Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

No 353

Image Hosted by ImageShack.usFraser Diesel (Ν.Αφρική)

Στα 1904 ο Καβάφης πήρε προφανώς τη μεγάλη απόφαση να παραμερίσει μερικά «εμπόδια» (όπως λέει στο «Κρυμμένα», 1908) που δεν τον άφηναν να γράψει αυτό που πραγματικά ήθελε, για τη ζωή της σύγχρονής του πόλης – μια απόφαση να εκφράσει τον ειδικό ερωτισμό του πιο ανοιχτά και προσωπικά, τουλάχιστον στο έργο που θα ‘βλεπε μόνο αυτός. Η δεύτερη απόφαση, κάπου οχτώ χρόνια αργότερα, ν’ αρχίσει να δημοσιεύει λίγο-πολύ ειλικρινά ερωτικά ποιήματα, με ολοένα και μεγαλύτερη – αν και ποτέ απόλυτη – ευθύτητα, θα μπορούσε να σημαίνει μια επέκταση αυτής της παρόρμησης, προσπάθεια να «κάμει ελεύθερα» (για ν’ αλλάξουμε λίγο τη φράση από το ίδιο ποίημα), όσο λειψή και στενόμυαλη κι αν έβρισκε την κοινωνία όπου ζούσε. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι στα 1912-13 ο Καβάφης είχε ανακαλύψει μια μέθοδο για να κάνει την αποκάλυψη του ερωτισμού του κάτι παραπάνω από εξομολόγηση και αυτοδικαιολόγηση (όπως παραπλανητικά την κρίνει ο Αλεξανδρινός κριτικός Τίμος Μαλάνος) – μια μέθοδο που του επέτρεψε, μετά τα 1911, να φέρει την Αισθησιακή Πόλη μέσα στο κύριο ρεύμα της ποίησής του.

Edmund Keeley: Η καβαφική Αλεξάνδρεια (Ίκαρος)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Για την Αλεξάνδρεια του Καβάφη είναι και το παρακάτω απόσπασμα από ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε στις "ΣΤΙΓΜΕΣ, το Κρητικό περιοδικό" (http://stigmes.gr )

Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

"Ολίγη αγαπημένη πολιτεία"


[…]
Και στους δρόμους της γεμάτης κίνησης και εμπόρους που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους, μόλις πέσει ο ήλιος και το λυκόφως χρωματίσει με τις τελευταίες πινελιές της μέρας τον ουρανό, οι σκιές ξυπνούν και βαδίζουν στους δρόμους, τους γεμάτους αναμνήσεις και ιστορία. Τους δρόμους που πρωτοχάραξε ο Αλέξανδρος την Άνοιξη του 331 π.Χ. σε ηλικία μόλις 25 ετών και που ολοκλήρωσαν οι Πτολεμαίοι. Τους δρόμους της Αλεξάνδρειας...

Η πόλη διατηρεί σήμερα λιγοστά στοιχεία από το παρελθόν της. Οι πέντε συνοικίες της που χαρακτηριζόταν από τα πέντε πρώτα γράμματα της Ελληνικής αλφαβήτου, τα ανάκτορα, ο φάρος, η βιβλιοθήκη, το μαυσωλείο του Αλεξάνδρου και οι τάφοι των Πτολεμαίων, που βρισκόταν στην βασιλική νεκρόπολη, η οποία επονομάστηκε «Σώμα» επειδή εκεί υπήρχε η σωρός του μεγάλου στρατηλάτη, έχουν χαθεί πια κάτω από σύγχρονες κατασκευές από μπετόν, όπως είναι η μοίρα όλων σχεδόν των μεγάλων πόλεων. Διατήρησε όμως τ' όνομα και την αρχαία θέση της. Λείψανα της χαμένης στα βάθη των αιώνων λάμψης... Αυτή η θορυβώδης πόλη με το χαμένο στην σκόνη παρελθόν αγαπήθηκε με πάθος από έναν άνθρωπο που είδε σ' αυτήν έναν πανάρχαιο Ελληνικό κόσμο, μια γη των υποσχέσεων, και όχι το φάντασμα κάποιας νεκρής και βαλσαμωμένης πολιτείας. Αυτή η πόλη είναι η Αλεξάνδρεια του Καβάφη όπου:

«(...) ο ηδονισμός κι η τέχνη της Αλεξάνδρειας
αφοσιωμένο τους παιδί τον είχαν». (Των Εβραίων 50 μ.Χ.)


