«Γιατί είσαι πούστης, ρε; Γιατί σου αρέσει να γαμιέσαι; Άει στο διάολο, γέμισε ο τόπος από σας. Μια Λέρος σας χρειάζεται».
Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Και τι να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση; Αστράκια είδαν τα μάτια του απ’ τη δυνατή σφαλιάρα του διοικητή. Δεκαέξι χρονών ήταν. Ανήλικο.
«Πού είναι η μάνα σου, ρε;», ρώτησε ουρλιάζονταςο κύριος Γεωργακόπουλος, διοικητής σε κάποιο τμήμα μεταξύ Ακαδημίας Πλάτωνος και Θησείου. Κάποια χρόνια αργότερα σαν μανιακός κυνηγούσε τις τραβεστί από τη λεωφόρο Συγγρού, ως αρχηγός της Αστυνομίας. Ποιος ξέρει τι κουβαλούσε κι αυτός μέσα του. Απίστευτη μανία, όμως. Κάθε βράδυ. Επί μήνες ολόκληρους. Αν μπορούσε, θα τις αφάνιζε.
«Να την πάρετε τηλέφωνο να έρθει», είπε αυτό με λυγμούς από τον πόνο, τον θυμό και την ντροπή. Ποιος είδε την κυρά Βάσω και δεν τη φοβήθηκε. Το ένα κι εξήντα. Με μια απίστευτη δύναμη, στον αέρα πήδησε να τον χτυπήσει.
«Με ποιο δικαίωμα βαράς το παιδί μου, ρε;», του φώναζε, βράζοντας από θυμό. Το πήρε κι έφυγε απειλώντας θεούς και δαίμονες. Στα σκαλιά του σπιτιού του κάθονταν και το μάζεψαν για εξακρίβωση στοιχείων. Μετά το είδε κουνιστό και λυγιστό ο διοικητής και είπε να περάσει διασκεδαστικά τη βραδιά του. Να σπάσει η ρουτίνα της βάρδιας. Παιδιά θα έχει σίγουρα. Και εγγόνια, πια. Κύκλος είναι η ζωή.
Και τώρα κάποιος άλλος αστυνομικός, την τραβούσε απ’ τα μαλλιά και την κατέβαζε, σέρνοντάς την απ’ τη σκάλα, στον από κάτω όροφο. Επειδή είχε απορία, γιατί ήταν πούστης. Την έβριζε πολύ άσχημα κι αυτή τόλμησε να τον φτύσει. Πολύ χάρηκε που έριξε τη ροχάλα στη μούρη του βλάχου. Κι ας το πλήρωσε κουτρουβαλώντας τη σκάλα, γεμάτη μώλωπες σε όλο της το σώμα, το άλλο πρωί. Στα κελιά την πήγαινε. Εκεί που είχαν και τις άλλες. Είχαν πιάσει πολλές εκείνο το βράδυ. Με κλούβες. «Επιχείρηση Αρετή» το ονόμαζαν. Ακόμα και σήμερα έτσι το λένε. Τρομάρα τους. Είχε τη γεύση απ’ το αίμα στα χείλη της, απ’ τα χαστούκια. Μα, συγγνώμη δεν του είπε. Δεν είχε και την κυρά Βάσω να τη σώσει. Είχε φύγει απ’ το σπίτι πια. Έμενε μόνη της. Δεν γινόταν κι αλλιώς.
Σε ένα τεράστιο κελί ήταν όλες, μαζεμένες. Στην παλιά Ασφάλεια, στη Μεσογείων, τουλάχιστον τριάντα με σαράντα άτομα μέσα. Οι πιο πολλές απ’ τη Συγγρού. Γριές, νέες, αντρικές, θηλυκές, άσχημες κι όμορφες, αχταρμάς. Ένα τσαμπί από αμαρτία. Αφού είχε φύγει ο θυμός μετά από κάνα δύο ώρες κι αφού όλες το είχαν πάρει απόφαση πως εκεί μέσα θα περάσουν τη νύχτα τους για πολλοστή φορά, χαλάρωσανοι πιο πολλές. Οι τσακωμοί άναβαν σε κλάσμα του δευτερολέπτου και σε λίγα λεπτά γελούσαν όλες μαζί με τα καμώματά τους. Και οι αστυνομικοί έξω απ’ τα κάγκελα, το ίδιο έκαναν. Όχι με τα αστεία τους. Με τις φιγούρες τους γελούσαν. Τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Άννα Κουρουπού: Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά; (Ποταμός)
Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Και τι να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση; Αστράκια είδαν τα μάτια του απ’ τη δυνατή σφαλιάρα του διοικητή. Δεκαέξι χρονών ήταν. Ανήλικο.
«Πού είναι η μάνα σου, ρε;», ρώτησε ουρλιάζονταςο κύριος Γεωργακόπουλος, διοικητής σε κάποιο τμήμα μεταξύ Ακαδημίας Πλάτωνος και Θησείου. Κάποια χρόνια αργότερα σαν μανιακός κυνηγούσε τις τραβεστί από τη λεωφόρο Συγγρού, ως αρχηγός της Αστυνομίας. Ποιος ξέρει τι κουβαλούσε κι αυτός μέσα του. Απίστευτη μανία, όμως. Κάθε βράδυ. Επί μήνες ολόκληρους. Αν μπορούσε, θα τις αφάνιζε.
«Να την πάρετε τηλέφωνο να έρθει», είπε αυτό με λυγμούς από τον πόνο, τον θυμό και την ντροπή. Ποιος είδε την κυρά Βάσω και δεν τη φοβήθηκε. Το ένα κι εξήντα. Με μια απίστευτη δύναμη, στον αέρα πήδησε να τον χτυπήσει.
«Με ποιο δικαίωμα βαράς το παιδί μου, ρε;», του φώναζε, βράζοντας από θυμό. Το πήρε κι έφυγε απειλώντας θεούς και δαίμονες. Στα σκαλιά του σπιτιού του κάθονταν και το μάζεψαν για εξακρίβωση στοιχείων. Μετά το είδε κουνιστό και λυγιστό ο διοικητής και είπε να περάσει διασκεδαστικά τη βραδιά του. Να σπάσει η ρουτίνα της βάρδιας. Παιδιά θα έχει σίγουρα. Και εγγόνια, πια. Κύκλος είναι η ζωή.
Και τώρα κάποιος άλλος αστυνομικός, την τραβούσε απ’ τα μαλλιά και την κατέβαζε, σέρνοντάς την απ’ τη σκάλα, στον από κάτω όροφο. Επειδή είχε απορία, γιατί ήταν πούστης. Την έβριζε πολύ άσχημα κι αυτή τόλμησε να τον φτύσει. Πολύ χάρηκε που έριξε τη ροχάλα στη μούρη του βλάχου. Κι ας το πλήρωσε κουτρουβαλώντας τη σκάλα, γεμάτη μώλωπες σε όλο της το σώμα, το άλλο πρωί. Στα κελιά την πήγαινε. Εκεί που είχαν και τις άλλες. Είχαν πιάσει πολλές εκείνο το βράδυ. Με κλούβες. «Επιχείρηση Αρετή» το ονόμαζαν. Ακόμα και σήμερα έτσι το λένε. Τρομάρα τους. Είχε τη γεύση απ’ το αίμα στα χείλη της, απ’ τα χαστούκια. Μα, συγγνώμη δεν του είπε. Δεν είχε και την κυρά Βάσω να τη σώσει. Είχε φύγει απ’ το σπίτι πια. Έμενε μόνη της. Δεν γινόταν κι αλλιώς.
Σε ένα τεράστιο κελί ήταν όλες, μαζεμένες. Στην παλιά Ασφάλεια, στη Μεσογείων, τουλάχιστον τριάντα με σαράντα άτομα μέσα. Οι πιο πολλές απ’ τη Συγγρού. Γριές, νέες, αντρικές, θηλυκές, άσχημες κι όμορφες, αχταρμάς. Ένα τσαμπί από αμαρτία. Αφού είχε φύγει ο θυμός μετά από κάνα δύο ώρες κι αφού όλες το είχαν πάρει απόφαση πως εκεί μέσα θα περάσουν τη νύχτα τους για πολλοστή φορά, χαλάρωσανοι πιο πολλές. Οι τσακωμοί άναβαν σε κλάσμα του δευτερολέπτου και σε λίγα λεπτά γελούσαν όλες μαζί με τα καμώματά τους. Και οι αστυνομικοί έξω απ’ τα κάγκελα, το ίδιο έκαναν. Όχι με τα αστεία τους. Με τις φιγούρες τους γελούσαν. Τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Άννα Κουρουπού: Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά; (Ποταμός)
4 σχόλια:
Για να πάνε τουαλέτα, ούτε συζήτηση. Μετά από πολλά παρακάλια ή κάνα τσιμπούκι σε καμιά σκοτεινή γωνιά, ίσως τις άφηναν. Κάποιες κατουρούσαν εκεί μέσα. Καμιά δεκαριά στρώματα και πάρα πολλές κουβέρτες που φιλοξένησαν πάνω τους εκατομμύρια κορμιά, ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Όταν πήγε η μάνα της κάποτε να τη σκεπάσει με μία παρόμοια, στο χωριό, άσπρη με μπλε ήταν, της ήρθε να της βάλει φωτιά. Κάτουρο της ήρθε στη μύτη. Αναγούλα.
