Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2012
No 816
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2012
No 815

Peter Gay: Sigmund Freud. Μια σύγχρονη προσωπογραφία (Οδυσσέας)
Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2012
Νο 814

ΕΡΩΤΟΛΟΓΑ
Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012
No 813
Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2012
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2012
No 811

Τετάρτη, Αυγούστου 15, 2012
No 810

Μετά από την Οδησσόν ευρίσκεται ο λιμήν των Ιστριανών, εις απόστασιν διακοσίων πενήντα σταδίων, και μετά από αυτόν εις απόστασιν πεντήκοντα σταδίων ευρίσκεται ο λιμήν των Ισιακών. Και από εκεί μέχρι το αποκαλούμενον Ψιλόν στόμα του Ίστρου, χίλια διακόσια στάδια. Οι ενδιάμεσοι τόποι είναι έρημοι και ανώνυμοι. Παρά το στόμιον τούτο μάλιστα, δια τον πλέοντα στο πέλαγος κατ’ ευθείαν με βόρειον άνεμον υπάρχει νήσος, την οποία άλλοι μεν νήσον του Αχιλλέως, άλλοι δε Δρόμον του Αχιλλέως και άλλοι Λευκήν από το χρώμα, την ονομάζουν. Αυτήν λένε ότι η Θέτις διέθεσε εις τον υιόν της και ότι εδώ κατοικούσε ο Αχιλλεύς’ και ότι υπάρχει πλοίο του Αχιλλέως και ένα ξόανο παλαιάς τεχνοτροπίας. Η δε νήσος είναι έρημη από ανθρώπους και βόσκουν εις αυτήν αίγες, όχι πολλές’ και λέγεται ότι αυτές τις αναθέτουν στον Αχιλλέα, όσοι σταματούν εις την νήσον. Και άλλα πολλά αφιερώματα είναι εκτεθειμένα στον ναό, φιάλες και δακτύλιοι και λίθοι από τους πολυτελέστερους. Όλα αυτά, αφιερωμένα στον Αχιλλέα, ανάκεινται εις τον ναόν, καθώς και επιγράμματα, άλλα μεν στην Ρωμαϊκή (λατινική, αλλά δε στην Ελληνική, γραμμένα σε διάφορα μέτρα, και έπαινοι στον Αχιλλέα. Υπάρχουν δε και εκείνα τα σχετικά με τον Πάτροκλον΄ διότι και τον Πάτροκλον τιμούν μαζί με τον Αχιλλέα, όσοι θέλουν να κάνουν δωρεές εις τον Αχιλλέα. […]λέγεται επίσης ότι φανερώνεται σε όνειρα ο Αχιλλεύς, άλλοτε σις αυτούς που προσεγγίζουν την νήσον και άλλοτε εις εκείνους που πλέουν, εφ’ όσον δεν ευρίσκονται μακριά, και τους λέγει σε ποιο σημείο της νήσου είναι καλλίτερα να πλησιάσουν και πού να προσορμισθούν […] άλλοι λένε ότι και ο Πάτροκλος ενεφανίσθη εις ενύπνιον. Αυτά, λοιπόν, ως προς την νήσον του Αχιλλέως κατέγραψα, ακούοντας αυτούς που επλησίασαν την νήσον ή άλλους που ερωτήθηκαν από εμέ. Και μου φαίνεται ότι δεν είναι απίστευτα. Διότι εγώ πιστεύω ότι ο Αχιλλεύς, περισσότερο από κάθε άλλον, είναι ήρως με αποδεδειγμένην την καταγωγήν, και ως προς το κάλλος και ως προς την δύναμιν της ψυχής’ και έφυγε νέος από τους ανθρώπους και τον εξύμνησε ο Όμηρος, και έγινε αντικείμενον έρωτος και υπήρξε αφωσιωμένος στον φίλο, ώστε να επιλέξη να πεθάνη αμέσως μετά από τον παιδικό του φίλο.
Αρριανού: Περίπλους Πόντου Ευξείνου (Νέα Θέσις)
Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2012
No 809

Στη Θήβα αρπαγή αγοριών αποδίδεται στον αρχαίο βασιλιά Λάιο, ο οποίος, κατά τη θηβαϊκή παράδοση, καθιέρωσε την παιδεραστία αρπάζοντας τον Χρύσιππο, τον γιο του Πέλοπα, και κάνοντάς τον ερωμένο του (Αθήναιος 13.602’ Αιλίανος, Περί ζώων ιδιότητος 6.15’ Ποικίλη ιστορία 13.5’ Απολλόδωρος 3.44)
Όπως στη Θήβα (Ξενοφών, Συμπόσιον 8.32f’ Πλάτων, Συμπόσιον 182b), έτσι και στην Ηλεία ο έρωτας των αγοριών περιλάμβανε το ερωτικό στοιχείο, χωρίς να υστερεί σε θρησκευτικό αίσθημα. Ο Πλούταρχος παρατηρεί αυτό τον συνδυασμό του αισθησιασμού και του ηρωισμού της αυτοθυσίας στη Χαλκίδα (Ερωτικός 17’ εκεί είναι και το τραγούδι των Χαλκιδέων) της Εύβοιας και των αποικιών της. Σώζεται ένα τραγούδι που έγινε γνωστό καθώς και ένα παρόμοιο του Σελεύκου (Αθήναιος 15.697d), που λέει ότι ο έρωτας των αγοριών είναι πιο πολύτιμος από τον γάμο λόγω της φιλίας με την οποία δένει τους πολεμιστές. Το τραγούδι τω Χαλκιδέων, του οποίου ο δημιουργός είναι άγνωστος, λέει:
Παιδιά που είχατε τη χάρη και προγόνους λαμπρούς, μη στερήσετε την ομορφιά σας από τους γενναίους και ο Έρωτας που παραλύει τα μέλη ακμάζει στην πόλη της Χαλκίδας.Hans Licht: Η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Κάκτος)
Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2012
No 808

