Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2007

No 436

Image Hosted by ImageShack.us Masha Guida (Ουκρανία)
.
Κόνορ.
Τον είδα πρώτη φορά στο βάθος του «Grapes», να σηκώνει ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα και να το φέρνει μπροστά στο δροσερό του χαμόγελο, εν μέσω μιας παρέας με πέτσινα μπουφάν. Ήταν υπέροχος ακροατής, ένας άνθρωπος με αμυγδαλωτά μάτια και μαλλιά στο χρώμα του κάστανου. Εκείνο το βράδυ ήταν μαζί μου ο Έντουαρντ. Δυστυχώς, ο φίλος μου εκτόξευε μύδρους εναντίον της γραμματικής των ηγετών του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, τινάζοντας απαλά το λευκό του χέρι προς την κατεύθυνση των Μπομπωδών, κι όταν σήκωσα τα μάτια, είδα τον Κόνορ να κάθεται ανάμεσά τους. Τι να πω; Παράγγειλα άλλο έναν γύρο ποτά και τον παρακολουθούσα πάνω από τον ώμο του Έντουαρντ, τον τρόπο που έπιανε τα χαρτιά και χαμογελούσε με το ατάραχο χαμόγελο του μέσα στο κεχριμπαρένιο φως. Και τότε, χωρίς να βγει ούτε στιγμή από τον κόσμο του, με κοίταξε. Είδα έναν ολόκληρο κόσμο δυνατοτήτων μέσα σ’ εκείνο το βλέμμα. Η παμπ βούιζε από ασήμαντες ανησυχίες ενώ ο Κόνορ, ο άνθρωπος στο βάθος της αίθουσας, που γελούσε με τα μπράτσα δεμένα μπροστά, κατακτούσε κάθε μου σιωπηρή ελπίδα.
Ο Χίπισλεϊ – Κοξ συνέχιζε τον λίβελλό του δίπλα μου, εγώ όμως δεν άκουγα ούτε λέξη από όσα έλεγε και η φωνή του είχε σβήσει σαν μακρινό πιάνο. Αισθανόμουν εκείνο τον υπέροχο νέο στα ακροδάχτυλά μου και στο τζιν που μου έκαιγε τον λαιμό. Τον κοίταξα ξανά.
Στράφηκε για να τρίψει τον ώμο του και, βλέποντας το χέρι του πάνω στο μπουφάν του, μεμιάς επιθύμησα να ήμουν το μπουφάν του ή το ύφασμα του πουκαμίσου του. Σχεδόν σαράντα χρόνια σκέφτομαι το κεχριμπαρένιο φως και το χαμόγελό στο πρόσωπό του εκείνο το βράδυ. Γιατί τον αγάπησα ένα δευτερόλεπτο πριν τον αντικρίσω, όπως συμβαίνει πάντα με την αγάπη: ξέρουμε ποιον αγαπάμε πριν καν τον βρούμε, η νομίζουμε πως ξέρουμε. Νιώθουμε πως έναν τέτοιο άνθρωπο περιμέναμε, κι όταν τον δούμε, μας είναι απόλυτα οικείος.
Αγάπα με κι εσύ, ψιθύρισα μέσα στο ποτήρι μου.

