Patrick Angus (ΗΠΑ)
Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν στο «Πίκολο», αν το θυμάστε, το μοναδικό τσοντάδικο της Αθήνας εκτός Ομονοίας. Στις αρχές της Συγγρού βρισκόταν, δίπλα στις εταιρείες ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Ένα βαθύ υπόγειο, δυο πατώματα σκάλες κατέβαινες για να το βρεις. Τώρα πια έχει κλείσει’ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 από το πρωί έμπαιναν μέσα άντρες από τη γύρω περιοχή και βαρούσαν καμιά μαλακία. Ύστερα πλάκωναν και οι αδελφές κι έγινε ψιλο-στέκι. Ένα βράδυ, λίγο πριν κλείσει το σινεμά, δύο τύποι κλείστηκαν στις τουαλέτες και τα έδωσαν όλα. Και, όταν έσβησαν τα φώτα και άδειασε το σινεμά, αυτοί ούτε που το κατάλαβαν. Ο μοναδικός υπάλληλος, που έριξε μια ματιά στην αίθουσα σφυρίζοντας προειδοποιητικά, δεν πέρασε καν από τα ουρητήρια, που βρίσκονταν μακριά από τη σάλα. Η καθαρίστρια θα πήγαινε την άλλη μέρα το πρωί.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Χάρτες (Πατάκης)
Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν στο «Πίκολο», αν το θυμάστε, το μοναδικό τσοντάδικο της Αθήνας εκτός Ομονοίας. Στις αρχές της Συγγρού βρισκόταν, δίπλα στις εταιρείες ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Ένα βαθύ υπόγειο, δυο πατώματα σκάλες κατέβαινες για να το βρεις. Τώρα πια έχει κλείσει’ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 από το πρωί έμπαιναν μέσα άντρες από τη γύρω περιοχή και βαρούσαν καμιά μαλακία. Ύστερα πλάκωναν και οι αδελφές κι έγινε ψιλο-στέκι. Ένα βράδυ, λίγο πριν κλείσει το σινεμά, δύο τύποι κλείστηκαν στις τουαλέτες και τα έδωσαν όλα. Και, όταν έσβησαν τα φώτα και άδειασε το σινεμά, αυτοί ούτε που το κατάλαβαν. Ο μοναδικός υπάλληλος, που έριξε μια ματιά στην αίθουσα σφυρίζοντας προειδοποιητικά, δεν πέρασε καν από τα ουρητήρια, που βρίσκονταν μακριά από τη σάλα. Η καθαρίστρια θα πήγαινε την άλλη μέρα το πρωί.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Χάρτες (Πατάκης)
9 σχόλια:
Ζευγάρια με ορίζοντα
Της Μικέλας Χαρτουλάρη (TA NEA, 13/10/2007)
Θυσίασε φοβερές ιδέες που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μυθιστορήματα. Για να τις αποτυπώσει περιληπτικά, αφαιρετικά, ακαριαία, σε 70 (!) μίνι ιστορίες των τριών σελίδων. Ιστορίες παράξενων ζευγαριών συνήθως, οι οποίες ενώ λειτουργούν αυτόνομα, δεν συνιστούν ακριβώς συλλογή διηγημάτων αλλά συνθέτουν όλες μαζί μια βορειοελλαδίτικη τοιχογραφία του καιρού μας. Σαν ψηφίδες σε έναν χάρτη που αποτυπώνει τις ανθρώπινες σχέσεις σε συνάρτηση με τον διαφορετικό κάθε φορά ορίζοντά τους. Είναι οι Χάρτες (Εκδ. Πατάκη) του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, που ύστερα από επτά μυθιστορήματα έβαλε στοίχημα να προκαλέσει συγκίνηση χωρίς τα εφόδια της πλατιάς αφήγησης. Γνωστός για τους αμφισεξουαλικούς ήρωές του που σχολιάζουν την εθνική, έμφυλη ή πολυφυλετική ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας, αυτός ο 50άρης Καβαλιώτης κάνει εδώ ένα είδος σύνοψης όλου τού έργου του από το 1989, δίνοντας μεγάλη έμφαση στο ζήτημα της μορφής. Ατμοσφαιρικές αλλά όχι λογοτεχνίζουσες, υποψιασμένες κοινωνικο-πολιτικά, οι φρεσκογραμμένες ιστορίες του ξεδιπλώνονται σε τέσσερα ισοβαρή μέρη μέσα από περιστατικά που παραπέμπουν αντίστοιχα σε επαρχίες και χωριά, σε πόλεις και συνοικίες, σε ξενιτιές και ερημιές ή σε ουτοπίες και δυστοπίες. Πρωταγωνιστές, η σπιτωμένη ντιζέζ, ο κρυπτομοφυλόφιλος φαντάρος, ο μασέρ με το παρελθόν βιαστή, η ερωτική Πομάκα, η γιαγιά που περιμένει ακόμα τον αγνοούμενο γιο της, ο Έλληνας συγγραφέας και η Βουλγάρα ποιήτρια που φτάνουν στο κρεβάτι αλλά δεν κάνουν τίποτα, η λεσβία νύφη με την Αλβανή πεθερά, ο λογιστής που κατέδωσε τους παράνομους εργάτες καταδικάζοντας στην εξαθλίωση τόσο τους ίδιους όσο και το χωριό του κ.ο.κ. Ξεκινώντας από λεπτομέρειες, ο συγγραφέας σκαλίζει τη δυναμική των σχέσεων που είναι διαφορετική σε κάθε τόπο. Στην επαρχία είναι λιγότερο στραμπουλυγμένες, λιγότερο σκοτεινές- ίσως κι επειδή ακουμπούν στα χρόνια της εφηβείας του.