Ξανάπιανε την αφήγηση ο μεγάλος. «Εμείς ηχωθήκαμε στο λάκκο με το νερό, όχι κοντά στο καυτό λούκι, είχε κι άλλο κόσμο, κάτι τουρίστες και κάτι Αρβανούς, οι Αρβανοί ημπαίνανε μέσα στο λούκι, εμείς ήμαστον με τους τουρίστες. Πλακώνει τότε, καμιά δεκαριά άτομα, η παρέα του μάγειρα, φλώροι όλοι τους, μας γυροφέρνανε. Όλο απλωνόντουσαν πέρα ‘πό τις πατούσες μας. Όπου και να ‘βαζες τα πόδια σου, να σου και σε γαργάλευε ένας κώλος. “Ρε μαλάκα”, του λέω του Γιώργου, “ηγέμισεν αδερφές η γούρνα”. “Είδες;”, μου λέει και ‘φτός. “Ρε μάγκες”, βάζω μια φωνή, “εμείς να χαλαρώσουμε ήρταμε, εν ήρταμε να γαμήσουμε κώλο”. Κι ο μικρός έκανε πλάκα, δηλαδή τι; “για μαζεύτε κώλους, για μαζεύτε”. “Σιγά, ρε αγόρια”, αρχίσανε οι φλώροι, ήτανε περισσότεροι –κατάλαβες;- και κάτι μας λέανε, ότι ας πούμε είμαστε κρυφές…»
«Ότι είμαστε… ομοφοβικοί», συμπληρώνει Γιώργος.
«“Πάτε καλά, ρε μαλακισμένα; Έλα δω, έβγα έξω, μωρή πούστρα εσύ, θα με πεις εμένα κρυφή…” αρπάζω το μάγειρα, ήβγαμε στην άμμο, σ’ τον ήκαμα τ’ αλατιού τον πούστη. Οι άλλοι οι φλώροι κοιτάζανε από κειδά, σαν κατουρημένες σκυλίτσες. Μόνο ένας, ένα σαμιαμίδι, όλο να βγάζει λόγους, που έλεε “ξέρω ποιοι είναι, θα τους καταγγείλουμε στην αστυνομία”, ότι θα πηγαίνανε με το δαρμένο αμέσως στο νοσοκομείο κι από κει θα καλούσανε τους μπάτσους. Αλλά δεν ήτανε σίγουροι ποιοι είμαστε. Μέχρι που κατεβαίνει ο ένας ‘πο τους Καλύμνιους, που έχουνε την ταβέρνα ‘πο πάνω, να μας χωρίσουν, και μου λέει “Του Τόλη εν είσ’ εσύ;”. “Αυτοί που έχουν τα Tolis apartmentes δεν είναι;” ρωτάει το σαμιαμίδι. “Χα!” κάνει μετά πούστικα.
Αντώνης Νικολής: Διονυσία (Το ροδακιό)
Τετάρτη, Μαΐου 02, 2012
No 807

Καθώς έκανα όπισθεν για να πάρω την κατεύθυνση προς το διαμέρισμά μου από την απέναντι γωνία ξεπρόβαλε ένα άσπρο σπορ αυτοκίνητο. Οι δυνατοί προβολείς του έπεσαν κατευθείαν στο πρόσωπό μου και για δευτερόλεπτα σχεδόν με τύφλωσαν. Οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση τα αυτοκίνητά μας διασταυρώθηκαν. Έριξα μια καλή ματιά στα γρήγορα αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω πολλά πράγματα μέσα στο σκοτάδι. Το μόνο που κατάφερα να ξεχωρίσω ήταν ότι ο οδηγός φαινόταν νέος, μάλλον συμπαθητικός, ήταν ξανθωπός και φορούσε όπως κι εγώ γυαλιά.
«Χμμμ… ο τύπος μου. Εδώ είμαστε! Ίσως να μην είμαι τελικά και τόσο άτυχος απόψε!» σκέφτηκα κι έκοψα αμέσως ταχύτητα. Έστριψα στον πρώτο παράδρομο που συνάντησα δεξιά. Φρέναρα λίγο πιο κάτω και πάρκαρα προσεκτικά στην αριστερή πλευρά του δρόμου αφήνοντας τα φώτα και τη μηχανή του αυτοκινήτου αναμμένα. Σε λίγα δευτερόλεπτα οι δυνατοί προβολείς του άσπρου αυτοκινήτου φώτισαν το σκοτεινό σοκάκι. Ήρθε και σταμάτησε ακριβώς πίσω μου σβήνοντας τα φώτα και τη μηχανή του. Έκανα κι εγώ το ίδιο. Μείναμε κι οι δυο καρφωμένοι στις θέσεις μας για λίγο, κανείς δεν τολμούσε να κάνει την πρώτη κίνηση. Η αναμονή με σμπαράλιασε. Μεσολάβησαν ακόμη λίγα λεπτά διστακτικότητας, τα οποία μέσα στην αμηχανία της στιγμής μού φάνηκαν αιώνες. Τελικά, ο οδηγός του άσπρου αυτοκινήτου αποφάσισε να κάνει αυτός την πρώτη κίνηση. Πετάχτηκε απότομα έξω από το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε σα σκιά στο σκοτάδι με γοργά βήματα προς το μέρος μου. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και στογγυλοκάθησε με όλη του την άνεση δίπλα μου:
- Καλησπέρα ή μάλλον καλημέρα! Είπε ο άγνωστος κοιτάζοντας με χαμογελώντας. Είμαι ο Ρόρυ.
Γύρισα προς τη μεριά του συνοδηγού αριστερά μου και του έριξα μια καλή ματιά.. το φωτεινό κι ενθαρρυντικό του χαμόγελο με ηρέμησε στιγμιαία και με βοήθησε να ξεφορτωθώ την αμηχανία μου.
- -Χάρηκα πολύ… κι εμένα με λένε Δήμο… από το αρχαιοελληνικό όνομα Δημοσθένης… απάντησα αμήχανα και σε μια παιδαριώδη και καθόλου πρωτότυπη προσπάθεια να συνεχίσω την κουβέντα είπα: …έρχεσαι συχνά εδώ;…
Προτού προλάβω να’ αρθρώσω λέξη έσκυψε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα. Αιφνιδιάστηκα αλλά δεν αντιστάθηκα. Αντίθετα, ανταποκρίθηκα θερμά και χωρίς πολλά-πολλά παραδόθηκα γρήγορα και άνευ όρων στην αγκαλιά του. Εν ριπή οφθαλμού και με εκπληκτική ευελιξία κατορθώσαμε να ξεφορτωθούμε τα περισσότερα από τα ρούχα μας, παρά τη δυσκολία κινήσεων που επέβαλε ο περιορισμένος χώρος του αυτοκινήτου. Τα μισόγυμνα κορμιά μας μπλέχτηκαν ασφυκτικά πάνω στα δερμάτινα καθίσματα κι οι αναπνοές μας άρχισαν να επιταχύνονται ρυθμικά, ολοένα πιο έντονες και πιο ξέπνοες, κάνοντας τα τζάμια του αυτοκινήτου να θαμπώσουν γρήγορα.
Δημήτρης Πολίτης: Η κλεμμένη ζωή ενός εύθυμου ανθρώπου (Οσελότος)
Τετάρτη, Απριλίου 18, 2012
Νο 806

Διαβάζω σημαίνει μεταφράζω, γιατί απλούστατα δεν μπορεί ποτέ οι εμπειρίες δύο ανθρώπων να είναι ίδιες. Ένας κακός αναγνώστης είναι σαν τον κακό μεταφραστή: μεταφράζει κατά λέξη, όταν θα έπρεπε να παραφράσει, και παραφράζει, όταν θα έπρεπε να μεταφράσει κατά λέξη. Όταν μαθαίνουμε να διαβάζουμε, ο ρόλος της παιδείας είναι ασφαλώς σημαντικός, αλλά προέχει το ένστικτο: κάποιοι με πολύ καλή μόρφωση είναι ανεπαρκείς μεταφραστές.
Μια ένδειξη ότι ένα βιβλίο έχει λογοτεχνική αξία είναι ότι μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Αντίθετα, απόδειξη του γεγονότος ότι η πορνογραφία δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξία είναι ότι, αν επιχειρήσουμε να τη διαβάσουμε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πλην αυτού που υπαγορεύει το σεξουαλικό κίνητρο, να τη διαβάσουμε, για παράδειγμα, ως το ψυχογράφημα των σεξουαλικών φαντασιώσεων του συγγραφέα, καταλήγουμε να βαριόμαστε μέχρι θανάτου.
Γ.Χ. Ώντεν: Ο ποιητής και η πολιτεία (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης)
Τετάρτη, Απριλίου 04, 2012
No 805
Το σπίτι μόλις είχε ήδη διαμορφωθεί σε Μουσείο. Οι παραγγελίες έφταναν η μία μετά την άλλη με έργα συγκλονιστικά. Οι επισκέπτες έμεναν άφωνοι. Και ήταν τότε, το καλοκαίρι του 1985, όταν ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ είχε επισκεφθεί την Ελλάδα για δύο παραστάσεις στο Θέατρο Ηρώδη του Αττικού και ήρθε από νωρίς το πρωί για να συναντήσει τον Ιόλα. Την επόμενη μέρα, έδωσε ένα πάρτι προς τιμήν του, όπου παρευρέθηκε και η Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν τότε Υπουργός Πολιτισμού.
Νίκος Σταθούλης: Αλεξάνδρου Ιόλα Η ζωή μου (Οδός Πανός)
Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012
No 804

