Τετάρτη, Απριλίου 28, 2010

No 687

Darold Perkins

Η γραφή των ποιημάτων είναι ιερό πράγμα

H γραφή των ποιημάτων είναι ιερό πράγμα, ξεσπάει η καρδιά
σαν να ταΐζει ερυθρά κοτόπουλα πάνω σ' έναν πράσινο λόφο, ή
κα8ισμένη σ' ένα μπαλόνι να κατεβαίνει εγκαίρως σ' ένα περβάζι
σαν πρωινό να με καλωσορίσει
μέσα στην αυγινή σου έγερση με το ψωμί και το μπέικον κι εκείνο
το τραγούδι στο ραδιόφωνο για χορό γύρω απ' της κουζίνας το τραπέζι
με κουτάλια μες στο στόμα σου.
Ένα δωμάτιο είναι το μόνο που θα κατέχω στην αιωνιότητα, ένα κρεβάτι -
Ασυνάρτητες
μνήμες
πάνω από ψηλά βουνά με μεταφέρουν μακριά στη γη των νομάδων όπου
η ανάσα δεν είναι παρά αναστεναγμός σε κάποιο χαμένο όνειρο
που πέρα μακριά απ' τα μάτια μου εξελίσσεται -
Η βροχή και το χιόνι ρολόι στο παράθυρο μου. Τι ωφελεί
που το δωμάτιο μου να χωρέσει δεν μπορεί της γης όλους τους ανθρώπους
και που οι καρέκλες είναι μόνες γιατί φτιαγμένες είναι για έναν μόνο;
Σου λέω οι νέοι ζητούν κάτι περισσότερο από αυτόν τον κόσμο
που μας άφησαν οι πρόγονοί μας.
Ένας καθρέφτης μας κάνει δύο κι αυτό είναι ευλογία.
Να τρίζω τα δόντια γιατί μου λείπει η αγάπη, μπαίνοντας στον καθεδρικό
είναι σαν να περπατώ μέσα σε μια κρύα σόμπα, σε ένα παγωμένο γάντι.
Ξέρω πως ο άγγελος πίσω απ' την πόρτα θα μου φέρει ωραίους πίνακες σε λίγο.
Όλοι οι άγγελοι μαζεύονται πάνω στης γης την καμπύλη και δημιουργούν
μια πομπή που γίνεται γέφυρα προς τον ήλιο.

Πήτερ Ορλόφσκυ
από την Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα (Ηριδανός)
μτφ: Γιάννης Λειβαδάς

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Από το «Πρώτο ποίημα»

Περπατάω στο δρόμο ψάχνοντας για μάτια που θα χαϊδέψουν το πρόσωπό μου.
Έψαλα μες στους ανελκυστήρες πιστεύοντας πως πήγαινα στον ουρανό.
Σταμάτησα στο 68ο πάτωμα, κατέβηκα από το διάδρομο ψάχνοντας για
φρέσκα αποτσίγαρα.
Πάνω στο κρεβάτι το σπέρμα μου γίνεται ασημένιο δολάριο.
Κοιτάζω από το παράθυρο και δε βλέπω κανένα, βγαίνω στο δρόμο,
κοιτάζω ψηλά στο παράθυρό μου και δε βλέπω κανέναν.
Κι έτσι ρωτάω τον πυροσβεστικό κρουνό «τα δάκρυά σου είναι μεγαλύτερα
από το δικά μου;»
Δεν υπάρχει κανείς, κατουρώ παντού/
Ο Γαβριήλ μου σαλπίζει, ο Γαβριήλ μου σαλπίζει,
ελευθερώνει τις χαρές, την ομοφυλόφιλη ευφροσύνη μου.


Πήτερ Ορλόφσκι

από την Ανθολογία Μπιτ Ποίησης (Ροές)

Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς