Τετάρτη, Ιανουαρίου 19, 2011

Νο 735

Yulonda Rios

Δεν είμαι, είπαμε, των δεσμών αλλά τέτοιο καρασεβντά σαν αυτόν του Αρίστου δεν είχα ξαναζήσει. Απ’ αυτά τα παιδιά, τα σακάτικα, που τα πετάει η ζωή στην άκρη σαν τα σπουργίτια στην ανεμοδούρα και δεν έχουν ποτέ στον ήλιο μοίρα, ε, απ’ αυτά τα παιδιά μπορεί κάτι να πάρεις. Όχι απ’ τα χορτασμένα, τα σαλονίσια, τα φλωρίστικα! Πώς χάθηκε; Πώς να ζήσω πια χωρίς τα φλογισμένα μάτια του; Ο χωρισμός, καλέ, είναι μισός θάνατος. Δεν είμαι της κλαψομουνιάσεως αλλά βαλάντωσα στο λάκριμο, η καψερή. Πού χάθηκε; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. Τον αγαπούσα, τον αγαπούσα βαθιά. Τι καλά να ξανασμίγαμε! Να τον αποφυλάκιζαν και να τα βρίσκαμε πάλι. Τι λατσά που θα περνούσαμε! Μα ήταν πια πολύ αργά. Και για μένα και γι’ αυτόν. Και προπαντός γι’ αυτόν, που η μοίρα του τον έστειλε ίσια στην κόλαση.

Θωμάς Κοροβίνης: Ο γύρος του θανάτου (Άγρα)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη "O γύρος του θανάτου" είναι ένα δυναμικό δραματικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην πολυτάραχη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη (1940-1968), ο οποίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ως ο Δράκος του Σέιχ Σου. Μέσα από τις χειμαρρώδεις, υποβλητικές αφηγήσεις εννέα χαρακτηριστικών προσώπων που μιλούν διαφορετικές γλώσσες ανάλογα με τα βιώματα, το χαρακτήρα και το ρόλο που διαδραματίζουν, η αφηγηματική δράση παρακολουθεί το σκηνικό που διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την κατοχή και τον εμφύλιο. Οι συγκλονιστικές, ωμές καταθέσεις των αφηγητών σκιαγραφούν την ψυχολογία των ανθρώπων και συσχετιζόμενες συνθέτουν το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής ενώ παράλληλα ο μυθιστορηματικός χρόνος παρακολουθεί τον κεντρικό ήρωα φωτίζοντας τις σκοτεινές πτυχές της τραγικής προσωπικότητας του νεαρού Αριστείδη.

Ανώνυμος είπε...

“Ο γύρος του θανάτου” μιας πόλης
Του Κώστα Μαρίνου

Μυθιστόρημα χαρακτηρίζει ο Θωμάς Κοροβίνης το τελευταίο του βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα και έχει τίτλο “Ο γύρος του θανάτου”. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ανθρωπογεωγραφία μιας περιόδου της ιστορίας της Θεσσαλονίκης.
Το εξώφυλλο, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, φανερώνει αμέσως και τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος. Εύκολα αναγνωρίσιμος είναι ο Παγκρατίδης, το πρόσωπο που στοίχειωσε το συλλογικό ασυνείδητο όχι μόνο των Θεσσαλονικέων αλλά και όλων όσοι έζησαν εκείνες τις δύσκολες δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Όμως στις μέσα σελίδες ο Κοροβίνης μιλάει έμμεσα για όσα έζησε και έπραξε αυτός ο νεαρός, που του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός “δράκος του Σέιχ-Σου”. Σε αυτούς που δίνει φωνή είναι τα πρόσωπα που, κατά τον συγγραφέα, έζησαν δίπλα στον ήρωά του. Αυτά τα πρόσωπα, μιλώντας ο καθένας με τη δική του γλώσσα, αποκαλύπτουν την εικόνα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, εικόνα που πολλοί θα ήθελαν να ξεχάσουν για τους δικούς τους λόγους ο καθένας. “Ο Παγκρατίδης είναι μια αφορμή. Από 'κει και πέρα μου δίνεται η ευκαιρία να κεντήσω πάνω σε καμβά όλη την εποχή”, λέει ο Θωμάς Κοροβίνης. Και το επιτυγχάνει ανασύροντας από τη μνήμη θύματα και θύτες της μεγάλης ιστορίας αλλά και των επιπτώσεών της πάνω στις ζωές τους.
Η χώρα έβγαινε από έναν άγριο εμφύλιο, και άνθρωποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο, σε ένα περιβάλλον όπου παρά τις προσπάθειες των πολλών μηχανισμών καταστολής, έβραζαν πολλά υπόγεια ρεύματα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η ενοχοποίηση του “άλλου”, όποιος κι αν είναι αυτός, αποτελεί και αυτή μηχανισμό εξουδετέρωσης εσωτερικών ενοχών του καθενός. Ή και λύση που βρίσκουν οι όποιες εξουσίες για να εξουδετερώσουν τις αντιδράσεις στα δικά τους ολισθήματα. Ή, όπως λέει ο Θωμάς Κοροβίνης για τον Παγκρατίδη, ο οποίος εκτελέσθηκε για μια σειρά πράξεων που έκανε ή ίσως δεν έκανε, “το θέμα δεν είναι να κάνουμε ξανά ένα δικαστήριο. Από τον τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι φανερώνεται πόσο εύκολο ήταν να στιγματισθούν άνθρωποι και να δαιμονοποιηθούν και στην περίπτωση του Αρίστου Παγκρατίδη να εκτελεσθούν”.