Η χειρότερη ώρα ήταν λίγο μετά το ξημέρωμα. Άγρυπνες, ταλαιπωρημένες, μισό-μουτζουρωμένες απ’ το βαρύ μακιγιάζ, σαν αγριόσκυλα μαντρωμένες σε μια ή δυο κλούβες, τις πήγαιναν στα Δικαστήρια. Κάπου στην Ομόνοια ήταν τότε. Σταδίου. Ο περίγελος κάθε περαστικού. Ήταν άγριες εποχές. Μια μικρή επανάσταση είχε ξεκινήσει, με «αρχηγό» την Αλόμα. Γεμάτα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων από τις πορείες που τολμούσαν να κάνουν οι τραβεστί στο κέντρο της Αθήνας, για να διεκδικήσουν το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης από την πολιτεία και ιδιαίτερα από την Αστυνομία. Μια σοκαριστική φωτογραφία δέσποζε στην πρώτη σελίδα της Απογευματινής. Έξω από το τμήμα του Νέου Κόσμου –έχει κλείσει το τμήμα τώρα, μεταφέρθηκε στο Κουκάκι– δεκάδες μπάτσοι με περιβολή πολέμου και καμιά τριανταριά τραβεστί με πανό και τακούνια στα χέρια, γύρω από μια κλούβα. Κάτω απ’ τις τεράστιες ρόδες της, αρνούμενες να παραδοθούν, τρία-τέσσερα σώματα κουλουριασμένα, σε εμβρυακή στάση, κοιτούσαν σαν αγρίμια τον φακό του δημοσιογράφου. Μία από αυτές ήταν η Άννα, αγκαλιά με τη Λιάνα. Σίγουρα κάτι κατάφερε η Αλόμα με όλες αυτές τις κινητοποιήσεις. Έγινε γνωστό το πρόβλημα, αν μη τι άλλο. Αυτά τα «περίεργα» πλάσματα βγήκαν απ’ τα υπόγεια και τα ισόγεια στο φως, στον ήλιο. Με βαρύ make-up, με περούκες ή χωρίς, με ψηλά τακούνια. Ίσως αγνοώντας οι περισσότερες πόσο δύσκολος ήταν ο δρόμος για να αποκτήσουν μια θέση στη ζωή. Κάτι κατάφεραν. Μα ο ρατσισμός και η προκατάληψη δεν αλλάζουν μορφή, ούτε με χιλιάδες διαδηλώσεις, ούτε με εκατομμύρια πρωτοσέλιδα. Είναι θέμα παιδείας, καθαρά. Όταν
οι ίδιες οι μάνες αυτών των ανθρώπων τους πετάνε στο δρόμο, αδιαφορώντας για τη ύπαρξή τους, πώς θα τους δεχτεί μια κοινωνία; Και, μάλιστα, τόσο συντηρητική, όσο η ελληνική. Όταν ο μπάτσος, σου φέρεται το λιγότερο σαν σκουπίδι, σε γελοιοποιεί, σε ξεφτιλίζει, πώς να σηκώσεις ανάστημα μέσα από ρόπαλα και μώλωπες; Όταν ο εκάστοτε δικαστής σου ρίχνει αβίαστα κάποιους μήνες φυλάκιση, χωρίς να γυρίσει καν να σε κοιτάξει, με τι δύναμη ζητάς να σε αντιμετωπίσει ο κάθε αδαής, αν όχι με σεβασμό, τουλάχιστον ισότιμα; Κι όμως. Τόλμησαν. Πολέμησαν. Έφαγαν ξύλο, πολύ ξύλο. Έγιναν αποδιοπομπαίοι τράγοι κάθε περαστικού που χλεύαζε με όλη του την αναίδεια αυτές τις φιγούρες. Ναι, κάτι κατάφεραν.
