Παρ’ όλο που η ανδρική ομοφυλοφιλία είχε ασκηθεί τρομερά στα Σόδομα και στους Τυρρηναίους’ παρ’ όλα που είχε ασκηθεί επίσης στους Εβραίους, στους Πέρσες, στους Κέλτες’ παρ’ όλο που ίσως δεν ήταν άγνωστη στη Γερμανία’ παρ’ όλο που στη Ρώμη ακούμε να γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα ήδη από την εποχή της Δημοκρατίας και που έλαβε υπό την Αυτοκρατορία έναν εκκεντρικό χαρακτήρα –πράγμα που φανερώνει ότι η ερωτική έλξη για τ’ αγόρια δεν προκύπτει κατ’ ανάγκη από έναν υπερβολικά εξέχοντα πολιτισμό, εφόσον, άλλωστε, έχουμε ανακαλύψει ότι υφίστατο μεταξύ των αγρίων φυλών της Βόρειας Αμερικής, καθώς και στο Περού- το σύνολο αυτών των γεγονότων δείχνει ότι το περίεργο μείγμα υλισμού και πνευματικότητας, που αποτελεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του λεγόμενου «ελληνικού έρωτα», δεν απαντάται πουθενά αλλού. Στην Ελλάδα, η ερωτική σχέση με αγόρια εκτιμήθηκε όχι μόνο από τους πολίτες αλλά και από το νομοθέτη, ο οποίος την αναγνώρισε επίσημα ως ένα χρήσιμο μέσο εκπαίδευσης’ και οι φιλόσοφοι συζήτησαν όχι μόνο για τον ευγενή και καθαρό έρωτα των αγοριών, αλλά και για τα πιο διεφθαρμένα πάθη.
Είναι αλήθεια ότι η ερωτική ποίηση των Περσών και των Αράβων είναι τόσο επηρεασμένη από την ερωτική έλξη για τ’ αγόρια που δεν περιλαμβάνει τον έρωτα παρά μόνον υπό αυτή τη μορφή και που εκτιμά την αρσενική ομορφιά πολύ περισσότερο από τη θηλυκή. Ωστόσο, παραμένει σίγουρο το γεγονός ότι πουθενά αλλού η τέχνη και η ποίηση δεν τη δόξασαν και δεν την εξιδανίκευσαν τόσο όσο οι Έλληνες που την έκαναν πραγματικό θεσμό.
Οι Έλληνες διέκριναν αυτό το συναίσθημα από όλα τα ανάλογα με αυτό, κυρίως μάλιστα από τη φιλία. Οι φιλόσοφοι όμως θεωρούσαν τη φιλία ερωτική ως έναν τύπο του είδους φιλία, είδος στο οποίο ο Πλάτων απέδιδε τα χαρακτηριστικά τριών ακόμη τύπων, φιλία φυσική, εταιρική και ξενική, ενώ ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί αναγνώριζαν δυο ακόμη τύπους φιλίας, φιλία συγγενική και φιλία ξενική.
Moritz – Hermann – Eduard Meier: Ο «Ελληνικός Έρωτας» στην Αρχαιότητα (Περίπλους, 2009)
6 σχόλια:
«Εις την Ιωνίαν πάλιν», λέει ο Πλάτων, «και αλλού, εις πολλά μέρη, κρίνεται προσβλητικόν εις όσους ζουν υπό την κυριαρχίαν των βαρβάρων να ζητούν να κερδίσουν με ωραία λόγια τους νέους. Διότι εις των βαρβάρων την αντίληψην, είν’ εξ αιτίας της απολυταρχίας ανήθικον και τούτο όπως και η αγάπη προς την καλλιέργειαν του πνεύματος και τον αθλητισμόν. Διότι δεν συμφέρει, φαντάζομαι, εις τους κυβερνώντας φρονήματα γενναία να καλλιεργούνται μεταξύ των υπηκόων και φιλίαι και δεσμοί ισχυροί, ό,τι ακριβώς αναπτύσσουν συνήθως και τα’ άλλα όλα και ο έρως».
