Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2008

No 506

Image Hosted by ImageShack.usNebojsa Zdravkovic

«Δεν είμαι καλλιτέχνης ούτε δημιουργός. Δεν με απασχολούν αυτά. Συμβαίνει όμως να είμαι πατέρας τριών γιων. Έκανα την απρονοησία να σπείρω τρεις ζωές προτού βεβαιωθώ για τη δική μου. Πολλές φορές μού ερχόταν…» Κομπιάζει, δεν μπορεί να συνεχίσει.
«Να τους παρατήσετε σύξυλους και να φύγετε. Αυτό δεν θέλετε να πείτε; Πείτε μου, το επιχειρήσατε ποτές»
«Έφτασα στο πάρα πέντε. Μια φορά έκανα τις βαλίτσες μου για να πάω στο Άγιον Όρος να γίνω μοναχός.»
«Δεν σας ταίριαζε πολύ.»
«Κι άλλη μια φορά σκέφτηκα να πάω σ’ ένα ξενοδοχείο, να μείνω εκεί με ψεύτικο όνομα, να μη με ξέρει κανείς. Σκέφτηκα ακόμα…»
«Να αυτοχειριαστείτε.»
«Ναι, αυτό, αλλά δεν είχα το θάρρος. Ξέρετε. Αυτό που μου φαινόταν αδιανόητο, και που μου φαίνεται ακόμα, είναι το γεγονός ότι μπορεί να κοιμόμουν με άτομα συνομήλικα με τους γιους μου, και πιο πολύ με το μικρότερο μου γιο, τον Ιάφεθ.»
«Και του ιδίου φύλου.»
«Εννοείται.»
.
Μένης Κουμανταρέας: Νώε (Κέδρος)

6 σχόλια:

Ymeli είπε...

"Έκανα την απρονοησία να σπείρω τρεις ζωές προτού βεβαιωθώ για τη δική μου". ολοι το ιδιο καναμε. δεν ειμασταν σιγουροι για μας, πριν φερουμε μια νεα ζωη...

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Μυθιστορηματική αδεία, ίσως, δικαιολογείται να βιάζει ο Κουμανταρέας τη γλώσσα. Διότι σ' αυτό το βιβλίο του γράφει για έναν ομοφυλόφιλο που δημιουργεί οικογένεια με άνθρωπο του αντίθετου φύλου, έχοντας επίγνωση της ομοσεξουαλικότητάς του, αν ισχύουν όσα έγραψε στην Οδό Πανός. O "Nώε" ζει την εφηβεία του και την νεότητά του ως ομοφυλόφιλος και στα τριάντα του παντρεύεται με μία γυναίκα.

Όμως, περί αληθινής ζωής ομιλώντας, δεν λέγεται "αβλεψία" η απόφαση για δημιουργία οικογένειας με άνθρωπο του αντίθετου φύλου, όντας ομοφυλόφιλος. Ούτε το να πειραματίζεται κάποιος κάνοντας και ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά.

Τα πειράματα είναι καλά για να οδηγείσαι σε ανακαλύψεις ή συμπεράσματα αλλά ήδη είμαστε στην εποχή που γίνεται εκστρατεία ακόμα και για καλλυντικά "not tested on animals". Πειράματα σεξουαλικού προσανατολισμού "tested on bringing children into the world";

Bλέποντας, δε, γύρω μου, κάθε άλλο παρά διαπιστώνω ότι "όλοι το ίδιο κάνανε", σε ό,τι τουλάχιστον αφορά σε ομοφυλόφιλους. Βλέπω υπευθυνότητα και άρνηση να συμπαρασύρουν άλλους ανθρώπους σε πειράματα προσανατολισμού. Από κάποιους μάλιστα, βλέπω την απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια μέσα στο πλαίσιο της διεκδίκησης της αναγνώρισης του γάμου μεταξύ ομοφύλων και της υιοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια.

Όσο για τους ετεροφυλόφιλους που αποφασίζουν να δημιουργήσουν οικογένεια "πριν είναι σίγουροι γι αυτούς", αυτή, τουλάχιστον την βασική βεβαιότητα, την έχουν.

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Δεκαοχτώ μήνες πριν την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Μένης Κουμανταρέας προδημοσιεύει στην οδό Πανός (τ.117, Ιούλ.2002) 4 αποσπάσματα και ένα εισαγωγικό σημείωμα.

