«(…) Αλήθεια δεν ξέρω για ποιο λόγο στις μέρες μας συνηθίζεται ο έρωτας μεταξύ αρσενικών».
«Γιατί, πολύ καλύτερος δεν είναι;» απάντησε ο Μενέλαος. «Τ’ αγόρια είναι πιο απλοϊκά απ‘ ό,τι οι γυναίκες κι η ομορφιά τους πιο ερεθιστική για ηδονή. (…) Στις γυναίκες όλα είναι ψεύτικα, και τα λόγια κι η εμφάνιση. Αν φαίνονται όμορφες, αυτό είναι περίτεχνο κατόρθωμα των φτιασιδιών. Η ομορφιά τους δεν είναι άλλο παρά αρώματα, βαφές μαλλιών και καλλυντικά. Αν όμως τις απογυμνώσεις από όλες αυτές τις απάτες, τότε μοιάζουν με την ξεπουπουλιασμένη καλιακούδα του παραμυθιού. Η αγορίστικη ομορφιά δεν ποτίζεται με μυρωδιές αρωμάτων, ούτε μ’ απατηλές και ξένες οσμές' απ’ όλα τα μύρα των γυναικών ο ιδρώτας των αγοριών μυρίζει πιο ωραία. Μπορείς μάλιστα, πριν από τα ερωτικά αγκαλιάσματα, να πέσεις μαζί τους στην παλαίστρα και ν’ αρχίσεις φανερά τις περιπτύξεις, γιατί αυτά τ’ αγκαλιάσματα δεν είναι ντροπή. Δεν έχουν σάρκες χαλαρές για να κάνουν χαλαρά και τα ερωτικά αγκαλιάσματα, τα κορμιά αντιχτυπούν το ένα στ’ άλλο και συναγωνίζονται σε ηδονή. Τα φιλιά τους δεν έχουν γυναικεία σοφία, ούτε επινοούν με τα χείλη τους απάτες κολασμένες. Φιλούν όπως ξέρουν, και τα φιλιά τους δεν είναι αποτέλεσμα της τέχνης αλλά της φύσης. Να ποια είναι η εικόνα του αγορίστικου φιλιού: αν έπηζε το νέκταρ και γινόταν δυο χείλη, τότε μόνο θα έπαιρνες παρόμοια φιλιά. Φιλάς και δεν χορταίνεις, κι όσο τα δοκιμάζεις τόσο πιο πολύ διψάς για φιλιά' το στόμα σου δεν μπορείς να τ’ αποτραβήξεις προτού η ηδονή σε κάνει να ξεφύγεις από τα φιλήματα».
Αχιλλεύς Τάτιος: Τα περί Λευκίππην και Κλειτοφώντα (Κάκτος)
4 σχόλια:
Ο Αχιλλεύς Τάτιος ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου που έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. ή, σύμφωνα με άλλους, τον 6ο ή και τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Το μοναδικό σωζόμενο έργο του είναι το «Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα» (σε ελεύθερη μετάφραση: «Οι περιπέτειες της Λευκίππης και του Κλειτοφώντος»), ένα αισθηματικό περιπετειώδες μυθιστόρημα σε οκτώ «βιβλία».
Οι μοναδικές πηγές για τον Αχιλλέα Τάτιο και το έργο του είναι ο Μέγας Φώτιος και το Λεξικό του Σούδα (το οποίο αναφέρεται σε αυτόν ως «Αχιλλέα Στάτιο»), αρκετά παραπλανητικές. Σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν, βασιζόμενοι σε ευρήματα παπύρων, ότι πρέπει να έζησε κατά (ή και πριν) τα τέλη του 2ου αιώνα, δηλαδή ότι έζησε και έγραψε πριν τον επίσης ελληνικής καταγωγής μυθιστοριογράφο Λόγγο. Ακόμα και η παράδοση που τον θέλει αλεξανδρινό βασίζεται ίσως μόνο στη λεπτομερή περιγραφή της πόλεως που διαβάζουμε στο μυθιστόρημά του. Το ίδιο αμφισβητείται και η πληροφορία του Σούδα ότι έγινε Χριστιανός και μάλιστα χειροτονήθηκε επίσκοπος.