Ο Πλάτων σε αυτό το σημείο μιλά όχι για τους Ίωνες γενικά, αλλά μόνο για εκείνους που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της περσικής αυτοκρατορίας και εξηγεί αυτή την ιδιαιτερότητα των ηθών τους όχι με τη φυσική διάθεση αυτών των πληθυσμών, αλλά με τη τυραννική μορφή της διακυβέρνησης τους. Διότι οι τύραννοι φοβούνται λιγότερο για τον εαυτό τους, όταν δεν υπάρχει η οικειότητα που προκύπτει από τα κοινά γεύματα και από τις ομοερωτικές σχέσεις, όπως ακριβώς η ανάπτυξη των σωματικών δυνάμεων από τη γυμναστική και το πνεύμα της ανεξαρτησίας από τη φιλοσοφία.
Αλλά στους Χαλκιδείς της Εύβοιας και στους αποίκους της Χαλκιδικής υπήρχε ένα σημαντικό ιωνικό στοιχείο, ιδίως αν θελήσουμε να περιλάβουμε και το ποσοστό που δίνει ο Αιολίδης, και ξέρουμε τι άνθηση γνώρισε ο ομοερωτισμός σε αυτούς: η λέξη χαλκιδίζω χρησιμοποιείτο παροιμιακά ως συνώνυμο της λέξης παιδεραστώ.
Κατά τις χαλκιδικές παραδόσεις, εκεί διαδραματίστηκε η απαγωγή του Γανυμήδους, σ’ ένα σημείο που πήρε το όνομα Αρπάγιον. Αυτός ο θρύλος δείχνει ότι στους Χαλκιδείς, όπως και στους Κρήτες, οι ερωτικές χέσεις δημιουργούνταν με απαγωγή: αυτό πιστοποιεί η λέξη. Όμως η χαλκιδική ομοερωτική σχέση ήταν αγνή και το λέω βασιζόμενος στο παράδειγμα της Ολύνθου και στη μαρτυρία των ποιητών που παρουσίαζαν την ανδρεία και τον έρωτα ως στοιχεία τα οποία κανονικά ήταν συνυφασμένα και άνθιζαν μαζί στις πόλεις των Χαλκιδέων.
Ο Χαλκιδεύς Ευφορίων ήταν μαθητής και ερώμενος του Αρχεβούλου.
Στην Όλυνθο, που για κάποιο διάστημα ήταν πρωτεύουσα της Χαλκιδικήςμ ο «ελληνικός έρωτας» άσκησε επιρροή στην πειθαρχία των στρατιωτικών λόχων όπως αποδεικνύεται με το παράδειγμα του Επισθένους.
Το Ρήγιο (Μεγάλη Ελλάδα) ήταν αποικία των Χαλκιδέων και ήδη παρατηρήσαμε ότι ο Ίβυκος, ποιητής από το Ρήγιο, ύμνησε ιδιαίτερα την ερωτική σχέση με αγόρια.
Ο Χαρίδημος των Ωρεών (πόλη της Ευβοίας), στρατηγός του βασιλιά Κότυ από τη Θράκη, απαίτησε από τη βουλή της Ολύνθου να του παραδώσουν έναν όμορφο νέο αιχμάλωτο.
Ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, είχε επιδοθεί με πάθος, στον αρσενικό έρωτα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί ώστε να μην δείχνει βίαια τη ζήλια του απέναντι στους εωμένους του.
Τα ιώνια νησιά της Χίου και της Σίφνου είχαν πολύ άσχημη φήμη για τα ερωτικά τους έθιμα και οι λεξικογράφοι δεν μας αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας σχετικά με το γεγονός ότι οι κάτοικοι τους ήταν μεγάλοι ρέκτες ως προς τις ερωτικές σχέσεις με αγόρια.
Όσον αφορά το ιώνιο νησλι της Κέας, έχουμε το παράδειγμα του Ακοντίου, ο οποίος είχε πολλούς εραστές.
Ο Άριστος και ο Θεμίσων, ερώμενοι του βασιλιά Αντιόχου του Επιφανούς, ήταν Κύπριοι.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει ένα παράδειγμα αναξιοπρεπούς παιδεραστικής ατίμωσης που διέπραξαν μεθυσμένοι νεαροί της Νάξου σ’ έναν πλούσιο και έντιμο πολίτη, τον Τελεσταγόρα, και στις δύο του κόρες.