Andrew O´Hagan: Να ‘σαι κοντά μου (Πόλις)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η παρουσίαση του βιβλίου από το site της Πρωτοπορίας:

Η ζωή στην απομονωμένη και κλειστοφοβική πόλη Ντάλγκαρνοκ, στη Σκωτία, δεν είναι εύκολη για τον πατέρα Ντέιβιντ Άντερτον, έναν ιδιαίτερα καλλιεργημένο Άγγλο ιερέα. Έχοντας να αντιμετωπίσει τον άγριο σωβινισμό των κατοίκων, νιώθει να τον στοιχειώνουν θραύσματα του παρελθόντος του - o απρόσμενος θάνατος του πατέρα του, ο φανταστικός κόσμος των ιστοριών της μητέρας του, τα ήσυχα μαθητικά του χρόνια στο Άμπλφορθ, η μεθυστική και απατηλή περίοδος της Οξφόρδης και κυρίως ο χαμένος έρωτας. Μέσα στη μοναξιά του γοητεύεται από δύο ρηχούς εφήβους της πόλης, τον Μαρκ και τη Λίσα, και την τραχιά τους νεότητα. Πασχίζοντας απελπισμένα να κερδίσει την εύνοια και τη συμπάθειά τους, ο πατέρας Ντέιβιντ επιλέγει να παραβλέψει τις ατασθαλίες τους. Καθώς η φιλία τους βαθαίνει, παρασύρεται σε μια καταστροφική οικειότητα με τον νεαρό, με συνέπεια τον επίσημο εξοστρακισμό του και την πρόκληση μαζικής υστερίας. Το μυθιστόρημα Να ‘σαι κοντά μου είναι μια ιστορία για την τέχνη και την πολιτική, για τον έρωτα και την πίστη. Εγκλωβισμένος στη δίνη του ταξικού μίσους και των ελαττωμάτων του χαρακτήρα του, ο Ντέιβιντ αρχίζει να συνειδητοποιεί τι απέγιναν τα ιδανικά της γενιάς του. Το βιβλίο διαθέτει το συναισθηματικό βάθος και την καλλιτεχνική μαεστρία ενός πραγματικού αριστουργήματος της λογοτεχνίας.

Από τον εκδότη
~~~~~~~~~~~~~~~

H μεταφραση είναι της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου

Ανώνυμος είπε...

Από την "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας, 22 Ιουνίου 2007
Γράφει η Λίνα Πανταλέων

Δέηση στον εαυτό

Διερεύνηση των ορίων της ηθικής μέσα από τις υπαρξιακές αμφιταλαντεύσεις ενός ιερέα


Η πίστη βοηθάει στο να παίρνει κανείς αποστάσεις από την πραγματικότητα. Εκεί έγκειται και η λυτρωτική της επενέργεια. Ποικιλόχρωμες οι εκφάνσεις της, ως βεβαιότητα για την ισχύ του καλού ή του κακού, ως ακράδαντη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, στον έρωτα, στην ομορφιά, στην τέχνη, στον ορθολογισμό, στον εθνικισμό, σε μια ποδοσφαιρική ομάδα. Η απαρίθμηση θα μπορούσε ευνόητα να εκτείνεται στο άπειρο. Μολονότι το θρησκευτικό αίσθημα αποκλίνει ενδεχομένως από την προάσπιση μιας ιδέας ή μιας απαρασάλευτης πεποίθησης, σχεδόν κάθε μορφή πίστης υπαγορεύει μια ενδεδειγμένη συμπεριφορά, προτείνει, με άλλα λόγια, ένα ηθικό χρέος. Το αντίτιμο για την ψυχική στήριξη είναι η δέσμευση. Σημείο τομής της πίστης με την πραγματικότητα, η απελπισία. Η πρώτη την ανακουφίζει, η δεύτερη τη συντηρεί. Ενίοτε και αντιστρόφως. Η αναπότρεπτη, ωστόσο, σύγκρουση με την πραγματικότητα επαναπροσδιορίζει και νοηματοδοτεί εκ νέου την ηθική στάση και παραπλεύρως το πλαίσιο της πίστης. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Andrew O'Hagan (Γλασκόβη, 1968), από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης βρετανικής πεζογραφίας, διερευνά τη δυσεπίτευκτη συναρμογή της θρησκευτικής πίστης και της ηθικής υποχρέωσης με το αδήριτο αίτημα της ευτυχίας, που συχνά έρχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία των δύο προηγούμενων βιοτικών αξόνων. Μέσα από την αριστοτεχνική προσωπογραφία του κεντρικού ήρωα προβάλλονται οι πολλαπλές και αποκλίνουσες οδοί, από τις οποίες ξεμακραίνει κανείς από τη θλίψη για να φτάσει να πιστέψει στον εαυτό του• αναμφίβολα το πιο απαιτητικό είδος πίστης.

