Η καρδιά του Λουδοβίκου ήταν συγκλονισμένη όπως τότε, όταν ο έφηβος αντίκρισε για πρώτη φορά την επιβλητική μορφή του Βάγκνερ και ένιωσε τη μαγική δύναμη του βλέμματος του. «Ναι, τον είχα αγαπήσει», σκέφθηκε μέσα στην παραζάλη του. «Όπως αγαπά τον δάσκαλό του ένας μαθητής – έτσι τον είχα αγαπήσει». Και συνέχισε χωρίς συστολές: «Αγάπησα τον Βάγκνερ όπως μια γυναίκα αγαπάει έναν άντρα».
Ένιωσε τη φλογερή επιθυμία να γονατίσει πάνω στο πάτωμα, σ’ εκείνο το σημείο όπου είχε σταθεί για πρώτη φορά ο δάσκαλος. Όμως κατάφερε να συγκρατηθεί. Γύρισε προς τον νοσοκόμο που στεκόταν σε στάση αναμονής δίπλα στην πόρτα, και του είπε με μαλακιά, σχεδόν τρυφερή φωνή:
«Το δωμάτιο αυτό το αγαπώ περισσότερο απ’ όλα στο ανάκτορο του Μπεργκ».
Kaus Mann: Λούντβιχ. Σιδερόφραχτο παράθυρο (Άγρα)
5 σχόλια:
Ιούνιος 1886. Ο Λουδοβίκος Β΄ της Βαυαρίας πεθαίνει πνιγμένος στη λίμνη του Στάρνμπεργκ, κοντά στο Μόναχο. Ο Λουδοβίκος Β΄ θαυμάστηκε, αγαπήθηκε, μισήθηκε, χλευάστηκε και μυθοποιήθηκε όσο κανείς από τους εστεμμένους του 19ου αιώνα. Οι περισσότεροι άνθρωποι τον θαυμάζουν, γιατί κατασκεύασε με πείσμα και επιμονή έναν παραμυθένιο κόσμο, όπου πήραν μορφή τα οράματα, οι φαντασιώσεις, οι εμμονές και οι αλλόκοτες επιθυμίες του. Στον υλιστικό αιώνα μας, η τραγική φιγούρα του αυτόχειρα "τρελού" βασιλιά έχει γίνει συνώνυμη του ρομαντισμού και έχει εμπνεύσει σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο Πωλ Βερλαίν, ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ. Πενήντα χρόνια αργότερα ο Κλάους Μαν, πριν εγκαταλείψει τον παραδομένη στους ναζί Γερμανία, αφιερώνει το προτελευταίο του κείμενο λογοτεχνικής πρόζας σ' αυτόν τον μυστηριώδη θάνατο. Ο "Λούντβιχ", που δημοσιεύτηκε το 1937, ανιχνεύει τις τελευταίες ώρες της ζωής του βασιλιά, απ' την άφιξή του στον πύργο του Μπεργκ μέχρι την αυτοκτονία του. Γύρω από αυτόν ένα πλήθος μαρτύρων παρακολουθεί το θέαμα της παρακμής του: υπηρέτες και ψυχίατροι που τον φυλάνε. Η τραγική εξαδέλφη του Ελισάβετ της Αυστρίας (η Σίσσυ) έρχεται στο τέλος να αποτίσει φόρο τιμής στο σώμα του χαμένου φίλου. Όμως, στο κέντρο του κειμένου, η γραφή αντικαθρεφτίζει τις σκέψεις του Λουδοβίκου, περιγράφει το δράμα μιας συνείδησης κυριαρχημένης από το παραλήρημα, ανιχνεύει τα όνειρά της. Οι εικόνες, οι αναμνήσεις συσσωρεύονται: η φιλία με τον Βάγκνερ, η αγάπη του για την Ελισάβετ, η αποτυχία του γάμου με την εξαδέλφη του Σοφία, τα αδιάκοπα βασανιστήρια των ανεκπλήρωτων πόθων, οι συνεχόμενες απόπειρες για την πραγμάτωση των ονείρων του, με το χτίσιμο των πύργων που αντιστοιχούν στις "φαντασμαγορικές βαγκνερικές όπερες".