Ας προσθέσουμε σε αυτό το τελευταίο παράδειγμα και την περίπτωση του ποιητή Ανακρέοντος από την Τεώ της Ιωνίας, τα ποιήματα του οποίου ήταν αφιερωμένα σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην εξύμνηση του κάλλους των νεαρών αγοριών και των εφήβων. Αποδεικνύεται έτσι ότι ακόμα και όσον αφορά τους Ίωνες τους προερχόμενους από την ίδια την Ιωνία, δηλαδή από τα δυτικά παράλια της Ασίας, δεν μπορούμε να δεχτούμε, παρά με επιφύλαξη, τον ισχυρισμό του Πλάτωνα. Αυτό που ήθελε να πει ο Πλάτων είναι ότι στις ιωνικές πόλεις που κυβερνώντο από τυράννους ή βρίσκονταν υπό την επήρρεια των Περσών, ο ομοερωτισμός δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί υπό τη μορφή πολιτικού θεσμού. Όσο για την ακολασία με αγόρια, ο Πλάτων παραλείπει να αναφερθεί σε αυτήν, διότι από πολιτικής απόψεως δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Moritz – Hermann – Eduard Meier: Ο «Ελληνικός Έρωτας» στην Αρχαιότητα (Περίπλους, 2009)
1. Στην Κρήτη
Πώς έφτασε η συνήθεια της ομοερωτικής σχέσης με αγόρια στην Κρήτη; Θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Welcker ότι οι Έλληνες την είχαν κληρονομήσει από τους Λυδούς; Θα πρέπει να πιστέψουμε ότι μόνον από τους Λυδούς κρατούσε η σεξουαλική έλξη για αγόρια; Είναι αδύνατον να απαντήσει κανείς σε αυτές τις ερωτήσεις, ελλείψει επαρκών δεδομένων. Ας σημειώσουμε ωστόσο ότι σε ολόκληρη τη δωρική φυλή η σχέση με αγόρια χαρακτηρίστηκε σαν κάτι καλό και παιδαγωγικό, γεγονός που μας ωθεί να σκεφτούμε ότι η συνήθεια της ερωτικής σχέσης με αγόρια αρχικά αναπτύχθηκε υπό αυτή τη μορφή, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, την κοιτίδα αυτής της φυλής.
Τις βασικές πληροφορίες που έχουμε για την κρητική ερωτική σχέση αυτού του είδους μας τις έχει παράσχει ο Έφορος. Παρόλο που στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας ο πιο ηλικιωμένος, δηλαδή ο εραστής, προσπαθούσε αρχικά να κερδίσει με την πειθώ την εύνοια του ερωμένου, στην Κρήτη, αντίθετα, οι σχέσεις μεταξύ του εραστή και του ερωμένου άρχιζαν με την απαγωγή, όπως ακριβώς στη Σπάρτη ο αρραβωνιαστικός έκλεβε την αγαπημένη του. Τρεις ή περισσότερες μέρες πριν από την απαγωγή, ο εραστής γνωστοποιούσε τα σχέδιά του στους φίλους και στους συγγενείς του νεαρού. Οι τελευταίοι άφηναν όμως τον νεαρό να κυκλοφορεί έξω όπως συνήθως και θεωρείτο ντροπή να τον κρύβουν. Την προκαθορισμένη μέρα, οι φίλοι συγκεντρώνονταν και αν έκριναν ότι ο εραστής του αγοριού δεν ήταν άξιος για εκείνο, εμπόδιζαν την αρπαγή' αν όμως, αντίθετα, ο εραστής ήταν ένας άνδρας έντιμος και από κάθε άποψη ισάξιος του ερωμένου, δεν αντιστέκονταν παρά μόνο για τους τύπους και ακολουθούσαν τον απαγωγό μέχρι να οδηγήσει το νεαρό αγόρι στο ανδρείον του. Ο ερωμένος, αφού έφτανε εκεί, έκανε αρχικά ένα δώρο στον εραστή και στη συνέχεια τον οδηγούσε σε ένα εξοχικό σπίτι: στο βουνό ή