«... Φαντάσου λοιπόν την ευχαρίστηση σου να με ιδείς να έρθω για να μείνω στην Αθήνα. Να σου ειπώ την μαύρη αλήθεια, αν αφαιρέσεις το ότι έχω μια καλή ορχήστρα στα χέρια μου, ως ζωή εδώ μου είναι απολύτως αφόρητη, και αν μείνω κάμποσο καιρό έστω και ασχολούμενος θα πάθω από μαρασμό. Παρ' όλο μου τον θαυμασμό που έχω στον τόπο αυτό, δεν μπορώ να πω πως κατόρ¬θωσα να συνδεθώ ψυχικά και αυτό μου κάνει τη ζωή μου αφόρητα μονήρη, τόσο που έρχονται ώρες που τα νεύρα μου σπάζουν και κλαίω σαν παιδί. Διερωτώμαι μόνο αν αξίζει τον κόπο να υποφέρω τόσο στη ζωή μου για να έχω μερικές καλές εκτελέσεις στην ορχήστρα. Έχω ανάγκη να τροφοδοτήσω σαν θνητός και την ψυχή μου, την καρδιά μου, δεν μπορώ να ζω όλο τρώγωντας τις σάρκες μου, τρέφοντας μόνο το μυαλό μου.»
(Μιννεάπολις, 3.6.1940)
Δημήτρης Μητρόπουλος, Η αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη (Ίκαρος)
3 σχόλια:
O Δημήτρης Μητρόπουλος μέσα από τις επιστολές του
Μέσα από τις προσωπικές επιστολές του Δημήτρη Μητρόπουλου, που γράφει κατά την περίοδο της ακμής του στην φίλη του Καίτη Κατσογιάννη, εκτός που αντλούμε πλήθος στοιχείων για την καλλιτεχνική πορεία του, αναδύεται η προσωπικότητα του καλλιτέχνη και του ανθρώπου, και αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας του, καθώς εκφράζει τους προβληματισμούς, τις αγωνίες και τις ελπίδες του, καθώς περιγράφει τη μοναξιά του και τα πράγματα που τον ξεκουράζουν και τον ηρεμούν, καθώς εξομολογείται το προσωπικό και καλλιτεχνικό του όραμα, καθώς χαίρεται τις επιτυχίες του:
.
«... Όλα αυτά τα χρόνια η εντατική πνευματική εργασία σχεδόν με απέσπασε από κάθε όνειρο ή από την κάθε λεγόμενη ανθρώπινη απόλαυση ή αναψυχή. Η μόνη μου διασκέδαση είναι να πάω σε κανένα κινηματογράφο τα βράδυα όταν αισθάνομαι κουρασμένος και χρειάζομαι κάποια αλλαγή. Κατά τα άλλα έζησα τόσο μόνος όπως πάντα, αν όχι ακόμα πιο μόνος από πριν. Με άλλα λόγια έβγαλα χονδρό πετσί στα πέλματά μου με το να περπατώ ξυπόλιτος χρόνια τώρα της ζωής μου. Καμμιά φορά αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα πια να αισθανθώ πόνο ή χαρά σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Όλη μου η απόλαυση περιορίζεται και απορροφάται από τον εγκέφαλο, και μόνο το μυαλό είναι ακόμα ικανό να απολαμβάνει με την ίδια ζωηρότητα και την ίδια ένταση όπως τον καιρό που ήμαστε μαζί. Η υγεία μου παρ' όλα αυτά διατηρήθηκε ανέπαφη, και φοβάμαι ότι δεν θα έχω το προνόμιο να φύγω εγκαίρως από τούτο τον κόσμο, δηλαδή θα έχω να υποστώ την τραγωδία να ιδώ τον εαυτό μου πολύ γέρο.»
(Μιννεάπολις, 7.5.1945)
*
«Kαμμιά φορά λέω, δεν θα μπορούσα να πάω λίγο να χαρώ σε ένα κινηματογράφο;… Όχι, το καθήκον πρώτα απέναντι στην τέχνη μου, απέναντι στον εαυτό μου. Κι έτσι περνάνε οι ημέρες και οι νύχτες μου ανάμεσα στις παρτιτούρες μου και στην σκέψη μου. Βρίσκω πως είναι μια πολύ καλή εξάσκηση της σκέψης και του κεφαλιού. Αρχίζω λίγο-λίγο όχι μόνο να μην φοβάμαι τη μοναξιά μου, αλλά και να την αποζητώ ως υψίστη απόλαυση.»