Με περιεργάστηκε εγκρίνοντάς με. «Μου είπαν ότι είστε λόρδος», μουρμούρισε. «Δεν εξεπλάγην. Μόνον ένας λόρδος μπορεί να έχει χέρια τόσο ντελικάτα και αυτιά τόσο μικρά. Θαυμάζω πολύ τη μεγαλόπρεπη σπάθα σας και τις επίχρυσες επωμίδες σας. Με γοητεύουν επίσης τα μάτια σας και το πονηρό και αυθάδικο χαμόγελο σας. Σας παρακαλώ, θεωρήστε με πατέρα σας όσο θα μείνετε στο Τεπελένι. Θα σας περιμένω στα δώματά μου, τα μεσάνυχτα. Θα μιλή-σουμε για ποίηση ... »
Μας εσυνόδεψαν στις κάμαρές μας, που βρίσκονταν στη δυτική πτέρυγα του μεγάρου, και είπα στον Καμ: «Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι απόψεις του πασά όσον αφορά την ποίηση». O Καμ όρθωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Είναι άνθρωπος γεμάτος φαντασία, φυσικά». «Αναμφίβολα», απάντησα. «Κι έχει, φαίνεται, απαίσια φήμη».
«Καλέ μου Μπάιρον», είπε γαλήνια ο Καμ, «είσαι απολύτως εις θέσιν να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Οι προθέσεις του πασά είναι πεντακάθαρες σαν κρύσταλλο. Πρέπει να προετοιμαστείς για κάποια ανατολίτικα καλοπιάσματα».
«Να πάω;» δίστασα.
«Και βέβαια να πας», με ενθάρρυνε ο Καμ. Όταν ήσουν στο Καίμπριτζ, συμπεριφερόσουν σαν άνθρωπος του Καίμπριτζ. Τώρα είσαι στην Τουρκία και πρέπει να συμπεριφερθείς σαν Τούρκος».
Κατάλαβα ότι ο Χόμπχαους, αναζητώντας «παραλειπόμενα» για τα ταξιδιωτικά του άρθρα, προσπαθούσε να με ωθήσει να δεχτώ το ραντεβού μου με τον πασά. Κι εγώ (εκτός από την αίσθηση ότι με υποχρέωνε η ευγένεια) αντιμετώπισα τη συνάντηση σαν ένα αυστηρώς επιστημονικό πείραμα, με τον σκοπό να μάθω τι είδους ικανοποίηση δοκίμαζαν μερικοί παλιοί μου φίλοι (ο Λόρδος Ίνγκολντσμπυ, επί παραδείγματι) υιοθετώντας εκείνη που εμείς αποκαλούσαμε «οθωμανική στάση».
Έφτασα στα δώματα του πασά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ένας λύχνος έκαιγε, το δωμάτιο ήταν διαποτισμένο από άρωμα γιασεμί, και πάνω στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένα ένα μπρίκι με καφέ κι ένα δοχείο γεμάτο αμύγδαλα. Ο πασάς φορούσε μιαν ατλαζένια ρόμπα με δαντελωτή παρυφή, και μου ζήτησε να καθίσω σε ένα μαξιλάρι δίπλα του. Σε ένα χάλκινο κλουβί κρεμασμένο από την οροφή υπήρχε ένας παπαγάλος και, σε μια γωνία, ένας νέγρος τροφοδοτούσε με κάρβουνο ένα μαγκάλι.
Για λίγο μιλήσαμε για ποίηση. Ο πασάς μού διάβασε ορισμένους στίχους του Μπουαλώ, που τους είχε μεταφράσει στα τούρκικα από τα γαλλικά. Μη γνωρίζοντας τούρκικα, δεν ήμουν εις θέσιν να κρίνω πόσο λαμπρή ήταν η απόδοσή τους. Όμως άκουσα ευγενικά, συyκατανεύοντας με το κεφάλι. Στο τέλος ο πασάς έσκυψε μπροστά και είπε: «Αρκετά με την ποίηση. Να, πάρτε λίγον καφέ και επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα φιλί, αγόρι μου». Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το επεισόδιο μου φαίνεται πιο πολύ κωμικό παρά απαίσιο, αλλά θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια σαφέστατη δυσφορία. Μόνο η επιθυμία να συγκεντρώσω στοιχεία για τα «παραλειπόμενα» του Καμ με έπεισε να υποκύψω στις προτάσεις του πασά. Σβήστηκε ο λύχνος κι εμείς ξαπλώσαμε σε ένα χαλί πλάι στο μαγκάλι . Ο Αλή Πασάς ήταν σαφώς έμπειρος στο είδος και οι χειρισμοί του ήταν γεμάτοι αβρότητα, αλλά όταν αργότερα ο Χόμπχαους με ρώτησε: «Λοιπόν, Μπάιρον, πόνεσε;» αναγκάστηκα να του απαντήσω: «Αν πόνεσε; Και βέβαια πόνεσε. Αναθεματισμένα!».
Δεν ξαναδοκίμασα τον πειρασμό να επαναλάβω το αλβανικό πείραμά μου. Δεν ήταν «στο στυλ μου», όπως λένε. Υπάρχει μια δόση παθητικότητας μέσα μου, αλλά προτιμά μια εκτόνωση πιο λεπτή και πιο υγιεινή. Ωστόσο, όταν σκέφτομαι το πράγμα, και συλλογίζομαι τις πιο λεπτές πτυχές του, καταλαβαίνω ότι το συμβάν δεν ήταν άνευ σημασίας. Όλοι οι άντρες είναι παράξενα ζώα. Τα ορμέμφυτά τους είναι ανεξιχνίαστα. Εν συνεχεία, στο Λονδίνο και στη Γενεύη, για να μην πω στη Βενετία και στη Ραβέννα, έτυχε να ξανασκεφτώ τη νύχτα που πέρασα με τον πασά με ανάμεικτα αισθήματα ευθυμίας και αποτροπιασμού. Μια μέρα διηγήθηκα αυτό το μικρό επεισόδιο στην Καρολάιν, που αμέσως σοβάρεψε και με περιεργάστηκε σκεφτική.
«Δεν είναι στο στυλ σου;» μουρμούρισε. «Ίσως όχι, αστεία μου αγάπη, αλλά σίγουρα η νύχτα εκείνη στην Αλβανία άφησε το σημάδι της επάνω σου».
Να είναι αλήθεια; Μπορεί. «Το σεξ είναι αίνιγμα» (όπως ισχυριζόταν η Καρολάιν) και υπάρχουν στιγμές που η σκέψη μου ξαναγυρίζει σ' εκείνο το μικρό «πείραμα» στο Τεπελένι. Ακόμα ξαναβλέπω τον νεαρό Σομαλό που μας κρυφοκοιτούσε από τη γωνιά του, και τον πασά που πασάλειβε τις σάρκες του με μιαν αλοιφή πράσινη στο χρώμα του μπιζελιού' και ξαναβλέπω τον παπαγάλο που μινύριζε στα τούρκικα - τίποτα κολακευτικό, φοβάμαι, γιατί ο πασάς εξεμάνη και πέταξε πάνω στο κλουβί μια μεγάλη μαύρη εσάρπα.
Φρέντερικ Πρόκος: Μπάυρον. Τα χειρόγραφα του Μεσολογγίου (Αστάρτη)
Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2012
No 803

«Ναι», είπε με ζήλο ο Αντόνιο, «από τη γερμανική του περίοδο. Το 1742, όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών, έγινε παιδαγωγός του συνομηλίκου του Φρήντριχ Βίλχελμ Λάμπρεχτ, τον οποίο ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή και με τον οποίο έφυγαν αργότερα στο Ζέεχαουζεν, όπου συγκατοίκησαν ως το 1746. όποτε ερωτευόταν ο Βίνκελμαν, ανακαλούσε όσα είχε διαβάσει για τις μεγάλες ανδρικές φιλίες της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. Τα πρότυπά του ήταν ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων, ο Ηρακλής και ο Ύλας. Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Μπεργκ τον εγκατέλειψε για πάντα, χωρίς να τον ευχαριστήσει ποτέ για την αφιέρωση του βιβλίου του, και αργότερα παντρεύτηκε, ενώ ο Λάμπρεχτ έφυγε για να γίνει κρατικός υπάλληλος, χωρίς να επιστρέψει ένα μεγάλο ποσό που του είχε δανείσει ο Βίνκελμαν. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε στη ζωή του ένας άλλος νεαρός, ο Φρήντριχ φον Μπύλοβ, γιός ενός πρώην πρέσβη στη Στοκχόλμη. Όταν χώρισαν, ο Βίνκελμαν έγραψε: “Για μένα έχουν χαθεί τα πάντα: η τιμή, η χαρά, η ησυχία, η ευχαρίστηση’ και όλ’ αυτά επειδή δεν μπορώ να σε βλέπω και να απολαμβάνω (…) Τα μάτια μου δακρύζουν μόνο για σένα (….) Θα σ’ αγαπώ όσο ζω (….)”»
Αλέξανδρος Ίσαρης: Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο (Κίχλη)
Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2012
No 802