Πένθιμη πίστη

Οταν ο Αγγλος ιερέας Ντέιβιντ Αντερτον αναλαμβάνει καθήκοντα στην ενορία της πόλης Ντάλγκαρνοκ της Σκοτίας έχει ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση όσον αφορά τη σχέση του με τον Θεό. Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο φανερώνει επικίνδυνες αμφιταλαντεύσεις. «Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις το θρησκευτικό πάθος από την εκστατική θλίψη». Λίγες σελίδες αργότερα, η ζοφερή περιγραφή του αβαείου της πόλης ενισχύει την εντύπωση ότι ο πατέρας Ντέιβιντ ενταφίασε στην Εκκλησία ένα πένθος. Οι σκελετοί ψόφιων πουλιών στα σκαλιά του κτίσματος, τα σταματημένα ρολόγια του πύργου, ο σωρός οι πέτρες συνθέτουν μιαν ατμόσφαιρα εγκατάλειψης που παραπέμπει ευθέως στην εσωτερική ερημιά του ήρωα. Δηλωτική της καταπόνησης του θρησκευτικού του αισθήματος η παρατήρησή του σχετικά με το κατερειπωμένο αβαείο: «Ηταν στραπατσαρισμένο, αλλά εξακολουθούσε να αποπνέει δύναμη, επιβλητικότητα, τόλμη». Ανέστιος και άπατρις ιδιοσυγκρασιακά, ο ιερέας αναζητεί έναν τόπο βεβαιότητας, ένα απρόσβλητο από τριγμούς πεδίο πίστης. Ο συντηρητισμός και ο ακραιφνής σοβινισμός της περίκλειστης κοινότητας οπωσδήποτε δεν επικουρούν την αναζήτησή του. Οι γηγενείς επιτείνουν την αίσθηση της ανεστιότητας, αντιμετωπίζοντάς τον εξαρχής σαν ένα ξένο σώμα και πιθανότατα βλαβερό. Υπό μία έννοια επιβεβαιώνουν την αυτοεικόνα του στον βαθμό που ο πατέρας Ντέιβιντ σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος εμφανίζεται ξένος, τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του. Και ο ίδιος, με τη σειρά του, ασυναίσθητα ή από αδυναμία, επικυρώνει εμπράκτως τις προκαταλήψεις τους. Από τη μία πλευρά τραυματίζει (υποτίθεται, τουλάχιστον) τη θρησκευτική τους πίστη, από την άλλη, όμως, εντείνει την πίστη τους στην ανηθικότητά του και επαγωγικά στην αναγκαιότητα της εθνικής συνοχής. Παραδόξως, η ατίμωσή του τον καθαγιάζει ενώπιον του εαυτού του. Οπως στα παραμύθια τα μάγια του κακού λύνονται μ' ένα φιλί, ένα φιλί συντελεί τώρα στη βίαιη αφύπνιση του ήρωα. Οταν ο ιερέας φιλάει τον έφηβο Μαρκ κάνει στην ουσία το πρώτο βήμα για τη δική του αποπλάνηση, για την αποδέσμευσή του από παρηγορητικές πλάνες.

Περισσότερο από την πορεία αυτογνωσίας, το βιβλίο παρακολουθεί την πορεία μαθητείας του πατέρα Ντέιβιντ. Εξαιρετικά ευθύβολος ο ακόλουθος ισχυρισμός σχετικά με τον ιερατικό βίο: «Ζεις σαν ορφανό μέσα σε ένα όμορφο πατερναλιστικό όνειρο. Ως ιερέας, έχεις τη δυνατότητα να μη μεγαλώσεις». Μια έντονη παιδικότητα διαφαίνεται στις αντιδράσεις του ήρωα. Ο ενθουσιασμός, ο αυθορμητισμός, η καλοπιστία, η αφέλεια, η ανασφάλεια, μα πάνω απ' όλα η βαθύτατη ανάγκη του για τάξη και αρμονία αποκαλύπτουν έναν άγουρο ψυχισμό, τον ψυχισμό ενός παιδιού που νιώθει σιγουριά μόνο όταν βαδίζει σ' έναν ανοιγμένο δρόμο• ενός παιδιού στο οποίο προσφέρεται απλόχερα η καθοδήγηση και το οποίο δεν