης ομιλητές σε κάτι εκδηλώσεις που έγιναν προ καιρού εδώ για την πόλη μας. Γεγονός, πάντως, είναι πως είμαι τώρα σε θέση να καλώ, όταν θέλω κόσμο στο σπίτι, ακόμα και ανθρώπους, που η ιδιότητά τους φαίνεται από μακριά, φαντάρους με μπερέδες χρωματιστούς, σήματα στο στήθος γυαλισμένα και αστραφτερά, συνθήματα περί θάρρους και τόλμης, σαν ζεστά, όσο ποτέ, θέματα περιφερομένων εκθέσεων ιδεών – ω ιδέες! ω εσείς από τη χώρα των ιδεών! – και κανείς να μην παραξενεύεται ή να το θεωρεί υποχρέωσή του να με καταπιέζει μ’ αυτή ή με εκείνη τη στάση του. Αυτό, βέβαια, είναι μια σημαντική πρόοδος, τολμώ να πω μια νίκη, μετά από μισόν αιώνα, όχι απλώς σκλαβιάς, όχι απλώς απολυταρχίας, μα κοινωνικού και επαγγελματικού εγκλεισμού στα τάρταρα, όπου ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων. Ελπίζω στα εξήντα μου να διημερεύω ή και να διανυκτερεύω – ποιος θα μπορεί να μου το απαγορέψει και ποιος θα ενδιαφέρεται άλλωστε; - στην Ομόνοια, εκεί στα τσιμέντα, όπου οι κυλιόμενες κλίμακες του Ηλεκτρικού, να κάθομαι με φυσικότητα ως ισότιμος ανάμεσα στους τόσους και τόσους αναμένοντες, επαρχιώτες και εντόπιους, - τότε πια και οι έγχρωμοι, τα εξαίρετα αυτά παιδιά, θα έχουνε παραπερισσέψει – και να κουνώ τα ποδάρια μου παίζοντας το μπεγλέρι ή να συχναλλάζω παγκάκι στο Ζάππειο, ώσπου να βρω το βαθύ ανθρώπινο πηγάδι με το δροσιστικό νερό.
Γιώργος Ιωάννου : Tο δικό μας αίμα (Κέδρος)
Γιώργος Ιωάννου : Tο δικό μας αίμα (Κέδρος)
2 σχόλια:
«Θα ζήσουμε όπως θέλουμε και θάναι πολύ καλά»
Η ελάχιστη και έσχατη ελπίδα του Γιώργου Ιωάννου -αφού δεν του επέτρεψαν να ζήσει όπως οι περισσότεροι άνθρωποι- να περιφέρεται, μετά τα εξήντα του στην Ομόνοια ανακατεμένος με «υποψιασμένα κορμιά» «αναμενόντων επαρχιωτών, εντοπίων και εγχρώμων» και να «συχναλλάζει παγκάκι στο Ζάππειο», έμεινε απραγματοποίητη όπως και άλλες, που είχε εκφράσει παλιότερα.
Τον Νοέμβρη του 1949, φοιτητής στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, έγραφε από την Θεσσαλονίκη στον φίλο του Χρήστο Σαμουηλίδη: «Τις μέρες αυτές σχεδίασα κι άρχισα να γράφω μια νουβέλλα, ίσως να βγει στο τέλος μυθιστόρημα. Ελπίζω πως θα την τελειώσω αυτήν και πως θα είναι αξιόλογη…»
Κλείνοντας την επιστολή του, εξέφραζε και μια άλλη ελπίδα: «…μπορούμε να ελπίζουμε περισσότερο στην επιτυχία και πραγματοποίηση των ονείρων μας. Θα ζήσουμε όπως θέλουμε και θάναι πολύ καλά»
Λίγους μήνες αργότερα, αρχές Απριλίου του 51, δεκανέας, πια, του πυροβολικού στο Μεγάλο Πεύκο, ονειρεύεται θάλασσες και γράφει στον Χρήστο: «Ποιος τη χάρη μου μεθαύριο που θα δουλέψω ασυρματιστής σε βαπόρια των μεγάλων δρομολογίων…»
Την “αποκτηθείσα εν τω στρατεύματι” ειδικότητα του ασυρματιστή, δεν την άσκησε ποτέ σε βαπόρια – ούτε μεγάλων, ούτε μικρών δρομολογίων. Δεν βρέθηκε στην “γέφυρα εν ώρα κινδύνου», σαν τον “συνάδελφό” του Νίκο Καββαδία, συλλογιζόμενος τον μικρό εβραίο με τα «τόσο κόκκινα κι υγρά ωραία του χείλια» που κοιμήθηκε μαζί του στη Σεβίλλια υπό τους ολολυγμούς μιας ισπανικής κιθάρας. Ταξίδεψε όμως «απ’ τα Χαυτεία έως το Μουσείο και από την Ομόνοια έως την Αρχαία Αγορά στις οκτώ γωνιές του Σύμπαντος». Ούτε το μυθιστόρημα που χρόνια σχεδίαζε έγραψε ποτέ, ούτε στα «εξήντα του» πρόλαβε να φτάσει. Ο πρόωρος θάνατος του, έδωσε τέλος στην αγωνία της πολύχρονης αναζήτησης για «το βαθύ ανθρώπινο πηγάδι με το δροσιστικό νερό».
O πόθος του για ελευθερία έμεινε ανεκπλήρωτος και η προσδοκία του να ζήσει όπως ήθελε, θυσιάστηκε στο βωμό των ομοφοβικών προκαταλήψεων, των διακρίσεων και της στέρησης των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων.
Δημοσίευση σχολίου