Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

No 438

Image Hosted by ImageShack.us Nebojsa Zdaravkovic (Σερβία)
.
Ο Χατίμ γνώρισε πολλούς άνδρες από τους οποίους χώρισε για διάφορους λόγους, αλλά μέσα του εξακολουθούσε να σιγοκαίει ο ένοχος και κρυφός του πόθος για τον Ίντρις, τον σουφράγκι’ έτσι, όπως ένας άνδρας αναζητάει σε όλες τις γυναίκες την εικόνα της πρώτης του αγαπημένης, αυτής με την οποία έζησε την πρώτη του ερωτική ηδονή, έτσι και ο Χατίμ έψαχνε σε όλους τους άνδρες τον Ίντρις, το πρωτόγονο αρσενικό που δεν τον έχει λειάνει ακόμα ο πολιτισμός, που συγκεντρώνει πάνω του ό,τι πιο τραχύ, σκληρό και άγριο. Ο Ιντρίς δεν έφυγε ποτέ απ’ το νου του,και συχνά, με τρυφερή, αλλά και δηκτική, νοσταλγία, θυμόταν τι ένιωθε ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα της κάμαράς του, σαν κουνελάκι αφημένο στη μοίρα του, με το βλέμμα καρφωμένο στα αραβουργήματα του περσικού χαλιού, ενώ το καυτό και εκρηκτικό σώμα του Ιντρίς ενωνόταν με το δικό του, το συνέθλιβε, το έλιωνε. Το παράξενο είναι ότι οι σεξουαλικές τους σχέσεις, όσο πολυάριθμες κι αν υπήρξαν, γίνονταν πάντα στο πάτωμα. Δεν ανέβηκαν ποτέ στο κρεβάτι, κυρίως εξαιτίας της κατωτερότητας που ένιωθε ο Ιντρίς ως υπηρέτης, και της ψυχολογικής αδυναμίας του να χρησιμοποιήσει το κρεβάτι του αφέντη του, ακόμα κι αν έκανε έρωτα μαζί του.
Μια νύχτα, εδώ και μερικούς μήνες, ο Χατίμ, μισοζαλισμένος απ’ το πιοτό, κατακλύστηκε από έναν λυσσαλέο πόθο. Βγήκε απ’ το διαμέρισμά του κι έκανε μια βόλτα στους δρόμους του κέντρου. Η ώρα ήταν δέκα (η αγαπημένη των ομοφυλοφίλων του κέντρου, που μπορούσαν να διαλέξουν τον εραστή τους από τους κληρωτούς της αστυνομίας που εκείνη την ώρα άλλαζε βάρδια). Ο Χατίμ έπιασε να περιεργάζεται τους στρατιώτες που ετοιμάζονταν να παραδώσουν τη βάρδια τους, όταν είδε τον Αμπντ Ράμπα (που έμοιαζε πολύ με τον Ιντρίς). Τον ανέβασε στο αυτοκίνητό του, του έδωσε λεφτά, τον χάιδεψε και, τελικά, κατάφερε να τον αποπλανήσει.
Από τότε, ο Αμπντ Ράμπα έκανε πολλές και επίμονες προσπάθειες να τελειώσει αυτή τη σχέση του με τον Χατίμ, ο οποίος, όμως, ήξερε από εμπειρία ότι ο αρχάριος ενεργητικός ομοφυλόφιλος όπως ο Αμπντ Ράμπα, συνήθως κατέχεται από ένα τρομερό συναίσθημα ενοχής που δεν αργεί να μετατραπεί σε αποστροφή και μίσος κατά του παθητικού ομοφυλόφιλου που τον αποπλάνησε’ επίσης ήξερε κι ότι οι ομοφυλοφιλικές εμπειρίες, απ’ το πολύ να επαναλαμβάνονται και να προσφέρουν ηδονή, μεταμορφώνονται σιγά σιγά σε αυθεντική σεξουαλική προτίμηση εκ μέρους του ενεργητικού ομοφυλόφιλου, όσο κι αν στην αρχή τις αποστρεφόταν και ντρεπόταν γι’ αυτές. Γι’ αυτό και η σχέση μεταξύ Χατίμ και Άμπντου, ανέκαθεν παλινδρομούσε ανάμεσα σε χωρισμούς και επανασυνδέσεις.
.
Αλάα Αλ – Ασουάνι: Το Μέγαρο Γιακουμπιάν (Πόλις, 2007)

