Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2011

No 771

Elizabeth Blaylock (ΗΠΑ)

Αύγουστος ήταν πάλι και τότε, πάνε μερικά χρόνια, σε μια άλλη κορφή, στο Ελλάνιον Όρος, στην Αίγινα. Η Έμιλυ θυμάται καλά τις ελληνικές ονομασίες, μερικές ακόμα καλύτερα. Σούρουπο, πάλι τότε, είχε φύγει μόνη της, είχε παρατήσει τη Τζούντιθ και την παρέα της που πίνανε τσίπουρο από το μεσημέρι. Ή μάλλον η Τζούντιθ την είχε παρατήσει σύξυλη μες στο κατακαλόκαιρο, στις πολυπόθητες διακοπές που προγραμματίζανε μαζί τα κρύα βράδια του νεοϋορκέζικου χειμώνα, στο διαμερισματάκι τους στο Greenwich Village. Η Έμιλυ, που σιχαινόταν το πότο και δεν είχε πιεί σταγόνα, είδε πολύ καλά το χέρι της Τζούντιθ να ανεβοκατεβαίνει στο μηρό της διπλανής της. Είδε και τη διπλανή της, την Ανν, να της προσφέρει αχινό λεμονάτο με το κουταλάκι. Ήταν μια μεγάλη παρέα, όλες Αμερικάνες, κάποιες είχαν σπίτι στην Αίγινα. Η Τζούντιθ είχε γνωριμίες παντού και στην Αίγινα είχε ξανάρθει πολλές φορές. Η Έμιλυ το περίμενε αυτό το ταξίδι πώς και πώς. Για την Ελλάδα ήξερε μόνο από τα βιβλία. Ήταν σχεδόν ευτυχισμένη μέχρι που είδε το χέρι να ανεβοκατεβαίνει στο μηρό. Και τα χαμόγελα. Τα είδε όλα, κι αυτά που γίνονταν πίσω από την πλάτη της. Ένιωσε να χάνεται. Έφυγε από το ουζερί χωρίς να βγάλει άχνα κι άρχισε να περπατάει στην παραλία πρώτα, ύστερα πήρε ένα μονοπάτι μέσα στον ελαιώνα και σκαρφάλωσε στην κορυφή του Ελλάνιου. Όλο το μακρύ εκείνο βράδυ την έβγαλε στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία απ’ έξω, μ’ ένα μισό φεγγάρι πάνω στη μισή καρδιά της. Κάτω από εκείνο το λειψό φεγγάρι η Έμιλυ έκλαψε όσο δεν είχε κλάψει σ’ όλη της τη ζωή.

Στέλλα Παναγιωτοπούλου: Έξοδος προς την Καππαδοκία (Ροδακιό)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξοδος προς την Καππαδοκία

∆έκα άνθρωποι από την Αθήνα µε προορισµό την Καππαδοκία. Για τον Αντώνη η Καππαδοκία είναι ένας τόπος φαντασίας από τα παραµύθια της γιαγιάς του. Για τη Λητώ ένας ερηµικός τόπος. Για τον Αχµέτ τα παιδικά χρόνια και η βίαιη διακοπή τους. Ρευστές ταυτότητες, ρευστές πατρίδες, ξενιτιά ατοµική και συλλογική, περιπλάνηση και παραπλάνηση. Ενα ταξίδι αναψυχής που οδηγεί σε έναν άλλο εαυτό. Το πνευµατικό περιεχόµενο του τόπου σηµαδεύει τη µοίρα τού καθενός.

Ανώνυμος είπε...

«Εξοδος προς την Καππαδοκία»

(εκδ. Ροδακιό)

ΔΕΚΑ άνθρωποι ξεκινούν από την Αθήνα για ένα ταξίδι στην Καππαδοκία: ένα έξω καρδιά, αγαπημένο ζευγάρι εμπόρων κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής (η Χρυσούλα και ο Διαμαντής), ένα ζευγάρι γιατρών που ουσιαστικά έχουν πάψει να επικοινωνούν (η Δήμητρα και ο Αγησίλαος), μια αμερικανο-ιρλανδέζα με λεσβιακές τάσεις κι ένας έλληνας αρχιτέκτονας με τάσεις φυγής (η Εμιλι και ο Αντώνης, παλιοί συμφοιτητές), ένας νεαρός μετανάστης από την Τουρκία με την μικροαστή σύζυγό του (ο Αχμέτ και η Αγγελική), μια μοναχική, διαζευγμένη Αθηναία (η Λητώ) κι ένας φιλόλογος-πανεπιστημιακός που συμπληρώνει το εισόδημά του ως αρχηγός εκδρομών (ο Γεράσιμος).

Οι περισσότεροι βλέπουν το ταξίδι σαν ένα διάλειμμα από την καθημερινότητά τους. Κάποιοι έχουν συνδέσει τον τόπο με τις μνήμες της παιδικής τους ηλικίας, άλλοι ανυπομονούν να τον εξευρενήσουν πρώτη φορά. Για όλους, ωστόσο, αυτή η δεκαήμερη εξόρμηση θα λειτουργήσει ως έναυσμα για ενδοσκόπηση και γι' αυτογνωσία, καθώς θα τους φέρει κάμποσες φορές αντιμέτωπους με τον «άλλο» τους εαυτό. Κι η περιπέτειά τους γίνεται δική μας μέσα από το βιβλίο της Στέλλας Παναγιωτοπούλου «Εξοδος προς την Καππαδοκία», ένα πολυφωνικό, λεπτοκεντημένο και ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που μόλις εκδόθηκε από το «Ροδακιό».