Στις πόλεις διαποτίζονται από το αίσθημα της ματαίωσης, του ανολοκλήρωτου, της χαμένης αρμονίας, ενώ στις ξενιτιές εκφυλίζονται ή τελειώνουν πριν καν αρχίσουν. Όσο για τους ου-τόπους, εκεί φορτίζονται με τις υπαρξιακές αγωνίες του σημερινού διαδικτυωμένου κατοίκου των μεγαλουπόλεων. Παρόλα αυτά ο αναγνώστης δεν μελαγχολεί. Δεν τον αφήνουν η ζωντάνια και η πολυχρωμία αυτής της σπονδυλωτής αφήγησης, ούτε το ανοιχτό τέλος στις επιμέρους ιστορίες που κλείνουν πάντα με ένα ειρωνικό γύρισμα. Όλα λειτουργούν υπαινικτικά εδώ, περιμένοντας τον αναγνώστη να συμπληρώσει το νόημα. Γι΄ αυτό και μία αρετή αυτού του βιβλίου είναι, παραδόξως, ότι... δεν διαβάζεται μονορούφι!
Χάρτης Α. Ένας άντρας που κουβαλάει από το Δημοτικό το στίγμα του ένοχου για ένα παιδικό ατύχημα, επιστρέφει στο χωριό του αναζητώντας την εξιλέωση. Όμως η σπηλιά όπου καταποντίστηκε ο φίλος του όταν το σκοινί με το οποίο τον κρατούσε τού γλίστρησε, δεν υπάρχει. Οι χωριανοί την έφραξαν σβήνοντας το παρελθόν. Πώς να λυτρωθεί τώρα; Χάρτης Β. Η 25χρονη υπάλληλος του ταχυδρομείου ζούσε ανάμεσα στους άλλους αλλά δεν τους ακουμπούσε. Δεν είχε πει σε κανέναν ότι είχε διασχίσει τον Ατλαντικό με ιστιοπλοϊκό, παρέα με έναν Αμερικανό αγνώστων στοιχείων. Οι σχέσεις της ήταν περιστασιακές.
Ομόρφαινε αλλά τρόμαζε τους άντρες. Ώσπου ένας ραγδαίος καρκίνος τη σάρωσε. Και πέθανε σιωπηλά χωρίς κανείς να την καταλάβει πραγματικά. Χάρτης Γ. Ο γιος περιμένει τον πατέρα του στην έξοδο των Αγροτικών Φυλακών με μια κάμερα στο χέρι. Είκοσι χρόνια τώρα από το φονικό της μάνας του, δεν είχε δει αυτόν τον άντρα που βγαίνει ζαρωμένος, ευνουχισμένος, με ένα δειλό «γιε μου» στα χείλη. Ούτε τον είχε ρωτήσει για τα αίτια της πράξης του, αλλά τώρα θέλει να αποτυπώσει σε εικόνες την ιστορία του, «αφού αυτό σπούδασα». Ο άντρας δεν το αντέχει και σπαράζει: «Εξαιτίας σου τη σκότωσα! Και τώρα ψάξε να βρεις ποιανού παιδί είσαι!». Ο φακός μένει καρφωμένος στο κενό. Πρόδοσαν τη σχέση τους πριν ακόμα τη χτίσουν. Χάρτης Δ. Ένας άντρας προσγειώνεται σε ένα νησί όπου κάποτε λειτουργούσε ένα πρότυπο εργαστήριο ερευνών για την επέκταση της ζωής. Όμως η υπόθεση κουκουλώθηκε επειδή πέθαναν ανεξήγητα όλοι οι σπουδαστές-πειραματόζωα, εκτός απ΄ αυτόν που ξέφυγε. Είχε κατακτήσει την αθανασία, αλλά ήταν αναγκασμένος να ζει μόνος για να μην τον καταλάβουν. Ώσπου κουράστηκε με την αιώνια νεότητα που δεν είχε τίποτα το αθώο. Και επέστρεψε για να αναζητήσει τη θνησιμότητά του... και τη συντροφιά. Έστω στο επέκεινα.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς της νεώτερης γενιάς που μελετώνται σε διεθνή συνέδρια. Όχι επειδή τόλμησε από νωρίς να εισαγάγει γκέι χαρακτήρες στα βιβλία του, αλλά επειδή συλλαμβάνει κοινωνικές πραγματικότητες, τάσεις, προβληματισμούς, πριν ακόμα καθιερωθούν. Και ενώ η συγγραφική του δεξιοτεχνία σηκώνει βελτίωση, η συγγραφική του διαίσθηση έχει μεγάλο ενδιαφέρον- παράδειγμα το τέταρτο μέρος των Χαρτών. Μπορεί λοιπόν αυτό το βιβλίο να μην είναι διεισδυτικό σαν τα μυθιστορήματά του Ο χορευτής στον ελαιώνα,Τα νερά της χερσονήσου,Το Παρτάλι,Αλούζα..., όμως αναδεικνύει αποσιωπημένες φέτες ζωής των σημερινών 45άρηδων στις δεκαετίες του ΄70, του ΄80 και του ΄90. Δεν είναι λίγο!
Οι «Χάρτες», είναι το τέταρτο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη που καταχωρεί ο ReyCorazón στην Βιβλιογραφία του. Τα τρία προηγούμενα ήταν:
- Ο ναύτης (Καταχώρηση No: 19 / 3-6-2005
- Το Παρτάλι (Καταχώρηση No: 220 / 9-11-2005 και
- Κρυμμένοι άνθρωποι (No 398 / 19-12-2006)
Πρόκειται για ένα ολόφρεσκο βιβλίο για την κυκλοφορία του οποίου, μας ενημέρωσε ο ίδιος ο συγγραφέας του μέσα από το ομώνυμο blog του:
Οι χάρτες αναρτήθηκαν δημόσια
Κυκλοφόρησαν οι "Χάρτες" σήμερα Τρίτη 6 Νοεμβρίου. Για την ακρίβεια πήρα το πρώτο αντίτυπο στα χέρια μου και από αύριο θα είναι στα βιβλιοπωλεία για διάβασμα και κριτική. Μπορεί να είναι το ένατο βιβλίο μου αλλά κάθε φορά η ίδια αγωνία, η ίδια χαρά. Τώρα θα του ρίξω ένα συνοπτικό διάβασμα για να δω αν όλα είναι στη θέση τους και μετά θα διαβάζεται αποσπασματικά σε κάποιες εκδηλώσεις.
Από αύριο δεν θα είναι πια δικό μου δημιούργημα αφού κάθε αναγνώστης θα το διαβάζει και θα το γράφει με το δικό του τρόπο. Από αυτό το μπλογκ θα παρακολουθήσω την πορεία του-είναι το πρώτο μου βιβλίο που πήρε την παρθενιά του στο διαδίκτυο-και ταυτόχρονα θα γράφω οτιδήποτε αφορά τα βιβλία και πάντα σε σχέση με τα δικά μου διαβάσματα.
Καλά ταξίδια με τους χάρτες της ζωής και της λογοτεχνίας!
H παρουσίαση του βιβλίου από την προσωπική σελίδα του στο site της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών, όπου ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιμελείται την ενότητα «1000 και δύο βιβλία»:
«Ο παράδεισος είναι μια παραλία γεμάτη ανθρώπους και ιστορίες. Άλλοι πνίγονται στα ρηχά, άλλοι κολυμπάνε στα βαθιά κι άλλοι λιάζονται κρυφακούγοντας».
Οι «Χάρτες» είναι ιστορίες μιας παρέας φίλων που περιφέρονται σε χωριά σε κωμοπόλεις, σε συνοικίες και πόλεις, στις ερημιές και στις ξενητιές, στις ουτοπίες και τις δυστοπίες της φαντασίας τους. Ιστορίες ευτράπελες, μελαγχολικές, ερωτικές, διεγερτικές, απρόβλεπτες, ιστορίες ανθρώπων που πάλεψαν με την καθημερινότητα, που αγαπήθηκαν και μισήθηκαν, που ενέδωσαν στις προκλήσεις αλλά και εγκλωβίστηκαν στα προσωπικά τους αδιέξοδα.
Οι χάρτες πάνω απ’ όλα οριοθετούν την ανθρωπογεωγραφία μιας γενιάς ανθρώπων που λάτρεψαν τα πάθη και τα λάθη τους και αποφάσισαν να αφηγηθούν τη ζωή τους εκθέτοντας τους ίδιους και όσους έτυχαν να βρουν στο διάβα τους.
~~~~~~~~~~~~
(στον ιστοχώρο της Δ.Κ.Β.Σερρών φιλοξενείται η προσωπική σελίδα του συγγραφέα με το βιογραφικό, τις συνεργασίες και το έργο του.)
Από την Ελευθεροτυπία 4 Νοεμβρίου 2007
Γράφει η Σταυρούλα Παπασπύρου
Μικρές ιστορίες, μεγάλα προβλήματα
[…]
Κοινό με απαιτήσεις
Διηγήματα γραμμένα κατά παραγγελία, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης έχει καμιά εικοσιπενταριά. Κανένα απ' αυτά όμως δεν περιλαμβάνεται στους «Χάρτες» («Πατάκης»).
Μια «πολύ οργανωμένη σύνθεση», λέει ο ίδιος, «με εβδομήντα διηγήματα που απλώνονται το πολύ σε δυόμισι σελίδες το καθένα, διαβάζονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, κι εμπεριέχουν στοιχεία, χώρους και πρόσωπα διάσπαρτα σ' όλα τα προηγούμενα βιβλία μου». Οπως αναφέρει στο teogrigoriadis.blogspot.com, οι «Χάρτες» είναι ιστορίες μιας παρέας φίλων που περιφέρονται σε χωριά και κωμοπόλεις, σε συνοικίες και πόλεις, σε ερημιές και ξενιτιές, όπως και σε ουτοπίες ή δυστοπίες της φαντασίας τους. Κι είναι ιστορίες ευτράπελες, μελαγχολικές, ερωτικές, διεγερτικές ή απρόβλεπτες, οι οποίες οριοθετούν την ανθρωπογεωγραφία μιας γενιάς που λάτρεψε τα πάθη και τα λάθη της κι αποφάσισε ν' αφηγηθεί τη ζωή της και να εκτεθεί.
Με πρότυπα συγγραφείς όπως ο Τσέχοφ, ο Πολ Μπόουλς, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, αλλά και οι Ιωάννου και Χατζής, ο Γρηγοριάδης είναι πεπεισμένος πως «το διήγημα προσφέρει ελευθερίες: Σου επιτρέπει να ρισκάρεις, να πειραματιστείς, να πάρεις περισσότερες ανάσες απ' ό,τι σ' ένα μυθιστόρημα. Πράγματι, στις αρχές του '90 που πρωτοδημοσίευσα τη συλλογή "Ο αρχαίος φαλλός", είχε μεγαλύτερη απήχηση ως είδος, ενώ σήμερα για έναν περίεργο λόγο περιφρονείται. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι πως τα περισσότερα βιβλία με διηγήματα σπάνια κάνουν πάνω από δύο εκδόσεις. Παραγνωρίζεται όμως ότι απευθύνονται στον σκληρό πυρήνα του αναγνωστικού κοινού, ένα κοινό με απαιτήσεις».