Άννα Κουρουπού: Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά; (Ποταμός, 2011)
"Όταν τελείωσε αυτή η ανάκατη διαδρομή, σε δρόμους, πεζοδρόμια, καλλιστεία, μπουντρούμια, διασκεδάσεις, γέλια, χαρές, αυτόφωρα, γιαουρτώματα, επεμβάσεις λυτρωτικές, κόκκινα φώτα, έφτασα στο σήμερα. Και για το σήμερα δεν μπορούσα να γράψω πολλά, γιατί βρισκόμουν ήδη στον πάτο [...] Όποιος αδαής πιστεύει πως το να είσαι στο πεζοδρόμιο είναι η εύκολη λύση, είναι απλά η εύκολη σκέψη. Για να το πω και πιο χοντρά και ας παρεξηγηθώ, θέλει αρχίδια να κόψεις τα αρχίδια σου. Δεν είναι εγχείριση αμυγδαλών."
"Γεννήθηκα καλοκαίρι. Γράφτηκα στο μητρώο αρρένων, αλλά το Άννα μου πήγαινε καλύτερα. Το διεκδίκησα, το κέρδισα. Δεν σπούδασα σε Ανώτατη Σχολή, δεν πρόλαβα. Διάβασα όμως. Άκουσα. Αφουγκράστηκα. Σε όποιο ναρκοπέδιο κι αν έπεσα, αυτό απασφαλίστηκε απ’ την αγάπη της μάνας μου. Ναι, διάλεξα δύσκολο δρόμο. Αλλά βρήκα όμορφα μονοπάτια που τα περπατάω περήφανη, πάντα σε ψηλοτάκουνα"
Άννα Κουρουπού
«Ξέρεις τι τράβηξα; Θέλει κότσια για να τα κόψεις»
Κάποτε γεννήθηκε αγόρι, αν και ούτε η ίδια δεν θυμάται πότε. Εζησε σε υπόγεια. Βγήκε στη Συγγρού. Την κυνήγησαν. Η Αννα Κουρουπού στα 46 της αποφάσισε να βγάλει στο φως τις διαδρομές της ζωής της
Δημήτρης Ν. Μανιάτης (tanea.gr, 26/11/2011)
Οι «Κούκλες» βρίσκονται στην σκοτεινή ζώνη μεταξύ Συγγρού και των απολήξεων του Φιλοπάππου. Στο Κουκάκι, το κόκκινο με το μαύρο ντεκόρ του drag Queen μπαρ δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Ενας underground χώρος με βερολινέζικη ατμόσφαιρα και περσόνες βγαλμένες από ταινίες του Αλμοδόβαρ.
Το μαγαζί της Μαριλούς κλείνει 17 χρόνια φέτος και πίσω απ' την σιδερένια του πόρτα αφηγείται την ιστορία αγοριών που είναι πια γυναίκες και που επιδίδονται σε σόου με όλες τις αγαπημένες ηρωίδες του τρανς και γκέι κόσμου: τη Ρένα Βλαχοπούλου, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Σπεράντζα αλλά και τη Lady Gaga.
Ο καθείς με την αγωνία του. Οι γκέι στα φλερτ και τις ματιές τους. Οι πιο νεαροί γκέι ανιχνεύουν τον χώρο. Τα κορίτσια απενοχοποιημένα. Τα στρέιτ κορίτσια διψούν να δουν. Και οι πιο παλιές τρανς στα σκαμπό σαν επιτροπή σοφών. Η Αννα Κουρουπού έχει πια μια διαφορετική αγωνία και μια φλόγα στο βλέμμα. Την αγωνία του ανθρώπου που αποφάσισε να γράψει de profundis και που μόλις εξεδόθη το βιβλίο της «Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά;» απ' τις εκδόσεις Ποταμός. Το de profundis της Αννας, που κάποτε γεννήθηκε αγόρι - αν και ούτε η ίδια δεν θυμάται το πότε. Η αφίσα του βιβλίου τοποθετείται με καμάρι στον καθρέφτη του μπαρ πίσω της - εργάζεται και η ίδια στις «Κούκλες» -, ενώ παίρνω θέση κάτω από τις φωτογραφίες όλων των διάσημων που έχουν περάσει από το θρυλικό μπαρ, όπου λέγεται πως χάρισε τις θεατρικές της τουαλέτες η Σπεράντζα Βρανά.