διανοείται να της αντισταθεί ή να την αμφισβητήσει. Αμήχανος ανάμεσα στην πληθωρική ελευθερία με την οποία τον ανέθρεψε η μυθιστοριογράφος μητέρα του και την ευδαίμονα σχολαστικότητα του πατέρα του, αναπαύτηκε ψυχικά στο ευλαβικό περιβάλλον του σχολείου Αμπλφορθ. Στην Οξφόρδη παλινδρομώντας ανάμεσα σε αντίπαλες ιδεολογικά φοιτητικές συντροφιές, βρήκε τον μεγάλο έρωτα, έναν μαχητικό φοιτητή που στη μορφή του συνοψίζονταν τα αιτήματα της δεκαετίας του '60. Οταν η μαθητεία του δίπλα σ' αυτόν τον ορμητικό νέο έληξε οδυνηρά, ο Ντέιβιντ επιθυμώντας περισσότερο από ποτέ την ενότητα αφοσιώθηκε στην Εκκλησία. Αφοσίωση που λίγο απέχει από αυτοτιμωρία. Ο Μαρκ του Ντάλγκαρνοκ με την τρομακτική, ενστικτώδη βεβαιότητα κομματιάζει το ασφαλές και τελικά εύθρυπτο περίβλημα του ιερέα. Ο O'Hagan αποτυπώνει με υποδειγματική λεπταισθησία την υπόγεια ιδιοτέλεια καθώς και τις αδιόρατες μετατοπίσεις αυτής της φιλίας, από την πλευρά του μεγαλύτερου. Ο πατέρας Ντέιβιντ αντικρίζει στον Μαρκ μια εναλλακτική ζωή, μια ενδεχόμενη αντανάκλαση του εαυτού του. Κατά τραγική ειρωνεία, ο δεκαπεντάχρονος, η προσωποποίηση του μέλλοντος, ενός κόσμου δυνατοτήτων, τον επιστρέφει στο παρελθόν, σε εκείνη την εποχή που ο ίδιος νέκρωσε ό,τι ακριβώς συνιστά το επίζηλο σφρίγος του Μαρκ. «Πρέπει να βρεις την ομάδα σου, πάτερ» τον προειδοποιεί εγκαίρως, αλλά ήδη ετεροχρονισμένα, ο τελευταίος.

Συγκλονιστικές προσωπογραφίες

Πέρα από την απερίγραπτη ωραιότητα της γραφής, εκείνο που εντυπωσιάζει στο μυθιστόρημα είναι η εκπληκτική ψυχογραφική διεισδυτικότητα του O'Hagan. Αξιοπρόσεκτο επίτευγμα, η σκιαγράφηση του πατέρα Ντέιβιντ, καθότι με ελαφρώς αδέξιους χειρισμούς θα μπορούσε να απολήξει σ' ένα πρόσωπο απωθητικό, του οποίου η ψυχική γενναιοδωρία και η στωικότητα θα εκλαμβάνονταν σαν υπέρμετρη αλαζονεία. Ο συγγραφέας ωστόσο διασώζει τον ήρωά του με διακριτικές, υπονομευτικές νύξεις, υποδεικνύοντας την αμφισημία των συναισθηματικών του εκδηλώσεων. Εξίσου προσεκτικό το ψυχογράφημα του Μαρκ, ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην ξιπασμένη αμεριμνησία και την πηγαία ευαισθησία του εφήβου. Από τα ομορφότερα πορτρέτα του βιβλίου και ίσως το πιο ανθρώπινο, εκείνο της κυρίας Πουλ, της οικονόμου. Φιγούρα μητρική η κυρία Πουλ, με το πρακτικό πνεύμα της, τη σιδηρά λογική της, την αταλάντευτη πίστη στην αυτοβελτίωση, τη μικρότητα και την ανυπόκριτη συμπόνια της, μέσα από την πολυπρισματική παρουσία της χαρίζει στο πρόσωπο του ιερέα ενδιαφέρουσες φωτοσκιάσεις.

«Τι είναι σημαντικότερο στον κόσμο, η ηθική ή το γούστο;» αναρωτιέται ο ήρωας, μαθητής ακόμα στο Αμπλφορθ. Η διατύπωση του ερωτήματος προϋποθέτει την αντίθεση ανάμεσα στα δύο, αντίθεση που ισοδυναμεί με το πλέον αμείλικτο δίλημμα του ιερέα. Ο κόσμος της Εκκλησίας για όσα χρόνια κι αν τον περιέθαλψε δεν του πρόσφερε ένα στέρεο έδαφος, ένα υπαρξιακό κέντρο στο οποίο να λογοδοτεί ισοβίως.