Εξ αντιγραφής από την Οδό Πανός μεταφέρω το Eισαγωγικό Σημείωμα και το δεύτερο απόσπασμα που φέρει τον τίτλο Για τον επαγγελματικό και σεξουαλικό προσανατολισμό του νεαρού Νώε
~~~~~~~~~~~~

Από τον καιρό του Νώε

Εισαγωγικό σημείωμα


Η ιστορία του Νώε και της κιβωτού υπήρξε για μένα από τα παιδικά και νεανικά χρόνια ένας μύθος που πάντα με γοήτευε και με προκαλούσε. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '50 με αρχές του '60 στρώθηκα να γράψω μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου αυτού. Φαντάστηκα τον Νώε σαν ένα νέο της εποχής εκείνης αποπροσανατόλιστο, ονειροπόλο και καταπιεσμένο όπως ήμουν εγώ τότε. Το τόλμημα της ιστορίας θα ήταν πως ένας τέτοιος νέος αποφασίζει να χτίσει ένα πλοίο που να μοιάζει με Κιβωτό και να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι σε συνθήκες Κατακλυσμού. Στόχος μου ήταν να περριγράψω όσο και να σατιρίσω, τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο ήρωας επιχειρεi ένα παρόμοιο εγχείρημα γλιτώνοντας τον εαυτό τoυ και τα αγαπημένα του πρόσωπα, όχι πια από μια βιβλική καταστροφή, αλλά από τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα μισά του 20ου αιώνα. Το γραπτό αυτό θα περιείχε από τη μια μεριά ρεαλιστικά στοιχεία της μεταπολεμικής εποχής κι απ’ την άλλη φανταστικά και συμβολικά στοιχεία που θα ταίριαζαν σ’ ένα τέτοιο ταξίδι. Ουσιαστικά, κι απ' ό,τι ο ίδιος καταλαβαίνω τώρα, θα ήταν ένα μυθιστόρημα αυτογνωσίας αλλά συγχρόνως και μια δοκιμή πάνω στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Μια σύνθεση όπου τα πεζολογικά στοιχεία θα συνυπήρχαν με τα φανταστικά και τα ποιητικά μέσα στο ίδιο γραπτό. Εκτός από τα υπαρξιακά μου αδιέξοδα που με έσπρωχναν, πρός ένα τέτοιο βιβλίο, θα πρέπει να εξηγήσω εδώ ότι είχα τότε και μια πολύ μεγάλη αγάπη και έλξη για τη θάλασσα. Σ' αυτό συνέτειναν αρκετοί λόγοι. Η ύπαρξη στην οικογένεια ενός θείου καπετάνιου. Το ότι στα τέλη του '50 εργάστηκα για τρία χρόνια σε ένα ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά. Το ότι οι καλοκαιρινές διακοπές μου ήταν πάντα σ' ένα νησί, τη Μύκονο της αθώας εποχής, τη Σκύρο, τη Σκιάθο και τη μυστηριακή Λήμνο. Ήμουν ακόμα επηρεασμένος από την ανάγνωση του "Μόμπυ Ντίκ" που έκθαμβος ανακάλυπτα
τις μέρες, εκείνες. Η αγάπη μου για τη θάλασσα καθρεφτίστηκε αργότερα στο «Αρμένισμα» που έχει για όαση μια αληθινή ναυτική περιπέτεια κι ακόμα αργότερα στην "Αγία Κυριακή στό Βράχο", πειρατικό ιστόρημα με επιρροές από τον Κόντογλου και, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, από κάποιες ταινίες του Μπέργκμαν. Η συγγραφλη του "Από τόν καιρό του Νώε", απαιτούσε συν τοις άλλοις και κάπoιες, ναυπηγικές γνώσεις γι' αυτό κι επιστράτευσα κάθε βιβλίο ή άνθρωπο που θα με βοηθούσε να περιγράψω πειστικά την κατασκευή και