Τα αγάλματα των φαύνων είναι εικόνες της ώριμης νεότητας, οι αναλογίες τους είναι τέλειες και η νεότητά τους διαφέρει από εκείνη των νεαρών ηρώων καθόσον εμφανίζουν μια ορισμένη αθωότητα και απλότητα: αυτή ήταν η κοινή παράσταση των Ελλήνων γι’ αυτές τις θεότητες. […]
Η ανώτατη ιδέα μιας ιδανικής ανδρικής νεότητας έχει βρει την έκφρασή της προπάντων στον Απόλλωνα, στον οποίο η δύναμη της ανδρικής ηλικίας συνδυάζεται με τις απαλές μορφές της πιο όμορφης άνοιξης της νεότητας.
Η ωραία νεότητα στον Απόλλωνα περνάει βαθμιαία σε άλλους θεούς ωριμότερης ηλικίας και είναι πιο ανδρική στον Ερμή και τον Άρη […] Ο Ηρακλής παριστάνεται επίσης ως ωραιότατος νέος, με χαρακτηριστικά που κάνουν τη διαφορά του φύλου σχεδόν αμφιλεγόμενη, όπως θα έπρεπε να είναι η ομορφιά ενός νέου ανθρώπου […]
Το δεύτερο είδος μιάς ιδανικής νεότητας, αντλημένο από τύπους ευτυχισμένης φύσης, βρίσκει την έκφρασή του σε έναν νεαρό Βάκχο και με αυτή τη μορφή παριστάνεται σε διάφορες ηλικίες φτάνοντας σε τέλειες διαπλάσεις διαφόρων ηλικιών. Η εικόνα του Βάκχου είναι ένα ωραίο αγόρι που φτάνει στα όρια της ζωής και της εφηβικής ηλικίας, όταν αρχίζει να διεγείρεται η ηδονή και να βλασταίνει η τρυφερή κορυφή ενός φυτού, τη στιγμή που είναι μισοβυθισμένο σε ένα γοητευτικό όνειρο μεταξύ ύπνου και ξύπνου και πάει να τακτοποιήσει μέσα του τις ονειρικές εικόνες για να ξαναβρεθεί στην πραγματικότητα> τα χαρακτηριστικά του είναι όλο γλύκα, αλλά η χαρούμενη ψυχή δεν αναφαίνεται εντελώς στο πρόσωπό του.
Johann Joachim Winckelmann: Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης (Gutenberg)
Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2012
No 801

Με αυτές τις ασκήσεις τα σώματα έπαιρναν την υψηλόκορμη, αρρενωπή κοψιά που οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν δώσει στα αγάλματα τους χωρίς απατηλά και περιττά προσθέματα. Οι νεαροί Σπαρτιάτες υποχρεώνονταν να εμφανίζονται κάθε δέκα μέρες γυμνοί μπροστά στους εφόρους, οι οποίοι όριζαν αυστηρότερη δίαιτα σε όσους άρχιζαν να παχαίνουν. Υπήρχε μάλιστα ανάμεσα στους νόμους του Πυθαγόρα ένας ο οποίος επέβαλλε την αποφυγή του περιττού σωματικού πάχους. Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους επιτρεπόταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας στους έλληνες νέους που δήλωναν συμμετοχή σε αγώνα πάλης μόνο η γαλακτοφαγία.
Ι.Ι. Βίνκελμαν: Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική (Ίνδικτος)
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 29, 2012
No 800

[…]
Ο έρωτας μεταξύ αγοριών δεν παρουσιάζεται πάντοτε με θετικό τρόπο. Στην ιστορία του ανταγωνισμού του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη, το πάθος για το Στησίλεω κρίνεται υπερβολικό από την στιγμή που απευθύνεται σε ένα νέο άνδρα που δεν είναι πλέον «ωραίος» και επειδή οι συνέπειες του είναι μια πραγματική στάσις μεταξύ των δυο ανδρών.
Violaine Sebillotte Cuchet, Nathalie Ernoult (επιμ.): Προβλήματα του φύλου στην αρχαία Ελλάδα (University Studio Press)
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2012
No 799

