Rodrigo (Ισπανία)
Σημεία των καιρών
Ένα αμυδρό φωτάκι
σε μια παλάμη μέσα λαμπυρίζει.
Αντικατοπτρισμός μάλλον θα ‘ναι.
Ώσπου στ’ αυτί του τ’ ακουμπά.
Η τρυφερότητά του με κερδίζει.
Δυο χαλαροί δίπλα μου με λυμένα κορδόνια.
Απ‘ ό,τι πιάνω:
- Κατάπιε το.
- Με τίποτα δεν κατεβαίνει.
- Ε, τότε φτύσ’ το.
Χριστόφορος Λιοντάκης: Στο τέρμα της πλάνης (Καστανιώτης)
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (1931-2020)
-
Πέθανε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος Έζησε 89 «διαγώνια» χρόνια… Ο φιλόλογος
Κωνσταντίνος Δημητριάδης (το «Ντίνος Χριστιανόπουλος» είναι ψευδώνυμο του
ποιητή),...
Πριν από 4 χρόνια
6 σχόλια:
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης γεννήθηκε το 1945 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας δικαίου στο Παρίσι. Το 1973 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Το τέλος του τοπίου". Η συλλογή του "Με το φως", 1999, τιμήθηκε ταυτόχρονα με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω", το 2000. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και αγγλικά και έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό "Harvard Review", στα τεύχη 50, 1998 και 80, 2000. Ο Θάνος Μικρούτσικος έχει μελοποιήσει ποιήματά του που έχουν κυκλοφορήσει σε CD με τίτλο "Ποίηση με μουσική: Κωνσταντίνος Καβάφης-Χριστόφορος Λιοντάκης". Το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας τον ονόμασε Ιππότη της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών και ο Δήμος Ηρακλείου του απένειμε το βραβείο Νίκου Καζαντζάκη.
www.perizitito.gr
ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Ό,τι φαντάζεσαι πως λείπει
η ηδύτητά σου το αναπληρώνει.
Ανατρέποντας τους κανόνες του ωραίου.
Από της αμηχανίας σου τη στενωπό
ξεχύνονται αθώοι χυμοί
Και στο φως σιωπηλά σε αποδίδουν
Η ΠΡΟΘΥΜΗ ΦΩΝΗ
Μόνο γιατί δε σε περίμενα.
Μόνο για την πρόθυμη φωνή σου.
Μόνο γιατί δε θα σε ξαναδώ.
Θα 'σαι το παρόν του μέλλοντός μου.
ΕΓΚΑΙΡΩΣ
Μεθυσμένος μαζί σου
κι εσύ με την ταχύτητα
Ευτυχώς φρενάραμε
κι έτσι γλιτώσαμε την αιωνιότητα.
ΑΒΥΣΣΟΣ ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ
Σε φόρεσα να κρύψω την ερήμωση.
Σαν αποφόρι ακόμη σε φορώ.
Χριστόφορος Λιοντάκης: Στο τέρμα της πλάνης (Καστανιώτης, 2010)
Οι άνθρωποι δεν έχουν αίσθηση του μάταιου
Ο ποιητής Xριστόφορος Λιοντάκης δηλώνει ότι έφθασε «Στο τέρμα της πλάνης»
Tης Oλγας Σελλα (Καθημερινή, 17/10/2010)
Oσοι κινούνται στους δρόμους της Aθήνας, κυρίως του κέντρου, έχουν οπωσδήποτε συναντήσει τον ποιητή και μεταφραστή Xριστόφορο Λιοντάκη σε κάποια γωνιά της. Eτσι κι αλλιώς, σ’ αυτούς τους δρόμους θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρίσκεται το... γραφείο του. «Δεν μπορώ να βάλω μπροστά μου ένα λευκό χαρτί κι ένα μολύβι και να πω τώρα κάθομαι και γράφω, μου είναι αδύνατον. Γράφω όπου μπορείς κι όπου δεν μπορείς να φανταστείς...», λέει στην αρχή της συνάντησής μας, όταν του ζήτησα να μου δείξει τον αγαπημένο χώρο του σπιτιού του όπου κάθεται να γράψει.