(Μιννεάπολις, 15.2.1937)
*
«... Φαντάσου λοιπόν την ευχαρίστηση σου να με ιδείς να έρθω για να μείνω στην Αθήνα. Να σου ειπώ την μαύρη αλήθεια, αν αφαιρέσεις το ότι έχω μια καλή ορχήστρα στα χέρια μου, ως ζωή εδώ μου είναι απολύτως αφόρητη, και αν μείνω κάμποσο καιρό έστω και ασχολούμενος θα πάθω από μαρασμό. Παρ' όλο μου τον θαυμασμό που έχω στον τόπο αυτό, δεν μπορώ να πω πως κατόρθωσα να συνδεθώ ψυχικά και αυτό μου κάνει τη ζωή μου αφόρητα μονήρη, τόσο που έρχονται ώρες που τα νεύρα μου σπάζουν και κλαίω σαν παιδί. Διερωτώμαι μόνο αν αξίζει τον κόπο να υποφέρω τόσο στη ζωή μου για να έχω μερικές καλές εκτελέσεις στην ορχήστρα. Έχω ανάγκη να τροφοδοτήσω σαν θνητός και την ψυχή μου, την καρδιά μου, δεν μπορώ να ζω όλο τρώγωντας τις σάρκες μου, τρέφοντας μόνο το μυαλό μου.»
(Μιννεάπολις, 3.6.1940)
*
«... Ένα είναι βέβαιο, ότι είτε εδώ, είτε στον τόπο μας. θα είμαι πάντα δυστυχισμένος. Αλλά εδώ τουλάχιστον θα είμαι λιγώτερο δυστυχισμένος. Εδώ, παρ' όλο που υποφέρω ηθικά, είμαι ηθικά αγνός. Δεν θα ήταν, αλίμονο, το ίδιο στην Αθήνα. Το γνωρίζω πολύ καλά. Στην Αθήνα χτυπιέμαι ηθικά από δύο μεριές, εδώ επί τέλους υποφέρω από τα δικά μου βάσανα που θα υπάρχουν για μένα σε όλες τις γωνιές της γης…»
(Μιννεάπολις, 24.12.1938)
*
«... Γυρεύω πάντα το ουσιώδες, αυτό που η καρδιά μου και το μυαλό μου αποζητά και χρειάζεται. Επί τέλους δεν μπορεί κανείς να πετύχει πολλά πράγματα συγχρόνως. Δύο είναι τα κύρια πράγματα: η μουσική μου και η φιλοσοφία σαν πάρεργο, και αυτά συνδυάζονται μεταξύ τους στον υψηλό συμβολισμό της ορειβασίας μου, που μου φαίνεται σαν η μεταφυσική συνέχεια της όλης μου δράσης. Το μεγαλείο της φύσης το βλέπω μπροστά μου σαν μια αποθέωση, ή καλύτερα μια μεταφυσική αφαίρεση της φυσικής ύλης. Έτσι φέτος έζησα σε μια θαυμάσια αγροικία στο Estes Park του Κολοράντο, από όπου ανέβηκα σε τέσσερα δύσκολα βουνά, μελέτησα 7 καινούργιες παρτιτούρες, και διάβασα 4 ενδιαφέροντα βιβλία.»
(Μιννεάπολις, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1947)
«… Μου φαίνεται πως ύστερα από αυτό το ταξίδι, έχω πια το δικαίωμα να πεθάνω, αν όχι ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, μα τουλάχιστον ότι είδαν τα μάτια μου αρκετά.
...Αντικρύζοντας πάλι τον όγκο της εργασίας που με περιμένει, με πιάνει ίλιγγος. Ήταν τόσο γλυκεία η απραξία αυτών των ημερών, που μακαρίζω τους ανθρώπους που δεν εργάζονται με το μυαλό τους παρά με τα χέρια τους, παλεύοντας με την φύση. Ο ύπνος, ύστερα από μια σωματική κούραση, είναι πολύ πιο ήσυχος από τον ύπνο ύστερα από διανοητική κούραση.»
(Μιννεάπολις, 19.8.1940)
*
«… Εδώ και μερικά χρόνια συνήθιζα να πηγαίνω στα βουνά, μακριά από τη μουσική. Τώρα που έγινα ο φημισμένος και ο πιο περιζήτητος μαέστρος, κατάντησα σωστός σκλάβος, σε βαθμό να μην είμαι πια ικανός να ξεκουρασθώ ή ν' ανασάνω, ακριβώς σαν τον μέθυσο ή τον μορφινομανή, που μόλις σταματήσει τις ενέσεις νιώθει άθλια και δυστυχής και είναι αναγκασμένος να εξακολουθήσει ώσπου να δηλητηριασθεί ολότελα και να μην υπάρχει πια ελπίς να συνέλθει. Έτσι, μάζεψα όλο μου το κουράγιο και αρνήθηκα τα πάντα για το καλοκαίρι του 1955, και σκοπεύω να αναπαυθώ απόλυτα.»
