Γιάννης Κεφαλληνός
Φλόγες μοιάζουν να ξερνούν τα μάτια αυτού του νέου, που το κορμί του, κάτω από της φτώχειας τα ενδύματα, σπαρταρά ολόκληρο. Τον πλησιάζει κι άλλο. Μα εκείνος δεν φαίνεται να έχει επίγνωση. Με βλέμμα απλανές και άσπλαχνο κοιτάζει αλλού.
Στο μεταξύ ο ποιητής βάζει το χέρι στην τσέπη του. Ψάχνει να βρει το μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι για τα κέρματα, αγορασμένο κάποτε από έναν Εβραίο έμπορο στο παζάρι Σου-Γκόμα στο δυτικό λιμάνι. Ένα κράμα από λίρες, σελίνια, γρόσια και δεκάρες κουδουνίζουν εκεί. Μαζί και καμιά φτωχή δραχμούλα. Τραβά ένα νόμισμα αποφασιστικά και του το προτείνει.
Οπότε, ξαφνικά η φωνή του νεαρού, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, ακούγεται τραχιά μέσα από το ολοκαίνουργιο λαρύγγι του:
«Τράβα το δρόμο σου, κύριος».
Άκουσε καλά ή του φάνηκε; Παρ’ όλο το κρύο ο ποιητής ιδρώνει. Διστάζει, δεν θέλει να κάνει πίσω, να παραιτηθεί. Ίσως είναι η υπερηφάνεια που μιλά σ’ αυτό τον άνθρωπο. Ναι, σίγουρα αυτή υπαγορεύει τους απότομους τρόπους. Μένει νε το χέρι μετέωρο. Προσπαθεί να ψελλίσει κάτι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι πιο απελπισμένος από τους δυο: αυτός που προσφέρει ή εκείνος που αρνείται;
Οπότε. Η τραχιά νεανική φωνή δίνει τη λύση:
«Κράτα τα λεφτά σου, γέρο. Δεν είμαστε για τα δόντια σου εμείς».
Και πάλι αμφιβάλλει αν άκουσε καλά. Καθυστερεί λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Είναι τα μάτια του νέου άντρα που ξερνούν λάβα και τον τραβάνε σαν μαγνήτης ή μήπως αυτή η απόρριψη τον πεισματώνει περισσότερο; Αυτόν! έναν καθωσπρέπει αστό, ένα στέλεχος της κοινωνίας. Κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. Νιώθει τώρα τα χέρια του νεαρού, χέρια με σιδερένιες λαβές, να τον απωθούν, να τον σπρώχνουν. Έτοιμα αν χρειαστεί να χειροδικήσουν. Λίγο ακόμα και από θύτης θα βρεθεί θύμα. Τρελέ ποιητή!
«Δεν άκουσες; Φύγε, σου λέω πούστη!»
Επιτέλους η μοιραία λέξη, που τον καταδιώκει χρόνια, ειπώθηκε. Αυτός ο νέος είναι μια επιτομή της κοινής γνώμης.
Ο ποιητής οπισθοχωρεί κακήν κακώς. Τρέμει ολόκληρος.
Μένης Κουμανταρέας: Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος)
Φλόγες μοιάζουν να ξερνούν τα μάτια αυτού του νέου, που το κορμί του, κάτω από της φτώχειας τα ενδύματα, σπαρταρά ολόκληρο. Τον πλησιάζει κι άλλο. Μα εκείνος δεν φαίνεται να έχει επίγνωση. Με βλέμμα απλανές και άσπλαχνο κοιτάζει αλλού.
Στο μεταξύ ο ποιητής βάζει το χέρι στην τσέπη του. Ψάχνει να βρει το μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι για τα κέρματα, αγορασμένο κάποτε από έναν Εβραίο έμπορο στο παζάρι Σου-Γκόμα στο δυτικό λιμάνι. Ένα κράμα από λίρες, σελίνια, γρόσια και δεκάρες κουδουνίζουν εκεί. Μαζί και καμιά φτωχή δραχμούλα. Τραβά ένα νόμισμα αποφασιστικά και του το προτείνει.
Οπότε, ξαφνικά η φωνή του νεαρού, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, ακούγεται τραχιά μέσα από το ολοκαίνουργιο λαρύγγι του:
«Τράβα το δρόμο σου, κύριος».
Άκουσε καλά ή του φάνηκε; Παρ’ όλο το κρύο ο ποιητής ιδρώνει. Διστάζει, δεν θέλει να κάνει πίσω, να παραιτηθεί. Ίσως είναι η υπερηφάνεια που μιλά σ’ αυτό τον άνθρωπο. Ναι, σίγουρα αυτή υπαγορεύει τους απότομους τρόπους. Μένει νε το χέρι μετέωρο. Προσπαθεί να ψελλίσει κάτι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι πιο απελπισμένος από τους δυο: αυτός που προσφέρει ή εκείνος που αρνείται;
Οπότε. Η τραχιά νεανική φωνή δίνει τη λύση:
«Κράτα τα λεφτά σου, γέρο. Δεν είμαστε για τα δόντια σου εμείς».
Και πάλι αμφιβάλλει αν άκουσε καλά. Καθυστερεί λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Είναι τα μάτια του νέου άντρα που ξερνούν λάβα και τον τραβάνε σαν μαγνήτης ή μήπως αυτή η απόρριψη τον πεισματώνει περισσότερο; Αυτόν! έναν καθωσπρέπει αστό, ένα στέλεχος της κοινωνίας. Κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. Νιώθει τώρα τα χέρια του νεαρού, χέρια με σιδερένιες λαβές, να τον απωθούν, να τον σπρώχνουν. Έτοιμα αν χρειαστεί να χειροδικήσουν. Λίγο ακόμα και από θύτης θα βρεθεί θύμα. Τρελέ ποιητή!
«Δεν άκουσες; Φύγε, σου λέω πούστη!»
Επιτέλους η μοιραία λέξη, που τον καταδιώκει χρόνια, ειπώθηκε. Αυτός ο νέος είναι μια επιτομή της κοινής γνώμης.
Ο ποιητής οπισθοχωρεί κακήν κακώς. Τρέμει ολόκληρος.
Μένης Κουμανταρέας: Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος)
3 σχόλια:
- Τι μπορεί να είπαν ο Κ.Π. Καβάφης με τον Δημήτρη Μητρόπουλο τη μία και μοναδική φορά που συναντήθηκαν και ποια ήταν η αφορμή;
- Τι σχέση μπορεί να είχε το κιμονό της Μπατερφλάυ με τον δικτάτορα Μεταξά και τα κανόνια του πολέμου;
- Πώς, που και πότε ο Τσώρτσιλ φύσηξε τον καπνό του πούρου του στα μούτρα του σύντροφου Σιάντου και ποιες ήταν οι συνέπειες;
Τρεις συναντήσεις στις κουίντες της Ιστορίας με πρωταγωνιστές που σφράγισαν τον νεοελληνικό μας βίο.
Ο τίτλος της τρίτης νουβέλας και τίτλος όλου του βιβλίου είναι φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ στον Ουκρανό φωτογράφο Κέσσελ, στη διάρκεια της ιστορικής σύσκεψης στις 26 του Κόκκινου Δεκέμβρη το '44, όπου η τύχη της μεταπολεμικής Ελλάδας παιζόταν κορόνα-γράμματα.
Η μεσαία νουβέλα, "Ο κύριος Μπατερφλάυ", αφορά μια άλλη παράσταση, ιταλικής όπερας αυτή τη φορά, με καλεσμένο τον υιό Πουτσίνι τρεις μόλις μέρες πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η "Μπατερφλάυ του πολέμου", όπως έγινε γνωστή, και μέχρι πρότινος ακόμα υπήρχαν επιζώντες.
Τέλος, η εναρκτήρια νουβέλα "Μια μέρα απ' τη ζωή τους", αφορά τη μοναδική φορά που ο Κωνσταντίνος Καβάφης συναντά τον Δημήτρη Μητρόπουλο τον Οκτώβριο του '32 σε γνωστό αθηναϊκό σπίτι και ακούει τον μουσικό να παίζει στο πιάνο και να τραγουδά ποιήματά του.