Το βιβλίο προλογίζει ο Σταύρος Θεοδωράκης, που με την εκπομπή του «Πρωταγωνιστές» είχε ανοίξει στο ευρύ κοινό την πόρτα προς το βασίλειο των τραβεστί και την ιστορία των κοριτσιών. Εκεί πρωτοπήγε τον φάκελο με το κείμενό της η Αννα Κουρουπού, αυτό που μόλις μετουσιώθηκε σε βιβλίο. «Ημουνα πολύ άσχημα. Ερωτικά. Και οικονομικά χάλια. Είχα ένα μπουρδέλο πολυτελείας με μια Γερμανίδα στην Ηλία Ηλιού, πήγε κατά διαόλου, έχασα πολλά λεφτά. Ετρεχα σε δικηγόρους, απέκτησα ψυχοσωματικά και μπήκα στο Ιατρικό Αμφιθέας. Πάντα έγραφα. Σκόρπια όμως. Πιο παλιά κρατούσα ημερολόγιο. Τότε, βρέθηκα στο σημείο μηδέν. Ηθελα να δω γιατί έφτασα εδώ που έφτασα. Πρέπει να δείξεις ένα σθένος απ' την αρχή σαν τραβεστί. Να μην μπεις στο περιθώριο», μου λέει η Αννα την επόμενη μέρα που συναντιόμαστε στο loft της στον Νέο Κόσμο, την ώρα που φωνές ακούγονται από τη λαϊκή στον πεζόδρομο.
Η Αννα κουλουριασμένη, με φόρμα, απέναντί μου, περιγράφει τις πρώτες αντιδράσεις για το βιβλίο της που παρουσιάστηκε από τον Πέτρο Τατσόπουλο και τον Σταύρο Θεοδωράκη στο Ιδρυμα Κακογιάννη. «Ακουσα τη μαμά μου στενοχωρημένη με το περιστατικό του βιασμού που αναφέρω. "Τι έχεις περάσει και δεν μου τά 'λεγες;"… Τι σημασία έχει; της είπα. Αφού τώρα είμαι καλά. Το θέμα είναι πως τα έχουν περάσει κι άλλα παιδιά και δεν είχαν εσένα δίπλα τους. Η μάνα μου έκανε δουλειά χωρίς να το ξέρει. Στα δύσκολα χρόνια της Συγγρού». Και μου δίνει πάσα με το στόρι του βιασμού που αφηγείται στο βιβλίο. Τότε που σχεδόν την απήγαγαν με το λευκό φορτηγάκι εφτά άνδρες και την πήγαν μέχρι τον Ασπρόπυργο.
«Γελούσαν σαν παρανοϊκοί. Σε λίγα λεπτά έμεινε εντελώς γυμνό (σ.σ. τότε ακόμη η Αννα ήταν το αγόρι που ανακάλυπτε τον εαυτό του), ένιωθε άγρια αγγίγματα σε όλο του το σώμα. Ακουσε φερμουάρ να ανοίγουν χωρίς να μπορεί να δει και πολλά πράγματα. Ενα γκρι δάπεδο και ρούχα να πετιούνται σωρό, ολόγυρα. Ο πρώτος τού άρπαξε το κεφάλι και το έσπρωξε προς τα κάτω. Προσπάθησε να φέρει αντίσταση, μα δεν κατάφερε απολύτως τίποτα. Ενα πνίξιμο στον λαιμό και δάκρυα ποτάμια. Και δεκάδες δάχτυλα να το αγγίζουν. Τα περισσότερα άγαρμπα. Ενα δυνατό τσούξιμο πίσω».
ΚΟΛΩΝΟΣ - ΣΥΓΓΡΟΥ. Η αφήγηση ξεδιπλώνει τις υπόγειες διαδρομές ενός ανθρώπου που σήμερα στα 46 του αποφάσισε να τις θέσει στο φως, χωρίς το σκληρό γράψιμο της Μπέτυς Βακαλίδου με το «Πόσο πάει». Ισως και λόγω άλλης εποχής, άλλων ηθών για την ομοφυλοφιλία, τη φυλή των τραβεστί, την πραγματικότητα της αλλαγής ή διόρθωσης φύλου, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα - που πάντως δεν είναι ακόμη αυτονόητο.
