Πέμπτη, Ιανουαρίου 21, 2010

Νο 665

Γιάννης Τσαρούχης

Το χαμένο σπίτι

Βγήκε για ένα μικρό περίπατο
και δεν εγύρισε ποτέ.
Σκέφτηκε να κάνει ένα μικρό περίπατο
αλλά καθώς δεν άφησε φως αναμμένο στο δωμάτιο,
έχασε το σπίτι
και δεν εγύρισε ποτέ.

Κάρολος Κουν: Είκοσι δυο ποιήματα. Καλοκαίρι 1938 (Ίκαρος)

*Η απόδοση από τα αγγλικά στα ελληνικά έγινε από τον Κ. Κουν σε συνεργασία με τον Κωστή Σκαλιώρα

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η ανάμνηση του Καρόλου Κουν
* Οι ποιητικές μινιατούρες που έγραψε ο ίδιος ο Κουν στα αγγλικά έχουν εκδοθεί μαζί με την απόδοσή τους στα ελληνικά
ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ | Το Βήμα, 2007

Στις 14 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Καρόλου Κουν. Και σε αναζήτηση ενός ίχνους που σηματοδοτεί την τέχνη της υποδήλωσης, το στιγμιαίο καθώς ανάγεται σε εμβληματικό, το αίσθημα της απώλειας και την ενθύμηση της ισχυρής λεπτομέρειας όταν συμπυκνώνει, ανυψώνει την καθημερινότητα, επιστρέφω στα «Είκοσι δύο ποιήματα, Καλοκαίρι 1938». Αυτές οι ποιητικές μινιατούρες που έγραψε ο ίδιος ο Κουν στα αγγλικά έχουν εκδοθεί από τον Ικαρο το 1983 μαζί με την απόδοσή τους στα ελληνικά, αυτή σε συνεργασία με τον Κωστή Σκαλιώρα.

Πολλά ονόματα από συγγενικά και φιλικά πρόσωπα του παρελθόντος αναφέρονται στα ποιήματα, μνημονεύονται, συνδέονται με μικρά περιστατικά. Παρέλαση των νεκρών. Η μνήμη επικαλείται γνώριμες μορφές, αυτούς που πέθαναν, εξαφανίστηκαν, έμειναν χωρίς τάφο. Οι χώροι πραγματικοί και ταυτόχρονα ονειρικοί, με το ανοίκειο να ελλοχεύει σε δωμάτια, τόπους και αντικείμενα, είναι ένας χαμένος κόσμος από την παιδική ηλικία που επανακάμπτει σε ακαριαίες δραματικές σκηνές. Κάποιες απ' αυτές παίρνουν τις διαστάσεις παραβολής, αλληγορίας, μερικές είναι σαγηνευτικό παραμύθι που ταιριάζει στην παιδική φαντασία, άλλες πάλι συνοψίζουν τον φόβο του αγνώστου, της απομόνωσης, της φυγής, του αποκλεισμού.

Ανώνυμος είπε...

Βιωματική και αυτοβιογραφική είναι η αφετηρία των ποιημάτων που παρατίθενται σαν προσωπική αφήγηση με εικόνες αρχειοθετημένες σε κάποιο λεύκωμα αναμνήσεων. Ο Κουν σκηνοθετεί την παρουσία κάθε προσώπου, ακόμη και την απουσία του, θεατροποιεί τους τρόπους τού φαίνεσθαι της φιγούρας, συγκροτεί με τα ονόματα και το συμβάν μια τοπογραφία, μια μικρή σκηνή θεάτρου. Σε αυτές τις μινιμαλιστικές ιδιωτικές στιγμές με τα ατελέσφορα παιδικά παιχνίδια, τις διακριτικές επιθανάτιες συναντήσεις, τις περιπλανήσεις και εξόδους χωρίς επιστροφή, τα ταξίδια μακριά, υπάρχει κάτι περισσότερο από μια υπόνοια θεατρικότητας. Είναι ο πυρήνας της θεατρικής αισθητικής του Καρόλου Κουν που εντοπίζεται εδώ: πορτρέτα σε ένα κλίμα μαγείας, ο λόγος για τη μοναχικότητα, σοβαρός και μελαγχολικός, η αίσθηση από ένα μυστικό που αιωρείται στον χώρο, το ρούχο σαν μάσκα, εικόνες θανάτου όπου ο θάνατος παρά την αγριότητά του μπορεί και εμφανίζεται κάτω από ένα εξημερωμένο προσωπείο.