Ηταν μια πόλη που συνδύαζε και ένωνε ανθρώπους διαφορετικών εθνοτήτων κάτω από έναν κοινό παρονομαστή: την Ελληνική γλώσσα και το Ελληνικό πνεύμα που διατηρήθηκε για χρόνια ολόκληρα. Το ίδιο πνεύμα που υπηρέτησε ο Καβάφης, ένας Ελληνας που επισκέφθηκε την χώρα του μόνο σε ώριμη ηλικία και μόνο δύο ή τρεις φορές για σύντομο χρονικό διάστημα. Επέλεξε να ζήσει σε μια πόλη που αρχικά μισούσε και αργότερα λάτρεψε όπως αποκαλύπτει η πρώτη γραφή του ποιήματος «Η πόλις»:

«Αηδίασε το μάτι μου, αηδίασε τ' αφτί (...)
Μισώ τον κόσμο εδώ ως με μισεί
εδώ που την ζωή μου την μισή επέρασα και άδικα την χάλασα (...)»


Σύντομα όμως οι σχέσεις του Καβάφη με την πόλη του θα γαληνέψουν. Και σαν πράξη εξιλέωσης ξαναγυρίζει στα 1910 στο παλιό του ποίημα, κάνοντας λίγες αλλά ουσιαστικές αλλαγές.

«Καινούριους τόπους δεν θα βρεις,
δεν θα βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί.
Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς.
Και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις». (Η πόλις)


Ο Καβάφης θα εγκατασταθεί στα 1907 στην Αλεξάνδρεια, στο σπίτι της οδού Lepsius 10 και θα αρχίσει να γράφει τα ποιήματα του που θα φτάσουν τον αριθμό 154 χωρίς τα ανέκδοτα ή μυστικά ή αποκηρυγμένα. Ποιήματα αυτοβιογραφικά, ιστορικά ή απλώς ερωτικά και πάντοτε είχαν σαν κέντρο αναφοράς την αγαπημένη πόλη. Και αυτός...

«σαν έτοιμος από καιρό,
Σα θαρραλέος σαν που ταιριάζει σε
που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι» (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον)


... Θα την περιγράψει λιτά αλλά εκφραστικά:

(....) Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά
βγήκα ν' αλλάξω σκέψεις,
βλέποντας τουλάχιστον ολίγη αγαπημένη πολιτεία
ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών (Εν εσπέρα)


Ίσως καθισμένος στα παγκάκια γύρω από το μεσαιωνικό φρούριο Καϊτ Μπει, που δεσπόζει στην θέση που κάποτε καταλάμβανε ο φάρος με το βλέμμα χαμένο στη Μεσόγειο να έγραψε:

«Εδώ ας σταθώ.
Και ας δω κι εγώ την φύσιν
λίγο θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά και κίτρινη όχθη,
όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα" (Θάλασσα του πρωιού)


Ποιός ξέρει αν κοιτάζοντας τα πορτραίτα του Αλεξάνδρου και των Πτολεμαίων που βρίσκονται στο μουσείο της Αλεξάνδρειας, συνέθεσε τα ιστορικά ποιήματα του. Στο ίδιο Αλεξανδρινό μουσείο, που όπως λέει ο ίδιος "(...) ομιλεί εις την φαντασίαν ημών περί του ένδοξου Ελληνισμού της Αλεξάνδρειας»." Σίγουρα όμως έμειναν τα σημάδια που άφησε η παρουσία του. [...] Σήμερα η Αλεξάνδρεια συνεχίζει να μιλά για τον Καβάφη. Στους δρόμους, τα Ευρωπαϊκά στυλ νεοκλασσικά, τα μαγαζιά, τα παζάρια, την παραλία, η σκιά του Αλεξανδρινού γυροφέρνει κάθε περαστικό, ψιθυρίζοντας του:

«(...) Διαβάτη αν είσαι Αλεξανδρεύς δεν θα επικρίνεις.
Ξέρεις την ορμή του βίου μας.
Τι θέρμη έχει. Τι ηδονή υπέρτατη." (Ίαση τάφος)


Και στο σπίτι του, στην οδό Lipsius 10 μια αναμνηστική πλάκα που τοποθετήθηκε στα 1948 από το πνευματικό κέντρο της Αλεξάνδρειας, θυμίζει σ' όλους ποιός έμεινε εδώ, βλέποντας απ' το μπαλκόνι ... «ολίγη αγαπημένη πολιτεία...»