την καθέλκυση της Κιβωτού. Ούτε ξέρω τι απόμεινε απ' όλα αυτά. Νομίζω τα συντρίμμια από ένα έντιμο ναυάγιο. Έκτοτε η εξακρίβωση των πραγματολογικών στοιχείων πού απαιτεί ένα δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Είτε πρόκειται για γυαλικά, είτε για το ποδόσφαιρο, είτε για τήν Ιστορία. Πάντα ονειρεύομαι ένα γραπτό που να μην απαιτεί μία τέτοια προεργασία - νομίζω μοναδική φορά τό πέτυχα στην "Κυρία Κούλα" - και πάντα βγαίνω γελασμένος. Στην περίπτωση του "Νώε", πρόσφατα ανασκαλεύοντας κάτι σκονισμένα ντοσιέ κυριολεκτικά από τον καιρό του Νώε, έπεσα πάνω στα σπαράγματα αυτού του βιβλίου. Με την επιμονή του Θάνου Φωσκαρίνη που επιμελείται αυτές τίς σελίδες, αποφάσισα να σώσω κάποια αποσπάσματα. Το πρώτο αφορά στη νεανική ηλικία του ήρωα και στη συνήθειά του να σκαλίζει στο μαθητικό του θρανίο ένα στέρνο χήνας, που αργότερα θ' αποτελέσει το πρότυπο για την πλώρη της Κιβωτού. Το δεύτερο περιγράφει την καταπιεσμένη σεξουαλική του ζωή και είναι μια αποτύπωση των ηθών της μεταπολεμικής Αθήνας. Μετά πηδάμε αρκετές σελίδες - ακόμα κι αυτές που δεν γράφτηκαν ποτέ - κι ερχόμαστε σε μια συνάντηση ανάμεσα στόν Νώε και τον Διάβολο τις παραμονές του ταξιδιού που χωρίς να είναι θέατρο υιοθετεί τη διαλογική μορφή. Τέλος, τό τέταρτο και τελευταίο απόσπασμα είναι μία γεύση από το ταξίδι της Κιβωτού και τα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω απ' αυτή. Τα σπαράγματα αυτά μπορεί να μη δίνουν σήμερα σαφή εικόνα του μυθιστορήματός μου αλλά νομίζω προϊδεάζουν τον αναγνώστη για το τι μπορούσε να είναι αυτό το βιβλίο που δεν ολοκληρώθηκε και που κανείς δεν ξέρει ακόμη αν θα ολοκληρωθεί.

Μένης Κουμανταρέας

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Για τον επαγγελματικό και σεξουαλικό προσανατολισμό του νεαρού Νώε

Μιλήσαμε ήδη για την τράπεζα. Ας δούμε, συνοπτικά, πως ο νεαρός Νώε χώρεσε στο κοστούμι του υπαλλήλου. Ο πατέρας του, άνθρωπος πρακτικός και φιλόδοξος, όπως όλοι οι πατεράδες για τ' αρσενικά τους, θέλησε να τον κάνει γραμματιζούμενο. Τον έστειλε σε σχολεία, επιχείρησε να τον στείλει και στο Πανεπιστήμιο. Γιατροί, δικηγόροι, πολιτικοί μηχανικοί, ήσαν τότε τα επαγγέλματα που είχαν τη μεγαλύτερη πέραση. Κι επειδή για μαθηματικά δε γινόταν λόγος, ο Νώε, "κούτσουρο απελέκητο" κατά την έκφραση του γέρου, κατάφερε κουτσά στραβά να περάσει στη Νομική. Όμως, απ' την πρώτη κιόλας χρονιά, σκόνταψε στις διατάξεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Επειτα από μερικές αδικαίωτες προσπάθειες (βοηθός σε εργοστάσιο μακαρονοποιΐας, υπάλληλος σε ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά) ο γέρο Νώε κατάφερε τελικά να στριμώξει τον γιο του σε μια απ' όλες τις τράπεζες, που κάτω απ' την βροχή των δολλαρίων πού είχε ενσκήψει στον τόπο φύτρωναν σαν μανιτάρια.

