Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2011

No 781

Ricky Sencion (ΗΠΑ)

Στην αρχή κουβαλούσα τα ψώνια στα χέρια και μετά μια μέρα περάσαμε
μπροστά απ’
το μαγαζί με τα είδη οικιακής χρήσης κάτι σαν παζάρι ας πούμε και είπα Να τι
θα σου χρειαζόταν για να κάνεις τα ψώνια αν κι αυτό που εννοούσα ήταν προφανώς Να τι θα χρειαζόμουν εγώ.
Με φαντάζεσαι εμένα μ’ αυτό; Είπε.
Βάζω το χέρι στο χερούλι της πόρτας [Όλα] εντάξει [;] φεύγουμε;
Είσαι έτοιμος;
Λέει Εμπάς περιπτώσει.
Λέει Έτσι βγαίνεις εσύ στον δρόμο; Έτσι [θα βγεις] στη γειτονιά;
Κατηφορίζουμε την οδό Ντρουάτ και αυτός πάντα βαδίζει χώρια κοιτάει τις βιτρίνες
δήθεν
ξαφνικά τον ενδιέφεραν. Σκέφτομαι θα μπορούσα να τον πιάσω αγκαζέ να τον πάρω
με το έτσι θέλω
αγκαζέ είναι κάτι που συνηθίζεται δεν είναι τίποτα κακό μια οικογένεια είμαστε
στο κάτω κάτω αλλ’ αυτός κρατιέται χώρια οπότε συνεχίζουμε
έτσι βαδίζουμε
αργά
μέχρι το Σούπερμάρκετ σε απόσταση. Σκέφτομαι είμαι κόρη του
εμπάς περιπτώσει.
Πότε πότε διασταυρωνόμαστε με ανθρώπους γνωστούς μάς ξέρουν στη γειτονιά αυτόν προπαντός
[που έζησε] πάντα εδώ όχι μόνο όπως εγώ πιτσιρίκι παλιά πριν από πολύν καιρό και μετά έτοτε μια μέρα τη βδομάδα την Τρίτη κάθε Τρίτη καθυστερεί όταν τους
βλέπει από μακριά μεγαλώνει κι άλλο την απόσταση δεν είμαστε μαζί κι εγώ
τον περιμένω πιο πέρα
ενόσω χαιρετάει και κουβεντιάζει γυρίζοντάς μου εντελώς την πλάτη…

Εμμανουέλ Νταρλέ: Την Τρίτη στο σούπερ-μάρκετ (Αιγόκερως)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σημείωμα συγγραφέα
Κάνω συχνά τα ψώνια μου στο κέντρο της πόλης εδώ, στη Ναρβόννη της Γαλλίας. Στο αντίστοιχο Μονοπρί εδώ. Είναι πολύ κοντά, και είναι βολικό.. επίσης, είναι λιγότερο κρύο και απρόσωπο από τα υπερ-σουπερμάρκετ της περιφέρειας. Εδώ μπορεί κανείς να συναντήσει, να δει, να ακούσει, κάθε λογής άνθρωπο.
Μια μέρα, Τρίτη πρέπει να ήταν, είδα μπροστά μου να περιμένει στην ουρά για το ταμείο, ένα πολύ περίεργο ζευγάρι. Ένα ζευγάρι ανάρμοστο. Ήταν ένας μικρούλης κύριος, προχωρημένης ηλικίας, ένας κύριος από τα μέρη μας σίγουρα, μαζί με μια μεγαλόσωμη γυναίκα, αρκετά όμορφη αλλά… είχε μια ομορφιά παράξενη, μπορούσες να τη διακρίνεις από μακριά. Υπερβολικά μακιγιαρισμένη, υπερβολικά διακριτή, όλα της υπερβολικά. Υπερβολικά προσεγμένη, στην παραμικρή λεπτομέρεια.
Όλοι τούς κοίταζαν, όλοι. Όλα τα βλέμματα, ναι, επάνω της. Μια παράξενη ομορφιά, πολύ ανδροπρεπής. Μια τραβεστί, ή τρανσέξουαλ, να κάνει ήρεμη με τον μπαμπά της μικροψώνια στο Μονπρί, με ψιθύρους να ακούγονται σε όλο τον χώρο.
Προσπάθησα να φανταστώ τη ζωή, τις σκέψεις, τα λόγια, προσπάθησα να νιώσω πώς είναι να ‘χεις όλα αυτά τα βλέμματα πάνω σου, πώς να είναι όλα αυτά τα μάτια επάνω σ’ εκείνη τη γυναίκα και τον πατέρα της. Τι να σκέφτεται ο καθένας τους. Αν μιλούν μεταξύ τους.
Εκείνη τη στιγμή μού ήρθε η επιθυμία να γράψω επιτόπου. Μια μέρα, συνηθισμένη και κανονική, μια τέτοια μέρα της ζωής ενός πατέρα και του γιού του/της κόρης του. Μικρές καθημερινές συνήθειες. Αυτά που λέγονται, και αυτά που μένουν στη σιωπή. Αυτό που γίνεται αποδεκτό, και αυτό που μένει μια πληγή. Αυτό που ήταν πριν και αυτό που είναι τώρα.

Εμμανουέλ Νταρλέ