Από την Ελευθεροτυπία, 12 Οκτωβρίου 2007
(Βιβλιοθήκη)
Φθινοπωρινές αναγνωστικές προτάσεις
Επιμέλεια: Mισέλ Φάις
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Οι «χάρτες» είναι πολλές μικρές ιστορίες μοιρασμένες σε τέσσερις ενότητες με βάση τους τόπους όπου διαδραματίζονται ή τα μέρη που επηρέασαν τις ζωές των ηρώων. Έτσι προέκυψαν τέσσερις χάρτες: χωριά και κωμοπόλεις, πόλεις και συνοικίες, ξενιτιές και εξορίες, ουτοπίες και δυστοπίες.
Κάθε διήγημα είναι αυτοτελές και μπορεί να διαβαστεί ξεκομμένο, όμως όλα μαζί συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία μιας γενιάς που έζησε στο περιθώριο των γεγονότων, χωρίς να διεκδικεί παρά τον έρωτα, τις χαρές αλλά και τις αναπόφευκτες πίκρες. Το ψηφιδωτό των χαρακτήρων και των τόπων εξαπλώνεται στις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τρεις φίλοι, αφηγητές και οδοιπόροι, τολμάνε να αφηγηθούν όσα έμαθαν και έπαθαν οι ίδιοι και ο περίγυρός τους. Μπαινοβγαίνουν στις ιστορίες, άλλοτε διακριτικά και άλλοτε απροκάλυπτα, μάλιστα εμφανίζονται ακόμη και στις φανταστικές.
Ύστερα από επτά σχετικά μεγάλα μυθιστορήματα οι «Χάρτες» ήταν μια πρόκληση για μια διαφορετική δουλειά. Έπρεπε να οργανωθεί ένα ετερόκλητο υλικό σε μικρές φόρμες, σαν ανάσες ζωής. Κάθε διήγημα να μην ξεπερνάει τις 700 λέξεις και κάθε ένα ξεχωριστά να διατηρεί την αυτονομία του. Κάθε «Χάρτης» να περιλαμβάνει σχεδόν ισάριθμες ιστορίες και όλες μαζί να φτάνουν τις 70. Οι ιστορίες είναι αδημοσίευτες και το βιβλίο γράφτηκε αμέσως μετά την «Αλούζα», με βάση το προδιαγεγραμμένο σχέδιο. Θεματικά θα βρει κανείς όλα τα στοιχεία από τα προηγούμενα βιβλία μου αλλά και πολλά καινούργια πράγματα.
Προσπάθησα να κάνω τον αναγνώστη να κλάψει, να γελάσει, να ερεθιστεί, να σοκαριστεί να μοιραστεί μαζί μου τις μυστικές ζωές εκείνων που δεν επρόκειτο να συναντήσει ποτέ στους δικούς του χάρτες.
Από την LIFO
Γράφει ο Γιώργος Καρουζάκης
Losers στον ουρανό με διαμάντια
Εβδομήντα ιστορίες με ήρωες που ζουν στο περιθώριο, αλλά κάτι μυστήριο τους υψώνει.
Όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει λογοτεχνικοί ήρωες. Οι Χάρτες -το καινούργιο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη από τον Πατάκη- δεν έχουν ορατά σύνορα. Παλινδρομούν ανάμεσα σε μοναχικές κωμοπόλεις και συνοικίες, σε υγρές σπηλιές με σκοτεινά νερά και ψυχρά ψηφιακά ερημητήρια. Κατοικούνται όμως από ανθρώπινα πλάσματα: τραγουδίστριες, φαντάρους, ποιητές, πρόσφυγες, ερωτικές γυναίκες, αλλόκοτα ζευγάρια και σιωπηλά αγόρια. Πλάνητες που έζησαν στο περιθώριο των γεγονότων και διεκδίκησαν τον έρωτα αλλά και το χαμό τους.
Οι Χάρτες, κατά το συγγραφέα, είναι η ιστορία μιας παρέας φίλων που περιφέρονται σε πόλεις, ερημιές και ξενιτιές στις ουτοπίες και στις δυστοπίες της φαντασίας τους. Πρόκειται για ιστορίες ευτράπελες, μελαγχολικές, απρόβλεπτες και γοητευτικές. Λίγες μέρες πριν από την εμφάνιση του νέου του βιβλίου -όγδοο στη σειρά- στα βιβλιοπωλεία, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης μας μιλά για την προσωπική του ανθρωπογεωγραφία.
* Τι σας οδήγησε στη μικρή φόρμα, στην επιθυμία να αφηγηθείτε μικρές ιστορίες σαν ανάσες ζωής;
- Κάποια στιγμή άρχισα να βλέπω γύρω μου πιο αποσπασματικά. Το παρελθόν και το παρόν σχηματίζονταν σε μικρές ιστορίες. Η μικρή και περιεκτική φόρμα έμοιαζε μια καινούργια αφηγηματική πρόκληση. Από την άλλη έβλεπα στα βιβλιοπωλεία «μυθιστορήματα-τούβλα» και ένιωθα να χτίζονται τείχη φλυαρίας γύρω μου.
* Οι «χάρτες» σας περιέχουν χωριά και συνοικίες, ξένες χώρες και ουτοπικούς προορισμούς. Οι ιστορίες σας μοιάζουν την ίδια στιγμή φανταστικές και πραγματικές. Tο ίδιο και οι ήρωές σας. Έχει κάποια σημασία αυτή η παλινδρομική κίνηση από το φανταστικό στο πραγματικό;
- Ποτέ δεν ξεχώρισα τις φαντασιώσεις και το όνειρο από την πραγματικότητα - αν έτσι αποκαλούμε τις καθημερινές μας κινήσεις. Ο καθένας χτίζει τη δική του πραγματικότητα, η λογοτεχνία οφείλει να καταγράψει όλες τις αποδράσεις μας. Δεν υπάρχει πια ρεαλισμός όπως εννοείτο παλιότερα.