Το Λεξικό Σούδα επίσης αποδίδει στον Αχιλλέα Τάτιο ένα έργο με τιτλο Περί σφαίρας, απόσπασμα του οποίου μπορεί να υπάρχει ακόμα ως εισαγωγή στα Φαινόμενα του Αράτου (Eισαγωγή εις τα Aράτoυ φαινόμενα). Αυτό το έργο αναφέρεται από τον Φιρμικό Ματέρνο, ο οποίος περί το 336 μιλά για κάποιον «prudentissimus Achilles» στο έργο του Matheseos libri (Math. iv. 10). Το απόσπασμα πρωτοεκδόθηκε το 1567, στο «Ουρανολόγιον» (Uranologion) του Ιησουίτη Πετάβιου, και με λατινική μετάφραση το 1630. Η ίδια πηγή αναφέρει επίσης έργο του Αχιλλέως Τατίου πάνω στην ετυμολογία, και ένα άλλο με τίτλο Ποικίλες Ιστορίες.
el.wikipedia.org
Καινοτομία για την ελληνιστική περίοδο το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικό είδος από τον πεζό, αφηγηματικό του λόγο και αντλεί τη θεματολογία του από φανταστικές περιπετειώδεις ιστορίες, γεμάτες έρωτα, ταξίδια και ενίοτε μονόλογους ή διάλογους κοινωνικού προβληματισμού. Το σκηνικό μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η πλοκή του μυθιστορήματος, είτε είναι ιστορικό είτε όχι, αντικατοπτρίζει τις ατομικιστικές ιδιαιτερότητες του ελληνιστικού κόσμου, μέσα στον οποίο περιπλανούνται οι χαρακτήρες του, ακολουθώντας ένα στερεότυπο αφηγηματικό σχήμα. Ο όρος μυθιστορία –τον οποίο προσπάθησε να εισάγει αργότερα ο Κοραής- προσιδιάζει σε λογοτεχνικό είδος του οποίου το περιεχόμενο είναι εντελώς φανταστικό και μη πραγματικό.
Ο Αχιλλεύς Τάτιος ή Στάτιος, συγγραφέας Των Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα, έγραψε το μυθιστόρημά του ανάμεσα στο 172-196 . και χρησιμοποίησε ως κέντρο της πλοκής του την Αίγυπτο. Το μυθιστόρημά του είναι μη ιστορικό, πιθανώς το αρχαιότερο μη ιστορικό που έχει διασωθεί, και υπακούει στο στερεότυπο έρωτας-χωρισμός-επανένωση. Παρόλο που ερευνητές όπως ο Merkelbach αποδίδουν τούτο το στερεότυπο σε επιδράσεις των ελληνιστικών μυστηριακών θρησκειών[, θα ήταν ορθότερο πιθανώς –αν αναζητάμε τέτοιου είδους πιθανές κατά τα άλλα επιδράσεις- να στραφούμε περισσότερο στον ελληνικό μύθο και τις πλατωνικές αντιλήψεις περί ψυχής. Η άποψη για παράδειγμα πως με το φιλί έρχεται κανείς σε επαφή με την ψυχή του άλλου, πέρα από εναγώνια αναζήτηση της ένωσης και της κοινωνίας, χαρακτηριστική σε μια πολύβουη αλλά ταυτόχρονα μοναχική κοινωνία όπως η ελληνιστική, αντιπροσωπεύει πλατωνικές μάλλον απόψεις. Οι αναζητούμενες από τον Merkelbach επιδράσεις θα μπορούσαν πιθανώς να στραφούν προς την κατεύθυνση της μαγείας, την οποία φαίνεται να έχει διδαχθεί η θεραπαινίδα της Λευκίππης στη συγκεκριμένη στιγμή της πρώτης επαφής των δύο νέων.
Η εμμονή του Κλειτοφώντα στην αναζήτηση του φιλιού, μια μακρά σκηνή της πρώτης συνάντησης του νέου με τη Λευκίππη, είναι καταρχήν μια αντανάκλαση της εσωτερικής αγωνίας του ανθρώπου της ελληνιστικής περιόδου να ενωθεί, να συντροφέψει και ενδεχομένως να σταθεροποιήσει κοινωνικά τη θέση του μέσω της δημιουργίας οικογένειας. Αυτή η αγωνία είναι φυσική, αν συνειδητοποιήσουμε ότι εξαρχής η αρχαϊκή και κλασική ελληνική κοινωνία αναζητούσε τη σταθεροποίησή της στην ευημερία του οίκου και μετήλθε όλων των μέσων προκειμένου να προστατέψει τη δομική της λίθο. Η μετάβαση από τον οίκο στην πυρηνική οικογένεια με τη στενότερη σημασία της δεν αναιρεί τις ψυχικές πιέσεις που δέχεται ο πολίτης της ελληνιστικής περιόδου να αναζητήσει ένα σταθερό κέντρο επιβίωσης. Τούτη η μετάβαση ίσως φαίνεται ακόμα καλύτερα τους βυζαντινούς χρόνους, κατά τους οποίους η πυρηνική οικογένεια διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στη συγκρότηση της κοινωνικής δομής. Στη συνέχεια της εξέλιξης του έργου οι δύο νέοι χωρίζονται και διέρχονται μέσω σειράς δοκιμασιών, κατά τις οποίες κατορθώνουν να διατηρήσουν την αρχική τους ερωτική έλξη, έως την τελική τους επανένωση.