Χαρακτηριστική η συνειδητοποίηση απέναντι στο είδωλό του: «Εκείνα τα μάτια είχαν αντικρίσει πολλά, δεν ήμουν όμως καθόλου βέβαιος πως είχαν δει ποτέ την ενότητα». Ο πατέρας Ντέιβιντ, εξόριστος από εκεί όπου νομίζει πως οφείλει να ανήκει, νοσταλγός ενός τόπου που ποτέ δεν γνώρισε, δεν κατάφερε να συμμορφωθεί με την απλοϊκή προτροπή του Μαρκ. Δεν ξέρει με ποιον να συνταχθεί, ποια ομάδα να υποστηρίξει• μια επιλογή κατεξοχήν πολιτική. Στη σύγχυση και τη διάσπαση του ιερέα ο O'Hagan αντιτάσσει τη συμπαγή ομοιογένεια των κατοίκων, έναν σαρκαστικό αντικατοπτρισμό της ενότητας. Ο λαός, όπως αποκαλεί ο συγγραφέας τον τραγικό χορό της μυθοπλασίας του, αναγνωρίζει εύκολα στον ξένο τον εχθρό που έχει ανάγκη. Μέσα από τη βάναυση δίωξή του αμφότερες οι πλευρές οδηγούνται στην κάθαρση.

Ο ήρωας εγκαταλείποντας την απαντοχή μιας δυσθεώρητης θεολογικής επιφάνειας αποφασίζει να εμπιστευτεί την επιφάνεια των πραγμάτων, όπως υπονοείται στην καθηλωτική εναρκτήρια σελίδα. Διότι εν τέλει «[...] η επίγεια ζωή μπορεί να είναι όλο κι όλο ό,τι θα γνωρίσουμε ποτέ από τον Παράδεισο».

Ανώνυμος είπε...

Από ΤΑ ΝΕΑ, Βιβλιοδρόμιο 25 Αυγούστου 2007-12-01

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Ένα κομψοτέχνημα με φόντο τη θλίψη της Σκωτίας από τον Άντριου Ο΄Χέιγκαν

Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ

«Ίσως, εκείνοι στην ανεμελιά τους να με ήξεραν καλύτερα απ΄ ό,τι τους ήξερα εγώ, η απελπισία τους έμοιαζε μεταδοτική», λέει ο ιερέας για τα δυο παιδιά που θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τον πειρασμό

«ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΠΟΙΟΝ ΘΑ ΑΓΑΠΗΣΕΙ», ΛΕΕΙ Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ Ο΄ΧΕΪΓΚΑΝ. ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΘΟΥΜΕ ΗΘΙΚΑ, ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ- ΔΙΑΜΑΝΤΙ

«Πάντα να εμπιστεύεσαι τους αγνώστους» του λέει η μητέρα του στον πρόλογο του βιβλίου. «Σ΄ αυτή τη ζωή, μόνον οι άνθρωποι που ξέρεις σε απογοητεύουν». Εκείνη είναι συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων και ο γιος της έτοιμος για μια ήρεμη θητεία ιερέα. Εκείνη τον προτρέπει να αφεθεί, να παθιαστεί, να ραγίσει η καρδιά του. Ευτυχώς δεν ζει, τριάντα χρόνια μετά, να τον δει, ραγισμένο από το πάθος για έναν 15χρονο- η ύστατη θυσία του, ο τελευταίος πειρασμός του.
Ο ιερέας Ντέιβιντ Άντερτον δεν είναι ο συνηθισμένος τύπος εφημέριου για μια κλειστή αγγλική κοινωνία, της οποίας οι καθολικοί πιστοί αισθάνονται θρησκευτικά υπερήφανοι αλλά ελάχιστοι προσέρχονται στη λειτουργία, αντιμετωπίζουν με καχυποψία τους ξένους και είναι βυθισμένοι στην ανεργία και τον τοπικισμό. Σε αυτό τον τόπο ήταν μοιραίο να έλθει ο Άντερτον, σε μια κωμόπολη που το σκοτάδι της θα τον βοηθήσει να αποδράσει τις νύχτες και η ομίχλη, θα γίνει ένα προστατευτικό σύννεφο για τη διπλή ζωή του.