εκεί που είχε τα κτήματά του, λέει ο Ηρακλείδης ο Ποντικός. Όσοι είχαν παρευρεθεί στην αρπαγή τον ακολουθούσαν εκεί και, για εξήντα μέρες, ο εραστής έπρεπε να τους δέχεται, να τους φιλοξενεί και να τους προσφέρει τη χαρά του κυνηγιού, μια χαρά που οι Κρήτες έβαζαν πάνω από κάθε άλλη. Δεν επιτρεπόταν στον εραστή να βλέπει τον νεαρό περισσότερο από δύο μήνες' κατ’ αυτό το διάστημα τον οδηγούσε στην πόλη, του χάριζε μια πανοπλία, έναν ταύρο και ένα αγγείο και ύστερα τον έδιωχνε. Πέρα από αυτά τα δώρα, τα οποία όριζε ο νόμος, του έκανε και πολλά άλλα και ακόμη ακριβότερα, τόσο πολύ που σε τέτοιες καταστάσεις, εξαιτίας της αύξησης των εξόδων, συνέβαινε συχνά να συμβάλλουν με χρήματα και οι φίλοι του εραστή. Στη συνέχεια, ο νεαρός θυσίαζε τον ταύρο στον Δία και, επί τη ευκαιρία αυτής της θυσίας, οργάνωνε ένα μεγάλο συμπόσιο για όλους αυτούς που τον είχαν ακολουθήσει στην εξοχή. Στο συμπόσιο αυτό, έκανε απολογισμό των σχέσεων με τον εραστή του, έλεγε αν αυτός του είχε φερθεί πραγματικά φιλικά ή αν του είχε φερθεί ποτέ με βία. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση είχε το δικαίωμα να χωρίσει από τον βίαιο σύντροφο και να ζητήσει αποκατάσταση' στην αντίθετη περίπτωση, οι σχέσεις μεταξύ εραστή και ερωμένου συνεχίζονταν.
Οι Κρήτες θεωρούσαν ντροπή για έναν όμορφο νεαρό που καταγόταν από ένδοξη οικογένεια να μην έχει βρει εραστή και εκτιμούσαν ότι ο πραγματικά αγαπητός εραστής ήταν εκείνος που διακρινόταν όχι λόγω της ομορφιάς του, μα λόγω της ανδρείας του και της υψηλής του μόρφωσης. Τα νεαρά αγόρια που είχαν αρπαχθεί απολάμβαναν ιδιαίτερες τιμές' είχαν ξεχωριστή θέση στους χορούς και στα γυμνάσια' τους επιτρεπόταν, για να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, να φορούν ένδυμα τιμής, που τους είχε προσφέρει ο εραστής τους' αυτό μάλιστα συνεχιζόταν και όταν ενηλικιώνονταν, για να δείχνουν ότι άλλοτε ήταν κλεινοί. Έτσι ονομαζόταν ο ερωμένος, ενώ ο εραστής αποκαλείτο φιλήτωρ.
Ο Έφορος αναφέρει ακόμη ένα όνομα που έπαιρναν τα αγόρια που είχαν απαχθεί, το όνομα παρασταθέντες, χωρίς όμως να αποσαφηνίζει τη διαφορά μεταξύ του ονόματος αυτού και του κλεινοί. Ενδέχεται το όνομα κλεινός να περιέγραφε τον ερωμένο βάσει του ένθερμου δεσμού των πρώτων σχέσεων που είχε με τον εραστή του, ενώ το όνομα παρασταθείς να χρησιμοποιείτο την μετέπειτα περίοδο. Στην πραγματικότητα, αυτό το όνομα παραπέμπει στη θέση που είχε κανείς σε έναν χορό ή σε ένα ζευγάρι συμπολεμιστών, είναι μάλιστα αληθοφανές ότι στην Κρήτη, όπως και σε πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, ο ερωμένος ήταν υπηρέτης του εραστή. Στα λόγια αυτά, ο Höck, όχι άνευ λόγου, υπενθυμίζει ότι, όπως και οι Λακεδαιμόνιοι που έκαναν προσφορά στον θεό Έρωτα πριν από τη μάχη, οι Κρήτες, κατά τη διάρκεια της μάχης, έβαζαν τους πιο ωραίους άνδρες της πόλης να κάνουν προσφορά στον ίδιο αυτό θεό.