* Οι ήρωές σας, χωρίς να είναι περιθωριακοί, μοιάζουν ταπεινοί και «ηττημένοι». Είναι γεμάτοι αδυναμίες, κάνουν λάθη, «καίγονται» από πάθη, βασανίζονται από ματαιωμένα συναισθήματα, μυστικά και προκαταλήψεις. Σας γοητεύουν αυτού του είδους ήρωες ή μήπως θεωρείτε ότι, μοιραία κάποια στιγμή, όλοι βρισκόμαστε στην ίδια θέση;
- Είστε πολύ διακριτικός, κύριε Καρουζάκη, με τις φράσεις σας. Οι ήρωές μου είναι κάτι ακόμη χειρότερο: νευρωτικοί, αρρωστημένοι, διαστροφικοί. Στις εβδομήντα ιστορίες δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένας που θα είχε πιθανότητα «αγιοποίησης». Κι αυτό έγινε χωρίς προσχεδιασμό. Όλοι οι άνθρωποι κουβαλάνε μια εξωτερική και κοινωνικά αποδεκτή εκδοχή του εαυτού τους και μια εσωτερική και μυστική πλευρά, με την οποία φαντασιώνονται τα καλύτερα και τα χειρότερα. Επομένως όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει λογοτεχνικοί ήρωες.
* Γράψατε πρόσφατα ότι θέλατε να τους δώσετε «μια κουκίδα λογοτεχνικής γης». Αυτή, λέτε, να είναι και η μεγάλη δωρεά της λογοτεχνίας;
- Όπως το λέτε. Η λογοτεχνία αποκαλύπτει ζωές και ιστορίες που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα έβγαιναν στη φόρα. Παράδειγμα η ιστορία «Παρτουζίτσα», ένα τρυφερό ερωτικό τρίο, σε μια κωμόπολη της Κομοτηνής, όπου στο τέλος απομένουν οι δύο άντρες. Απέδωσα και στους δύο ένα παλιό χρωστούμενο από τη θητεία τους. Κανένας άλλος θεσμός, πλην της λογοτεχνίας, δεν θα τους παρείχε τέτοια ασυλία.
*Επιθυμία σας ήταν ακόμα να κάνετε τον αναγνώστη να κλάψει, να γελάσει, να ερεθιστεί. Ποια ικανότητα επιτρέπει στο συγγραφέα να προκαλεί στους αναγνώστες τέτοιου είδους συναισθήματα;
- Ο τρόπος που επιλέγεις να του πεις μια ιστορία, το ύφος της αφήγησης, ο τόνος σου, ο υπαινιγμός, το εύρος της αγκαλιάς σου. Ξεκίνησα να διαβάζω δώδεκα χρονών για να ανακαλύψω τον κόσμο και τα πάθη του. Ελλείψει μάλιστα ερωτικού υλικού (αρχές δεκαετίας εβδομήντα), αυνανιζόμουν με σκηνές από βιβλία του Ζολά και του Τσβάιχ. Αυτό με έκανε συγγραφέα, όχι τα αναγνωστικά με τις βλαχοπούλες και τα τσολιαδάκια. Μακάρι και τα δικά μου βιβλία να προσφέρουν ανακούφιση σε κάποιους αναγνώστες.
*Οι περισσότερες ιστορίες σας είναι εσωστρεφείς, σκοτεινές, υπαινικτικές. Ποια είναι η σημασία αυτής της επιλογής;
- Νομίζω ότι επιλέγω ανάλογα με τον κόσμο και τους ανθρώπους που με περιτριγυρίζουν. Ακούω και αφουγκράζομαι πάρα πολύ, κυκλοφορώ σε εντελώς διαφορετικούς χώρους και ζω ανάμεσα στην επαρχία και την πρωτεύουσα. Ο αδιόρατος ιστός που συγκροτεί όλα αυτά τα πρόσωπα και τις καταστάσεις είναι το υλικό μου. Δεν νομίζω ότι κυκλοφορώ σε διαυγείς ορίζοντες, εκτός αν πράγματι επέλεξα να βρίσκομαι σε ζώνες όπου σκοτεινιάζει κάπως η ψυχή και στρέφεσαι στα άδυτά της.
*Mάλλον δεν σας γοητεύουν οι μητροπόλεις, ακόμα και λαμπερές αμερικάνικες πόλεις ή και το αχανές διαδίκτυο φέρουν, στο βιβλίο σας, τη μελαγχολία μιας κλειστής κοινότητας.
- Πριν δέκα χρόνια ήθελα να ζω στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη. Ώσπου μια μέρα κλείστηκα στο μετρό του Λονδίνου και έπαθα ντελιριακή κλειστοφοβία. Διατηρώ ακόμη το εισιτήριο για να ανέβω κάποτε ως τουρίστας στην ταράτσα των Δίδυμων Πύργων. Καταρρέουν τα μητροπολιτικά συστήματα. Οι μητροπόλεις έδωσαν τόπο στους διαδυκτιακούς τόπους, όπου έχω μετοικήσει για τα καλά. Παρά τα πολυμέσα που συνοδεύουν τις πλοηγήσεις μου, στο τέλος βγαίνω εξοντωμένος. Πράγματι η μελαγχολία είναι απόρροια κάθε κλειστού συστήματος, κάθε καινούργιας πρότασης, γιατί τελικά δεν ευχαριστιέται η ψυχή.