Ο ιερέας

Το Ντάλγκαρνοκ είναι μια ενορία στην ακτή του Άρσερ, πέντε χιλιόμετρα από τη Γλασκώβη, ένα θλιβερό μεταβιομηχανικό τοπίο. Ο ιερέας Ντέιβιντ, εκτός από τα καθήκοντα του εφημέριου, διδάσκει και στις τάξεις Σωφρονισμού του Πολυκλαδικού Σχολείου του Σεντ Άντριους. Εκεί, στην αίθουσα Θρησκειών του Κόσμου, στην ανεξέλεγκτη οχλαγωγή, θα συνδεθεί φιλικά με τον Μαρκ και τη Λίσα, προβληματικά παιδιά, ατίθασα και γι΄ αυτό γοητευτικά, παιδιά δεύτερης γενιάς του Τrainspotting και έτοιμα για τα χειρότερα.
Ο Ντέιβιντ παρασύρεται από την ορμή των δύο νέων και ειδικά του Μαρκ, ο οποίος «ήξερε να παρεισφρέει στην αβεβαιότητα και τις ανησυχίες των ανθρώπων». Και ο καλλιεργημένος πατέρας Ντέιβιντ Άντερτον, ο γνώστης των καλών κρασιών και των ανεπαίσθητων απολαύσεων, που τα βράδια άκουγε κλασική μουσική και διάβαζε περισσότερο απ΄ όλους μαζί τους κατοίκους του Ντάλγκαρνοκ, αυτός ο απόφοιτος της Οξφόρδης και γιος χειρουργού, τι ακριβώς ήθελε όταν άρχισε να τρέχει στους δρόμους με τον μαθητή του, ουρλιάζοντας κάτω από τις γέφυρες καθώς περνούσε το τρένο;
«Λαχταρούσα μια καταστροφή. Ας πούμε πως ήμουν ένα θύμα της στιγμής, του αέναου τώρα» ομολογεί ο Σκωτσέζος ιερέας σε μια de profundis εξομολόγηση, το ίδιο δραματική, το ίδιο εκλεπτυσμένη με εκείνη του Ιρλανδού Όσκαρ Ουάιλντ. Εκεί, στην απελπισμένη κωμόπολη, ο Ντέιβιντ, ο μάλλον συνετός και αφοσιωμένος στο επέκεινα ιερέας, θα θελήσει να εγκαταλείψει αυτό που ήταν. Όταν θα συναντήσει μπροστά του ένα δείγμα κόλασης θα θελήσει να ασπαστεί το δόγμα της, να γίνει μέρος του κόσμου των παιδιών, να νιώσει την αδιαφορία τους. Στον Μαρκ είδε τον εαυτό του σε νεαρή ηλικία και ίσως θέλησε να γίνει εκείνος. Γι΄ αυτό του έδινε λεφτά, γι΄ αυτό τον ανεχόταν να πίνει και να καπνίζει τσιγαριλίκια. Του θύμιζε εικόνες από τις δικές του φοιτητικές εξεγέρσεις, ακυρωμένες επαναστάσεις της γενιάς του ΄60. Ο Ντέιβιντ γνώριζε πόσο υπάνθρωποι μπορούσαν να γίνουν εκείνα τα παιδιά, αλλά αντί να τα συνετίσει με τη στάση του, τα παρακολουθούσε σαν πρωταγωνιστές ταινίας. Από εδώ και πέρα ό,τι και να συνέβαινε θα είχε την κατάληξη μιας προσχεδιασμένης τραγωδίας, μυθιστορηματικά καλοσχεδιασμέ- νης έως και προβλέψιμης. Γιατί, όταν ο Ντέιβιντ δίνει ένα φιλί στον Μαρκ, τότε όλοι περιμένουμε τη Θεία Δίκη που θα πάρει τη μορφή γήινου δικαστηρίου με βασικό κατήγορο τον πατέρα του Μαρκ, έναν άνεργο, καταθλιπτικό και χοντρό άνθρωπο που όλοι γελούσαν μαζί του, αλλά στη διαπόμπευση του ιερέα και τον βανδαλισμό της σπιτιού του άπαντες του συμπαραστέκονται.

