Κώστας Μαλάμος
Με τον Αποστόλη πέρασα όλη μου τη ζωή μέχρι τις ακατανόμαστες εκείνες μέρες που αυτός σκοτώθηκε κι εγώ έχασα τον κόσμο. Όχι πως ζούσαμε μαζί, α παπα. Εγώ ζούσα στο νέο μου σπίτι, σπίτι μας το λέω ακόμα και σήμερα που δεν είναι πια δικό μου. Μαζί με τον μαστρο-Μιμάκη ζούσα τότε και με τη γριά του, την κυρά Δέσποινα, καλή γυναικούλα, ήσυχη, αλλά ο Αποστόλης ήτανε το στήριγμά μου, ο άνθρωπος της ζωής μου, πώς να το πω. Ο σύντροφός μου, όπως θα λέγαμε τη σήμερον ημέρα που όσο να ‘ναι έχουνε προχωρήσει κάπως τα πράγματα. Τώρα βέβαια, λόγω της θέσεώς μου, δεν τα εγκρίνω όλ’ αυτά, τους πόρνους και τους μοιχούς, και κάθε που θα μου δοθεί ευκαιρία τους κατακεραυνώνω στα κυριακάτικα μου κηρύγματα, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρει. Κατά βάθος κλαέι κι οδύρεται και ύστερα έρχομαι στο σπίτι και είμαι ένα ράκος.
Γιάννης Μακριδάκης: Ήλιος με δόντια (Εστία)
Με τον Αποστόλη πέρασα όλη μου τη ζωή μέχρι τις ακατανόμαστες εκείνες μέρες που αυτός σκοτώθηκε κι εγώ έχασα τον κόσμο. Όχι πως ζούσαμε μαζί, α παπα. Εγώ ζούσα στο νέο μου σπίτι, σπίτι μας το λέω ακόμα και σήμερα που δεν είναι πια δικό μου. Μαζί με τον μαστρο-Μιμάκη ζούσα τότε και με τη γριά του, την κυρά Δέσποινα, καλή γυναικούλα, ήσυχη, αλλά ο Αποστόλης ήτανε το στήριγμά μου, ο άνθρωπος της ζωής μου, πώς να το πω. Ο σύντροφός μου, όπως θα λέγαμε τη σήμερον ημέρα που όσο να ‘ναι έχουνε προχωρήσει κάπως τα πράγματα. Τώρα βέβαια, λόγω της θέσεώς μου, δεν τα εγκρίνω όλ’ αυτά, τους πόρνους και τους μοιχούς, και κάθε που θα μου δοθεί ευκαιρία τους κατακεραυνώνω στα κυριακάτικα μου κηρύγματα, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρει. Κατά βάθος κλαέι κι οδύρεται και ύστερα έρχομαι στο σπίτι και είμαι ένα ράκος.
Γιάννης Μακριδάκης: Ήλιος με δόντια (Εστία)
3 σχόλια:
Οι πομπές της ανδρικής αγάπης
Η αντιμετώπιση δύο ομοφυλοφίλων στη Χίο με φόντο τον βομβαρδισμό ενός πλοίου του Ερυθρού Σταυρού το 1944 στο μυθιστόρημα ενός 39χρονου συγγραφέα
ΛΩΡΗ ΚΕΖΑ Tο Βήμα, 21/3/2010
Ενας άνδρας «γυναικωτός», περίγελος της Χίου από τη νηπιακή του ηλικία, είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος Ηλιος με δόντια.Είναι ο Κωνσταντής Χάψας, γεννημένος στη Χώρα στις 20 Φεβρουαρίου 1908 και αποβιώσας στις 26 Ιουλίου 1969. Περιγράφει τις καθημερινές διαπομπεύσεις με την αφέλεια ενός ατόμου που είναι πολύ ερωτευμένο για να προστατεύσει τον εαυτό του. Συνδέει τις προσωπικές αναμνήσεις με ιστορικά γεγονότα: η μητέρα του σκοτώνεται την Πρωτομαγιά του ΄19, ημέρα κατάληψης της Σμύρνης. Επεσε από το αέτωμα του σπιτιού όπου δούλευε- είχε ανέβει εκεί για να καθαρίσει κάποια εορταστικά λαμπιόνια. Ετσι τρέχει η αφήγηση, παράλληλα με πραγματικά γεγονότα, που ενσωματώνονται ομαλά στο κείμενο.
Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (182 από τις 246 σελίδες) συγκεντρώνει τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις ως «Μπομπίνες». Χωρίς να δίδεται εξήγηση του πώς και του τι, αντιλαμβανόμαστε ότι ο ήρωας, ντυμένος παπάς, ηχογραφεί τις αναμνήσεις του επί χούντας βλέποντας στην τηλεόραση το πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Δεν πρόκειται για μια αυστηρά γραμμική αφήγηση αλλά για παράθεση γεγονότων με πολλούς συνειρμούς. Υπάρχει ένα κενό μνήμης το οποίο αφορά την ημέρα που βομβαρδίστηκε το σουηδικό πλοίο «Wiril» μέσα στο λιμάνι της Χίου το 1944. Το πλοίο μετέφερε σιτάρι από τον Ερυθρό Σταυρό και δέχθηκε επίθεση από λάθος, ένας λάθος στο οποίο ο Κωνσταντής θεωρεί ότι έχει συμβάλει καθώς συνδεόταν με ανθρώπους της Αντίστασης. Αυτό φαίνεται παράδοξο στον αναγνώστη καθώς ο αφηγητής εξηγεί ότι ήταν από παιδί ο αποσυνάγωγος σε κάθε είδους συναναστροφές.
Ο Κωνσταντής την πρώτη ημέρα στο δημοτικό σχολείο δέχθηκε την πρώτη απόρριψη. Στη φτωχική γειτονιά όπου ζούσε, εντός των τειχών του Φρουρίου, ήταν ο «τοιούτος» και απολύτως περιφρονημένος. Οι μόνες τρυφερές χειρονονομίες που δέχθηκε στη ζωή του ήταν από τις «παστρικιές» που ζούσαν στα παραδιπλανά σπίτια. Για καλή του τύχη η χήρα μητέρα του είχε φίλο έναν παντρεμένο, ο οποίος ζούσε με τη γυναίκα του στα όρια της πλούσιας γειτονιάς, του Τριγώνου. Οταν λοιπόν το παιδί έμεινε πεντάρφανο, ανέλαβε την ανατροφή του αυτό το άκληρο ζεύγος. Αλλαξε σχολείο αλλά παραμένει ο περιφρονημένος. Μεγαλώνοντας έπιασε δουλειά στο μαγαζί του πατέρα του και έμαθε τα πάντα για τα ηλεκτρικά. Η αστική τάξη τον εκτιμούσε ως τεχνίτη και έτσι εκείνος νόμιζε ότι έχαιρε εκτίμησης, αν και στον δρόμο τον έκραζαν όλοι. Στο μυθιστόρημα Ηλιος με δόντια παρουσιάζεται εύστοχα το στερεότυπο του θηλυπρεπούς και του «ενεργητικού» ομοφυλόφιλου. Ο Κωνσταντής λίγο προτού μπει στην εφηβεία του, συνδέεται με έναν άνδρα δέκα χρόνια μεγαλύτερό του, τον Αποστόλη, μεγαλωμένο στο Φρούριο. Είναι κι εκείνος πάμπτωχος αλλά καταφέρνει να βγει από τα τείχη βρίσκοντας δουλειά ως γκαρσόνι. Ζει μόνιμα στο πατάρι του καφενείου και εκεί συναντά το παιδί, με το οποίο θα κρατήσει ερωτική σχέση επί 25 χρόνια- στο τελευταίο διάστημα νυμφευμένος. Ο Αποστόλης είναι το αρσενικό πρότυπο. Ο Κωνσταντής έχει μάλλον στρεβλή επίγνωση της κατάστασης. Επιλέγει να ζήσει μέσα στο δικό του σύννεφο ευτυχίας, να κρίνει τον κόσμο με τα δεδομένα όπως θα ήθελε να είναι. Μικρές χαρές τού δίνουν τα μαθήματα στο χοροδιδασκαλείο και κάποιες βεγγέρες στις οποίες τον προσκαλεί η «ανώτερη τάξη». Τα πάντα αλλάζουν δραματικά την ημέρα του βομβαρδισμού. Οι καιρικές συνθήκες εκείνης της ημέρας δίνουν τον τίτλο στο βιβλίο. Στον πανικό που γίνεται μετά την επίθεση τον περιμαζεύει ο Δεσπότης. Στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος μαθαίνουμε ποια ήταν επακριβώς η περίπτωση του Κωνσταντή.
Η δομή του βιβλίου θυμίζει Παύλο Μάτεσι, η γραφή και η συνομιλία με την Ιστορία θυμίζουν Θανάση Βαλτινό και Ρέα Γαλανάκη, η τεκμηρίωση και ο πλούτος της πληροφορίας παραπέμπουν σε Νίκο Θέμελη και Αθηνά Κακούρη. Δεν είναι ούτε βιαστικό ούτε επιπόλαιο αν πούμε ότι ο Γιάννης Μακριδάκης είναι συγγραφέας αυτής της κλάσης.
Γιάννης Μακριδάκης
Ο συγγραφέας της Δεξιάς τσέπης του ράσου επιστρέφει με ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την ερωτική σχέση δυο αντρών, με φόντο τα ιστορικά γεγονότα στη Χίο του πρώτου μισού του 20oυ αιώνα. Από τον Μ.Hulot (lifo.gr).