*Αν και οι ιστορίες είναι αυτοτελείς και τα πρόσωπα διαφορετικά, το βιβλίο μοιάζει να αφηγείται την ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;
- Η γενιά μου μεγάλωσε τη δεκαετία του εξήντα σε μια Ελλάδα αγροτική και ημιαστική, αποβλακώθηκε τερατωδώς επί χούντας, απελευθερώθηκε λυσσασμένα στη μεταπολίτευση, φόρεσε προφυλακτικό τη δεκαετία του ογδόντα και βίωσε τη «βιοτεχνία» της μικροπολιτικής και παραοικονομίας σε ένα απολίτιστο περιβάλλον τη δεκαετία του ενενήντα. Τώρα ωριμάζουμε, άλλοι σε γραφεία, άλλοι με άτακτα παιδιά και άλλοι στην ορθοστασία σε ξεθυμασμένες συναυλίες, ξεγελώντας τον εαυτό μας.
*Ανήκουν όλοι οι ήρωες του βιβλίου στην προσωπική σας ανθρωπογεωγραφία ή κάποιοι σας είναι εντελώς ξένοι;
- Σχεδόν όλες οι ιστορίες μου είναι αληθινές και μερικές -αυτές του τέταρτου Χάρτη- θα περιμένω να πραγματοποιηθούν στο απώτατο μέλλον - εφόσον υπάρξει κάποια κλωνοποίηση...
*Ποιοι θέλετε ν' αγαπήσουν τους ήρωές σας;
- Όσοι αναγνωρίσουν κομμάτια ζωής στους ήρωές μου, πράγμα που σημαίνει αναγνώστες κάθε ηλικίας, ανήσυχοι, διορατικοί, έτοιμοι να κολυμπήσουν στα βαθιά χωρίς ναυαγοσώστες.
Από το site της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών
Γράφει ο Δημήτρης Αθηνάκης:
«Άρχισε να τρώει ρύζι και η ακοή του μίκρυνε, το τούνελ έκλεινε και ξαφνικά μόνον ο θόρυβος του πιρουνιού ακουγόταν. Δεν είχε λόγο να εξηγήσει οτιδήποτε. Ήταν πολύ αργά πια για να προειδοποιήσει.»
[Απόσπασμα απ’ το βιβλίο]
Η λογοτεχνία του Θεόδωρου Γρηγοριάδη μέχρι πρότινος κινούνταν γύρω από το σώμα: ανδρικό, γυναικείο, άφυλο, παρενδυτικό. Το σώμα, γυμνό, χαμένο, δοσμένο, χαρισμένο. Το ταξίδι του σώματος στο έργο του Γρηγοριάδη ήταν η αρχή και το τέλος της δικής του αφήγησης.
Στο τελευταίο του βιβλίο, «Χάρτες», προσπάθησε και κατάφερε να μας ταξιδέψει, μέσω τώρα πια άυλων εν πολλοίς σωμάτων –άρα σωμάτων ως καταστάσεων, σε επαρχίες και χωριά, πόλεις και συνοικίες, ξενιτιές και εξορίες, ουτοπίες-δυστοπίες. Σε αυτά τα τέσσερα μέρη χωρίζονται οι εβδομήντα (70) ιστορίες -δυόμισι το πολύ σελίδες η καθεμιά- στο τελευταίο αυτό έργο του.
Για να δούμε τι είναι οι «Χάρτες».
Οι «Χάρτες» του Γρηγοριάδη είναι ένα καταστασιακό παλίμψηστο ιδεών και θέσεων. Για καιρό προσπαθούσα να πείσω τους μαθητές μου ότι ο παράδεισος και η κόλαση δεν είναι τόποι αλλά καταστάσεις. Αυτό το ίδιο προσπαθώ και τώρα να πω. Με άξονα μια παρέα φίλων, παράδοξη αλλά δεμένη, ο συγγραφέας αφηγείται, κατά τρόπο αφαιρετικό αλλά όχι αφηρημένο, το πέρασμα του μυαλού, της ψυχής, του παρόντος και του παρελθόντος μέσα από καταστάσεις που χρειάζονται δύναμη και αποφασιστικότητα, χρόνο και πάθος για να τις μετέλθεις.
Ένα μουγκό αγόρι που μιλάει, μία παράδοξη ερωτική στιγμή του παρελθόντος, παρεξηγήσεις και συναντήσεις, μια υποψία επανόδου της παρενδυσίας έστω και με αφορμή το καρναβάλι, μια διαδραστική ποιητική παρουσίαση με μαχαιροφόρους εισβολείς, μια γυναίκα που αποπατεί όπου βρει, ένας γιος που κινηματογραφεί τον πατέρα του καθώς αυτός αποφυλακίζεται, ένας συγγραφέας που ζει τη ζωή του και την τελειώνει μέσα από τα βιβλία ως ήρωας των αναγνωσμάτων του, ένας μόλις βιωμένος αποκεφαλισμός και –τέλος- ο Παράδεισος, είναι μερικές μόνο απ’ τις ιστορίες που απαρτίζουν τους «Χάρτες» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.
Ο συγγραφέας με αυτήν τη συλλογή ανανεώνει τη λογοτεχνική του πρόταση. Γνήσιος μεταμοντέρνος λογοτέχνης, προτάσσει την αφήγηση ως μέσο καταβύθισης σε έναν κόσμο φτιαγμένο από υλικά που στη χώρα μας δεν εντοπίζονται συχνά: απότομες εναλλαγές αφηγηματικών προσώπων και αφηγηματικού χρόνου, παιχνίδια με το μυαλό και την αίσθηση του αναγνώστη, λέξεις βαλμένες η μία δίπλα στην άλλη, που σαν ριπές φιλτράρουν όλα όσα έχουν οι ήρωες βιώσει μετουσιώνοντάς τα σε ένα παρόν που σε κάνει να μη νοιάζεσαι για το μέλλον. Και το κυριότερο: γλώσσα και ύφος υπαινικτικό, ανοιχτό σε ερμηνείες, που κάθε φορά αλλάζει η δομή του ανάλογα με το ποιος μιλά, τι λέει, τι είναι, τι θέλει, πάνω απ’ όλα τι θυσιάζει για να ζήσει.
Διαβάζοντας τις ιστορίες αυτές είδα ότι το -ανοιχτό και αδιαμφισβήτητα κινούμενο στη σύγχρονη πραγματικότητα- μυαλό τού συγγραφέα ανέλαβε ρόλο προφητικό, προειδοποιητικό. Αντιγράφω από τη διεισδυτική κριτική τής Μικέλας Χαρτουλάρη στην εφημερίδα «Τα Νέα»: «Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς της νεώτερης γενιάς που μελετώνται σε διεθνή συνέδρια. Όχι επειδή τόλμησε από νωρίς να εισαγάγει γκέι χαρακτήρες στα βιβλία του, αλλά επειδή συλλαμβάνει κοινωνικές πραγματικότητες, τάσεις, προβληματισμούς, πριν ακόμα καθιερωθούν. Και ενώ η συγγραφική του δεξιοτεχνία σηκώνει βελτίωση, η συγγραφική του διαίσθηση έχει μεγάλο ενδιαφέρον- παράδειγμα το τέταρτο μέρος των Χαρτών.»
Οι «Χάρτες» του Γρηγοριάδη δεν αφήνουν τον αναγνώστη παραπονεμένο, δεν τον αφήνουν να μελαγχολήσει, ακόμα και όταν ο πατέρας -που μόλις αποφυλακίζεται- λέει στο γιο του ότι εξαιτίας του σκότωσε τη μάνα του, αλλά καλά θα κάνει να ψάξει ποιανού γιος είναι! Ή ακόμα όταν η μάνα σκοτώνει το κοριτσάκι της στην πιο παράξενη και ίσως δυνατότερη ιστορία της συλλογής (που –φυσικά- εντάσσεται στους ου-τόπους).
Αυτό συμβαίνει όχι γιατί υπάρχει μια διάχυτη διάθεση απόδοσης happy end –σε καμία περίπτωση’ γίνεται γιατί ο συγγραφέας αρνήθηκε να βάλει οποιοδήποτε οριστικό και αμετάκλητο τέλος, αφήνοντας, έτσι, απόλυτη ελευθερία στον αναγνώστη να βρει εκείνος την άκρη.
Ωστόσο, ο εξοικειωμένος με το έργο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη αναγνώστης θα παρατηρήσει για ακόμη μία φορά ότι ο συγγραφέας κάπου σταμάτησε το βηματισμό του, ένιωσε συστολή και δεν ξετυλίχτηκε όλος ο κόσμος που κρύβει στο μυαλό του. Εδώ τίθεται και πάλι το ερώτημα: τι σταματά τον συγγραφέα να μιλήσει απόλυτα και ξεκάθαρα έξω από τα δόντια; Η απάντηση θα δοθεί από τον αναγνώστη και μόνο, εφόσον βέβαια δημιουργηθεί μέσα του αυτό το ερώτημα. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, βρίσκω ότι ο Γρηγοριάδης κρατά καλά κρυμμένα κάθε φορά κάποια από τα χαρτιά του. Πότε θα τα ανοίξει, είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί σε κάποιο ίσως επόμενο βιβλίο του.
Ο έρωτας, η ηδονή, το γέλιο, η λύπη –όλα γνώριμα στο έργο του Γρηγοριάδη- τώρα παίρνουν μία ακόμη σημασία: κλείνουν το ταξίδι τους πατώντας στους χάρτες που μέχρι σήμερα έχουν διάπλατα ανοίξει σε τραπέζια που πριν είχαν πάνω τους φιλοξενήσει όνειρα. Έχω τη σοβαρή υποψία ότι, αν ο πρώτος κύκλος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη είχε κλείσει με τα «Νερά της Χερσονήσου» (Κέδρος), ο δεύτερος κλείνει με τους «Χάρτες». Καιρός δείξεται και πάλι…
Σκέψη πριν το τέλος: οι απαιτητικοί συγγραφείς δεν χρειάζονται απαιτητικούς αναγνώστες. Χρειάζονται ανοιχτά μυαλά…
…
Από την σελίδα του συγγραφέα στο site της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών:
«Δεν γλιτώνεις από τις ρίζες σου, όσο και να τις ξεριζώνεις»
Συνέντευξη στον Άρη Μεντίζη:
Εβδομήντα αυτοτελείς ιστορίες, σύντομες, λιτές, με το δικό της νόημα η κάθε μία. Ιστορίες μιας παρέας φίλων που περιφέρονται σε χωριά σε κωμοπόλεις, σε συνοικίες και πόλεις, στις ερημιές και στις ξενιτιές, στις ουτοπίες και τις δυστοπίες της φαντασίας τους. Ιστορίες ευτράπελες, μελαγχολικές, ερωτικές, διεγερτικές, απρόβλεπτες, ιστορίες ανθρώπων που πάλεψαν με την καθημερινότητα, που αγαπήθηκαν και μισήθηκαν, που ενέδωσαν στις προκλήσεις αλλά και εγκλωβίστηκαν στα προσωπικά τους αδιέξοδα. Μετά από δύο χρόνια και κάτι, ο Καβαλιώτης συγγραφέας Θόδωρος Γρηγοριάδης επιστρέφει. Αυτή τη φορά με μια συλλογή ιστοριών, τους «Χάρτες», που κυκλοφορεί τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης μας μιλά γι' αυτή τη συγγραφική του δουλειά που ως κάτι διαφορετικό, έρχεται να ταράξει, και πάλι, τα νερά της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
* Τι είναι οι Χάρτες;
- «Είναι ένα ψηφιδωτό ζωής, φτιαγμένο από μικρές αφηγήσεις που καλύπτουν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες».