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

H περιγραφή του βιβλίου από την ιστοσελίδα του Παπασωτηρίου

Στο Μέγαρο Γιακουμπιάν, μια πολυκατοικία που χτίστηκε πριν από εβδομήντα χρόνια στο Κάιρο, ζουν και εργάζονται άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων που συνιστούν μια πιστή μικρογραφία της σύγχρονης αιγυπτιακής κοινωνίας (στα ελληνικά γράμματα, ανάλογο θέμα πραγματεύεται ο Μ. Καραγάτσης στο 10). Ο συγγραφέας, συνεχίζοντας την παράδοση του Ναγκίμπ Μαχφούζ, παρατηρεί τους ήρωές του, τους ενοίκους της πολυκατοικίας, πλούσιους και φτωχούς, καλούς και κακούς, χωρίς να τους κρίνει, με τρυφερή και στοργική ματιά, με πόνο και κατανόηση. Ζούμε τις ελπίδες και την εξέγερση του Τάχα, νεαρού ισλαμιστή που ονειρεύεται να γίνει αστυνομικός, την πίκρα και την απογοήτευση του Χάτιμ, ομοφυλόφιλου διανοούμενου μέσα σε μια κοινωνία που του επιτρέπει την ηδονή, όχι όμως και την αγάπη, τη νοσταλγία ενός λαμπρού παρελθόντος του ξεπεσμένου πια αριστοκράτη Ζάκι, τα παραστρατήματα της φτωχής και όμορφης Μπουσάινα.

Οι χαρακτήρες, που διαγράφονται εξαιρετικά, εκπροσωπούν πτυχές της σύγχρονης Αιγύπτου, όπου η πολιτική διαφθορά συμμαχεί με τον αθέμιτο πλουτισμό και τη θρησκευτική υποκρισία, όπου η αλλαζονεία και η ασυδοσία των ισχυρών μεταφράζεται σε εκμετάλλευση των αδυνάτων, όπου ο νεανικός ιδεαλισμός μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εξτρεμισμό, κι όπου ωστόσο διατηρούν ακόμα το κύρος τους ιδέες και απόψεις για μια κοινωνία χωρίς βία. Το μυθιστόρημα μας δείχνει αυτό που ο καθένας μπορεί να δει γύρω του, αλλά που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να το αποκαλύψει πραγματικά.

Η μετάφραση στηρίχθηκε στην αγγλική μετάφραση του Humphrey Davies (εκδ. The American University in Cairo Press, 2004) και στη γαλλική μετάφραση του Gilles Gauthier (εκδ. Actes Sud, 2006), ενώ ο μεταφραστής συμβουλεύτηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, το αραβικό πρωτότυπο.

Ανώνυμος είπε...

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2007 και την μετάφραση έκανε ο Αχιλλέας Κυριακίδης.

Την χρονιά που μας πέρασε (2006), ο βραβευμένος Αιγύπτιος σκηνοθέτης Μαρουάν Χαμέντ το μετέφερε στον κινηματογράφο σε σενάριο του Waheed Hamed. Η ταινία παρουσιάσθηκε σε ειδική προβολή στο 47ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (Νοε. 2006)

Στο πλαίσιο της 4ης Διεθνούς Εκθέσεως Βιβλίου Θεσσαλονίκης, το Φ.Κ.Θ., που δραστηριοποιείται και στις εκδόσεις γύρω από την 7η τέχνη, πραγματοποίησε τον προηγούμενο μήνα (18/5/2007) εκδήλωση κατά την οποία ο συγγραφέας και ο μεταφραστής παρουσίασαν το βιβλίο και μίλησαν με το κοινό.