(Νέα Υόρκη, 16.9.1954)
*
«… Η σαιζόν μου στην Μιννεάπολη μέχρι την τελευταία συναυλία με τον Rachmaninov, που ήταν αληθινή επιτυχία, πήγε μάλλον καλά, και μπορώ να πω ότι έμεινα ικανοποιημένος τόσο από την ορχήστρα, όσο και από τον εαυτό μου. Ο Rachmaninov δεν θέλησε να βγει ούτε μια φορά χωρίς εμένα για να χαιρετήσει, και καθώς δεν παίζει ποτέ μπις ήμουν αναγκασμένος να βγαίνω κάθε φορά, πράγμα που σημαίνει άπειρες μετακλήσεις στη σκηνή. Μου είπε ότι αισθάνθηκε πως έπαιξε μαζί μου, επομένως δεν μπορούσε να χαιρετήσει χωρίς εμένα. Και ήταν η αλήθεια. Εκείνος χωρίς παρτιτούρα και εγώ το ίδιο, κοιταζόμαστε στα μάτια και ένιωσα ότι οι ψυχές μας ενώθηκαν ερωτικά μπροστά στο κοινό.»
(Κλήβελαντ 17.12.1938)
* * *
Σ’ αυτές τι επιστολές διακρίνουμε, επίσης, έναν γενναιόδωρο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που δεν τρέφει αρνητικά αισθήματα για τους κριτικούς και δεν τους καταλογίζει κακές προθέσεις, έναν άνθρωπο που δεν φείδεται θαυμασμού και εγκωμιαστικών σχολίων για ομότεχνούς του. Αν και ανυποχώρητος σε συμβιβασμούς ως προς την τέχνη του και ως προς τις πιέσεις που αφορούν στις συνθήκες της προσωπικής του ζωής, είναι ταπεινός και τελειομανής, υπολογίζει τον εαυτό του ως συνδημιουργό μαζί με τους μουσικούς του, αδικεί τον εαυτό του με την κρίση του για τις “ελλείψεις” του, νιώθει υπερεκτιμημένος και προσπαθεί να ανταποκριθεί στην εικόνα που έχουν γι αυτόν οι θαυμαστές του.:
.
«…Έχουμε στιγμές απελπισίας που κάνουμε ακόμα και την σκέψη να εγκαταλείψουμε την ορχήστρα, οπόταν ξαφνικά, την τελευταία στιγμή, ως εκ θαύματος, βρίσκονται τα κεφάλαια. Τότε έχει επέμβει ο γενναιόδωρος Δημήτρης, που όχι μόνο όλα αυτά τα χρόνια δεν εζήτησε ποτέ αύξηση, αλλά προσφέρθηκε να παίρνει και λιγώτερα, ενώ παράλληλα επλήρωνε στους μουσικούς κρυφά από την τσέπη του την διαφορά ανάμεσα στον μισθό τους και εκείνο που είχαν ζητήσει.»
(Μιννεάπολις, 1.5.1946)
*
«... Για τους κριτικούς στις εφημερίδες της Νέας Υόρκης, τους οποίους αποκαλείς κλίκες, δεν έχεις απόλυτα δίκιο, θα αποκαλούσες κλίκα μια ομάδα ανθρώπων που πιστεύουν δυνατά σε κάτι διαφορετικό; Θα έλεγα μάλλον ότι είναι μια ομάδα, και δυστυχώς μεγάλη, από αντιδραστικούς και εφήμερους συνθέτες και διανοούμενους, τους αποκαλούμενους δήθεν μοντέρνους, που απορρίπτουν κάθε τι που είναι πιο προηγμένο, είτε σε γούστο, είτε σε τεχνική. Πολλοί από αυτούς απλούστατα φοβούνται την προσπάθεια που απαιτείται για ένα τόσο προχωρημένο μουσικό ιδίωμα. Αλλά, και αυτούς δεν θα μπορούσες να τους αποκαλέσεις κλίκα. Δεν θέλουν το κακό κανενός. Απλούστατα πολεμούν ό,τι τους ενοχλεί…»
(Μιννεάπολις, 12.1.1948)
«… Ο καινούργιος μου μάνατζερ, στον οποίο μετά την πρώτη μας συνάντηση κατά την οποία του έδωσα τα πρώτα μου 6 προγράμματα, που τα χαιρόμουν τόσο, ζήτησε να με δει εσπευσμένως, και ούτε λίγο ούτε πολύ είχε την αναίδεια να μου φέρει μια καινούργια λίστα, στην οποία κανένα από τα κομμάτια μου δεν υπήρχε, λέγοντας μου ότι αυτά τα προγράμματα θα διώξουν τον κόσμο και ότι θέλει πιο λαϊκά προγράμματα. Εννοείς ότι μπροστά σε αυτήν την αναίδεια μόνο που δεν τον έβρισα. Του είπα ότι εννοώ να κάνω τα προγράμματα που θέλω, και ότι υπό τοιαύτας συνθήκας δεν πρέπει να υπολογίζουν σε μένα για τη προσεχή σαιζόν.»