Ο Κλάους Μαν, πρωτότοκος γιος του Τόμας Μαν και ανεψιός του Χάινριχ Μαν, γεννήθηκε το 1906 στο Μόναχο. Έγραψε τις πρώτες του νουβέλες σε ηλικία δεκαπέντε ετών, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα δημιούργησε μαζί με την αδελφή του Έρικα, την Πάμελα Βέντεκιντ και τον Γκούσταφ Γκρύντγκενς μια θεατρική ομάδα. Το 1929 έκανε το γύρο του κόσμου και τις εντυπώσεις του από αυτό το ταξίδι τις περιέγραψε στο βιβλίο του Γύρω τριγύρω. Μετά τη φυγή του από τη Γερμανία, αφού ταξίδεψε στο ¶μστερνταμ, τη Ζυρίχη, την Πράγα και το Παρίσι, εγκαταστάθηκε το 1936 στις ΗΠΑ. Σ' όλη τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου αποτέλεσε κεντρική φιγούρα του αγώνα κατά του Χίτλερ και του φασισμού. Έζησε μια ζωή ταραχώδη, δύσκολη, μελαγχολική. Οι σοσιαλιστικές του ιδέες, το πάθος του για τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία του, που ουδέποτε έκρυψε ή καταπίεσε, τον οδήγησαν συχνά σε τρομαχτικά αδιέξοδα, αλλά και σε σύγκρουση με το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε. Αυτοκτόνησε στις Κάννες σε ηλικία σαραντριών χρονών. Έγραψε τα μυθιστορήματα Ο ευλαβικός χορός, Αλέξανδρος, Παθητική συμφωνία, Μεφίστο, Το ηφαίστειο, τις νουβέλλες Πριν από τη ζωή, Παιδική νουβέλα, Σιδερόφραχτο παράθυρο, τα αυτοβιογραφικά βιβλία Παιδί αυτής της εποχής, Η κρίσιμη καμπή και τα δοκίμια Αντρέ Ζιντ, Εξετάσεις, Κείμενα για τη λογοτεχνία, Σήμερα και αύριο, Γραπτά γι' αυτή την εποχή. Επίσης εξέδωσε τα περιοδικά Συλλογή (1933-35) και Decision (1941-42). (Αλέξανδρος Ίσαρης)
Λουδοβίκος Β´ της Βαυαρίας, Λούντβιχ, ο τρελός βασιλιάς. Πρόσωπο της τέχνης, ιδανικός αυτόχειρ, είχε θέσει αποστολή της ζωής του να οικοδομεί δημόσια κτίρια ή πύργους γοτθικούς. Ο Κλάους Μαν τον έκανε μυθιστορηματικό ήρωα.
Οι πύργοι της φυγής
ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ | τΟ βΉΜΑ, 20/4/1997
Το θέμα στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο είναι ο επίλογος της ζωής του βασιλιά Λουδοβίκου Β´ της Βαυαρίας (1845-1886), ενός βασιλιά που το όνομά του συνδέθηκε στενά με το κίνημα του ύστερου ρομαντισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και η επιρροή του ήταν πολλαπλή σε όλους τους τομείς της τέχνης. Στη μουσική το όνομά του συνδέεται στενά με την καθιέρωση της αιρετικής για τον 19ο αιώνα τέχνης του Ριχάρδου Βάγκνερ. Στην ποίηση, το πρόσωπό του θα εμπνεύσει μεγάλους ποιητές του τέλους του 19ου αλλά και του 20ού αιώνα, όπως ο Πολ Βερλέν (συλλογή «Ο έρωτας», 1880) και ο Γκιγιόμ Απολινέρ («Το τραγούδι του πικραγαπημένου», 1909). Στον κινηματογράφο, το 1972 ο Λουκίνο Βισκόντι βασισμένος στη νουβέλα του Κλάους Μαν θα αναπαραστήσει το πρόσωπό του σε μια κλασική πλέον στην ιστορία του κινηματογράφου ταινία.
