Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011

No 790

Ανδρέας Κάραγιαν (Κύπρος)

Μια ποδηλασία ένα ανοιξιάτικο πρωινό
Κάθε Κυριακή, είτε το ήθελα είτε όχι, έπρεπε να εκκλησιαστώ. Μου άρεσε η λειτουργία στα λατινικά, συχνά όμως βαριόμουν και αφηνόμουν στους ήχους του αρμονίου ταξιδεύοντας στις διάφορες τοιχογραφίες της οροφής με τα αγγελάκια να επιδεικνύουν αναίσχυντα τους χαριτωμένους ποπούς τους ή στα γλυπτά των ροδομάγουλων αγίων τα οποία στόλιζαν τις κόγχες της ψηλοτάβανης εκκλησίας.
Μια τέτοια Κυριακή, όπως ήμουν χαμένος σε ονειροπολήσεις, το μάτι μου διασταυρώθηκε με ένα γαλάζιο έντονο βλέμμα' ντράπηκα και κοίταξα αλλού. Βγαίνοντας, αφού πήρα αγίασμα, είδα το νεαρό να στέκεται στο προαύλιο. Ένα χαμόγελο φώτισε το ανοιχτόχρωμο πρόσωπό του. Ήταν μεγαλύτερος και ψηλότερος από εμένα, θα ήταν καμιά εικοσιπενταριά χρονών και φορούσε στρατιωτική στολή. Η καθολική εκκλησία ήταν γεμάτη ένστολους νέους. Αυτό με έκανε να νιώθω οικεία με τους Άγγλους, πώς να τους δω σαν «κατακτητές» όταν οι περισσότεροι ήταν σχεδόν στην ηλικία μου; Ο Τζο ήταν αξιωματικός από τη Σκωτία. Ήμασταν και οι δύο με τα ποδήλατα και μου πρότεινε μια βόλτα. Είχα ακόμη αρκετή ώρα ώσπου να επιστρέψω το μεσημέρι για το οικογενειακό κυριακάτικο γεύμα. Πήραμε το δρόμο προς το Κιόνελλι, περνώντας ανάμεσα από μακριές σειρές από κυπαρίσσια. Ο Τζο άφηνε το τιμόνι και έπιανε το δικό μου για να τον ακολουθήσω, ακουμπώντας με απαλά στο χέρι. Βρισκόμασταν κάποια απογεύματα όταν δεν είχε δουλειά και ποδηλατούσαμε σε ερημικά μέρη. Ήταν η μυστική συμφωνία μας, το μυστικό μας. Στο σπίτι έλεγα ότι έβγαινα με τους συμμαθητές μου. Μιλούσαμε για χίλια πράγματα, για τη ζωή του, για το πόσο άχαρο ήταν να βρίσκεται αυτόν τον καιρό στην Κύπρο, όπου σε κάθε γωνιά καιροφυλακτούσε ο θάνατος' οι δρόμοι της Λευκωσίας είχαν γεμίσει αίματα και δολοφονίες. Έβλεπα τον εαυτό μου σαν προστάτη του άγγελο, τον σταύρωνα και έλεγα αυτά που άκουγα από τη μάνα μου, «Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά» να τον προφυλάξω από κάθε κίνδυνο ! Η «μυστική» αυτή σχέση με έναν «εχθρό» συνέχισε αρκετό καιρό, μου θύμιζε την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας που διάβαζα για τις εξετάσεις μου στα αγγλικά. Αφηνόμασταν στη γοητεία της χωρίς να την αναλύουμε. Όταν μου ανακοίνωσε ότι θα επέστρεφε στην πατρίδα του μου ζήτησε, για πρώτη φορά, να ανέβω στο γραφείο του που ήταν άδειο. Τον αγκάλιασα και έγειρα το πρόσωπο στον ώμο του. Όπως με χάιδευε, βρεθήκαμε και οι δυο χωρίς τα πουκάμισα, με τα στήθη μας να αγγίζουν σφιχτά το ένα το άλλο. «Andreas» μου είπε, «you are so young and innocent. Let's stop here». Υoung ήμουν, αλλά innocent αμφιβάλλω. Χιλιάδες ερωτικές εικόνες έπαιζαν σαν κινηματογραφική ταινία στο μυαλό μου, παιδεύοντάς με και αιχμαλωτίζοντάς με σε ανεκπλήρωτες καταστάσεις' εξάλλου έτσι ανοιγόταν για μένα ο δρόμος προς την κόλαση. Με τον Τζo αφέθηκα, είχε όμως τη σύνεση να σταματήσει. Έφυγε για τη Σκωτία. Έξι μήνες πονούσε το στομάχι μου, έχανα βάρος και η μάνα μου με πήγαινε στο γιατρό, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να διαγνώσει τίποτα το οργανικό. «Εφηβεία» της έλεγε για να την καθησυχάσει.

Ανδρέας Κάραγιαν: Ανήθικες ιστορίες (Γαβριηλίδης)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Erik
Αρχές φθινοπώρου συναντηθήκαμε με τον Erik στη Λάρνακα. Ποιος σημάδεψε ποιον, δεν θυμάμαι. Ήταν μια διάχυτη ενέργεια, η οποία άγγιζε σχεδόν τα όρια του πεπρωμένου. Φορούσε έναν κοκκινωπό μανδύα και όπως στεκόταν στην παραλία, απέναντι από το ηλιοβασίλεμα μια φλόγα τον τύλιξε, όμοια με τη φλεγόμενη βάτο.
Γυρνούσε από τη μια χώρα στην άλλη, συναντούσε και μελετούσε τους ανθρώπους, ένας περιπλανώμενος της ζωής. Από την Κύπρο θα έπαιρνε το πλοίο για Ελλάδα, και από εκεί το τρένο για Γερμανία. Ήταν ένας κλασικός Γερμανός, καλοσχηματισμένος, με το δέρμα καμένο από τον αυγουστιάτικο ήλιο. Τον καλέσαμε να κοιμηθεί μαζί μας, δεν είχε πού αλλού να μείνει. Το δωμάτιό μας έβλεπε στον κήπο, ανοίξαμε αθόρυβα το παράθυρο και μπήκε. Έβγαλε τα ρούχα του, έστρωσε μια κουβέρτα και ξάπλωσε γυμνός στο πάτωμα. Μείναμε σιωπηλοί. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος μου, ανασηκώθηκε, με κοίταξε κατάματα, είχε ένα διαπεραστικό, καλοσυνάτο βλέμμα, και με φίλησε ερωτικά στο στόμα.
Ήταν κάτι πολύ φυσικό, κάτι που έπρεπε να είχε γίνει πριν από χρόνια. Μου είπε: «Ακόμα παλεύεις, δεν θα γίνεις ποτέ ολοκληρωμένος άνθρωπος χωρίς ν' αποδεχτείς αυτό το κομμάτι του εαυτού σου». «Πολύ ωραία» σκέφτηκα, «έπρεπε να βρεθώ στη Λάρνακα, στο σπίτι των γονέων της Ελεονόρας, με έναν άνθρωπο από την άλλη άκρη της γης— η γερμανική φυλή θα έπαιζε ένα σημαντικό ρολό στη ζωή μου— για να μου πει τις αλήθειες που φοβόμουν ν' αντιμετωπίσω; Ίσως όμως να ήταν ο δικός μου προφήτης, όπως έμοιαζε εξωγήινος με την κόκκινη κάπα του, ίσως να ήταν ο σταλμένος Άγγελος του Κυρίου».
Η Ελεονόρα δέχτηκε πολύ φυσικά αυτό που συνέβη, μέσα της γνώριζε ότι θα επέρχετο, αργά ή γρήγορα. Παρακάλεσε τον Erik, ο οποίος δεν αντέδρασε, να φύγει. Τον παρακολούθησα όπως σηκώθηκε φιλήδονα στο ημίφως. Τυλίχτηκε τον κόκκινο μανδύα του και χάθηκε στο σκοτάδι. Για μένα όμως είχε ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Ό,τι επιμελώς έκρυβα, με αυτό το φιλί βγήκε στην επιφάνεια. Μείναμε αγκαλιασμένοι με την Ελεονόρα έως το πρωί χωρίς να πούμε λέξη.

Ανδρέας Κάραγιαν: Ανήθικες ιστορίες (Γαβριηλίδης, 2011)

Ανώνυμος είπε...

Ο Bernd
Είχαμε κατέβει για διακοπές στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1971. Ο Άρης μάς σύστησε τον Bernd, ένα φίλο του από το Βερολίνο. Εμείς μέναμε σε μια κατασκήνωση στον Πρωταρά. Τριγύρω χωράφια, και η Αγία Νά-πα ένα γραφικό χωριουδάκι. Ο Bernd είχε ένα συμπαθητικό baby face που το τόνιζε η φαλακρίτσα του. «Τυχαία» ακουμπούσαν τα χέρια μας και ένιωθα μια γλυκιά ζεστασιά. Έμενε σε ένα αναπαλαιωμένο νεοκλασικό κτήριο που είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Κάποιο βράδυ βρέθηκα μαζί του. Ανεβήκαμε την υπέροχη σκάλα του παλιού αρχοντικού που οδηγούσε στα επάνω δωμάτια. Άρχισε να με φιλάει και να με χαϊδεύει βγάζοντας τα ρούχα μου. Με ρώτησε τι μου αρέσει στο σεξ, αλλά είπα ότι δεν ξέρω. «Τι μπορεί να κάνουν δύο άντρες γυμνοί σ' ένα κρεβάτι;» αναρωτήθηκα. Μου πήρε απαλά το κεφάλι στα χέρια του και με οδήγησε να φιλήσω το κορμί του. Ανάσαινα μια ευχάριστη μυρωδιά από δέρμα, ελαφρό ιδρώτα και την χαρακτηριστική μυρωδιά ενός εφηβαίου πλυμένο με αρωματικό σαπούνι. Έκλεισα τα μάτια. Τα χείλη του άνοιγαν τις θύρες των αισθήσεών μου σε διαφορετικούς κόσμους απ' ό,τι ήξερα έως τότε. Ο έρωτας με την Ελεονόρα ήταν βαθύς και πλούσιος, αλλά η Ελεονόρα έβαζε όρια. Ο Bernd έπλαθε το κορμί μου, ξυπνούσε σ' εμένα ένα ένστικτο που λαγοκοιμόταν.

***

Περπάτησα δίπλα στη θάλασσα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι συνέβη, να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Επιτέλους αντιμετώπισα κατά πρόσωπο τον «αόρατο εχθρό» του padre Εugenio, «πάλεψα» μαζί του και βγήκα νικητής. Η προφητεία του Erik : «Δεν θα γίνεις ποτέ ολοκληρωμένος άνθρωπος χωρίς ν' αποδεχτείς αυτό το κομμάτι του εαυτού σου» επαληθεύτηκε. Το κορμί μου απελευθερώθηκε. Αισθανόταν τη χαρά της ανακάλυψης ενός καινούργιου κόσμου. Θυμήθηκα τις παραινέσεις κάποιου Πέρση σοφού προς το γιο του: «Το καλοκαίρι με αγόρια και το χειμώνα με κορίτσια να συνευρίσκεσαι. Το χειμώνα να κοιμάσαι με γυναίκες γιατί το σώμα τους παράγει περισσότερη θερμότητα, και το καλοκαίρι με αγόρια γιατί το σώμα τους είναι πιο δροσερό!»

Ανδρέας Κάραγιαν: Ανήθικες ιστορίες (Γαβριηλίδης, 2011)