Ανώνυμος είπε...

Από τον Φιλελεύθερο, 14 Ιουνίου 2007
(www.phileleftheros.com)

Ένα από τα χιτς του καλοκαιριού
Το βιβλίο που υπήρξε εκδοτικό φαινόμενο και άναψε κύμα συζητήσεων


«Το Μέγαρο Γιακουμπιάν» θα είναι πιστεύω ένα από τα χιτς του καλοκαιριού. Το διάβασα με μια ανάσα και είχα καιρό να απολαύσω βιβλίο όπως αυτό. Άλλωστε το βιβλίο υπήρξε εκδοτικό φαινόμενο στον αραβικό κόσμο. Προκάλεσε, περισσότερο από οποιοδήποτε, άλλο κύμα συζητήσεων και αμφισβητήσεων, είχε τις μεγαλύτερες πωλήσεις αραβόφωνου βιβλίου από το 2002, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Μαρβάν Χαμέτ και μεταφράστηκε σε εννέα γλώσσες. Είναι πολύ ανώτερο από τα βιβλία του νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ, και είναι ένα βιβλίο ανατρεπτικό που απορώ πώς επετράπη η κυκλοφορία του στον αραβικό κόσμο. Παράλληλα είναι ένα βιβλίο με ένα βαθύ αισθησιασμό και πάθος. Στο Μέγαρο Γιακουμπιάν, μια πολυκατοικία που χτίστηκε από έναν πλούσιο Αρμένη πριν από εβδομήντα χρόνια στο Κάιρο, ζουν και εργάζονται άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων που συνιστούν μια πιστή μικρογραφία της σύγχρονης αιγυπτιακής κοινωνίας (στα ελληνικά γράμματα, ανάλογο θέμα πραγματεύεται ο Μ. Καραγάτσης στο 10). Ο συγγραφέας, συνεχίζοντας την παράδοση του Ναγκίμπ Μαχφούζ, παρατηρεί τους ήρωές του, τους ενοίκους της πολυκατοικίας, πλούσιους και φτωχούς, καλούς και κακούς, χωρίς να τους κρίνει, με τρυφερή και στοργική ματιά, με πόνο και κατανόηση. Ζούμε τις ελπίδες και την εξέγερση του Τάχα, νεαρού ισλαμιστή που ονειρεύεται να γίνει αστυνομικός, την πίκρα και την απογοήτευση του Χάτιμ, ομοφυλόφιλου διανοούμενου μέσα σε μια κοινωνία που του επιτρέπει την ηδονή, όχι όμως και την αγάπη, τη νοσταλγία ενός λαμπρού παρελθόντος του ξεπεσμένου πια αριστοκράτη Ζάκι, τα παραστρατήματα της φτωχής και όμορφης Μπουσάινα. Οι χαρακτήρες που διαγράφονται εξαιρετικά, εκπροσωπούν πτυχές της σύγχρονης Αιγύπτου, όπου η πολιτική διαφθορά συμμαχεί με τον αθέμιτο πλουτισμό και τη θρησκευτική υποκρισία, όπου η αλαζονεία και η ασυδοσία των ισχυρών μεταφράζεται σε εκμετάλλευση των αδυνάτων, όπου ο νεανικός ιδεαλισμός μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εξτρεμισμό, κι όπου ωστόσο διατηρούν ακόμα το κύρος τους ιδέες και απόψεις για μια κοινωνία χωρίς βία. Το μυθιστόρημα μάς δείχνει αυτό που ο καθένας μπορεί να δει γύρω του, αλλά που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να το αποκαλύψει πραγματικά. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1957, οδοντογιατρός που είχε το πρώτο οδοντιατρείο στο Μέγαρο Γιακουμπιάν. Είναι το δεύτερο του μυθιστόρημα. Διαβάστε το!

Το Μέγαρο Γιακουμπιάν, στο κέντρο του Καΐρου, είναι ένα από εκείνα τα κτίρια της αιγυπτιακής πρωτεύουσας που αποτελούν τη μαρτυρία του κοσμοπολίτικου παρελθόντος της. Κτίστηκε το 1934, σε στυλ αρ ντεκό, από τον εκατομμυριούχο Αγκόπ Γιακουμπιάν, πρόεδρο της αρμενικής κοινότητας του Καΐρου. Το 1952 ο Νάσερ, σαν καταιγίδα, διέλυσε όλη αυτή την παλιά Αίγυπτο. Το Μέγαρο Γιακουμπιάν εγκαταλείφθηκε από τους πρώτους κατοίκους του, που σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι νέοι ένοικοι ήταν τώρα αξιωματούχοι του Νάσερ, με τις πολυμελείς οικογένειές τους και τις παρακόρες που είχαν έρθει από τα χωριά και κατοικούσαν στα μικρά δωμάτια υπηρεσίας της ταράτσας. Το 1970 η «ινφίτα», η πολιτική οικονομικού ανοίγματος, δημιούργησε καινούργιους πλούσιους, που ασφυκτιούσαν στο παλιό κέντρο του Καΐρου. Το Μέγαρο Γιακουμπιάν εγκαταλείφθηκε για δεύτερη φορά. Νέοι ένοικοι το κατοίκησαν, πολλά διαμερίσματα έγιναν γραφεία και η ταράτσα μεταμορφώθηκε σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά απόκληρων ανθρώπων.

Ανώνυμος είπε...

Από ΤΑ ΝΕΑ, 13 Μαΐου 2007

ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΝΑ ΣΤΟΧΑΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. «ΔΕΚΑ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΣ ΟΡΟΦΟΙ, ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΤΥΠΟΥ, ΜΠΑΛΚΟΝΙΑ ΜΕ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΟΜΕΣ ΣΚΑΛΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ, ΚΟΛΟΝΕΣ, ΣΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΟΙ ΑΠΟ ΑΤΟΦΙΟ ΜΑΡΜΑΡΟ, ΚΙ ΕΝΑ ΑΣΑΝΣΕΡ SCΗΙΝDLΕR, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΟΝΤΕΛΟ»

Κάπως έτσι ονειρευόταν το μέγαρό του ο Αγκόπ Γιακουμπιάν, πρόεδρος της αρμενικής κοινότητας της Αιγύπτου το 1934 και κάπως έτσι το παρήγγειλε στην πασίγνωστη ιταλική κατασκευαστική εταιρεία που το έχτισε. Από το 1936 που το μέγαρο άνοιξε τις πόρτες του στο καλύτερο σημείο της οδού Σουλεϊμάν Μπάσα, στο κέντρο του Καΐρου, ώς το 1990 που θα το επισκεφθεί ο αφηγητής αυτής της ιστορίας τα πράγματα στην Αίγυπτο έχουν αλλάξει ριζικά. Η παλιά κυρίαρχη τάξη μπορεί ακόμη να κρατάει πεισματικά την γεύση του κοσμοπολιτισμού της, μαζί με τις αναμνήσεις της, όμως η καινούργια τάξη κρατάει τα πράγματα στα χέρια της. Σ΄ αυτήν ανήκουν όσοι κατάφεραν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που τους πρόσφερε το νασερικό καθεστώς και ό,τι το ακολούθησε. Όσο για τους υπόλοιπους, ας δώσουμε την ευκαιρία σε έναν από τους τυχερούς, τον Καμάλ Αλ Φούλι να τους περιγράψει: «Οι αφελείς πιστεύουν πως νοθεύουμε τις εκλογές. Τεράστιο λάθος! Απλώς, ξέρουμε τον αιγυπτιακό λαό απέξω κι ανακατωτά. Οι Αιγύπτιοι είναι πλασμένοι απ΄ το Θεό για να υποτάσσονται στην εξουσία μιας κυβέρνησης. Κανείς Αιγύπτιος δεν μπορεί να διαφωνεί με την κυβέρ νησή του. Υπάρχουν λαοί που ξεσηκώνονται και επαναστατούν, αλλά ο Αιγύπτιος πάντα έσκυβε το κεφάλι για να φάει το ψωμί του. Όλα αυτά τα γράφει η Ιστορία. Ο αιγυπτιακός λαός είναι ο πιο χειραγωγήσιμος λαός της Γης».
Το θέμα της συζήτησης είναι η βουλευτική έδρα την οποία επιθυμεί να διεκδικήσει ο χατζής Αζάμ στις επόμενες εκλογές και την οποία μπορεί να του εξασφαλίσει, με το αζημίωτο εννοείται, ο Καμάλ αλ Φούλι. Αυτός ο τελευταίος, έχοντας περάσει διαδοχικά από όλους τους κομματικούς μηχανισμούς που κυβέρνησαν την Αίγυπτο στη διάρκεια της ενήλικης ζωής του έχει γίνει η σκιώδης δύναμη του καθεστώτοςή μάλλον μία από τις σκιώδεις δυνάμεις. Είναι, εν ολίγοις, μια από εκείνες τις ψυχές που ξαναγράφουν καθημερινά τον Μακιαβέλι επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι τα όρια που χωρίζουν τον ρεαλισμό από τον πιο απελευθερωμένο κυνισμό παραμένουν δυσδιάκριτα.
Όσο για τον Χατζή Αζάμ, αυτός, ενώ είχε ξεκινήσει κουβαλώντας από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο ένα κασελάκι λούστρου τώρα, εκτός από κατασκευαστικές εταιρείες, αλυσίδες καταστημάτων και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων έχει και ένα διαμέρισμα στο Μέγαρο Γιακουμπιάν. Έχει κι αυτός τα προβλήματά του. Αν και εξήντα ετών, πολλές φορές στην διάρκεια της νύχτας ξυπνάει από κάτι εντελώς εφηβικές ονειρώξεις τις οποίες θεραπεύει νυμφευόμενοςκαι όχι «παντρευόμενος» όπως σημειώνει μάλλον άκομψα ο μεταφραστής- και μια δεύτερη γυναίκα εκτός από την χατζίνα Σάλχα η οποία, κουρασμένη πλέον, αρνείται να τον θεραπεύσει από τις άκαιρες επιθέσεις της λαγνείας. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο θα μου πείτε. Στην άλλη άκρη της ιεραρχίας που προγραμματίζει τις τύχες του κόσμου βρίσκεται ο νεαρός Τάχα. Διόλου κυνικός αν και ρεαλιστής, αυτός μοιάζει να είναι γεννημένος για να ταπεινώνεται. Γιος θυρωρού, αν και εξαίρετος μαθητής, απορρίπτεται από τις εξετάσεις της αστυνομίας επειδή είναι γιος θυρωρού. Ερωτευμένος με την χυμώδη Μπουσάινα την χάνει όταν εκείνη αποφασίζει να ενδώσει στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του αφεντικού της, του εμπόρου Τάλαλ, να ενδώσει σημειωτέον χωρίς να χάσει την παρθενιά της. Ξεκρέμαστος και ταπεινωμένος δεν θα αργήσει να ανακαλύψει την όχι και τόσο κρυφή γοητεία του προφήτη και των μαρτύρων του. Ακόμη και όλα τα υπόλοιπα να έλειπαν από Το Μέγαρο Γιακουμπιάν φτάνει ο Τάχα για να δικαιολογήσει την ανάγνωση του βιβλίου- το οποίο ούτως ή άλλως το απολαμβάνεις σαν εκείνες τις ιστορίες που διηγούνταν κάποτε σιγορουφώντας το ποτό τους οι θαμώνες της μπάρας. Με το ανάλαφρο ύφος του, μ΄ αυτό το αίσθημα του κωμικοτραγικούπολύτιμο όσο και η τρυφερότητα που μπορεί να εμπνεύσει η ανθρώπινη κατάσταση- ο Αλάα Αλ-Ασουάνι φτιάχνει το ψυχογράφημα του ισλαμιστή τρομοκράτη με μιαν ακρίβεια που μόνον η πολύ καλή λογοτεχνία μπορεί να επιτύχει. Χωρίς περιττές δραματοποιήσεις, χωρίς τα στερεότυπα με τα οποία έχουν αποβλακώσει την δική μας «πολιτικώς ορθή» σκέψη περιγράφει την πορεία του Τάχα από την αίθουσα του πανεπιστημίου στο τζαμί κι από κει στο στρατόπεδο εκπαίδευσης στην έρημο σαν μια απολύτως φυσιολογική πορεία, τόσο φυσιολογική που σε κάνει να ανατριχιάζεις. Η ταπείνωση που υφίσταται από την αστυνομία μετά από την σύλληψή του μοιάζει με το απαραίτητο μυητικό στάδιο για την ολοκλήρωσή του.
Οι φράσεις του κατηχητή του και καθοδηγητή του σεΐχη Σακίρ δίνουν τον τόνο:
«Δεν θέλουμε το ισλαμικό μας έθνος ούτε σοσιαλιστικό ούτε δημοκρατικό. Το θέλουμε ισλαμικό ισλαμικό, θα παλέψουμε και θα δώσουμε τη ζωή μας κι ό,τι πολύτιμο έχουμε για να γίνει η Αίγυπτος ισλαμική. Το ισλάμ και η δημοκρατία είναι έννοιες αντίθετες και δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Δημοκρατία σημαίνει ότι ο λαός κυβερνάται απ΄ το λαό. Το ισλάμ γνωρίζει μόνο τους κανόνες του Θεού».
Στους αντίποδες του Τάχα, γιος Γαλλίδας και Αιγύπτιου νομικού, ο Χάτιμ είναι αρχισυντάκτης μιας γαλλόφωνης εφημερίδας του Καΐρου και ομοφυλόφιλος. Ιδιοκτήτης κι αυτός διαμερίσματος στο μέγαρο, τον συναντούμε στο μπαρ Chez nous και παρακολουθούμε τον δεσμό του με τον Αμπντ Ράμπα, από την ανέφελη αρχή του ώς την δυστυχισμένη του κατάληξη.
Τελευταίος, αλλά όχι και ο λιγότερο σημαντικός, ο Ζάκι Μπέης, από τους παλιότερους κατοίκους του μεγάρου Γιακουμπιάν. Γόνος της παλιάς βασιλικής οικογένειας της Αιγύπτου, οπιομανής και γυναικάς υφίσταται τα βασανιστήρια της αδελφής του πριν σημαδέψει το χάπι-εντ του όλου βιβλίου με τον γάμο του με την ωραία Μπουσάινα η οποία, ενώ τον πλησίασε για να του προσφέρει τις ερωτικές της υπηρεσίες προκειμένου να τον τυλίξει σε μια κομπίνα, κατέληξε να τον ερωτευτεί.

Από την κορυφή ώς τη βάση της πυραμίδας

Η χυμώδης Μπουσάινα θα εγκαταλείψει τον αγαπημένο της που θα καταλήξει τρομοκράτης, θα ενδώσει στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις τού αφεντικού της και τελικά θα ερωτευτεί έναν υπερώριμο ξεπεσμένο μπέη. Σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του «Μεγάρου Γιακουμπιάν»
Σίγουρα μπορείς να πεις ότι το Μέγαρο Γιακουμπιάν είναι μια μεταφορά της σημερινής αιγυπτιακής κοινωνίας. Περιγράφει μια κοινωνία, από την κορυφή ώς την βάση της πυραμίδας, η οποία βγήκε από την αποικιοκρατία και αφού δεν μπόρεσε να μηχανευτεί τίποτε καλύτερο από μια ταπεινωτική τυραννία μοιάζει έτοιμη για να την καταπιεί, σαν την άμμο της ερήμου, το Ισλάμ. Το τραγικό είναι πως ό,τι διατηρεί ακόμη αυτήν την επίφαση δημοκρατίας είναι το ίδιο το τυραννικό και διεφθαρμένο καθεστώς. Αν καταρρεύσει τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει την θεόπνευστη ορμή των υποψηφίων μαρτύρων του Κορανίου.
Όμως δεν είναι μόνον αυτό που φτιάχνει την γοητεία του Μεγάρου Γιακουμπιάν. Είναι αυτό το άρωμα της παλιάς καλής νεορεαλιστικής αφήγησης, ένα άρωμα που μοιάζει χαμένο πια, η διαπίστωση του αναγνώστη ότι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες δεν έχουν εγκαταλείψει τελείως την επιφάνεια της γης, κι ότι αρκεί να παρακολουθήσεις την τροχιά της μοίρας τους για να μπορέσεις να στοχαστείς την ανθρώπινη κατάσταση.
Γοητευτικό ανάγνωσμα, λογοτεχνία πρώτης γραμμής.

Τάκης Θεοδωρόπουλος

Ανώνυμος είπε...

Από την ιστοσελίδα της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης:

Σε ένα δεκαόροφο, αρτ-ντεκό, μέγαρο του Καΐρου, στην οδό Σουλεϊμάν Μπάσα, χτισμένο το 1934, διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Ασουάνι. Το κτίριο χτίστηκε από έναν πλούσιο Αρμέιο και φέρνει το όνομά του. Η ιστορία τοποθετείται χρονικά στην αρχή της δεκαετίας του ενενήντα, στον πόλεμο του Κόλπου και στην απαρχή της ενεργοποίησης του ισλαμιστικού φανατικού κινήματος. Σπονδυλωτές και αλληλένδετες ιστορίες, συνδέουν τους πλούσιους ένοικους του μεγάρου με τους φτωχούς που μετέτρεψαν την ταράτσα σε μικρά καταλύματα. Τα παιδιά τρέχουν ξυπόλυτα και μισόγυμνα ολημερίς, οι γυναίκες μαγειρεύουν, κουτσομπολεύουν και μαλώνουν πολύ τακτικά περιμένοντας να γυρίσουν τους κουρασμένους, από τη δουλειά άντρες τους, για να απολαύσουν τις μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας, λίγο ζεστό φαγητό, κάπνισμα και έρωτα. Ίσως-μάλιστα-ο έρωτας να αποτελεί ένα από τα βασικότερα μοτίβα του βιβλίου, επειδή άλλοτε λειτουργεί λυτρωτικά και άλλοτε ως μέσον επιβίωσης ή εκβιασμού πλουσίων και φτωχών.
Ο γιος του θυρωρού, ο Τάχα, θέλει να γίνει αστυνομικός αλλά δεν μπορεί λόγω καταγωγής και στρατολογείται από τους εξτρεμιστές. Η αγαπημένη του Μπουσάινα θα καταλήξει στις λάγνες αγκαλιές του ξεπεσμένου αριστοκράτη Ζάκι, ενώ η Σουάντ θα υποφέρει στην σχέση της με τον χατζή Αζάμ, νεόπλουτο και αδίστακτο πολιτικάντη. Αυτοί είναι ορισμένοι από τους ήρωες του μεγάρου, των φωτεινών διαμερισμάτων και της εκτιθέμενης, στον αιγυπτιακό ήλιο, ταράτσας. Το μυθιστόρημα φέρνει στο νου τις πολύμορφες ιστορίες του Ναγκίμπ Μαχφούζ αλλά και τις αραβικές σαπουνόπερες. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένα βιβλίο ανθρώπινο, συγκινητικό, τολμηρό για τις πολιτικές και κοινωνιολογικές του ενδοσκοπήσεις, που κινδύνεψε στην Αίγυπτο να λογοκριθεί παρά την μεγάλη επιτυχία που γνώρισε τόσο ως βιβλίο όσο και ως ταινία με μια πετυχημένη καριέρα στα διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου.
Ο συγγραφέας, Αλ-Ασουάνι, είναι γιος νομικού και συγγραφέα, που βραβεύτηκε είκοσι χρόνια πριν. Ο πατέρας του στεγαζόταν στο Μέγαρο Γιακουμπιάν με το δικηγορικό του γραφείο και μετά τον θάνατό του, ο γιος, ως οδοντίατρος το χρησιμοποίησε κι αυτός. Ταυτόχρονα άρχισε να γράφει και σήμερα, στην ηλικία των 47 ετών και ύστερα από τρία άλλα βιβλία γνώρισε την λογοτεχνική καταξίωση.
Το «Μέγαρο Γιακουμπιάν» μας αποκαλύπτει τις αλήθειες μια χώρας, τι σημαίνει να είσαι σήμερα Αιγύπτιος, ποια είναι τα όρια της δημοκρατίας στη χώρα αυτή, καθιστώντας και πάλι ως δημοφιλή λογοτεχνικό τόπο το Κάιρο.