Η κρητική ομοερωτική σχέση με αγόρια δεν ήταν αψεγάδιαστη και άσπιλη' η απόδειξη βρίσκεται στην κατηγορία που δέχεται από τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο, αλλά και στην παροιμιώδη έκφραση «κρήτα τρόπον», η οποία περιέγραφε την ερωτική σχέση με αγόρια. Ο κρητικός νομοθέτης δεν μπορεί επομένως να αποφύγει την κατηγορία του ότι ευνόησε το θεσμό. Όμως, το ότι μια συνήθεια τόσο πρόδηλα ευνοημένη, που θα έδινε τέτοια αποτελέσματα ανδρείας, δεν είχε ακριβώς ως αντικείμενο ντροπιαστικές ενέργειες και το ότι, σύμφωνα με την άλλωστε ανακριβή επεξήγηση του Αριστοτέλη[, ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να εμποδίσει με αυτό το μέσο την υπερβολική δημογραφική άνοδο, είναι ό,τι θα μας επιτρεπόταν έστω να υποθέσουμε χάριν της τιμής του ανθρώπινου είδους' και περαιτέρω, ότι ένα μέτρο τέτοιου είδους δεν ήταν αντίθετο στο πνεύμα της συγκρότησης της δωρικής φυλής και ότι δεν ήταν απίθανο να είχαν προσπαθήσει να πετύχουν με αυτό το βίαιο μέσο μια ισορροπία μεταξύ του πληθυσμού και της ιδιοκτησίας, μεταξύ του οίκου και των κλήρων.
Εφόσον οι θρύλοι θέλουν να ονομαζόταν Αρπαγίας το μέρος όπου συνέβη η απαγωγή του Γανυμήδη, θα τολμούσαμε να καταλήξουμε στο ότι σε εκείνο το μέρος συνηθιζόταν να γίνεται απαγωγή νεαρών αγοριών.
2. Στη Σπάρτη
Στην πρωτεύουσα της δωρικής φυλής, η ομοφυλοφιλική σχέση με αγόρια απέκτησε πολύ μεγάλη σημασία. Εκεί, δεν επρόκειτο μόνο για ανοχή και για επιείκεια που προέκυπτε από τα ήθη' κατά κάποιο τρόπο η ίδια η διακυβέρνηση επέβαλε αυτόν τον έρωτα και ενέκρινε αυτή την επιβολή με νομικές ποινές. Αυτό υποστηρίζει τουλάχιστον ο Αιλιανός στην Ποικίλη Ιστορία του. Σύμφωνα με αυτόν τον συγγραφέα, οι έφοροι τιμωρούσαν τον αριστοκράτη νεαρό που δεν είχε καθόλου εραστή και επέβαλαν πρόστιμο στους ωραίους νεαρούς που είχαν προτιμήσει έναν πλούσιο εραστή από έναν τίμιο φτωχό άνδρα. Ακόμα και στις δύο βασιλικές οικογένειες, τα νεαρά αγόρια είχαν εραστές και οι άνδρες ερωμένους. Φέρουμε εδώ ως παραδείγματα αυτής της συνήθειας τον Αγησίλαοκαι τον Κλεομένη.
Στη Σπάρτη όμως αυτή η μορφή του έρωτα ήταν ένα πραγματικό μέσο διαπαιδαγώγησης, και ιδού ο λόγος που ο Ξενοφών, αφού διατύπωσε την αρχή ότι «η παιδεραστία αποτελεί τρόπον τινά μέρος της παιδείας», πραγματεύεται ταυτόχρονα τα δύο θέματα. Κατά τον Ξενοφώντα, ο νομοθέτης επιδοκιμάζει την αγνή παιδεραστία' εκτιμά ότι δεν υπάρχει καλύτερη εκπαίδευση από αυτήν που προκύπτει από τον έρωτα ενός τιμίου άνδρα για την ψυχή ενός ωραίου νεαρού και από τις άμεμπτες φιλικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσά τους' θεωρεί όμως ντροπή την επιθυμία που θα ένιωθε ο εραστής να απολαύσει το σώμα του ερωμένου, γι΄ αυτό και στη Λακεδαιμονία οι εραστές δεν ήταν λιγότερο επιφυλακτικοί απέναντι στους ερωμένους τους, απ’ ό,τι ήταν οι γονείς απέναντι στα παιδιά και τα αδέρφια αναμεταξύ τους. «Σε πολλούς», προσθέτει ο Ξενοφών, «αυτή η επιφύλαξη θα φανεί απίστευτη, μα η δυσπιστία τους προέρχεται από το γεγονός ότι σε πολλές πόλεις οι νόμοι δεν είναι αντίθετοι με την ηδυπαθή ικανοποίηση αυτού του έρωτα.»