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2012
Νο 798
- Πάει κι αυτό, είπε τότε η Κλαιρβίλ που δεν είχε πάψει να μαλακίζεται από τη στιγμή που είχε ρίξει εκείνο το σώμα στο ηφαίστειο. Ω, γαμώ το! Αγάπη μου, ας χύσουμε τώρα κι οι δυό μας ξαπλωμένες πάνω στο στρώμα τούτου εδώ του ηφαιστείου! Διαπράξαμε μόλις ένα έγκλημα, μια από τις υπέροχες αυτές πράξεις που οι άνθρωποι επιμένουν ν’ αποκαλούν φριχτές! Ε λοιπόν! Αν ισχύει πράγματι ότι η πράξη αυτή παραβιάζει τη φύση, ότι η φύση την εκδικείται, τότε μπορεί να το κάνει, ας γίνει στη στιγμή μια έκρηξη, ας ξεχυθεί αμέσως μια λάβα κι ας μας καταπιεί...
Δεν ήμουν πλέον σε κατάσταση να της απαντήσω. Κολυμπώντας στη μέθη κι εγώ, ανταπόδωσα στο εκατονταπλάσιο στη φίλη μου ό,τι χάδι μου χάριζε. Δεν μιλούσαμε πια. Σφιγμένες δυνατά η μια στην αγκαλιά της άλλης, έτσι καθώς μαλακιζόμαστε σαν τριβάδες δίναμε σάμπως την εντύπωση πως θέλαμε ν’ ανταλλάξουμε τις ψυχές μας μέσα από τα ξέφρενα, όλο πάθος, αναστενάγματά μας. Κάποιες λέξεις ηδονής, κάποιες βλαστήμιες ήταν τα μοναδικά λόγια που μας ξέφευγαν. Προσβάλαμε την φύση, την αψηφούσαμε, δε της δίναμε την παραμικρή σημασία! Θριαμβεύοντας λοιπόν πάνω στην ατιμωρησία που μας χάριζαν η αδυναμία και η αδιαφορία της, εμείς εκμεταλλευόμασταν την επιείκειά της για να την ερεθίσουμε ακόμα πιο σοβαρά.
Μαρκήσιος ντε Σαντ: Ιουλιέτα (Εξάντας)
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2012
No 797
Κάποιος φίλος μου πληροφόρησε τον κο Ντολμανσέ για το υπέροχο μέλος με το οποίο, καθώς ξέρεις, είμαι εφοδιασμένος. Ο Ντολμανσέ τον έβαλε να καλέσει και τους δυο μας σε γεύμα. Μια που, ήμουν υποχρεωμένος να επιδείξω την εξάρτησή μου: στην αρχή μοναδικό μου κίνητρο φάνηκε να είναι η περιέργεια’ κι ωστόσο μου έστρεψε έναν υπέροχο πισινό, με παρακάλεσε να τον χαρώ, κι αποδείχτηκε ότι η επιθυμία και μόνο ήταν η αιτία αυτής της εξέτασης. Προειδοποίησα τον Ντολμανσέ για όλες τις δυσκολίες του εγχειρήματος’ τίποτε δεν τον απότρεψε. «Έχω δοκιμάσει κριό», είπε, «και δεν θα έχετε καν τη δόξα να είστε ο πιο φοβερός από τους άντρες που διέτρησαν τα οπίσθια που σαν προσφέρω!» Ο μαρκήσιος ήταν πρόθυμος βοηθός : χάιδευε, ψαχούλευε, φιλούσε όσα φέρναμε οι δυο μας στο φως. Παίρνω θέση… προτείνω λιπαντικά: «Προσέξτε!» λέει ο μαρκήσιος, «θα στερήσετε τον Ντολμανσέ τις μισές από τις αισθήσεις που περιμένει από σας’ θέλει να τον κόψετε στα δυο… θέλει να τον ξεσκίσετε». «Πολύ καλά», λέω και χώνομαι ακάθεκτος στο λάκκο, , «θα ικανοποιηθεί». Ίσως νομίσεις αγαπητή μου αδελφή, ότι κουράστηκα πολύ… καθόλου. Παρά τις επιφυλάξεις μου το τεράστιο πουλί μου εξαφανίστηκε, έφθασε στα σωθικά του κι ο κωλομπαράς δεν έδειξε να νιώθει τίποτα. Τον δούλεψα καλά’ η άκρα έκστασή του, τα σφιξίματα και τα τρέμουλα, οι θαυμαστές κραυγές του, μ’ έκαναν κι εμένα γρήγορα ευτυχισμένο και τον πλημμύρισα. Πριν αποσυρθώ σχεδόν, ο Ντολμανσέ, με ανάστατα μαλλιά και πρόσωπο κατακόκκινο σαν βάκχης: «Δες σε τι κατάσταση μ’ έβαλες, αγαπητέ μου φιλέ», λέει και μου παρουσιάζεται ένα ρέμπελο ντούρο πουλί, θεόμακρο και τουλάχιστο δεκαπέντε πόντους χοντρό, «δέξου, αγάπη μου, σ’ εξορκίζω, από εραστής μου να με υπηρετήσεις τώρα σαν γυναίκα, για να μπορώ να πω στην αγκαλιά ου απόλαυσα όλες τις χάρες του βίτσιου πάνω απ’ όλα». Δίχως περισσότερη δυσκολία απ’ ό,τι πριν, ετοιμάστηκα’ ο μαρκήσιος, κατεβάζοντας τα παντελόνια του μπροστά στα μάτια μου, με ικέτεψε να είμαι για λίγο ακόμα άντρας μαζί του ενώ θα ‘μουνα γυναίκα για το φίλο του’ τον δούλεψα όπως και τον Νολμανσέ, που μου ξεπλήρωνε στο εκατονταπλάσιο όλες τις χωσιές που έκανα στον τρίτο μας’ σύντομα ανάδωσε στα βάθη του πισινού μου το θείο αυτό πιοτό με το οποίο, την ίδια σχεδόν στιγμή, ράντισα τα οπίσθια του Β…
Μαρκήσιος ντε Σαντ: Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ (Εξάντας)
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012
No 796

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012
No 795
Παρασκευή, Ιανουαρίου 20, 2012
No 794