Zει εδώ και χρόνια στο κέντρο, παρακολουθεί τις εκδηλώσεις των ομοτέχνων του, παρακολουθεί πολύ θέατρο, αφουγκράζεται τον ρυθμό της πόλης. Kαι όλα αυτά περνούν στους στίχους τους. Στην τελευταία του συλλογή «Στο τέρμα της πλάνης» (εκδ. Kαστανιώτης) θα συναντήσουμε τα γνώριμα υλικά της ποίησης του Xριστόφορου Λιοντάκη: την πόλη, τους μετανάστες, τον έρωτα. Mόνο που αυτή τη φορά λέει ότι δεν θα ξαναγράψει ποίηση, ότι αυτή η συλλογή θα είναι η τελευταία. Eτσι αισθάνεται τώρα, έτσι νομίζει αυτή τη στιγμή. Kαι δεν σημαίνει αυτό καθόλου ότι στο εξής κλείνεται στον εαυτό του και στο κατάφυτο ρετιρέ της οδού Δερβενίων. O Xριστόφορος Λιοντάκης εξακολουθεί να παρακολουθεί ό, τι συνδέεται με πολιτική και με πολιτισμό και φυσικά τους νέους ποιητές. Ξεχωρίζει, μάλιστα, μερικούς, νεότατους και δεν διστάζει να αναφέρει ονόματα: Nίκος Eρινάκης, Nίκος Σταυρόπουλος, Παναγιώτης Aρβανίτης, Nίκος Eβαντινός, Aνέστης Mελιδόνης. Διευκρινίζει: «Η αναφορά μου σ’ αυτούς οφείλεται αποκλειστικά στο ότι είναι νεότατοι και στο ότι έχουν εκδώσει μία μόνο συλλογή. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι».
– Στα ποιήματα της τελευταίας συλλογής σας αφήνετε να υπονοηθεί, αλλά το δηλώνετε και κατ’ ιδίαν, πως θέλετε να είναι τα τελευταία. Γιατί;
– Το να προδικάζεις το μέλλον συνιστά ύβρι, που δεν θα ήθελα να την διαπράξω. Στην παρούσα φάση, όμως, αυτή είναι η διάθεσή μου. Μ’ έχει κατακλύσει μια αίσθηση ματαιότητας. Βέβαια, τα ποιήματα κάποτε γράφονται και ερήμην του ποιητή.
– Σε τι οφείλεται αυτή η αίσθηση της ματαιότητας;
– Σε πολλά, ιδιωτικά και δημόσια. Μ’ ενοχλεί το αντίστροφο: ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά αίσθηση του μάταιου. Είναι τόσο διαβρωμένοι από τον καταναλωτισμό και τη γυαλιστερή επιφάνεια, που βουλιάζουν στον ζόφο της καθημερινότητας και αισθάνονται ευχαριστημένοι, σύμφωνα με τα πρότυπα που τους έχουν επιβληθεί. Η διαφθορά στη σύγχρονη Ελλάδα είναι τόσο μεγάλη, που καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να την καταπολεμήσει. «Η βαθιά Ελλάδα» μοιάζει άτρωτη. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα τομίδιο –χάρη στην Κατερίνα Δασκαλάκη– με το κείμενο του Κώστα Αξελού «Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας», γραμμένο το 1954. Λες κι έχει γραφτεί σήμερα. Αυτό, πιστεύω, τα λέει όλα.
– Γιατί επιλέξατε αυτόν τον κάπως οριστικό τίτλο, «Στο τέρμα της πλάνης»;
– Καθώς περνούν τα χρόνια κι όλο και περισσότερο συνειδητοποιείς τα όριά σου σε κάθε δραστηριότητα, το τέρμα της πλάνης είναι αναπόφευκτο.
– Παρ’ όλα αυτά, νομίζετε ότι εξακολουθεί η εποχή μας να «σηκώνει» την ποίηση;
– Oλα είναι σχετικά. Bέβαια, για να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, ο ποιητής θέλει να διαβαστεί. Oταν όμως γράφω, γράφω πάνω απ’ όλα για μένα βέβαια, αλλά έχω πάρα πολύ έντονη την εικόνα κάποιων αγαπημένων προσώπων. Aυτοί είναι που πυροδοτούν μέσα μου τις ποιητικές εικόνες. Xωρίς αυτούς είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορούσα να γράψω και χωρίς τους φίλους μου δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να υπάρχω. Eνας από τους μεγαλύτερους φόβους μου, από τις μεγαλύτερες αγωνίες μου, είναι να μη χάσω τους φίλους μου.
– Και στην προηγούμενη συλλογή σας, «Με το φως», αλλά και σ’ αυτήν υπάρχει έντονο στα ποιήματά σας το θέμα των μεταναστών. Τι είναι αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον σας;
– Το μεταναστευτικό ρεύμα της τελευταίας εικοσαετίας άλλαξε ριζικά την ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας και δημιούργησε προβλήματα σ’ όλους τους χώρους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Τα θετικά αυτού του φαινομένου αποσιωπούνται, τα αρνητικά υπερτονίζονται με αυθαίρετες γενικεύσεις. Τα προσωπικά προβλήματα των μεταναστών λίγους ενδιαφέρουν. Αλλά εδώ, νομίζω, πως κυρίως κρίνεται ο πολιτισμός κι όχι μόνο από τα έργα της τέχνης.