Αν όμως το πρόσωπο του Λουδοβίκου Β´ έρχεται και ξανάρχεται με παραλλαγές στους διαφορετικούς τομείς της τέχνης, αμφισβητώντας την άποψη ότι ο ρομαντισμός τελειώνει στη χρυσή εποχή του 19ου αιώνα, ως τα πιο αδιάσειστα τεκμήρια της ιστορικής προσωπικότητάς του θα καταγραφούν τα οικοδομήματά του. «Η αληθινή μου αποστολή ήταν να οικοδομώ...» (σελ. 83).
Κατά τη διάρκεια της μοναρχίας του, η λαμπρή παράδοση των δημόσιων κτιρίων στο Μόναχο θα συνεχισθεί. Την ιδιαίτερη όμως υστεροφημία του Λουδοβίκου Β' δεν θα περισώσουν τόσο τα δημόσια έργα που οικοδομεί όπως και οι προκάτοχοί του [ο παππούς του, βασιλιάς Λουδοβίκος Α' (1825-1848) και ο πατέρας του Μαξιμιλιανός Β' (1848-1864), αδελφός του Οθωνα Α' της Ελλάδος], αλλά αφενός το θέατρο Μπαϊρόιτ που την οικοδόμησή του (1876) χρηματοδοτεί γενναιόδωρα ώστε να στεγασθούν οι οραματισμοί του Βάγκνερ και αφετέρου οι περίφημοι πύργοι με μεσαιωνική όψη και μυθικό διάκοσμο που θα κτίσει μέσα σε παρθενικά βαυαρικά τοπία: Χέρενκίιμζεε, Λίντερχοφ και το πασίγνωστο Νόισβανστάιν.
«Εγώ ήμουν προορισμένος να δείξω και να αποδείξω στον κόσμο το μεγαλείο του βασιλείου μου (...) Εγώ έπρεπε να οικοδομήσω πύργους...» (σελ. 60). Αυτοί οι πύργοι στους οποίους ο βασιλιάς ξοδεύει απερίσκεπτα τον προϋπολογισμό του βαυαρικού κράτους, χωρίς να καταφέρει μάλιστα να τους ολοκληρώσει, θα μετατραπούν σύμφωνα με τη νουβέλα του Κλάους Μαν και την ιστορική μαρτυρία σε πύργους κολάσεως. Μέσα σ' αυτούς και στις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις του στις βαυαρικές Αλπεις υπό το σεληνόφως καταφεύγει αρνούμενος να ασκήσει τα καθήκοντά του. Τελικά, με την κατηγορία του «τρελού», θα βρεθεί έγκλειστος πίσω από ένα «σιδερόφραχτο παράθυρο» στα ανάκτορα του Μπεργκ, έξω από το Μόναχο.
Πρόκειται για την εκκεντρικότητα ενός βασιλιά μόνο ή για την έξαρση ενός ηγεμόνα που εκφράζει ένα γενικότερο κλίμα και τα ρεύματα ιδεών αυτή την εποχή; Και σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το κλίμα; Στα μέσα του 19ου αιώνα σε όλη την Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στη Γερμανία ο ακαδημαϊκός ιστορικισμός (νεοκλασικισμός), που χαρακτηρίζει όλα τα ρεύματα των ιδεών, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής ήδη από τον 18ο αιώνα, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νέα τάση, γνώριμη επίσης από παλιά, που εκφράζεται έντονα με τον υποκειμενικό ιστορικισμό (ύστερος ρομαντισμός). Και στα δύο αυτά ρεύματα η αναγωγή στο παρελθόν αποτελεί συστατικό στοιχείο.