Μια παγίδα από το παρελθόν

Στο δικαστήριο ο Ντέιβιντ θα ισχυριστεί (που σημαίνει ότι αποδεχόμαστε την αλήθεια του πρωτοπρόσωπου αφηγητή) ότι δεν κακοποίησε τον Μαρκ, ότι δεν είναι παιδεραστής, απλώς τον φίλησε. Θα πάρει όλη την ευθύνη πάνω του. Κανείς όμως δεν συγκινείται με την ομολογία του ιερέα, κανείς δεν τον πιστεύει• άλλωστε η Καθολική Εκκλησία κοντεύει να βουλιάξει από παρόμοια σκάνδαλα. Ήταν μια παγίδα που του έστησε ο χρόνος, το παρελθόν. Κάποτε ο Ντέιβιντ, όταν αγωνιζόταν για ένα καλύτερο κόσμο, χωρίς Βιετνάμ, όταν διάβαζε Μαρσέλ Προυστ και όταν η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμη παράνομη, γνώρισε τον Κόνορ, έναν συμφοιτητή του, σε μια σχέση που θύμιζε περισσότερο τον Μaurice του Φόρστερ παρά τους γκέι χαρακτήρες του Χόλινγκχερστ. Ο Ντέιβιντ ανήκε σε εκείνον τον παλιό κόσμο, που ήξερε να προχωράει ξεγελώντας τον νόμο και διατηρώντας μια σύνεση. Όταν χάθηκε ο Κόνορ σε ατύχημα, εκείνος μετέτρεψε τον έρωτα σε αγάπη για το Θείο. Η παρουσία όμως του Μαρκ τον επανέφερε, στις ευκαιρίες που χάθηκαν, στις αταξίες που δεν έκανε. Ο Ντέιβιντ δεν αγάπησε ποτέ τον Μαρκ. Για χατίρι του όμως μετετράπηκε σε Δόκτορα Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ, τη διττή προσωπικότητα του επίσης Σκωτσέζου συγγραφέα Ρόμπερτ Λ. Στίβενσον, στον οποίο οι αναφορές δεν γίνονται καθόλου τυχαία

«Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ»

Ο Άντριου Ο΄Χέιγκαν είναι άξιο εγγόνι της συμπατριώτισσάς του Μιούριελ Σπαρκ, που επηρέασε σε υψηλό βαθμό τη βρετανική λογοτεχνία. Ο συγγραφέας του Να ΄σαι κοντά μου (ο τίτλος από ένα ποίημα του Τένισον) γεννήθηκε στη Γλασκώβη το 1968, σπούδασε Φιλοσοφία, έχει πάρει βραβεία και φιγουράρει στη λίστα του Granta «Καλύτεροι νέοι Βρετανοί συγγραφείς 2003». Στο «London Review of Βooks» (στην εκδότρια του οποίου αφιερώνει το μυθιστόρημα) γράφει ανάμεσα στα άλλα για μουσική, για το περιβάλλον, για τα ανδρικά περιοδικά.

Υπόδειγμα

Διαβάστε αυτό το μυθιστόρημα δύο φορές (από τις Εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν ακόμη δύο μυθιστορήματά του), τη δεύτερη φορά θα ανακαλύψετε ότι τίποτε δεν λειτουργούσε τυχαία στις σελίδες του.
Πρόκειται για ένα γραπτό κομψοτέχνημα, ένα στυλιστικό υπόδειγμα «λογοτεχνικού μυθιστορήματος» που μεταφράστηκε σωστά.
Έχει χιούμορ και, παρά τον συγκρατημένο συναισθηματισμό του, αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις γιατί, όπως λέει ο εκπεσών ιερέας, «στο βάθος του εαυτού του, κανείς δεν μπορεί να επιλέξει ποιον θα αγαπήσει... Ο έρωτας δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά μια αμείλικτα πραγματική υποταγή».