Γνωρίζουμε ότι στη Σπάρτη, από την πρώτη νεότητα, η εκπαίδευση του παιδιού ξέφευγε από τα όρια της οικογένειας και γινόταν πια δημόσια υπόθεση. Σε αυτές τις συνθήκες, η «παιδεραστία» καλείτο να αποκαταστήσει την πατρική δραστηριότητα και ο εραστής γινόταν, θα λέγαμε, ο δεύτερος πατέρας του ερωμένου. Εξάλλου, ο νόμος επέτρεπε στον εραστή να εξοικειώνεται πλήρως με τον αγαπημένο του, να δίνει δείγματα της τρυφερότητάς του, ενώ δεν αντιτίθετο στις πιο προσωπικές σχέσεις' και, σύμφωνα με τον Αιλιανό, ο ερωμένος δεν είχε το δικαίωμα να φέρεται ούτε περήφανα, ούτε ακατάδεκτα. Αν όμως αυτός ο έρωτας γινόταν ακάθαρτος, ο νόμος επεφύλασσε παρόμοια αυστηρότητα για τον δράστη και το θύμα της διεφθαρμένης πράξης: την ατίμωση, την εξορία ή ακόμη και τον θάνατο και των δύο.
Ασφαλώς, πρακτικώς, συχνά έπρεπε να ξεπεραστούν οι νομικές απαγορεύσεις και η αγνότητα που προέβλεπε ο νομοθέτης δεν παρατηρείτο πάντα στα ήθη. Έτσι εξηγούνται οι αντιφατικές κρίσεις που ανέφεραν οι αρχαίοι συγγραφείς: από τη μια τα εγκώμια αυτών που, όπως ο Πλούταρχος, επιδοκιμάζουν τη σπαρτιατική «παιδεραστία» και, από την άλλη, οι κριτικές αυτών που, όπως ο Πλάτων και ο Κικέρων, την καταδικάζουν.
Στη Σπάρτη, ο εραστής λεγόταν εισπνήλας ή είσπνηλος' το αγαπάν λεγόταν εισπνείν' ο ερωμένος ονομαζόταν, όπως και στη Θεσσαλία, αΐτας. Δεν είναι απίθανο στη Σπάρτη οι νεότεροι να αναζητούσαν μερικές φορές πιο ηλικιωμένους' ο γενικός κανόνας όμως ήταν ότι ο είσπνηλος ζητούσε την εύνοια του αΐτα. Ο πρώτος υπερασπιζόταν την υπόθεση του δευτέρου στη δημόσια βουλή' ο πρώτος είχε δίπλα του τον δεύτερο στο πεδίο της μάχης και υπάρχουν πολλά παραδείγματα πίστης που έφθανε ως τον θάνατο.
Στον οίκο, ο είσπνηλος εκπαίδευε τον αΐτα στην ανδρική αρετή, όπως βλέπουμε στον σπουδαίο θρύλο του Ηρακλή, ο οποίος καλλιεργούσε στον νεαρό Ύλα τις αρετές που είχαν κάνει κι εκείνον να ξεχωρίζει. Υπήρχε επομένως τέτοια εμπιστοσύνη στην ηθική επίδραση του εραστή στην επιμόρφωση του ερωμένου, ώστε ενδέχετο συχνά ο είσπνηλος να τιμωρείται για ένα λάθος που διέπραττε ο αΐτας του.