Βεβαίως δεν πρόκειται για ιστορικό ή πολιτικό βιβλίο. Η φαντασία έχει το πάνω χέρι και επεμβαίνει στην πραγματικότητα χωρίς να την αλλοιώνει.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Το show είναι των Ελλήνων»
Τρεις νουβέλες του Μ. Κουμανταρέα που διαδραματίζονται από το 1932 μέχρι τον Δεκέμβρη του 1944
Της Ολγας Σελλα (Καθημερινή, 15/11/2008)
«Ολες οι νουβέλες αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά και πρόσωπα». Μ’ αυτή τη γενική φράση αυτοπαρουσίασε το τελευταίο του βιβλίο, «Το show είναι των Ελλήνων» (εκδ. Κέδρος) ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας.
Και πράγματι, στις σελίδες του περπατάμε πάντα στους δρόμους της Αθήνας, από το 1932 μέχρι τον σκληρό Δεκέμβρη του 1944. Το χρονικό διάστημα, δηλαδή, που καλύπτουν οι τρεις νουβέλες του βιβλίου.
Η πρώτη, αναφέρεται στη συνάντηση του Κ. Π. Καβάφη με τον Δημήτρη Μητρόπουλο, στο σπίτι της Ελένης Ουράνη. Παρούσα όλη η πνευματική Αθήνα, παρών και ο συντηρητισμός της.
Η δεύτερη εκτυλίσσεται τέσσερις μέρες πριν από την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 24 Οκτωβρίου του 1940, με αφορμή την πρεμιέρα της «Μαντάμ Μπατερφλάι» στη νέα, τότε, Λυρική Σκηνή. Ενας Αθηναίος φιλότεχνος δικηγόρος αναλαμβάνει την αφήγηση, και από τις σελίδες της περνούν ο Ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι, ο γιος του Πουτσίνι, αλλά και ο συγγραφέας Κούρτσιο Μαλαπάρτε, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου της Corriere della Sera. «Η ”Μπατερφλάι” είναι μια όπερα που με ακολουθεί από μικρό παιδί. Την έχω δει άπειρες φορές, την αγαπώ. Ομως αυτή η νουβέλα συνδέεται με το ότι η κανονική μου μνήμη αρχίζει με τις σειρήνες στις 28 Οκτωβρίου 1940».
Η τρίτη νουβέλα, πάντα στην Αθήνα, παρακολουθεί τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 26 και 27 Δεκεμβρίου 1944. Παρών και ο Τσώρτσιλ, ο οποίος κάποια στιγμή λέει στον φωτογράφο Ντμίτρι Κέσελ: «Μη φωτογραφίζεις εμάς. Το show είναι των Ελλήνων», απ’ όπου δανείστηκε ο συγγραφέας και τον τίτλο του βιβλίου. Από τη σύσκεψη, αλλά και από τις σελίδες αυτής της ιστορίας περνούν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί: Γεώργιος Παπανδρέου, Γιώργης Σιάντος, Γιάννης Παρτσαλίδης, Π. Κανελλόπουλος, κ.ά. Και ομολογουμένως, το εξώφυλλο με έργο του Αλέκου Φασιανού είναι πολύ ταιριαστό με το πνεύμα του βιβλίου (κυρίως της τρίτης νουβέλας), αφού παραπέμπει σε show και δη εθνικού περιεχομένου.
(συνέχεια)
Επίκεντρο ο άνθρωπος
Ο Μένης Κουμανταρέας έχει υπογράψει πολλά βιβλία από το 1962 και «Τα μηχανάκια» του μέχρι σήμερα. Επίκεντρό του πάντα ο άνθρωπος. Αυτή τη φορά πρωταγωνιστές γίνονται οι επώνυμοι αλλά και οι ιστορικές στιγμές. Ομως είναι σαφής: «Δεν κάνω ιστορία. Κάνω σχόλιο πάνω στην ιστορία και τους ανθρώπους». Και ομολογεί ότι γράφει για εποχές και περιόδους που τον ενδιαφέρουν, για εποχές που τις έχει ζήσει σε διάφορες ηλικίες. «Αλλά τότε δεν ήμουν αρκετά μεγάλος για να τις ζήσω πραγματικά. Είναι περιστατικά που σημάδεψαν αυτή την πόλη, τα οποία ήθελα να εξερευνήσω».