Ιδού πώς η Παναγιωτοπούλου πιάνει να συστήσει έναν από τους βασικούς ήρωές της, τον Γεράσιμο. «Μετά από τόσα χρόνια διδασκαλίας», γράφει, «κάθε φορά που αντικρίζει το ακροατήριο ιδρώνει ο σβέρκος του. Δεν ξέρει να χαλαρώνει. Και δεν θυμάται να έκανε ποτέ διακοπές, τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ταξικός ψυχαναγκασμός! Δεν έχει δικαίωμα σε διακοπές και δεν μπορεί να σταματήσει όση επιτυχία κι αν γευτεί. Γιατί απλούστατα, η επιτυχία μπορεί να εξανεμιστεί, όπως ένα ωραίο όνειρο με τον ήχο του ξυπνητηριού. Η μόνη βεβαιότητά του είναι η στέρηση. Ολα τα άλλα είναι φευγαλέα. Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν οι φίλοι του οι αστοί»...

Τα στοιχεία ταυτότητας των συνταξιδιωτών δίνονται σιγά σιγά, καθώς η ομάδα προχωρεί στα βάθη της Ανατολίας, με αφορμή τ' απρόοπτα του ταξιδιού. Οι εθνικές και κοινωνικές καταβολές τους, οι σχέσεις που άφησαν πίσω τους κι εκείνες που συνεχίζουν να διατηρούν, η καταπιεσμένη τους σεξουαλικότητα ή ο πληθωρικός τους ερωτισμός, τα συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας που τους διακατέχουν, το μοντέλο ζωής που ακολούθησαν και το οποίο κάποιοι τώρα αμφισβητούν, όλα φανερώνονται μέσα από σύντομα πισωγυρίσματα στο χρόνο, με φόντο αχανή, επιβλητικά τοπία, υπόγειες πολιτείες, πολυτελή και μη χαμάμ, απόμερα χωριά. Το τέλος της εκδρομής βρίσκει τους πάντες σχεδόν αλλαγμένους, έτοιμους ν' ανοίξουν και πάλι πανιά, στο ταξίδι της ζωής τους αυτή τη φορά.

Γεννημένη στην Καβάλα και με σπουδές κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών στο Λονδίνο, η Στέλλα Παναγιωτοπούλου βιοπορίζεται ως δημοσιογράφος, καλύπτοντας το χώρο της υγείας. Το «Εξοδος προς την Καππαδοκία» είναι το δεύτερο βιβλίο της μετά τη νουβέλα «Τότε τον είδα για πρώτη φορά...» («Ροδακιό», 1996).

enet.gr

Ανώνυμος είπε...

Η Έμιλυ έχει καιρό να χαλαρώσει δίπλα σ’ ένα γυναικείο σώμα. Καθώς η Λητώ κείτεται ανάσκελα με διπλωμένο το ένα πόδι ο χυτός μηρός της διαγράφεται μέχρι τη ρίζα του σχεδόν μέσα από το άνοιγμα του μαλακού υφάσματος. Η Έμιλυ γυρίζει στα πλάγια και ακουμπά το κεφάλι στην παλάμη της που στηρίζεται στον αγκώνα της. Τα μικρά στητά της στήθη αλλά ζουν ανεπαίσθητα μόνο σχήμα σαν δυό σταγόνες που αναγκάζονται να λοξοδρομήσουν. Η Λητώ νιώθει το βλέμμα της επάνω της, διαισθάνεται την κίνησή της, αλλά δεν ανοίγει τα μάτια. Η Έμιλυ την παρατηρεί εξονυχιστικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Το κόκκινο μακρύ κυματιστό μαλλί της, τις ανεπαίσθητες φακίδες στη μύτη, τα δυό γλυπτά, μόλις λίγο μεγαλύτερα από τα δικά της, βυζιά που κάθονται αναπαυτικά, γεμάτα αυτοπεποίθηση στο συμμετρικό κορμό. Η Λητώ μισανοίγει τα μάτια και βλέπει τα μαύρα μάτια της Έμιλυ καρφωμένα πάνω της. Ένας σπασμός διαπερνά το εφήβαιό της, νιώθει τον πόθο της Έμιλυ να της γλείφει το σώμα όπως το κύμα γλείφει το βράχο και τραβιέται πίσω για να πάρει πάλι δύναμη και να ξανάρθει. Ψάχνει με αγωνία να βρει κάτι να πει ώστε να διαλύσει τον ιστό του αισθησιασμού που έχει αρχίσει να την κυκλώνει, όμως δε βγάζει μιλιά. Η Έμιλυ συνεχίζει το οπτικό ηδονικό της διάβα εστιάζοντας σε μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες όπως εκεί που το βυζί ακουμπάει πάνω στο μπρ΄στσο μαλακά. Οι αδιόρατες υδάτινες στάλες πάνω στο λείο δέρμα λαμπυρίζουν μέσα στο ημίφωτο. Η Λητώ έχει αφεθεί σε μια ναρκισσιστική ηδυπάθεια. Η περίκλειστη τον τελευταίο καιρό ερωτική της επιθυμία έχει απελευθερωθεί. Η παρουσία του Γεράσιμου στάθηκε καταλυτική. Μέσα από το βλέμμα του εκείνη μεταλλάσσεται με γοργούς ρυθμούς στη γυναίκα που πάντα ήθελε να είναι.

Στέλλα Παναγιωτοπούλου: Έξοδος προς την Καππαδοκία (Ροδακιό, 2011)