Το νήμα ξετυλίγεται απ' τα παιδικά χρόνια στον Κολωνό και τα πρώτα σκιρτήματα της διαφορετικής σεξουαλικής ταυτότητας για το τότε ντροπαλό αγοράκι. «Η πρώτη επαφή μου ήταν σε κάτι χωράφια με καλαμιές με έναν συμμαθητή μου δέκα χρονών, αμυδρές αναμνήσεις, πιανόμασταν, με ενοχές, μη μας δει κανείς. Μετά ήλθαμε από την Κατερίνη, έπιασε δουλειά ο πατέρας μου στην τότε ΕΑΣ, το περιστατικό με το παιδάκι είχε ξεχαστεί. Οταν ήμουν 13 ετών, ήλθε ο Παναγιώτης στη ζωή μου. Η πρώτη ερωτική πράξη έγινε στο σπίτι του, μετά περίμενα στο παράθυρο μήπως περάσει, συναντιόμασταν συνέχεια, κάναμε βόλτες, ερχόταν συχνά σπίτι μας. Κανείς δεν πονηρεύτηκε ότι γινόταν κάτι μεταξύ μας».
Και τότε αρχίζουν οι βόλτες στην Πλάκα. «Συναντιόμασταν με τον Βασίλη και τον Γρηγόρη κρυφά στην Αχιλλέως και παίρναμε το λεωφορείο και πηγαίναμε στο Σύνταγμα και με τα πόδια Πλάκα. Με παρακολουθούσε η μαμά μου κρυφά. Δεν το ήξερα. Ντυνόμουν λίγο εξαντρίκ. Η Πλάκα τότε ήταν ένα πιο ρομαντικό Γκάζι και είχε γκέι μαγαζιά όπως το «Why Not» και τις «Μούσες». Η Τσόξι που γνώρισα με πήγε ως πιο μυημένη να δω τις τραβεστί στο «Tammy's», ένα υπόγειο στην Πλάκα. Τις είδα και έπαθα πλάκα, εκεί γνώρισα την Τζίνα. "Εδώ ανήκω", είπα.
Η αφήγηση ρέει και θραύσμα θραύσμα φτιάχνει την ιστορία της Αννας ή μάλλον συνοψίζει το στόρι κάθε τραβεστί στα δύσκολα χρόνια του '70-'80. «Εφυγα απ' το σπίτι, έπιασα ένα υπόγειο στο Κουκάκι. Δίπλα στην πιάτσα. Ένα υπόγειο συμβολίζει πολλά. Δεν φαινόμουν, ήλιος δεν με έβλεπε και τότε γνώρισα την Ντίνα, μια τραβεστί εμφανισιακά πολύ θηλυκή κι αυτή σαν εμένα, αλέγρα. Μαζί πηγαίναμε στην Υδρα κάθε Σαββατοκύριακο. Τα πιο ωραία χρόνια».
Συνεχίζει να συναρμολογεί την δική της πορεία στο σκληρό πεζοδρόμιο. «Είναι σαν βαθμίδες. Τότε μια τραβεστί δεν μπορούσε να βρει σπίτι μόνη της - η ταυτότητα έγραφε ακόμη το ανδρικό όνομα. Μαζευόμασταν τρεις τρεις, μοιραζόμασταν και τα έξοδα».
Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ. Η κουβέντα πάει στην αλλαγή φύλου. «Ηταν 9 Μάρτη του 1989. Τώρα πάνε Λονδίνο, Καναδά, Αμερική, τότε ήταν η Καζαμπλάνκα». Η ιστορία έγινε πιο εύκολη για την Αννα, αφού ο μαροκινός εραστής που έμπλεξε ήταν «πανέμορφος, αριστοκρατικός, ευγενής». Και της έδωσε δύναμη. «Ξέρεις τι είναι να τρως γκλομπιά από μπάτσο, να κάθεσαι στη Συγγρού και να σου έρχεται γιαούρτι και την ίδια στιγμή να σε αγαπάει κάποιος τόσο;».Πώς είναι όταν ξυπνάς και είσαι πια γυναίκα; την ρωτάω. «Ημουν ζαλισμένη, κράτησε πέντε ώρες. Η πρώτη φράση της Στέλλας που με συνόδευε ήταν: "Καλωσήλθες στον Παράδεισο". Ηθελα να δω κάτω μου αλλά ήμουν φασκιωμένη και πολύ συγκινημένη. Η μαμά μου με περίμενε στο αεροδρόμιο ο μπαμπάς μου είπε "κορίτσι μου" - ώς τότε με έλεγε "παιδί μου". "Είναι δυνατόν αυτό το κορίτσι να ήταν ποτέ αγόρι;" είπε ο πατέρας μου», θυμάται η Αννα.
Δημοσίευση σχολίου