Ενώ όμως στο μεν πρώτο ρεύμα οι ιδέες αντλούνται από την κλασική αρχαιότητα, στο επόμενο η αναζήτηση ιδεών γίνεται με την επιστροφή σε ένα αρχαϊκό παρελθόν, στις ρίζες της φυλής και στο πλούσιο υλικό με τις κατά τόπους έντονες παραδόσεις και θρύλους, διυλισμένα μέσα από τις θρησκευτικές δοξασίες του πρώιμου Μεσαίωνα. Και στις δύο περιπτώσεις η συνοχή κόσμων και ρυθμών όπως ο κλασικός ή ο γοτθικός αποτελεί πλέον ένα ιδεατό παρελθόν. Η δεύτερη τάση, που αρχίζει να υπερέχει, στην αρχιτεκτονική θα εκφρασθεί με την εκτεταμένη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αναβίωση του γοτθικού ρυθμού, ιδιαίτερα στην Αγγλία και στη Γερμανία. Με άλλα λόγια, είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε αυτή την εποχή η ιδέα ενός «εθνικού» χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής σε αντίθεση με το ακαδημαϊκό «διεθνικό» στυλ που είχε επικρατήσει ως τότε. Και στη μεν Αγγλία, με υπέρμαχους τον Ράσκιν, τον Μόρις και τον Αρνολντ η τάση αυτή έχει μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα: οραματίζεται το νέο αστικό περιβάλλον που γεννιέται από τη βιομηχανική επανάσταση να εμφορείται από τις αξίες του συντεχνιακού Μεσαίωνα, σε αναζήτηση της συνέχειας που κλονίζεται από την εδραίωση της μοντέρνας πραγματικότητας.
Στη Γερμανία η αναβίωση του γοτθικού ρυθμού είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την πολιτική διάσταση του ρομαντισμού, που είναι η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας σε μια διαιρεμένη γερμανική επικράτεια. Ο Λουδοβίκος Β', εκτός από την ιδιοσυγκρασία του, έχει επιπλέον λόγους για να δράσει σε ανάλογο κλίμα. Η μοναρχία του σημαδεύεται από τη γερμανική ενοποίηση του 1871 και την υποταγή της Βαυαρίας στην Πρωσία, άρα την ουσιαστική απώλεια της ανεξαρτησίας της. Η φυγή του στο παρελθόν αντιπροσωπεύει την αντίσταση στην έλευση του μοντέρνου κόσμου και την περιχαράκωση της τοπικής ταυτότητας της Βαυαρίας, ιδιαιτερότητα που εξακολουθεί να υφίσταται και πολύ αργότερα, ως σήμερα.
«Γιατί πρέπει να πηγαίνω στην πρωτεύουσα, στο Μόναχο, όπου συνωθούνται τα πλήθη στα στενά, βρομερά του σοκάκια; (...) Εγώ νιώθω άνετα μόνο όταν βρίσκομαι στην ωραία μοναξιά των πύργων μου...» (σελ. 80). Οι πύργοι του βασιλιά είναι κτισμένοι κυρίως πάνω σε ερείπια μεσαιωνικών πύργων με κατόψεις και όψεις που αντλούν τα στοιχεία τους από τη μεσαιωνική οικοδομική τέχνη, υποθέτουμε όπως ανασυστήνεται στη θεωρία και στην πράξη κυρίως από τον μέντορα του νεογοτθικού ρεύματος στη Γαλλία αυτή την εποχή, Βιολέ Λε Ντυκ (1814-1879) και τις εκτεταμένες αναστηλώσεις των μεσαιωνικών κάστρων και εκκλησιών που υλοποιεί.
Ο Λουδοβίκος όμως, σε αντίθεση με το πνεύμα του γαλλικού ορθολογισμού που θέλει κυρίως να αναδείξει τη ρωμαλέα δομή των γοτθικών κτιρίων, τα αίτια και τους κανόνες της σε μια μοντέρνα προοπτική, ενδιαφέρεται περισσότερο για τον διάκοσμο παρά για την κατασκευή, παρ' όλο που τα σχέδια των κτιρίων του είναι συνδεδεμένα με ονόματα μεγάλων γερμανών αρχιτεκτόνων της εποχής, προδρόμων του μοντέρνου κινήματος. Εξ ου και τα πρώτα του σχέδια τα εμπιστεύεται σε ζωγράφους ή σκηνογράφους.
