MatthewStradling
Εξημμένος από τον πόθο, δεν κοιμήθηκα καθόλου όλη τη νύχτα, και η επόμενη μέρα φαινόταν να παρατείνει την ίδια, σχεδόν παραισθητική νοητική κατάσταση. Τη νύχτα που ακολούθησε, πάλεψα με κάθε είδος συγκρουόμενων επιθυμιών, κι ήταν μονάχα στο κρύο φως του δεύτερου πρωινού που κατάλαβα πως είχα πάρει μια αμετάκλητη απόφαση.
Ακριβώς στις δέκα , σχημάτισα το νούμερο του τηλεφώνου του νεαρού ηθοποιού- το νούμερο που δεν είχα δικαίωμα να γνωρίζω(…)
Εξημμένος από τον πόθο, δεν κοιμήθηκα καθόλου όλη τη νύχτα, και η επόμενη μέρα φαινόταν να παρατείνει την ίδια, σχεδόν παραισθητική νοητική κατάσταση. Τη νύχτα που ακολούθησε, πάλεψα με κάθε είδος συγκρουόμενων επιθυμιών, κι ήταν μονάχα στο κρύο φως του δεύτερου πρωινού που κατάλαβα πως είχα πάρει μια αμετάκλητη απόφαση.
Ακριβώς στις δέκα , σχημάτισα το νούμερο του τηλεφώνου του νεαρού ηθοποιού- το νούμερο που δεν είχα δικαίωμα να γνωρίζω(…)
Άρχισε να σηκώνεται, με ευχαρίστησε για ό,τι είχα πει σχετικά με τη δουλειά του και ήλπιζε πως παρ’ όλα αυτά θα συνέχιζε να πιστεύει πως ήμουν ειλικρινής. Είχαν όλα τελειώσει, το ήξερα, ωστόσο το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να τον κρατήσω όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά μου, μπροστά στα μάτια μου, να κοιτάζω απλώς το πρόσωπό του και ν’ ακούω τη φωνή του. Κι όταν, εξαιτίας του φάρδους και της στενότητας του τραπεζιού, αναγκάστηκε να βγει με το πλάι, βρέθηκα να τον κρατάω σαν τρελός, σφιχτά από τον καρπό, από το χέρι του, να τον συγκρατώ και τότε, μ’ ένα μανιασμένο ψίθυρο, να προφέρω τις αναπόφευκτες, αναντικατάστατες λέξεις, τις χιλιοειπωμένες και ιερές: «Σ’ αγαπώ!»
Gilbert Adair: Έρωτας και θάνατος στο Λονγκ Άιλαντ (Μεδουσα/Σέλλας)
Gilbert Adair: Έρωτας και θάνατος στο Λονγκ Άιλαντ (Μεδουσα/Σέλλας)
3 σχόλια:
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Ένας διάσημος μεσήλικας συγγραφέας, γνωστός για την ιδιορρυθμία του και τη βαθιά του απέχθεια προς τη δημοσιότητα και τα σύγχρονα ήθη, ερωτεύεται παράφορα και με την πρώτη ματιά έναν νεαρό ηθοποιό, τον Αμερικανό πρωταγωνιστή μιας νεανικής κινηματογραφικής ταινίας. Αρχικά τον τρομοκρατεί η έλξη που νιώθει για ένα άτομο του φύλου του, όμως η εικόνα του πανέμορφου νεαρού τού γίνεται έμμονη ιδέα: στοιχειώνει τα όνειρά του, τον κάνει να αναθεωρήσει όλη του τη ζωή και ν’ αφεθεί να γίνει έρμαιο του πάθους του. Μια σύγχρονη εκδοχή του Θάνατου στη Βενετία γραμμένη με πικρό χιούμορ και με τη στυλιστική δεξιοτεχνία ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης βρετανικής λογοτεχνικής σκηνής. Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Richard Kwietniowski με πρωταγωνιστές τον John Hurt και τον Jason Priestley.
* Eκπληκτικά πρωτότυπο, επιτηδευμένα κωμικό... Το “Έρωτας και θάνατος στο Λονγκ Άιλαντ” μιλάει για την απόκρυφη φύση του έρωτα και για το πώς ένα ερωτικό αντικείμενο του πόθου μπορεί να εισβάλει στη ζωή μας στο πιο απίθανο μέρος, την πιο απίθανη στιγμή. – Daphne Merkin, The New Yorker
* Λακωνικό, αυθεντικό, δυνατό. Γραμμένο με απόλυτη αίσθηση ισορροπίας και σπιρτάδα. Ο Αdair αναδεικνύει τον ανεκπλήρωτο πόθο, την έξαψη και την ταπείνωση του πάθους. Το γράψιμο είναι αριστουργηματικό και η περιγραφή των δύο συγκρουόμενων κόσμων υποδειγματική. – Financial Times
* Ένα λογοτεχνικό κόσμημα... Οι περισσότεροι απο μας πιθανότατα έχουν ξεχάσει σε πόσο όμορφη γλώσσα μπορεί να είναι γραμμένο ένα πεζογράφημα. – Literary Review
Aπό το Βήμα (Βιβλία) - Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1999
Γράφει ο Κώστας Κατσουλάρης
ΓΚΙΛΜΠΕΡΤ ΑΝΤΕΡ
Πάθος και λύτρωση
Η σκιά του Τόμας Μαν πέφτει βαριά πάνω στον βρετανό συγγραφέα που, όπως και ο γερμανός συνάδελφός του, ασχολείται με το ξύπνημα του έρωτα στην καρδιά ενός μεσηλίκου.
Ο έρωτας, ως διαρκής έκπληξη, ως υπέρτατη δύναμη ανατροπής κάθε τάξης και συχνά ως σκοτεινό κάλεσμα σε μια πορεία δίχως επιστροφή, ήταν και παραμένει στο κέντρο της μεγάλης λογοτεχνίας θέμα της και προϋπόθεσή της ταυτοχρόνως. Το πάθος μάλιστα ενός ηλικιωμένου άντρα προς κάποιο σημαντικά νεότερο ερωτικό αντικείμενο έχει αποτελέσει προνομιακό πεδίο του σύγχρονου μυθιστορήματος, καθώς οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα διλήμματα εξωθούν τους ήρωες στα άκρα, με γνωστότερα ίσως παραδείγματα τη Λολίτα του Ναμπόκοφ και το Θάνατος στη Βενετία του Τόμας Μαν. Το επιβλητικό φάντασμα αυτού του τελευταίου πλανιέται πάνω από τη νουβέλα του Βρετανού Γκίλμπερτ Αντερ, οι ομοιότητες με το οποίο δεν εξαντλούνται στην επίσης επιτυχημένη, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, μεταφορά της στον κινηματογράφο.
Ο Ζιλ, ο ήρωας του βιβλίου, είναι συγγραφέας. Μεσήλικος αστός, διαμένει σε έναν από τους πιο αριστοκρατικούς δρόμους του Λονδίνου, απομονωμένος ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του μερικά χρόνια πριν. Η είσοδός του σε ένα συνοικιακό σινεμά, προσωρινό καταφύγιο από τη βροχή, θα αποτελέσει την απαρχή ενός δίχως όρια πάθους για τον νεαρό πρωταγωνιστή μιας φτηνής αμερικανικής ταινίας. Ο έρωτάς του κλιμακώνεται μέρα τη μέρα διαγράφοντας ομόκεντρους κύκλους αυτοταπείνωσης και έξαρσης, καταλήγοντας σε μια ψυχαναγκαστική εμμονή, μοναδική διέξοδος από την οποία θα είναι το απονενοημένο ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, τόπο διαμονής του νεαρού αστεριού. Εκεί, στο Λονγκ Αϊλαντ, εκμεταλλευόμενος τη ματαιοδοξία του νεαρού, ο Ζιλ θα επιχειρήσει να εκφράσει τον έρωτά του.
Χρησιμοποιώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο Αντερ σκιαγραφεί ένα λεπτομερές πορτρέτο του ήρωά του, κεντώντας προσεκτικά κάθε πτυχή της μετάλλαξης που συντελείται στη ζωή του. Συγκρατημένος, συντηρητικός και τυπικά φλεγματικός χαρακτήρας, ο Ζιλ βυθίζεται μέρα τη μέρα στο πάθος του, με τον ίδιο τρόπο που κανείς ανακαλύπτει μια νέα χώρα. Μολαταύτα τόσο η επιλογή του αντικειμένου του πόθου ένας ανόητος νεαρός στην άλλη άκρη του Ατλαντικού όσο και ο αμοραλιστικός τρόπος προσέγγισής του φέρουν τα σημάδια της διαστροφής, μιας εσωτερικής τάσης και στάσης με την οποία ο ήρωας συνδιαλέγεται διαρκώς, πασχίζοντας να τη μορφοποιήσει, να της δώσει κάποια υλική διέξοδο. Οι φωτογραφίες από τα νεανικά περιοδικά, τα αφελή αρθράκια με πληροφορίες για μικρές πτυχές της ζωής του νεαρού, λειτουργούν σαν ένας ιδεοληπτικός μηχανισμός που, αντί να τον απελευθερώσει, τον παγιδεύει. Το πάθος μετατρέπεται σε καταναγκασμό, σε βασανιστήριο και δεν υπάρχει άλλος τρόπος διαφυγής από το πέρασμα στην πράξη, εν προκειμένω το ταξίδι προς τον τόπο διαμονής του αγαπημένου, και τη συνάντηση μαζί του.
Η άφιξη του Ζιλ στη Νέα Υόρκη και όσα ακολουθούν ως το τέλος είναι σαφώς το απολαυστικότερο κομμάτι του βιβλίου. Η παρακολούθηση του σπιτιού, η σκηνοθετημένη προσέγγιση αρχικά της μέλλουσας συζύγου του νεαρού ηθοποιού και στη συνέχεια του ιδίου ενέχουν μια τόσο ψυχρή λογική που φέρνουν στον νου ένα άλλο βιβλίο βρετανού συγγραφέα, τον Συλλέκτη του Τζον Φόουλς. Μόνο που, ενώ εκεί ο ήρωας είναι απολύτως καταδικασμένος στο προσωπικό του σύστημα λειτουργίας, παραδομένος στην τρέλα δηλαδή, ο Ζιλ απλώς επιθυμεί με απόλυτο τρόπο, επιζητεί την κορύφωση. Κορύφωση η οποία έρχεται με ένα απλό όσο και αναπάντεχο «σ' αγαπώ», φράση που μοιάζει να αποφορτίζει με εξαίσιο τρόπο την ψυχή και την καρδιά του ήρωα και να χαρίζεται εν είδει δώρου ή «προίκας» στον ανυποψίαστο για την ύπαρξη τόσου βάθους νεαρό.
Η ακρίβεια και η οξυδέρκεια χαρακτηρίζουν κάθε φράση της αφήγησης, η οποία διανθίζεται από συνεχείς μικρές σκέψεις για μια σειρά από ζητήματα, από το μυθιστόρημα και τον κινηματογράφο ως και την καθημερινότητα στην Αμερική. Ωστόσο, η προσοχή του συγγραφέα είναι ολόκληρη στραμμένη στην κατασκευή ενός ολοκληρωμένου, ενδιαφέροντος όσο και πειστικού χαρακτήρα• στόχο τον οποίο φέρει εις πέρας με μεγάλη επιτυχία. Θα παρατηρούσα μονάχα ότι μια αίσθηση υπέρμετρης ταύτισης του συγγραφέα με τον ήρωα-αφηγητή σε ορισμένα σημεία τον παγιδεύει σε μια ναρκισσιστική θεώρηση του χαρακτήρα του, που μοιάζει να του στερεί την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στον χειρισμό του. Σαν να μην κατορθώνει πάντα να διατηρήσει την απόσταση που ίσως και ο ίδιος επιθυμούσε, με αποτέλεσμα η σκοτεινή πλευρά του να κρατιέται σε δεύτερο πλάνο, μολονότι είναι ακριβώς αυτή η σκοτεινή πλευρά που εξώθησε τον ήρωα στις παράτολμες πράξεις του.
Το μυθιστόρημα αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα γραφής ως προς τη στυλίστικη πλευρά του, η οποία και αποδόθηκε πιστά με σπουδή και μεράκι από τον Αλέξη Εμμανουήλ.
Δημοσίευση σχολίου