Ανώνυμος είπε...

Aπό το Κοlonaki-Press / Bιβλιοθήκη
(kolonaki-press.com/)

Αν τους «χώρους πρασίνου» των πόλεων τους χαρακτηρίζουμε «πνεύμονες» τότε τα κτίρια είναι τα σώματα των πόλεων καθώς όσα στέκονται όρθια στο πέρασμα των χρόνων διατηρούν την ιστορική μνήμη του τόπου στον οποίο βρίσκονται και κάποιες
φορές μαρτυρούν τις ιστορίες των ενοίκων τους. Ένα τέτοιο κτίριο είναι το μέγαρο Γιακουμπιάν, που αποτελεί και τον τίτλο του βιβλίου του Αλάα Αλ Ασουάνι.

Το μέγαρο Γιακουμπιάν έχτισε ένας Αρμένιος εκατομμυριούχος σε κέντρικό δρόμο του Καϊρου τη δεκαετία του ’30. Ο συγγραφέας, οδοντίατρος και γιός διαπρεπούς νομικού της Αιγύπτου, είχε για κάποια χρόνια το ιατρείο του σε αυτό το άλλοτε μεγαλοπρεπές κτίριο όπου και εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα που σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων λόγω της παράνομης αναπαραγωγής του. Πρόκειται για ένα τολμηρό βιβλίο- ψηφιδωτό της αιγυπτιακής κοινωνίας και έκπληξη προκαλεί η επιτυχία του στον αυστηρά θρησκευόμενο μουσουλμανικό κόσμο.

Περισσότερο από κάθε τι άλλο, το «Μέγαρο Γιακουμπιάν» είναι ένα βιβλίο για το σώμα. Το σώμα που καταπιέζεται από τη σαρία, το σώμα που ποθεί, ασθενεί, υποσιτίζεται, καταπονείται από τη σκληρή δουλειά και κάποτε βασανίζεται βάναυσα από την αστυνομία. Οι ένοικοι του «Μεγάρου Γιακουμπιάν», οι Αιγύπτιοι της περασμένης δεκαετίας μέσα από τα μάτια και την «πέννα» του Αλάα Αλ Ασουάνι, είναι άνθρωποι που πασχίζουν να επιβιώσουν και να ευημερήσουν μέσα σε ένα διεφθαρμένο πολιτικό σκηνικό όπου ανθρώπινα δικαιώματα δεν υφίστανται.

Ένα βιβλίο που σοκάρει γιατί ο αναγνώστης δε μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει ότι η Αίγυπτος είναι πολύ πιο κοντά από όσο φαντάζεται.