– Το ερωτικό στοιχείο στην τελευταία συλλογή σας είναι ιδιαίτερα έντονο. Δεν υπάρχει ματαιότητα στον έρωτα;
– Φυσικά και υπάρχει. Μόνο που ο έρωτας είναι μια οριακή πράξη που και μέσα από τη ματαιότητά της εξαγιάζεται. Εξαγιάζεται γιατί με τον έρωτα αναλώνεσαι, ξοδεύεσαι, δεν αποταμιεύεις. Στη συλλογή αυτή προσπάθησα να καταγράψω όλη την πολυπλοκότητα του ερωτικού τοπίου, να το πλησιάσω από παντού, ενιαίο και αδιαίρετο, χωρίς στερεότυπα.
– Tι σας θλίβει και τι σας δίνει χαρά στους δρόμους αυτής της πόλης;
– Mε θλίβει η άναρχη κίνηση, τα χιλιάδες αυτοκίνητα, τα παρκαρίσματα στα πεζοδρόμια, τα χαλασμένα πεζοδρόμια, τα καυσαέρια. Προσπαθώ, όμως, να κάνω αφαιρέσεις. Eτσι, μπορώ να χαίρομαι και να απολαμβάνω τα χαμόγελα των ανθρώπων, ερήμην τους, όταν χαμογελούν. Kαι νομίζω ότι παρά τις δυσκολίες της εποχής μας, οι άνθρωποι ακόμα χαμογελούν. Mου δίνουν χαρά τα παλιά κτίσματα και κυρίως τα ερειπωμένα σπίτια.
– Kαι η μετάφραση; Eίναι βιοπορισμός ή πρωτογενής δημιουργία;
– Eκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, που μου ζητήθηκε να μεταφράσω με υλικό κίνητρο, όλα τα υπόλοιπα τα μετέφρασα από αγάπη και μόνο. Tο οικονομικό όφελος ήταν απειροελάχιστο, αλλά δεν με νοιάζει. Δεν επεδίωξα να ζήσω από τη μετάφραση επειδή με τον τρόπο που μεταφράζω ήταν πάρα πολύ ασύμφορο. Kαι για μένα και για τους εκδότες. Tώρα αν είναι πρωτογενής δημιουργία είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα. Mπορώ να πω, όμως, ότι με βοήθησε πάρα πολύ στο να κατακτήσω τη γλώσσα.
– Τελικά, παρηγορεί η ποίηση;
– Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο για κάθε ποιητή. Ο ρόλος του ποιητή πρέπει να είναι παρηγορητικός. Να βοηθάει τον αναγνώστη του ώστε να βλέπει διαφορετικά, να ξεφεύγει από τους μοχλούς της σύμβασης και της συνήθειας, να τον αναφλέξει και να τον απογειώσει. Για να συμβεί, όμως, αυτό ο ποιητής πρέπει να είναι γενναιόδωρος. Γιατί «ο σπείρων φειδόμενος φειδομένως και θερίσει».
Μάταιες επιδόσεις
Είναι βρεγμένα τα μαλλιά του
Το σακίδιό του γέρνει στη δική μου τη μεριά
Βρέχει, νομίζεις, προς στιγμή
Μα είναι ήχος από ακάθαρτα νερά
Η τρυφερότητά μας πλέει στην αμμωνία
Η τρυφερότητά μας έχει μόνο βλέμματα
Και χέρια - κυρίως χέρια
Κάποτε και μια λευκή κηλίδα
Αν το χέρι... κι όταν ο καθρέφτης βοηθά
Η τρυφερότητά μας είναι θέμα θέσης
Σε μια σκακιέρα που χωρούν μόνο εφτά.
Χριστόφορος Λιοντάκης
Οδός Πανός – τ.88, Σεπτ. 1996
Τελετή
Το πάθος λιγόστευε
Καθώς ανοίγανε κονσέρβες μπύρας
Το πένθος ύψωνε φυσαλίδες
Το φως ναρκοθετούσε τ’ ανοιχτά τους στόματα
Είχαν τελειώσει τ’ αντισηπτικά
Τα λόγια πυοροούσαν
Τον εμετό ν’ αποφύγεις θέλοντας
Κατάλαβες πως τα χέρια σου
Δεν ήταν δικά σου
Κι όμως δεν έφυγες
Ρύθμιζες το φόβο σου με δόσεις
Και κριτική έκανες
Και μην απολογείσαι
Αφού και τώρα
Κινδυνεύεις
Να γράψεις στίχους
Ίσως και ποίημα
Χριστόφορος Λιοντάκης
Το Δέντρο – τ. 9, Ιούλ. 1979
Δημοσίευση σχολίου