(Μιννεάπολις, 2.10.1938)
*
«… Ίσως ν' άκουσες από πρόσωπα που ήλθαν εδώ ότι κατοικώ στο πιο φθηνό ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, πολύ κοντά στο Carnegie Hall. Στα γραφεία της Φιλαρμονικής διαφαίνεται κάποια δυσφορία, επειδή ο Μαέστρος της Φιλαρμονικής δεν κατοικεί σε palace όπως οι προηγούμενοι. Πάντως, απευθυνόμενος στους δημοκρατικότερους δημοκράτες του κόσμου, τους είπα πως είναι “βασιλικώτεροι και του βασιλέως”, έτσι τους έβαλα στα στενά και με αφήνουν ήσυχο να ζω όπως θέλω και όπου θέλω.»
(Νέα Υόρκη, 3.2.1950)
*
«... Επί τέλους η Αθήνα έχει τον πραγματικό μαέστρο: τον Hermann Scherchen. Ήμουνα βέβαιος πως θα σου αρέσει και, δεν αμφιβάλλω, θα αντελήφθης πόσο σπουδαίος είναι, τι γνώσεις τεράστιες έχει, και πόσο εγώ ο φτωχός απέχω από τις αφάνταστες τεχνικές του γνώσεις. Έχει τα σπουδαιότερα τεχνικά εφόδια για ένα μαέστρο, τα οποία εγώ, δυστυχώς, παρ' όλες τις προσπάθειες μου, δεν θα αποκτήσω ποτέ. Γι' αυτό δεν πίστεψα ποτέ πως μπορούσα να έχω αξιώσεις να είμαι ένας από τους απόλυτα μεγάλους καλλιτέχνες. Εκείνο που με κάνει να φαίνομαι πως τους πλησιάζω είναι η ένταση της έκφρασής μου, η λογική ρυθμική Construction μου και η πειστική δύναμη που μερικές φορές έχω όταν είμαι στις καλές μου. Μα κατά βάθος παλεύω πάντα με ένα σωρό ελλείψεις φυσικές, ξερά μουσικές, με τις οποίες ο Θεός με έχει προικίσει. Μα ούτε και η τύχη με έκανε να παίζω έγχορδο, αντί να παίζω ένα μέτριο πιάνο. Όλα αυτά με κάνουν να πιστεύω ακράδαντα πως τέλεια παρεξήγηση υπάρχει εκ μέρους του κοινού και των φίλων, αν ποτέ η εκτίμηση τους με σπρώξει σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα. Από την άλλη μεριά, εγώ, πάσχοντας από ακράτητη ευσυνειδησία, θα τυραννάω τον εαυτό μου να φθάσω το σημείο που οι άλλοι με φαντάζονταν. Αυτή είναι η τραγωδία της ζωής μου.
(Μιννεάπολις, 26.1.1940)
* * *
Και πιθανόν να λέει, κάποια πράγματα που δεν θα τολμούσε να πει απευθείας. Όπως εδώ, ίσως:
.
«... Πίστεψε με, έφθασα στο σημείο να είμαι πολύ ανεκτικός, όταν ακούω κάποιον άλλον να κάνει μουσική, αν την αισθάνεται διαφορετικά από μένα. Δεν έχω το κουράγιο να κατηγορήσω κανένα είτε επειδή αισθάνεται λιγώτερο έντονα, είτε επειδή του αρέσουν τα απλά πράγματα, είτε επειδή δεν το αποτολμά να γελάσει πολύ δυνατά ή να κλάψει πολύ δυνατά - ωστόσο ευχαριστώ το Θεό ότι δεν ανέχομαι να πάψω να είμαι αυτός που είμαι, επειδή για μένα η μουσική είναι μια άλλη έκφραση της σεξουαλικής ζωής που δεν έχω ζήσει, και υποθέτω, όπως σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι κανείς ελεύθερος να εκδηλωθεί στο σπίτι του, σε κλειστό χώρο, το ίδιο κάνω επάνω στη σκηνή, όπου αισθάνομαι μόνος μπροστά στο σύντροφο μου, με τον οποίο ανταλλάσσω τα αισθήματα μου.»
(Νέα Υόρκη, 4.1.1952)
Δημοσίευση σχολίου