Ακόμη και αν τηρούν τους κανόνες της ευπρέπειας, πράγμα που δεν αποκλείεται, και πάλι δεν μπορούν να αποφύγουν την αγωνία και τη στενοχώρια, πόσω μάλλον όταν είναι υποχρεωμένοι να συγκρατούν και να περιορίζουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Αφήνω τον έρωτα των γυναικών, απέναντι στον οποίο η φύση έχει δείξει μεγαλύτερη ανοχή. Ποιος δεν καταλαβαίνει τι εννοούν οι ποιητές με τον μύθο της αρπαγής του Γανυμήδη; Ποιος έχει κάποια αμφιβολία ως προς το τι λέει και τι επιθυμεί ο Λάιος στον Ευριπίδη; Εξάλλου, τι φανερώνουν για τον ίδιο τους τον εαυτό άνθρωποι μορφωμένοι και σπουδαίοι ποιητές στους στίχους και τις ωδές τους; Ο Αλκαίος ήταν φημισμένος στην πατρίδα του για τη γενναιότητα του, και κοίτα τι γράφει για τον έρωτα των αγοριών! Περιττό να μιλήσω για τον Ανακρέοντα, ο οποίος έγραψε αποκλειστικά ερωτική ποίηση. Ο δε Ίβυκος από το Ρήγιο ήταν ο πιο φλογερός εραστής από όλους, σύμφωνα με όσα γράφει.
Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2012
No 793

Τετάρτη, Ιανουαρίου 11, 2012
No 792

Χαχάνισε, έκανε σαν νεαρός γερομαλάκας, σαν ξεμωραμένος μαλάκας. Είχε, όμως, αρκετή επίγνωση ώστε δεν σου άφηνε περιθώριο να τον κρίνεις. Λιγάκι ίσως. Φευγαλέα.
«Αυτό που ήταν χαρούμενο, δεν ήταν μόνο η μουσική, η house nation, η ντίσκο πρωτύτερα ή το γαμήσι. Ήταν η φιλία, η φιλοσοφία, τα ρούχα, τα τριχωτά σώματα, η τροφή, τα χρώματα. Γαμώτο, όλα ήταν χαρούμενα . και επιπλέον, το λέγαμε φανερά, αυτό ήταν πολιτική. Είχαμε παρατήσει τα κόμματα, τον Τρότσκι, τις συζητήσεις και τους “εργάτες”. Ήταν σέξι, το πιάνεις; Γαμούσαμε, κι αυτό ήταν πολιτική. Φιλούσες έναν άντρα, έκανες την Οκτωβριανή σου Επανάσταση. Ήταν προσωπικό, ιδιωτικό – καθώς ήμασταν πούστηδες, το ιδιωτικό γινόταν δημόσιο. Ακόμα, δεν ήταν ανάγκη να σκυλοβαριόμαστε κάνοντας διαδηλώσεις, να συζητάμε για στρατηγικές όπως στα συνδικάτα. Χωνόμασταν κάπου, αγαπιόμασταν, μάλιστα, ήταν πιο πολιτικό από μια συνέλευση. Φυσικά, αυτό θα κατέληγε σε οικονομικό φιλελευθερισμό, όλα ιδιωτικοποιήθηκαν, εξατομικεύτηκαν. Αλλά εκείνη την εποχή… Γαμώτο, ακούγομαι σαν παλαίμαχος».
Χαμογέλασε.
Tristan Garcia: Η καλύτερη πλευρά των ανθρώπων (Πόλις)
Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2012
No 791

«Τη μια στιγμή με χτυπούσε φωνάζοντας, ξέρεις, καθίκι, τέτοια πράγματα. Και την άλλη το ‘βαλε στα πόδια. Τον άκουσα να φεύγει, αλλά παραήμουν τρομαγμένος για να κοιτάξω. Έμεινα έτσι για πολλή ώρα. Έπειτα σηκώθηκα, και τότε ήταν που έπεσα πάνω σας».
«Δεν σου πήρε το πορτοφόλι, δεν σου ζήτησε χρήματα, τίποτα τέτοιο;»
Ο Φάρελ κούνησε το κεφάλι του, ανήμπορος να κοιτάξει τον Ρέζνικ για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα κάθε φορά, και στριφογύρισε νευρικά στην καρέκλα του.
Ο Ρέζνικ έγειρε ελαφρά προς το μέρος του, και ο Φάρελ τραβήχτηκε πίσω «Μήπως θέλεις ένα μαξιλάρι;» είπε ο Ρέζνικ. «Δείχνεις να κάθεσαι άβολα».
«Όχι, όχι, όχι, εντάξει είμαι. Πραγματικά, πρέπει να … η γυναίκα μου θα έχει ανησυχήσει, ξέρετε…» Τώρα καθόταν ο μισός μόνο στην καρέκλα, και το σημείο όπου βρισκόταν πριν ήταν λεκιασμένο με αίμα.
Χωρίς να τον αφήσει από τα μάτια του, ο Ρέζνικ έκανε νόημα στη Χάνα, που στεκόταν σο διάδρομο ανάμεσα στα δυο δωμάτια. «Κάλεσε ασθενοφόρο», της είπε. «Και μετά την αστυνομία. Πες τους να ειδοποιήσουν τον Γκράχαμ Μίλινγκτον, να του πουν να βρει τη Μόριν Μάντεν και να μου τηλεφωνήσουν εδώ. Πες τους ότι πρόκειται για επίθεση και πιθανό βιασμό».
Μέσα στη σιγή του σπιτιού, τα μάτια της Χάνας γούρλωσαν από το σοκ.
John Harvey: Εύκολη λεία (Πόλις)