3. Στις άλλες δωρικές πόλεις
Δεν λείπουν αποδείξεις ύπαρξης «παιδεραστίας» στα Μέγαρα και στην Κόρινθο' στην Αμβρακία και στη Συρακούσα, αποικίες της Κορίνθου' στην Επίδαμνο, αποικία της Κέρκυρας, που ήταν με τη σειρά της αποικία της Κορίνθου' στην Κνίδο, στον Τάραντα, αποικίες της Σπάρτης' την Ηράκλεια, αποικία του Τάραντα' στον Ακράγα, αποικία της Γέλας, που ήταν αποικία της Ρόδου' στη Ρόδο, στην Αλικαρνασσό, αποικία της Τροιζήνας' στους Επιζεφύριους Λοκρούς, που έχουμε το δικαίωμα να υπολογίσουμε ως έναν από τους λαούς της δωρικής φυλής, αν προσαρτήσουμε τους Οπούντιους και τους Οζόλους Λόκρους στην αιολική καταγωγή.
Στα Μέγαρα, κάθε χρόνο στην αρχή της Άνοιξης τα αγόρια συγκεντρώνονταν κοντά στον τάφο του Διοκλή, εξόριστου Αθηναίου γνωστού για την τρυφερή και πιστή φιλία που είχε δείξει στους αγαπημένους του κατά τη διάρκεια της ζωής του, και εκεί συμμετείχαν σε έναν παράξενο διαγωνισμό φιλιού. Όποιος φιλούσε γλυκύτερα τον αντιφιλούντα, στεφόταν νικητής και πήγαινε ύστερα τα στεφάνια στη μητέρα του. Ας προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με τον Αθήναιο[35], ο Θέογνις ο Μεγαρεύς δεν ήταν αντίθετος προς την «παιδεραστία» και, σύμφωνα με τους λεξικογράφους[36], ήταν ο εραστής του Κύρνου, στον οποίο και αναφέρεται τόσο συχνά στις ελεγείες του.
Ο Ιέρων ο Συρακούσιος επιδιδόταν πάρα πολύ στον ελληνικό έρωτα και ο ερωμένος του ο Δαΐλοχος είχε επονομαστεί ο κάλλιστος. Το ίδιο επιδιδόταν και ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, οι γιοι του Νυσαίος και Ιππαρίνος, και ο Δίων, ο οποίος ήταν αξιοπρόσεκτος για την ομορφιά του σώματος και του πνεύματός του και ήταν ερωμένος του Πλάτωνα.
Ο πλατωνικός Εύδοξος από την Κνίδο φαίνεται ότι ήταν ο ερωμένος του γιατρού Θεομέδωνα.
Στον Ακράγαντα αυτό που συνέβαλε κυρίως στο να τιμηθεί ο ελληνικός έρωτας ήταν η πίστη που ενέπνευσε ο Χαρίτων και ο Μελάνιππος, με τον πρώτο να είναι εραστής του δευτέρου, στην επιχείρησή τους ενάντια στον τύραννο Φάλαρι' έπειτα, ο χρησμός του Απόλλωνα απέτιε φόρο τιμής στη γενναία τους συμπεριφορά. Αντίθετα, κατηγορήθηκε ο Φάλαρις, όπως και πολλοί άλλοι βάρβαροι τύραννοι, λόγω της συνήθειάς του να επιδίδεται σε ακάθαρτη παιδεραστία.
Κατά τη Σουίδα, οι Ιταλιώτες ήταν αυτοί που είχαν ανακαλύψει τον ελληνικό έρωτα.
Αποδίδουμε επίσης στους Ετρούσκους, στους Σαμνίτες, στους Μεσσάπιους, στους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας, την άσκηση του ακάθαρτου έρωτα των ανδρών και την αμαύρωση των νεαρών αγοριών. Ωστόσο, δεν φαίνεται ότι σε καμία από αυτές τις περιοχές η «παιδεραστία» δεν αναγνωρίσθηκε δημοσίως και ότι δεν απέκτησε πολιτική σημασία.
Moritz–Hermann–Eduard Meier: Ο «Ελληνικός Έρωτας» στην Αρχαιότητα (Περίπλους, 2009)
Δημοσίευση σχολίου