Στην πρώτη νουβέλα, με τίτλο «Μια μέρα απ’ τη ζωή τους», ο Μένης Κουμανταρέας παρακολουθεί ένα τμήμα της μεγαλοαστικής Αθήνας, και την ίδια στιγμή δύο μεγάλους καλλιτέχνες, που προσπαθούν να επικοινωνήσουν, αλλά είναι φανερό πόσο απέχουν από τους Ελλαδίτες διανοούμενους. Ο συγγραφέας δεν ταυτοποιεί κανένα από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις νουβέλες του, αλλά τα φωτογραφίζει εξαιρετικά καθαρά, κι αυτές είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι που κάνει με τον αναγνώστη: «Ενας ένας καταφτάνουν οι καλεσμένοι. Ο λαμπρός καθηγητής με τα πυκνά φρύδια, τ’ ανοιχτόχρωμα γκρίζα μάτια και το ανεπίληπτο παπιγιόν, μελλοντικός ιστορικός της λογοτεχνίας μας. ”Καλώς τον Κωνσταντίνο [σ.σ. Δημαρά]”, τον υποδέχεται η οικοδέσποινα. Ακολουθεί ο ποιητής της Ursa Minor μειλίχιος, λεπτοκαμωμένος και πανέξυπνος. ”Ως ευ παρέστης, Τάκη [σ.σ. Παπατσώνης]”, του δίνει το χέρι ο νοικοκύρης, ενώ με το άλλο στερεώνει το μονόκλ του. Επεται η επιβλητική μουσικοκριτικός Αύρα [σ.σ. Θεοδωροπούλου, ψευδώνυμο Θέρου], με τα άσπρα της μαλλιά και τα γυαλάκια, που με τον αέρα της σπρώχνει και τον σύζυγό της λογοτέχνη Αγι [σ.σ. Θέρο]. Κι ακόμη, ο ευγενικός και μελαγχολικός ποιητής Μιλτιάδης [σ.σ. Μαλακάσης], που ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα στον καθρέφτη...».
«Δεν γράφω ιστορία»
Ο Μένης Κουμανταρέας αποτυπώνει έξοχα την ατμόσφαιρα, τις λεπτομέρειες, τους χαρακτήρες. Ομως επιμένει με πείσμα ότι το βιβλίο του δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. «Είναι ένα βιβλίο για να δείξω πώς να μη γράψει κανείς την ιστορία. Η λογοτεχνία έχει αυτή τη μεγάλη αβάντα απέναντι στους ιστορικούς. Γράφει για πράγματα που φαίνονται μόνο με το μικροσκόπιο. Νομίζω ότι αυτές οι νουβέλες είναι γραμμένες από την απόσταση που χρειάζεται για ν’ αποδοθούν η εποχή και οι άνθρωποί της. Το βιβλίο είναι ανθρωποκεντρικό, όχι ιστοριογραφικό».
Και το δικό του μικροσκόπιο έχει κλίμα, ατμόσφαιρα, γνωστά πρόσωπα της πολιτικής και της τέχνης και συνεχείς αναζητήσεις, αφού, ασφαλώς, μέσω του τότε μιλάει και για το σήμερα. «Η ιστορία είναι ένας κύλινδρος που γνωρίζει και ξανατυπώνει τα ίδια πράγματα με άλλον τρόπο».
Ας μην ανησυχήσουν οι φανατικοί αναγνώστες του Μένη Κουμανταρέα. Δεν πρόκειται να χάσουν τίποτα από τη γοητεία όλων των προηγούμενων βιβλίων του. Απλώς αυτή τη φορά οι διαδρομές του στην πόλη της Αθήνας, που αυτή κυρίως πρωταγωνιστεί, συνοδεύονται κι από τα βήματα κάποιων επωνύμων.
Δημοσίευση σχολίου