* Είναι κάτι πρωτόγνωρο για σας η έκδοση μιας συλλογής ιστοριών;
- «Το 1991 είχα εκδώσει τα διηγήματα της συλλογής «Ο αρχαίος Φαλλός». Περιελάμβαναν όμως και μία νουβέλα. Έκτοτε δημοσίευσα σκόρπια διηγήματα σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Στους χάρτες όμως δούλεψα από την αρχή, δεν συμπεριέλαβα τα δημοσιευμένα διηγήματα».
* Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες. Τι είναι η κάθε μια;
- «Κάθε ενότητα αφορά έναν διαφορετικό τόπο όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες. Ξεκινάνε από τα μικρά χωριά, περνάνε στις πόλεις, ξεπερνάνε τα σύνορα. Και στο τέλος δραπετεύουν και σε φανταστικές τοποθεσίες».
* Γιατί προτιμήσατε αυτόν το διαχωρισμό;
- «Ανέκαθεν οι τόποι καθόριζαν τα βιβλία μου, την πλοκή τους, καθόριζαν τις πράξεις των χαρακτήρων μου. Αυτή τη φορά θέλησα να επικεντρωθώ ακόμη περισσότερο, αν και ορισμένες φορές δεν τηρούνται τα όρια αφού και οι ίδιοι οι άνθρωποι μετακινούνται συνεχώς».
* Αυτό το βιβλίο σας κρύβει κάτι ανατρεπτικό;
- «Δεν ξέρω. Είναι μια πρόταση θα έλεγα, είναι οργανωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζει μυθιστόρημα αλλά και να διατηρεί την αυτονομία κάθε μικρής ιστορίας. Υπάρχει όριο λέξεων σε κάθε διήγημα και μια αριθμητική ισορροπία διηγημάτων σε κάθε μέρος. Πολλοί χαρακτήρες, άπειρα γεγονότα και περιστατικά, όπως είναι η ζωή και καθημερινότητα μας. Μόνον που εδώ επικεντρώνονται γύρω από τις εμπειρίες και γνώσεις μια παρέας».
(συνέχεια)
* Κατά καιρούς σας έχουν «καταλογίσει» ότι σε όλα σας τα βιβλία αναφέρεστε στη βόρεια Ελλάδα. Σε αυτό το βιβλίο, υπάρχουν αναφορές στην περιοχή;
- «Μάλλον πολλές. Ειδικά οι ιστορίες των χωριών και των μικρών πόλεων. Θεσσαλονίκη, Ξάνθη, Έβρος, σύνορα, μπόλικο πράγμα. Στην ενότητα «πόλεις και συνοικίες» μπαίνω και στα άβατα των νοτίων με την Αθήνα, την Πάτρα. Στην ενότητα «ξενιτιές και εξορίες» έχουμε το Λος Άντζελες, το Βερολίνο, την Αδριανούπολη, την Σμύρνη, το Λονδίνο. Με δεδομένο ότι οι τρεις - αινιγματικοί αφηγητές - είναι βορειοελλαδίτες αντιλαμβάνεσαι ότι η σκοπιά είναι και πάλι βορειοελλαδίτικη. Μάλιστα ο ένας από τους αφηγητές είναι Καβαλιώτης. Δεν γλιτώνεις από τις ρίζες σου όσο και να τις ξεριζώνεις. Απομένουν κάτι φυλίζια, έτσι λέγαμε στα καπνά, τις ριζούλες που απέμεναν μετά το μάζεμα».
* Πέρα από το βιβλίο, οι δράσεις συνεχίζονται. Σεμινάρια και φέτος;
- «Αρχίζουμε στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών ένα καινούργιο κύκλο λογοτεχνικών σεμιναρίων. Το 2ΟΟ1, όταν είχαμε ολοκληρώσει τον πρώτο τριετή κύκλο, υποσχεθήκαμε να ξαναρχίσουμε όταν θα μπούνε στο καινούργιο κτίριο. Έτσι ξεκινάμε με δημιουργικές αναγνώσεις μυθιστορημάτων, ξένης λογοτεχνίας προς το παρόν. Συνεργαζόμαστε και στο διαδίκτυο όπου η Βιβλιοθήκη διατηρεί ένα δημοφιλές σάιτ. Γίνεται καλή δουλειά εκεί πέρα και είναι ανοικτοί σε προτάσεις».
* Προλαβαίνετε με όλα αυτά; Γράφετε στα ΝΕΑ, στο Passport, συμμετέχετε σε επιτροπές λογοτεχνικών βραβείων...
- «Ναι, πέσανε αρκετά αλλά όλα έχουν σχέση με διάβασμα και λογοτεχνία. Στα ΝΕΑ μου ζητάνε εβδομαδιαία συνεργασία αλλά είναι αδύνατο να προλαβαίνω, έπειτα παρουσιάζω βιβλία που θα μου αρέσουν γενικά. Όσο κρατήσει, σίγουρα όταν βουτήξω σε καινούργιο βιβλίο θα παραμερίσω λιγάκι τα υπόλοιπα. Πάνω απ' όλα τα βιβλία πρέπει να βάζεις το δικό σου».
Δημοσίευση σχολίου