Διαβάζοντας τα ποιήματα αυτής της συλλογής μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Κουν γοητευόταν από διάφορες δραματουργίες των παύσεων και της σιωπής, από έργα του Τσέχοφ, του Τενεσί Γουίλιαμς, του Πίντερ, του Μπέκετ, της Αναγνωστάκη. Οι παύσεις τονίζουν κάτι που υποδηλώνεται, ενισχύουν τη δυνατότητα υποβολής. Οπως τα ποιήματα είναι εδώ κείμενα αποσιώπησης του πάθους ή παρασιώπησης της έντονης συγκίνησης, έτσι και στις παραστάσεις του Κουν, όταν παίζονταν δραματικά κείμενα στα οποία πρωτοστατούσαν οι σιωπές με μιαν εμφατική, ακόμη και μεταφυσική λειτουργία, ζητούμενα ήσαν οι ενδείξεις για το ανείπωτο, ένα κράτημα του δραματικού προσώπου, η μετέωρη ένταση, οι εναλλαγές των συναισθηματικών δονήσεων με μια αίσθηση κενού.

Σε αρκετά ποιήματα η πόρτα είναι το όριο ανάμεσα στα διαφορετικά, τα ασυμβίβαστα περιβάλλοντα. Αυτή χωρίζει τους πολλούς από την ανεξιχνίαστη παρουσία κάποιου περαστικού που μάταια χτυπούσε μια νύχτα, από την πόρτα βγαίνουν τα πρόσωπα για να χαθούν στις πόλεις, αλλά και από αυτήν εισχωρούν στο άδυτο, στα απαγορευμένα δωμάτια. Το κατώφλι είναι ένας μεταιχμιακός χώρος κατ' εξοχήν δραματικός, όπως στο θέατρο η είσοδος και η έξοδος του δραματικού προσώπου είναι δράσεις που προσδίδουν ξεχωριστή δραματικότητα και θεατρικότητα στη σκηνή.

Το ποίημα «Οικογενειακές φωτογραφίες», με τον πληθυντικό στον τίτλο να δηλώνει τον χαρακτήρα σειράς που έχουν συνήθως τα ντοκουμέντα σε τέτοια τελετουργικά, είναι τόσο μια περιγραφή εικόνας εφόσον ένα συγκεκριμένο φωτογραφικό ενσταντανέ αποδίδεται με λέξεις όσο και κάποιο στιγμιότυπο από τη ζωή της οικογένειας που ενδεχομένως επιστρέφει ως ανάμνηση. Σε αυτή τη μικρή σκηνή θεάτρου, στημένη για τον φωτογράφο αλλά και για τον αναγνώστη, υπάρχει ο μηχανισμός της ένταξης στη δομή της οικογένειας και ένας μηχανισμός αποκλεισμού. Στον στενό οικογενειακό κύκλο ανήκει το παιδί που το ποίημα δεν προσδιορίζει το φύλο του, η μητέρα και ο πατέρας που με «ένδυμα επίσημο στέκεται πιο πίσω». Η θεία Μερόπη «που θα βγει κι αυτή φωτογραφία αλλά μονάχη, χωριστά» είναι ένα από τα πολλά πρόσωπα στα ποιήματα του Κουν για τα οποία ισχύει ένα καθεστώς εξαίρεσης. Πρόκειται για πρόσωπα που αποσπώνται από κάποιο σύνολο, δεν είναι ευπρόσδεκτα, είναι εξαιρεμένα, πεθαίνουν σε πολύ νεαρή ηλικία. Εξήγηση ή αιτιολόγηση των αποκλεισμών δεν δίδεται. «Ανεπαισθήτως» κι εδώ κλείνονται τα πρόσωπα «από τον κόσμο έξω».

Οπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, έτσι και ο Κουν είναι προσηλωμένος στις διηγήσεις από τη Βίβλο. Στο ποίημα «Ανακάτεψε τα χαρτιά», προσμένοντας ένα θαύμα, ζητάει επίμονα από τη θεία να του δείξει και πάλι «το άστρο της Βηθλεέμ ή του Θεού το πρόσωπο στα σύννεφα ή τον Υιό του Ανθρώπου να περπατάει στα νερά». Μπενγιαμινικός είναι ο Κουν και στο ποίημα «Το τελευταίο πάτωμα» με την ανακάλυψη μιας μυστηριώδους γυναικείας μορφής που μπορεί να είναι παρείσακτη, έγκλειστη, ζωγραφισμένη σε πίνακα ή τρισδιάστατη κούκλα. Εδώ η πραγματικότητα συναντάει τον εφιάλτη, αφού το παιδί σαν άλλος Μπένγιαμιν στο όνειρο με τις σκάλες ομολογεί: «Είχα μόλις ανέβει στο τελευταίο πάτωμα όταν κατάλαβα πως θα μου ήταν αδύνατο να κατεβώ ξανά τις σκάλες».