- Ένας φονιάς, ένας καταπιεσμένος μοναχός, ένας «γυναικωτός» άντρας. Και οι τρεις ήρωες των βιβλίων σου είναι περιπτώσεις ανθρώπων που λοξοδρομούν από αυτό που ονομάζουμε «ορθό» βίο. Τι είναι αυτό που κάνει πιο γοητευτικές αυτές τις περιπτώσεις;
- Χρησιμοποίησες την κατάλληλη λέξη. «Λοξοδρομούν». Η λοξή πορεία με συναρπάζει, το έχω ξαναπεί. Αν και, κατά βάθος, νομίζω πως η μοναχικότητα και ο δρόμος της ψυχής είναι η ευθεία πορεία, ως αναπόφευκτες συνέπειες της προσωπικής καλλιέργειας. Απλά, είναι λιγοστοί αυτοί που βαστάνε σταθερά το τιμόνι στη ζωή, όλοι οι άλλοι σιγά σιγά λοξοδρομούν ομαδικώς προς την ίδια κατεύθυνση και τελικά φαντάζει λοξός ο σταθερός. Όπως και να 'χει, όμως, με γοητεύει αυτή η συνεύρεση του ανθρώπου με τον εαυτό του.
- Έχεις επιχειρήσει να γράψεις κάτι εντελώς διαφορετικό, που να μην έχει σχέση με την ανθρωπογεωγραφία και την ιστορία του νησιού σου; Το σκέφτεσαι;
- Ο καθένας που γράφει αντλεί από την ψυχή του, από τα βιώματά του. Δεν μπορώ και δεν θέλω να γράψω για κάτι που δεν ξέρω καλά. Θα δοκιμαστώ βέβαια και σε θέματα που δεν έχουν σχέση με το νησί. Ήδη βρίσκομαι σε βιωματική διαδικασία επ' αυτών για να αποκτήσω τις απαραίτητες γνώσεις.
- Το περιβάλλον στο οποίο τοποθετείς τη δράση των ηρώων σου στον Ήλιο με δόντια είναι η Χίος των αρχών του 20ού αιώνα. Πόσο διαφορετική είναι η αντιμετώπιση ενός ανθρώπου με το «κουσούρι» του Κωνσταντή στις αρχές του 21ου αιώνα; Έχει αλλάξει καθόλου η κοινωνία;
- Ακόμα υπάρχει ο φόβος των ανθρώπων για το διαφορετικό. Ακόμα οι άνθρωποι που διαφέρουν κατατάσσονται σε «κουτάκια» εντός του μυαλού των άλλων και παραμένουν εκεί, στο περιθώριο. Ίσως οι αντιδράσεις των πολλών έχουν γίνει κάπως πιο διακριτικές, πιο πολιτισμένες, η προκατάληψη όμως απέναντι σε κάθε είδους διαφορετικότητα καλά κρατεί. Και βέβαια υπάρχουν και κάποιοι που τη διαφορετικότητα τη μεταφράζουν σε κατωτερότητα, βαστούν λάβαρα και σημαίνουν πόλεμο ενάντια σε ό,τι θεωρούν κατώτερο, εκμεταλλεύονται με λαϊκισμό αυτή την προκατάληψη, καλλιεργούν με ύπουλο τρόπο αισθήματα φόβου στο ευρύ κοινό και φωνασκούν γελοία, δημιουργώντας όμως κλίμα που δεν αρμόζει σε ανθρώπινες κοινωνίες της εποχής μας.
Απόμεινα τότε, θυμάμαι, εκεί, κάτω από τη μεγάλη γαλαρία, γερμένος για κάμποση ώρα πάνω στη βαριά σιδεριά της καστρόπορτας, να κλαίω με αναφιλητά, ώσπου μέσα στο βούρκο του μυαλού μου άστραψε η σκέψη πως από κείνη την ώρα ήμουνα πια εγώ η μοναδική, η πιο μεγάλη ντροπή του Φρουρίου. Σκέφτηκα τις μέγαιρες αφρισμένες να με διώχνουνε, να με κατασπαράζουνε και να με ματώνουνε με τα νύχια και με τα δόντια τους. Τότε ένα σαρδόνιο γέλιο ξεχύθηκε από μέσα μου και μια δύναμη, που δεν ξέρω από πού ήρθε, έσφιξε τις γροθιές μου. Ένιωσα άτρωτος. Έκανα αμέσως μεταβολή και τράβηξα αποφασισμένος, με το κεφάλι ψηλά και με βήμα γοργό κατά το σπίτι μας. Στα παραθύρια πια δεν έστεκε καμιά. Δεν είδε καμιά τη δύναμη μου. Εκείνο το πρωί δεν πήγα στο μαγαζί. Αλλά ούτε θυμάμαι να ξανάνιωσα ποτέ τόσο άτρωτος όσο εκείνη τη μέρα.
Γιάννης Μακριδάκης: Ήλιος με δόντια (Εστία)
Δημοσίευση σχολίου