Το πρωί χτυπούσε ρολόι, αργότερα άρχισε να χτυπά πλήκτρα αριθμομηχανών, καρτέλες’ ευχαρίστως θα χτυπούσε και τα πρόσωπα μερικών πελατών που στέκονταν μπροστά στο γκισέ του. Στα μάτια τους ένοιωθε, καθρεφτίζονταν μια απέραντη βλακεια και απάθεια. Τα χρήματα στα χέρια τους αποκτούσαν μια ιδιαίτερη μυρωδιά. Κρατούσε τη συμπάθειά του, κάποτε και μια στοργή, για τούς μικροκαταθέτες. Κάτι σκυφτές γυναικούλες, κάτι άντρες ντροπαλούς που δεν σου έπιαναν το μάτι. Το χρήμα τους, μολονότι υπάκουε στους ίδιους νόμους (ένα σύστημα που διαισθανόταν, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει) του φαινόταν πως ανάβλυζε από τιμιότερες πηγές. Το σέβονταν, όπως σέβονταν και τους ίδιους. Έκανε ό,τι του περνούσε από το χέρι για να τους διευκολύνει. "Θα προτιμούσα να έδειχνες τον ίδιο ζήλο και αλλού", του είπε κάποτε ο φίλος του πατέρα του και διευθυντής του. Φράση ήδη γνωστή απ' το σχολείο ή το σπίτι, όταν ο Νώε αποφάσιζε ν' αφιερωθεί σε κάτι που στα μάτια των άλλων φάνταζε για περιττό, ίσως και βλαβερό. Ο Νώε απαντούσε πάντοτε σωπαίνοντας. Η σιωπή ήταν η άμυνα και το καταφύγιό του.

Η συμπάθειά του για ανθρώπους μέτριας ή κατώτερης κοινωνικής τάξης, στάθηκε από ενωρίς ο δείκτης για τις φιλίες του, ιδίως τις ερωτικές. Αρνιόταν τη συναναστροφή με παιδιά πλουσίων. Χώρια ότι το χρήμα γινόταν εξαιρετικά φανερό στο ντύσιμό τους, από διαίσθηση έβλεπε το ενδιαφέρον τους να εξαντλείται σε αθλητικές επιδόσεις μέσα σε γήπεδα, από τεχνιτό χορτάρι (όπου η ανταπόκριση της μπάλας πάνω στις ρακέτες άφηνε έναν ήχο κούφιο, και ξερό), σε πάρτυ, στο διάβασμα βιβλίων αποκλειστικά του συρμού, στο βλέμμα τους που διαπερνούσε τους ανθρώπους χωρίς να τους αγγίζει. Ακόμα και ο τρόπος που οι αρσενικοί προσέγγιζαν τις κοπέλες - μολονότι με όλους τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς τού έδιναν την εντύπωση ότι τις έβλεπαν αποκλειστικά σαν μέσο της διαιώνισης του ονόματός τους. Και κείνες πάλι, όμορφες και κακομαθημένες, διάλεγαν τους αρσενικούς σαν μελλοντικούς τραπεζίτες και δικηγόρους. Προτιμούσε χίλιες φορές τον τρόπο που οι λαϊκές τάξεις αγόρια και κορίτσια "έβγαζαν τα μάτια τους". Το έβρισκε πιο τίμιο.

Γρήγορα άρχισε να κάνει παρέες με παιδιά θυρωρών – σ’ αυτά πάλι διαπίστωνε ότι από νωρίς εκπαιδεύονταν για σπιούνοι - με παιδιά εμποροϋπαλλήλων, και μολονότι σ’ αυτά διαπίστωνε μια έφεση για φιλία, γρήγορα κατάλαβε ότι δύσκολα έβγαιναν από το στενό επαγγελματικό τους κύκλο. Επιχείρησε να δημιουργήσει παρέες, μα ένοιωθε ξένος μαζί τους και μακριά από τα συνδικαλιστικά τους ενδιαφέροντα. Ένας κύκλος "περίεργων" παιδιών που έγραφαν, ζωγράφιζαν ή σκότωναν επιδέξια τον καιρό τους, τον τράβηξε περισσότερο. Σ' αυτούς ανάμεσα βρήκε μια ανταπόκριση. Όμως και πάλι υπήρχε ένα εμπόδιο. Ο ίδιος δεν έγραφε, δε ζωγράφιζε' σκότωνε μόνο, αδέξια, τον καιρό του.

Σιγά σιγά, τριγυρνώντας μόνος μέσα στην πόλη έπεσε πάνω σε αργόσχολους, άνεργους εργάτες, φαντάρους που κοπροσκύλιαζαν, τρόφιμους φυλακών, χασικλήδες, χαπάκηδες, ανθρώπους της πιάτσας. Μπήκε στα στέκια τους, κάτι μακρόστενα τυφλά μπαρ ή καπνισμένες καφετέριες, όπου εκεί μόνιμα καρτερούσε για κάποιο" ραντεβού". Στην αρχή διστακτικά, έπειτα ολοένα πιο ελεύθερα, άρχισε να κάθεται στα τραπέζια τους, ν' ακούει τις ιστορίες τους, που αφορούσαν αποκλειστικά το χρήμα και τις γυναίκες. Ξέμπαρκοι, αξύριστοι, κάποτε ντυμένοι φανταχτερά από μια τυχερή "μπάζα", με λεξιλόγιο ανάλογο, που έπρεπε κάθε τόσο να το αποκρυπτογραφεί, φερμένοι από τις επαρχίες τους, άνοιξαν τα μάτια του Νώε σ’ έναν καινούργιο κόσμο. Είτε φιλοξενούμενοι του αστυνομικού δελτίoυ, είτε ντυμένοι με την στολή του φαντάρου - που οι επιδέξιοι φρόντιζαν να στολίζουν με "πουλάδες" και φουλάρια – όλοι λίγο-πολύ έμοιαζαν εξόριστοι της κοινωνίας. Τους ξεχώριζε η στολή, τα κάγκελα, η άδεια τσέπη. Τον έκαναν να αισθάνεται πως πιθανόν θα μπορούσε ν' ανήκει σ’ αυτούς. Έμαθε ν' ακούει για τον πόνο τους, μιλώντας ελάχιστα ή καθόλου για τον εαυτό του, πασχίζοντας μόνο όποτε μιλούσε να φαίνεται απλός και οικείος. Μπροστά τους φάνταζε λίγο για αρχοντόπουλο και κείνοι πάλι μαζί του, ένιωθαν πληβείοι. Τους ένωναν έλξη και απώθηση μαζί. Άρχισαν έτσι κάτι περίεργες φιλίες. Έπειτα από τα πρώτα ούζα, τ’ απανωτά τσιγάρα, τις κρυφές ματιές, δεν άργησαν να καταλήξουν σε κρεβάτια ξενοδοχείων Γ και Δ' τάξεως της οδού Αθηνάς.

Εδώ αρχίζει το ομοφυλοφιλικό στάδιο του νεαρού Νώε. Στην αρχή οι περιπέτειές του ήταν σποραδικές και ακίνδυνες. Η πενικιλίνη είχε αχρηστέψει παλιές αμαρτίες - μακριά πια τα περμαγκανάτ και οι απαίσιες αναπηρίες. Κάτι λίγες ψείρες που έπιανε πότε πότε, γρήγορα τις εξάλειφε η ειδική σκόνη που πουλούσαν στα φαρμακεία. Παρ' όλα αυτά άφηναν ένα ανατρίχιασμα, κάτι σαν τύψη, που έκανε τον Νώε να ξυπνά στή μέση της νύχτας λουσμένος στον ιδρώτα. Γρήγορα άρχισε να ξανοίγεται. Η μία γνωριμία έφερνε την άλλη. Ο κύκλος μολονότι άνοιγε, εκείνος ένοιωθε ζωσμένος από παντού. Μολονότι νέος ακόμα και έλκυστικός, - μια ομορφια που θύμιζε λάμψη από παλιό μπακίρι γρήγορα υπέκυψε στους κανόνες του παιχνιδιού.

Ήταν η μόδα την εποχή που περιγραφουμε, η σαρκική συνάφεια ανάμεσα σ' άντρες, να αμείβεται. Κι όταν η αμοιβή αυτή δεν ονομάζονταν, εξυπακουόταν, και ήταν πάντα ο λιγότερο άντρας που άφηνε στον περισσότερο άντρα ένα ποσό, συμβολικό της λίγης ώρας που αφιέρωσε ο ένας στον άλλο. Και αν σε άλλα είδη εμπορίου υπήρχε ελαστικότης, οι δόσεις, τα γραμμάτια, στην προκειμένη περίπτωση ίσχυε το βάρβαρο σύστημα "τοίς μετρητοίς". Πολλές φορές μάλιστα εφαρμοζόταν προτού το είδος καταναλωθεί, μόλις κλεινόταν η συμφωνία. Στην αρχή ένα πενηντάρικο - για τα τσιγάρα - υστερότερα ένα κατοστάρικο - για μια έκτακτη οικογενειακή ανάγκη - οι απαιτήσεις τους, όταν αφηνόταν κανείς σ' αυτές ανυπεράσπιστος, δεν είχαν όρια. Κάποτε-κάποτε βέβαια, έμοιαζαν δικαιωμένες κι αυτές. Μεσήλικες, γέροι, ξένοι τουρίστες είχαν εισάγει γούστα και απαιτήσεις, που το καθένα απ' αυτά, έπρεπε ν' ανταμείβεται αδρά. Εξάλλου ήταν για λύπηση τόσο ακμαία σώματα και τόσες ομορφιές να καίγονται σαν τις λαμπάδες δίπλα στις συφοριασμένες ζάρες και σε κίτρινα κορμιά. Μαζί με τους γέρους, πλήρωναν το φόρο τους και οι νέοι. Κι αν ένας φόρος σημαίνει υποτέλεια, τούτος εδώ ήταν φόρος υπεροψίας. Δεν ξέρω να πω από ποιανού μεριά. Είχε γίνει συνήθεια, θεσμός, νόμος.

Κι όταν το πράγμα σταματούσε εκεί, ο νεαρός Νώε έφευγε γρήγορα να κάνει ένα μπάνιο στο σπίτι του - μακριά απ' τις μπανιέρες των ξενοδοχείων - να εξαγνιστεί με λίγη μουσική, το διαβασμα κάποιου βιβλίου. Μα κάποτε, οι "φίλοι" γίνονταν πιεστικοί. Άρχιζαν να τον παίρνουν από πίσω, απειλώντας τον με λόγια, καμιά φορά και με σουγιά. Τότε τα ξεμοναχιάσματα του Νώε άρχισαν να γίνονται ολοένα πιο ασφυκτικα. Ένα μέρος του μισθού της τραπέζης - ήταν τότε ακόμα ανύπαντρος και χωρίς υποχρεώσεις - γινόταν θυσία στους ερωτικούς βωμούς. Έβλεπε το χρήμα του, το κερδισμένο πίσω από ένα τζάμι θυρίδας, να μπαίνει στη λιγδιασμένη τσέπη ξενοδόχων που χαμογελούσαν μόνιμα δείχνοντας τα χαλασμένα τους δόντια. Μα όσο ο κίνδυνος μεγάλωνε, αύξαινε η ερωτική του βουλιμία. Καμιά φορά δεν τον έφτανε μια περιπέτεια, ήθελε δύο την ίδια νύχτα.

Η αλλαγή συντρόφου ήταν κάτι που επιβάλλονταν εκ των πραγμάτων. Ένα πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος, μια μέση στενότερη ήταν πραγματα που διασπούσαν την παλιά ομοιομορφία της γραβάτας και του κολάρου. Η παραμικρή ανατομική λεπτομέρεια ήταν τώρα φανερή. Φρόντιζαν εξάλλου γι' αυτό τα διαφορα καταστήματα ανδρικών νεωτερισμών που φύτρωναν κι αυτά σαν μανιτάρια. Κι αν σε παλιότερες εποχές η απαγόρευση να δειχθεί κάτι από το ανθρώπινο σώμα, έφερνε μια έξαψη του νου, τώρα το άνοιγμα, το φανέρωμα σε όλα έκανε εύκολη την πραγματοποίηση της έξαψης αυτής.

Για ν' ανταπεξέρχεται άρχισε να κόβει από τα τσιγάρα του, η από το φαγητό του. Την ίδια στιγμή άρχισαν οι ψίθυροι στη γειτονιά του. Ο θυρωρός, ο μπακάλης, ο φούρναρης "ήξεραν" γι' αυτόν. Και μολονότι κρατούσαν το στόμα κλειστό μπροστά του, κάποιο αδιόρατο χαμόγελο στην άκρη των χειλιών, τους πρόδινε. Κάτι ανεπαίσθητο. Ένα τίποτα. Άρχισε να ζει με τα χαμόγελα αυτά. Του φαινόταν μάλιστα ότι τον συνόδευαν ως την εργασία του, έμπαιναν κι αυτά μες την υπαλληλική του θυρίδα. Κάθε που μετρούσε μια δέσμη σ' έναν πελάτη, τρύπωναν μες τα χαρτονομίσματα, ερεθισμένα, ξεδιάντροπα, μες τη φυσική ατμόσφαιρα τους – το χρήμα. Αδυνάτισε, κιτρίνισε, έχασε μαζί με τα κιλά κάτι απ' τον εαυτό του. Στους δρόμους δεν μπορουσε πια να βαδίζει ρεμβάζοντας, παρατηρώντας ένα γερτό παράθυρο σπιτιού, μια ρυτίδα στό μέτωπο ενός ανθρώπου. Μόνο πήγαινε γρήγορα σα να τον κυνηγούσαν ή να κυνηγούσε κάτι αυτός. Είχε γίνει δακτυλοδεικτούμενος.

Οι παρέες του της εποχής εκείνης ήσαν άνθρωποι του ιδίου φυράματος. Ομοφυλόφιλοι, ως επί το πλείστον. Όμως ίσως επειδή ο ίδιος παρ' όλες τις πράξεις του - δεν ήταν βαθειά προσηλυτισμένος στη νέα θρησκεία, η συνάφειά του με ανθρώπους του είδους αυτού, του ήταν εξίσου οδυνηρές. Συχνά ένοιωθε ότι το ενδιαφέρον τους εξαντλιόταν σε θέματα που ελάχιστα απασχολούσαν τον Νώε. Όπως τό μή κος του αντρικού οργάνου και η διάρκεια της στύσης. Γι' αυτόν το αντρικό σώμα ήταν πέρα από ένα καβάλο παντελονιού. Καμάρωνε τίς όμορφες πλάτες, τα γερά πόδια, ένα πρόσωπο αδρό ή εκλεπτυσμένα εφηβικό του έφερνε κρυφά ρίγη. Έμοιαζε να πιστεύει σε κάτι άλλο, μα που οί συνθήκες της ζωής, ο κανόνας του παιχνιδιού όπως είπαμε παραπάνω, τον υποχρέωναν να εξυψώνεται με τους άλλους. Καμιά φορά πίστευε πως ότι του συνέβαινε ήταν "κατά λάθος". Ζούσε μέσα σ' ένα όνειρο εφιαλτικό.

Παράλληλα, ίσως για να ξεφύγει, δοκίμασε να πάει με γυναίκες. Ωστόσο, προκειμένου περί γυναικών, κατέληξε και κει στίς φθηνές ή ακόμα και στις κοινές του είδους. Ήσαν κι αυτές, όπως και τα λαϊκά αγόρια, στερημένες οποιουδήποτε ενδοιασμού, άφηναν το κορμί τους ελεύθερο και το πνεύμα τους αμέτοχο κάθε ανησυχίας και αναζήτησης. Είχαν κι αυτές τον περισσότερο καιρό το νου τους στραμμένο στην τσέπη του Νώε. Στις καλύτερες περιπτώσεις μπορούσε να τα φτιάξει με κάποιο σεμνό μοδιστράκι από τους Άγιους Ανάργυρους ή τήν Άνω Δάφνη που του θύμιζαν κάτι απένταρους αγαθούς φαντάρους από τα μέρη του Έβρου ή της Μακεδονίας, που κοντά τους έβρισκε μια στάλα στοργής.

Ήταν και η εποχή που ο ήρωάς μας κινδύνεψε σοβαρότατα από μια αρρώστια τόσο κοινή στην εποχή του όσο και ο καρκίνος. Έγινε παρανάλωμα πανηδονισμού. Και αν η τσέπη του, ελεύθερος ακόμα από οικογενειακές υποχρεώσεις, άντεχε, η ψυχή του όμως, διαρκώς κυμαινόμενη και καταταραγμένη, ήταν έτοιμη, όπως το τσόφλι του αυγού, από στιγμή σέ στιγμή νά ραγίσει. Χαμένος μέσα σε μπάρ αποπνικτικών καπνων, τυλιγμένος σε ομίχλες πάρκων, στριμωγμένος σε πλήθη τυρβάζοντας σε πλατείες όπως η Ομόνοια, το Σύνταγμα και η Βικτώρια - τρεις περιώνυμες πιάτσες της εποχής - εlχε σουρώσει, χλομιάσει, μολονότι διατηρούσε ακόμα μια ειδική ομορφιά πολύτιμου σκεύους που βρέθηκε τυχαία ακουμπισμένο σε ράφι χαμαιτυπείου.

Είχε καταφέρει να διαιρέσει τον εαυτό του σε στεγανά διαμερίσματα, υπάλληλος σέ ό,τι αφορούσε την επαγγελματική του καριέρα, σκλάβος σε ό,τι αφορούσε τό σεξ, δέσμιος σε στειρες πνευματικές φιλίες. Είχε πολλές φορές τήν εντύπωση, ότι οι άλλοι άνθρωποι οι κανονικοί, ήταν ένας αντικατοπτρισμός. Με άλλα λόγια και για να μην νομισθεί από τον αναγνώστη ότι περιγράφονται γεγονότα ιδιαίτερης πρωτοτυπίας, είχε υπoκύψει σε μιαν αρρώστια ευρύτατα και αυτή διαδεδομένη στην εποχή του.