Η θέση των πύργων μέσα σε παρθενικά εξαίσια τοπία δεν είναι επίσης έξω από το γούστο της εποχής, όπως άλλωστε κωδικοποιείται κυρίως μέσα στα γραπτά του Ράσκιν (1818-1900) για την αρχιτεκτονική των ερειπίων και την παρθένα φύση αλλά έχει προηγηθεί και ως θεματολογία στους πίνακες των ζωγράφων (Σίνκελ, Φρίντριχ...) και στα κείμενα των ποιητών. Στον διάκοσμο του γοτθικού δάσους και των ερειπίων αναπτύσσονται οι εποποιίες, οι πανάρχαιοι μύθοι, οι μυστικοί και ηρωικοί πρόγονοι, απ' όπου αντλεί τις εμπνεύσεις της η όπερα του Βάγκνερ, που στη συνέχεια θα μετατραπεί σε αρχέτυπο διακόσμησης των πύργων του Λουδοβίκου Β'.
Η στενή συσχέτιση της μουσικής και της αρχιτεκτονικής, παρά την ιδιαίτερη διάσταση που αποκτά στην περίπτωση του Λουδοβίκου Β', δεν είναι επίσης μακριά από ένα παλαιό ρεύμα ιδεών που επανέρχεται κατά τον 19ο αιώνα και ξεχωρίζει αυτές τις δύο τέχνες από τις υπόλοιπες ως τις μόνες που δεν μιμούνται τη φύση αλλά διέπονται από νόμους κοσμικούς, δημιουργούν σε σμίκρυνση ένα σύμπαν αφηρημένο και αυτόνομο. Μάλιστα θεμελιώδες σ' αυτό το ρεύμα είναι το έργο «Der Stil» (1860) του Γκόντφριντ Σέμπερ, αρχιτέκτονα της Οπερας της Δρέσδης (1841), στενού συνεργάτη του Βάγκνερ και προδρόμου των σχεδίων του Μπαϊρόιτ.
Εξω και μακριά από αυτά τα δεδομένα δεν θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει την περίπτωση του Λουδοβίκου Β' παρά μονοδιάστατα, ως την περίπτωση ενός εκκεντρικού, αρρωστημένα ρομαντικού και αυτόχειρα βασιλιά μια ερμηνεία που συχνά άλλωστε αποδίδεται και στην έννοια του ρομαντισμού.
Ο Κλάους Μαν θα μιλήσει μετά από μισό και πλέον αιώνα για τον Λουδοβίκο κάνοντας έμμεση αναφορά στις αναλογίες της ύπαρξής του με τη δική του ύπαρξη. Σε μια οδυνηρή εποχή για αυτόν και για τη Γερμανία, νοσταλγός μιας άλλης Γερμανίας, γίνεται ήρωας του δράματος ο ίδιος και τελικά αυτόχειρας, όπως και ο ήρωας βασιλιάς. Πλάνητας και φυγάς στον κόσμο, όπως ο βασιλιάς του πλάνητας στα οροπέδια της Βαυαρίας. Ο ίδιος συγκρίνει σε κάποιο σημείο της αυτοβιογραφίας του (Κλάους Μαν «Το σημείο καμπής») τον εαυτό του με τον Χανς Κάστορπ στο «Μαγικό βουνό» (1924) του πατέρα του Τόμας Μαν, ο οποίος καταφεύγει για λίγες μέρες σε ένα σανατόριο έναν άλλο πύργο φυγής και απομόνωσης, σε ανάλογο τοπίο και εγκαταλείπεται εκεί για χρόνια, ως τον πόλεμο.
Το «Λούντβιχ - Σιδερόφραχτο παράθυρο» του Κλάους Μαν είναι ένα βιβλίο που ανοίγει πολλά παράθυρα...
Δημοσίευση σχολίου