Είχε απορροφηθεί και πάλι με τα βυζιά της. Τώρα έπαιζε με τις ρώγες της.
«Υπέροχα δεν είναι;»
«Πολύ»
«Τα λατρεύω… Όλη μέρα τα κοιτάω και δεν τα χορταίνω».
«Θα τα συνηθίσεις».
«Και βέβαια θα τα συνηθίσω. Δεν θα χαζεύω μια ζωή το στήθος μου. Γι’ αυτό συνέχεια το πασπατεύω, για να το βαρεθώ γρήγορα».
«Καλά. Ποιος πήγε εκείνη τη βραδιά μπορείς να θυμηθείς;» ρώτησα για να την επαναφέρω στην τάξη.
«Νομίζω πως ο Γιλντίζ πήγε με την Μπέμπα τη Βουσλάτ. Σου είπα, γουστάρει τα φιντανάκια».
«Ξέρεις τι έκαναν;»
«Καλέ, που θες να ξέρω; Μόλις τελείωσε η δουλειά μου, έφυγα. Δε μου αρέσει να το ξενυχτώ. Τα κορίτσια όμως εκεί ήταν… Η αλήθεια είναι πως δεν τα είδα, αλλά μάλλον εκεί θα πρέπει να ήταν».
«Αργότερα δεν τα είπατε;»
«Καλέ, τι να πω με δαύτες; Ίσα κι όμοια είμαστε;»
Είχε σηκωθεί στο πόδι, πατίκωσε με τα χέρια το σφριγηλό της στήθος από τα πλάγια και το άφησε απότομα, κάνοντάς το να τρεμουλιάσει.
«Η αγριονταρντάνα η Ντεμέτ ούτε χαλάουα δεν κάνει και η Βουσλάτ είναι ένα κακομαθημένο μικρό! Ενώ εγώ έχω αυτά εδώ!»
Άρα, κατά τα λεγόμενά της, υπήρχε μια νέα κατηγορία τραβεστί, όπου αυτές που έχουν βυζιά είναι ανώτερες αυτών που δεν έχουν. Με λίγα λόγια, εμείς που δεν έχουμε είμαστε για φτύσιμο.
«Κι εγώ δεν έχω…» είπα.
«Ναι, αντρούλη μου, αλλά εσύ θεωρείσαι αφεντικό».
Μεχμέτ Μουράτ Σομέρ: Δολοφονίες προφητών (Πατάκης)
2 σχόλια:
Μόλις επέστρεψα στο σπίτι, μπήκα στο διαδίκτυο και ξεσκόνισα όλες τις εφημερίδες. Δε βρήκα τίποτα το συγκλονιστικό: Το πραγματικό όνομα της Γκιουλ ήταν Γιουσούφ Σετσκίν. Ήταν απ’ τον Πόντο. Άρα, όταν έλεγε ο Σουκρού πως ήταν ροζ και αέρινη, εννοούσε το λευκό και ξανθό του δέρματός της, το οποίο οφειλόταν στην καταγωγή της. «Ήταν», έγραφε μια εφημερίδα, «εντυπωσιακό το ότι είχε γίνει τραβεστί σε τόσο μικρή ηλικία. Τα ήθη και οι παραδόσεις μας πήγαιναν κατά διαόλου. Τα παιδιά που είχαν κακά παραδείγματα ήταν καταδικασμένα να καταλήξουν κάπως έτσι».
Στα κλαμπ και τα μπαρ της σκοτεινής πλευράς της Κωνσταντινούπολης βασιλεύει ο τρόμος, μετά από μια σειρά ειδεχθών εγκλημάτων με θύματα τραβεστί στα σκοτεινά δρομάκια της. Ο αφηγητής και αυτοσχέδιος ντετέκτιβ, ο γοητευτικός και καλλιεργημένος τραβεστί ήρωας που χάρισε διεθνή αναγνώριση στον συγγραφέα του, δεν διστάζει να πέσει στη φωτιά για να ανακαλύψει τον κατά συρροή δολοφόνο.
Με τη γλαφυρή αφήγηση και το ανεξάντλητο χιούμορ του, ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη στα σκοτεινά μονοπάτια του κέντρου της Κωνσταντινούπολης, σε μια αποκαλυπτική και απολαυστική εξερεύνηση στα παρασόκακα του Πέραν, στις παρατημένες και πανέμορφες γειτονιές με θέα τον μαγευτικό Βόσπορο.
Ο Μεχμέτ Μουράτ Σομέρ γεννήθηκε το 1959 στην Άγκυρα. Προτού γράψει τη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων "Σκοτεινή Κωνσταντινούπολη" στα οποία ζωντανεύει η νυχτερινή ζωή της Πόλης με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, εργάστηκε ως αρχιτέκτονας, οικονομικό στέλεχος σε τράπεζα, καθώς και ως σύμβουλος διοίκησης επιχειρήσεων. Επίσης, έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και κριτικές για την κλασική μουσική σε εφημερίδες και περιοδικά. Τα βιβλία αυτής της σειράς κυκλοφορούν ήδη στην Αμερική, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αγγλία και την Ισπανία.
Η δολοφονία στις «Μάσκες» σχετίζεται με τη χριστιανική γιορτή της Μεταμόρφωσης. Στο βιβλίο του Τούρκου Σομέρ «Δολοφονίες προφητών» τα ανδρικά ονόματα των τραβεστί που πέφτουν θύματα ενός serial killer στην Κωνσταντινούπολη είναι ονόματα προφητών. Εδώ την εξιχνίαση αναλαμβάνει ένας αυτοσχέδιος ντετέκτιβ που τυγχάνει τραβεστί, ιδιοκτήτης ενός club με τραβεστί, αλλά και σύμβουλος σε θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών σε μια μεγάλη εταιρεία που αναλαμβάνει τη θωράκιση των συστημάτων μεγαλοεπιχειρήσεων ή πολυεθνικών εταιρειών.
Τα βιβλία του Σομέρ με το συγκεκριμένο ήρωα (διάβασε και «Φονικό φιλί», 2009, εκδ. Πατάκης) έχουν γίνει best seller στην Τουρκία αλλά και σε άλλες χώρες. Οι λόγοι δεν κρύβονται τόσο στις λογοτεχνικές αρετές τους όσο στην περιέργεια που δημιουργούν, καθώς ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί τόσο συστηματικά με τον κόσμο των τραβεστί. Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση –αφηγητής είναι ο ντετέκτιβ, του οποίου δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομα–, ο συγγραφέας δείχνει να αγαπάει και να γνωρίζει τον κόσμο που περιγράφει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως του χαρίζεται. Παρελαύνουν η καθημερινότητα, οι ανασφάλειες και οι εμμονές του, το πελατολόγιό του. Οι πελάτες είναι και η μόνη έμμεση αναφορά για τη θέση των τραβεστί στη σημερινή τουρκική κοινωνία, χωρίς περαιτέρω αναλύσεις ή τοποθετήσεις μέσα σε κάποιο ιστορικό ή θρησκευτικό πλαίσιο, που σίγουρα θα είχε (και) μεγάλο ενδιαφέρον. Στα συν και όλα τα «πραγματολογικά» στοιχεία (εστιατόρια, καφέ κ.λπ.) που δίνονται για την Κωνσταντινούπολη.
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης (Athensvoice, τχ:340 - 30/03/2011)
Δημοσίευση σχολίου