Κι αν οι επιπτώσεις της αναφερόμενης ασθένειας είναι κάποτε ιδιαίτερα οδυνηρές, ωστόσο στην περίπτωση του ήρωά μας, κατάφεραν να του σημαδέψουν χωρίς να τον παραμορφώσουν. Εξαιτίας μιας οξυμένης νηφαλιότητας και της ικανότητάς του να παρατηρεί και να ελέγχει τους άλλους, κατάφερε να γλιτώσει από την χρήση βαρβιτουρικών, ηρεμιστικών, ναρκωτικών ακόμα και από τον κίνδυνο κάποιας νευρασθένειας. Τουλάχιστον, σε σύγκριση με τόσους γύρω του ναυαγισμένους, εκείνος έχοντας μάτι και καρδιά καθαρά κατόρθωσε να διατηρήσει ψυχική υγεία. Η κλίση του ως καπετάνιος που διασχίζει έναν κατακλυσμό, ήταν από τότε φανερό, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει ακόμα.

Ήταν τότε ακριβώς, όπου ο νέος άνδρας Νώε, τριάντα ετών, αποφάσισε τον γάμο.

Mένης Κουμανταρέας

(από την Οδό Πανός - τ.τ.117, Ιούλ.2002)

ReyCorazón είπε...

κ.σ-μ,
δεν σας βλέπω όμως να διαπιστώνετε επίσης ότι είτε υπεύθυνοι είτε ανεύθυνοι οι ομοφυλόφιλοι αποκλείονται έτσι κι αλλιώς από τη γονεϊκότητα, με τη συγκατάθεση, όπως δείχνουν οι έρευνες, όλων εκείνων των βέβαιων για τη σεξουαλικότητα τους ετεροφυλόφυλων, που δεν είναι αναγκαστικά καταλληλότεροι για γονείς.

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Μάλλον διαβάσατε βιαστικά και δεν προσέξατε τι έγραψα. Παρά την "διαπίστωσή" σας, αναφέρθηκα στην απαγόρευση της ομογονεϊκότητας. Τι άλλο άραγε σημαίνει "διεκδίκηση της υιοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια" εκτός από διεκδίκηση ενός δικαιώματος που αποστερείται;

Ακόμα, διαβάσατε και πράγματα που δεν έγραψα: καμμία σύγκριση καταλληλότητας γονέων δεν έκανα.

Το σχόλιο του/της Ymeli ήταν σχετικό με το απόσπασμα που παραθέσατε και το δικό μου, στη συνέχεια, αφορούσε, αυστηρώς, ό,τι έγραψε: στην "αβλεψία να κάνεις παιδιά" και στην γενικότητα "όλοι το ίδιο κάνανε".

Αφού, όμως, επιθυμείτε να απλώσουμε το θέμα, δεν έχω καμμία αντίρρηση να σας πω και τις λοιπές διαπιστώσεις μου ή να σας κάνω μια ανθολόγηση όσων σχετικών έχω γράψει σ' αυτό εδώ το μπλογκ (ή και σε άλλα) που αποδεικνύουν ότι οι "διαπιστώσεις" μου δεν είναι αυτές που νομίζετε.

Ωστόσο, πριν το κάνω, επειδή η επικοινωνία μας είναι γλωσσική επικοινωνία με ελληνικές λέξεις - και "είναι πολλών ανθρώπων παιδιά οι λέξεις" - πρέπει να συμφωνήσουμε σε μία μίνιμουμ αποδοχή για την ερμηνεία της "αβλεψίας", όπως και για την αποδοχή της γενικότητας "έτσι κάνουν όλοι".

Συμφωνούμε, λοιπόν, κατ' αρχάς, ως προς το ότι ο γάμος ομοφυλόφιλου με άνθρωπο του αντίθετου φύλου, και, εν συνεχεία η, με οποιονδήποτε τρόπο, απόκτηση ενός, δύο και τριών παιδιών δεν λέγεται (και ούτε είναι) αβλεψία;

Συμφωνούμε ότι δεν "κάνουν όλοι το ίδιο";