Ένα άλλο επίπεδο ερμηνείας μας οδηγεί στην αντίληψη της ιερότητας του φιλιού. Ήδη στις κοινωνίες της 2ης Π.Κ.Ε. χιλιετηρίδας τόσο στην βόρεια Αφρική όσο και στην Ευρώπη ή την Ασία οι άνθρωποι πλησιάζουν τα πρόσωπά τους σε μια συμβολική χειρονομία πνευματικής ένωσης μέσω της ανταλλαγής της ανάσας. Οι άνθρωποι που μοιράζονται έναν κοινό πολιτισμό, μοιράζονται επίσης και ένα κοινό λεξικό, με το οποίο μπορούν και μεταφράζουν τις κοινωνικές συμπεριφορές τους. Η ελληνιστική περίοδος διαθέτει το λήμμα φιλί στην κοινωνική λεξικογραφία της και πιθανώς κατέχει τα πρωτεία στην υϊοθέτηση του ερωτικού φιλιού ως κανόνα ερωτικής συμπεριφοράς.Μια άλλη ερμηνεία περισσότερο πεζή θέλει το φιλί να είναι μια ανάμνηση της προμασημένης τροφής την οποία μεταβίβαζαν οι μητέρες στα νεογνά σε πρωτόγονες κοινωνίες και συνεπώς είναι ένα σύμβολο προστασίας και φροντίδας. Οποιαδήποτε εκδοχή και αν υϊοθετήσει κανείς, η αναζήτηση του φιλιού είναι αναζήτηση κοινωνίας και τούτο συνειδητά ή ασυνείδητα ο συγγραφέας το αποδίδει στη συγκεκριμένη σκηνή του έργου του. Συνεπώς, αντί να αισθάνεται κανείς ως ηδονοβλεψίας ή ωτακουστής ως έχει μεταφερθεί από την κριτικη, θα μπορούσε πιθανώς να αισθανθεί μάρτυρας μιας σκηνής στην οποία η ανάγκη για επικοινωνία είναι τόσο καθοριστική, ώστε εργάζεται τέχνας
Η αιδώς και η εγκράτεια της Λευκίππης είναι φαινομενική στην αρχική σκηνή της συνάντησης -ουσιαστική στην εξέλιξη της πλοκής του έργου- αλλά αποτελεί ένα από τα ακλόνητα στοιχεία της θεματικής του έργου σε όλη του την έκταση. Στη συγκεκριμένη σκηνή επικρατεί πιθανώς μια επικούρεια εκτροπή στην αναζήτηση της ηδονής. Η επικούρεια φιλοσοφία παρούσα εν δυνάμει -όπως και η Στωική άλλωστε- στη λογοτεχνική παραγωγή, θεωρεί την εκτροπή αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα των ηθικών συμβουλών. Πρέσβευε πως, εφόσον ένας άνθρωπος ακολουθεί την επικούρεια διδασκαλία, επιδιώκοντας την ηδονή και αποφεύγοντας τον πόνο, κάθε εκτροπή των ατόμων του νου του αποτελεί αφορμή για ελεύθερη απόφαση για πράξη. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά σε μια επικούρεια εκτροπή, που δεν αποκλείει όμως το ηθικό μέτρο.
Επιφανειακά ρηχό το μυθιστόρημα δε χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από αρκετούς ερευνητές. Όμως, σε βαθύτερο επίπεδο ερμηνείας του σίγουρα καταγράφει ακόμη και ψυχικές προδιαθέσεις, ήθη και έθιμα της εποχής του και μεταφέρει –σε ό,τι αφορά στους χαρακτήρες του- μια ψυχογραφική εικόνα της εποχής του.
el.wikipedia.org
Δημοσίευση σχολίου