Ανώνυμος είπε...

Έπρεπε να παρουσιαστώ στα στρατά. Υποχρέωση όλων των αρσενικών της χώρας. (…)
Πούλησα αδερφοσύνη για να την πουλέψω. Παρουσιάστηκα σινάμενη-κουνάμενη με μπανάνες και φτερά στο κεφάλι, όπως η Κάρμεν Μιράντα, η τραγουδίστρια με το εξωτικό στυλ που την βάζανε στα έργα τα βραζιλιάνικα. Έπιασε το κόλπο. Μου δώσαν πούλο. Εγώ είμαι αδερφή και με κράξανε και με τζάσανε δικαίως ως αδερφή. Δε σημαίνει ότι δεν ήμουν και ικανός να υπηρετήσω. Σιγά! Πήχτρα στους φλώρους και τους λουφαδόρους είναι η επικράτεια! Και στις κρυφολούγκρες! Και στους ανίκανους! Άσε που μόνο τα κορόιδα υπηρετούν. Αν βρείτε έναν άντρα Έλληνα υπήκοο να μη μετάνιωσε που έκανε φαντάρος, εγώ να γίνω τουρλολιγούρης.
Μετρούσα πολύ εξωτερικώς. Όπως ήμουν η δόλια λιγδομπερντές, βγήκα στα πάρκα, ήμουνα παλιός γνώριμος εκεί. Ένα βράδυ, αργά, γνώρισα στο πρεζαντέ μια ντάνα, σα μισοτρανς ήτανε, μια λουμπίνα του κερατά. Περπατημένη τσολαδερφή, κουασιμόντα ήτανε η μαντουάνα. «Είσαι η πιο λατσή αδερφή, άμα ντυθείς, θα κονομήσεις μπουτ μπερντέ», μου λέει. «Τι να ντυθώ;» ρώτησα, «σάμπως γυμνή είμαι;». Νόμιζα εγώ θα με στείλει να αβέλω ντανιές, να γίνω μασκαράς, καρναβάλι. Δεν πήγε ο νους μου. Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη!
Μπήκα αμέσως στο κόλπο και ξεθάρρεψα γρήγορα. Πρώτη βραδιά, δέκα πελάτες, καλή κονόμα. Μπουτ λατσά. Με πήγε σε μια πιάτσα όχι πολύ γνωστή, που συχνάζανε, ας πούμε, οι μυημένοι. Το ψωνιστήρι γινότανε στην αλάνα, απέναντι απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Μόλις σουρούπωνε άλλαζε το σκηνικό και μεταμορφωνόταν. Παρκάρανε εκεί μεγάλα φορτηγά πολλών κυβικών, νταλίκες. Οι νταλικέρ, πολύ επιρρεπείς στο κοκό. Κι όχι πάντοτε ενεργητικοί, πολλοί ήτανε μερακλαντάν, απ’ όλα κάνανε. Άλλοι πελάτες ήτανε περαστικοί κι άλλοι εργατικοί της γειτονιάς, μιλημένοι, στο κόλπο όλοι τους, πονηροί, τζιναβωτοί. Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. Πίσω απ’ τις καρότσες το κάναμε ή κάτω από κάτι δέντρα. Δεν συχνάζανε τσόλια εκεί, σπάνια να περνούσε κανένα. Δεν είχε ούτε κουκουβάγιες. Κρατούσαν τσίλιες και κάτι κουλές αδερφές για τα συνθηματικά. Η Βαγγέλω, η δόλια, που ήταν αμπενάβωτη, μου έκανε νοήματα από μακριά. Αν διέκρινε κίνδυνο, σήκωνε το μαντήλι της και το κούναγε στον αέρα. Άμα ζύγωνε κανένα λατσό τεκνό, περπατούσε με τσαχπινιά και έκανε σαντά καυλοκουνήματα. Η Τζοκόντα η Κράχτρα, που μπέναβε πολύ ανθυγιεινά ήτανε τζαζεμένη αλλά ψυχικιάρα και λειτουργούσε σαν τροχονόμος και έδινε σε όλες στην πιάτσα διαταγές. «Εσύ τράβα από δω». «Από κει πέρασε ένα τσόλι». «Ο κατέ αβέλει μουσαντά». Αν πλησίαζε κάποιο ωραίο τεκνό φώναζε δυνατά «λάτσα, λάτσα, καραλάτσα». Αν σε δίκελε[105] με κανένα επικίνδυνο πελάτη τραγουδούσε : «Ντικ[106], μαρή, τζουρνεύει το κατέ, μπουτ τζουρνεύει». Η ταβέρνα η «ΠΕΘΕΡΑ» βρισκόταν απέναντι απ’ το γήπεδο. Σύχναζα στο στέκι αυτό, μάζευα κι από κει πελατεία. Είπαμε, καλέ, πως ήμουνα και μουράτω[108]. Από τις βίζιτες πορευόμουνα, αφού δουλειά δεν είχα και δουλειά δε θα μου’ δινε κανείς. Είχα μια επιδερμίδα βελούδινη, έμοιαζα τη Τζίνα Λολομπρίτζιτα, τα μάτια της έχω τα σπανιόλικα και τα μαριόλικα, γι’ αυτό με βγάλανε οι άλλες οι κατέ, Λολό. Στο Παρίσι, η Μπε-Μπε και στη Ρόμη η Λο-λό.

Θωμάς Κοροβίνης: Ο γύρος του θανάτου (Άγρα, 2009)

Ανώνυμος είπε...

Ήταν δεκαεννιά χρονών, όπως μου είπε, αλλά θα τον έκανες και εικοσιδύο. Ένα χρόνο με περνούσε. Αδύνατος ήταν. Τελευταία είχα καλή πελατεία σ’ αυτή την πιάτσα, γιατί δούλευα κυρίως μόνη μου, δεν είχα ανταγωνισμό. Είχανε ντουπάρει κόσμο και είχανε ψιλοεξαφανιστεί οι λουμπουνιές. Είχανε αλλάξει στέκι, κατεβαίνανε Βαρδάρη μεριά. Ήταν Σαββατόβραδο. Με σίμωσε πιωμένος. –Γειά σου. Θέλεις παρέα; -Εξαρτάται. Πόσα θα δώσεις; -Δεν ήρθα για να δώσω; -Αλλά, τι, ρε μάγκα; Μήπως θες να σε πληρώσουμε κιόλας; -Το βρήκες. Εγώ δεν πληρώνω, πληρώνομαι. –Ε, τότε δεν ταιριάζουμε. –Γιατί, δε μπορούμε να κάνουμε παρέα χωρίς να μπούνε τα λεφτά στη μέση; -Μπορούμε αλλά είμαι πολύ κουρασμένη. –Μην ανησυχείς, θα σε ξεκουράσω εγώ. –Πώς; -Θα δεις. Ήτανε πολύ γλυκός. Δεν ήτανε χαρμάνης, ούτε φράγκα ήθελε να βγάλει. Αν και νάκα μπερντέ. Ήθελε παρέα, ανθρώπινη παρέα. Τον έτρωγε τον άμοιρο η μοναξιά.
Αυτός γραπώθηκε, ρε παιδί μου, από πάνω μου. Κόλλησε σα βδέλλα. Είμαι χαρακτήρας με σίκ οριεντάλ. Κάνω ωραίο κλίμα, αβέλω λατσούς τζιλβέδες, σ’ αυτό θα οφείλεται που τους τραβάω. Σπάνια να κάνει άλλος τέτοια ατμόσφαιρα. Κι όχι μόνο στη φάρα μας, γενικά. Μα και λατσά τα μπενάβω, μπουτ λατσά. Έξω το κάναμε, έβρι νάϊτ, αραιά και πού σε κλειστό χώρο. Είμαι και συνηθισμένη. Χρόνια απ’ την πιάτσα με τους πελάτες στις εξοχές βγάζαμε τα μάτια μας. Όλα τα τσαΐρια της Θεσσαλονίκης τα’ χω φέρει βόλτα. Είχε κάτι καβαντζούλες η Σαλόνικα, μούρλια. Στο Βασιλικό θέατρο, πίσω απ’ το Γ΄ σώμα στρατού, στη ρωμαϊκή αγορά, μέσα στο Πανεπιστήμιο, στα Λαδάδικα, στα Ξυλάδικα, και πολλά γύρω απ’ το Βαρδάρι. Ωραίο πράμα η τσαϊράδα. Ωραίο πράμα να το κάνεις στην ύπαιθρο. Απελευθερώνεσαι. Καβαλούσαμε το μηχανάκι παλιά και τρέχαμε να ξεσκιστούμε στις καβάντζες μας. Όχι με τον Αρίστο, πού ο Αρίστος μηχανάκι, με άλλους. Αχ, Σαλόνικα, Σαλόνικα! Που’ ναι τα τζουτζουκλέρια του παλιού καιρού που δε μ’ αφήνανε να ησυχάσω λεπτό ; Πέντε πέντε τα άβελα. Μου’ χε βρει ο Αρίστος μου μια καλή κρυψώνα στο λιμάνι, κανείς δεν πατούσε, όλο εκεί τη βρίσκαμε. Πάντοτε φτιαγμένοι το κάναμε, φτιαγμένοι από πιοτό, συνήθως μπύρες. Ο Αρίστος, η αλήθεια είχε γίνει νταμιρατζής, τον μπάσανε από μικρό στο κόλπο. Αλλά κι εγώ καμιά φορά, άμα το έφερνε η περίσταση φουμάριζα, την αγαπούσα κι εγώ τη νταμίρα, τη ρίγανη, όπως λέμε εμείς συνθηματικά.

Θωμάς Κοροβίνης: Ο γύρος του θανάτου (Άγρα, 2009)