Phipippe Martez
Δεν περίμενε να δει την αγαπημένη μορφή, ήρθε ανέλπιστα, δεν είχε χρόνο να πάρει το ήρεμο και αυστηρό του ύφος. Χαρά, έκπληξη και θαυμασμός ζωγραφίστηκαν φανερά στο πρόσωπό του όταν το βλέμμα του συνάντησε τα μάτια του έφηβου – και την ίδια στιγμή, ο Τάτζιο χαμογέλασε: χαμογελούσε σ’ αυτόν ανοίγοντας αργά τα χείλη του, σαν να του μιλούσε, εμπιστευτικά, θελκτικά κι ανυπόκριτα. Ήταν το χαμόγελο του Νάρκισσου που σκύβει πάνω απ’ τον καθρέφτη του νερού, εκείνο το μαγεμένο, βαθύ και παρατεταμένο χαμόγελο καθώς απλώνει τα χέρια στο είδωλο της ομορφιάς του – ένα χαμόγελο σαν ανεπαίσθητος μορφασμός, λίγο σπασμωδικό από το άσκοπο της προσπάθειας του να φιλήσει τα γλυκά χείλη του ίσκιου του, ένα κράμα φιλαρέσκειας, περιέργειας και ελαφριάς ταραχής, σαγηνεμένο και σαγηνευτικό.
Ο Άσενμπαχ δέχθηκε το χαμόγελο, κι έφυγε γρήγορα μαζί του σαν να του είχαν εμπιστευτεί ένα μοιραίο δώρο. Ήταν τόσο συγκλονισμένος, που αναγκάστηκε να περάσει σαν κυνηγημένος απ’ τα φώτα της βεράντας και του κήπου, και να καταφύγει βηματίζοντας βιαστικά στο σκοτάδι του κήπου του πάρκου στην πίσω μεριά του ξενοδοχείου. Κάτι επιπλήξεις τού ξέφυγαν με αγανάκτηση και μαζί τρυφερότητα : «Πώς τολμάς να χαμογελάς έτσι! Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να χαμογελά έτσι!» Σωριάστηκε ξαναμμένος σ’ ένα παγκάκι κι ανάσαινε το νυχτερινό άρωμα των φυτών. Έγειρε πίσω στην πλάτη του πάγκου, με τα χέρια του κρεμασμένα κάτω, νικημένος, και ριγώντας σύγκορμος ψιθύρισε τη χιλιοειπωμένη λέξη του πόθου – ανάρμοστη εδώ, παράλογη, αποκρουστική, γελοία κι ωστόσο ιερή, σεβαστή ακόμη και σ’ αυτή, η δική του περίπτωση: «Σ’ αγαπώ!»
Τόμας Μαν: Θάνατος στη Βενετία (γράμματα)
Δεν περίμενε να δει την αγαπημένη μορφή, ήρθε ανέλπιστα, δεν είχε χρόνο να πάρει το ήρεμο και αυστηρό του ύφος. Χαρά, έκπληξη και θαυμασμός ζωγραφίστηκαν φανερά στο πρόσωπό του όταν το βλέμμα του συνάντησε τα μάτια του έφηβου – και την ίδια στιγμή, ο Τάτζιο χαμογέλασε: χαμογελούσε σ’ αυτόν ανοίγοντας αργά τα χείλη του, σαν να του μιλούσε, εμπιστευτικά, θελκτικά κι ανυπόκριτα. Ήταν το χαμόγελο του Νάρκισσου που σκύβει πάνω απ’ τον καθρέφτη του νερού, εκείνο το μαγεμένο, βαθύ και παρατεταμένο χαμόγελο καθώς απλώνει τα χέρια στο είδωλο της ομορφιάς του – ένα χαμόγελο σαν ανεπαίσθητος μορφασμός, λίγο σπασμωδικό από το άσκοπο της προσπάθειας του να φιλήσει τα γλυκά χείλη του ίσκιου του, ένα κράμα φιλαρέσκειας, περιέργειας και ελαφριάς ταραχής, σαγηνεμένο και σαγηνευτικό.
Ο Άσενμπαχ δέχθηκε το χαμόγελο, κι έφυγε γρήγορα μαζί του σαν να του είχαν εμπιστευτεί ένα μοιραίο δώρο. Ήταν τόσο συγκλονισμένος, που αναγκάστηκε να περάσει σαν κυνηγημένος απ’ τα φώτα της βεράντας και του κήπου, και να καταφύγει βηματίζοντας βιαστικά στο σκοτάδι του κήπου του πάρκου στην πίσω μεριά του ξενοδοχείου. Κάτι επιπλήξεις τού ξέφυγαν με αγανάκτηση και μαζί τρυφερότητα : «Πώς τολμάς να χαμογελάς έτσι! Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να χαμογελά έτσι!» Σωριάστηκε ξαναμμένος σ’ ένα παγκάκι κι ανάσαινε το νυχτερινό άρωμα των φυτών. Έγειρε πίσω στην πλάτη του πάγκου, με τα χέρια του κρεμασμένα κάτω, νικημένος, και ριγώντας σύγκορμος ψιθύρισε τη χιλιοειπωμένη λέξη του πόθου – ανάρμοστη εδώ, παράλογη, αποκρουστική, γελοία κι ωστόσο ιερή, σεβαστή ακόμη και σ’ αυτή, η δική του περίπτωση: «Σ’ αγαπώ!»
Τόμας Μαν: Θάνατος στη Βενετία (γράμματα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου