Al Pierce
Πάντως τον βρήκα να τις έχει όλες έτοιμες απάνω στο χορτάρι, και να μάχεται με τον αγέρα να μην του τις σκορπίσει. Πρώτη φορά μου έβλεπα τέτοια συμπλέγματα. Ήταν πολύ βρόμικος ο κόσμος. Εκείνος όμως τον έβρισκε ωραίο, μου έδειχνε λεπτομέρειες και γελούσε. Όλα είχαν το όνομά τους και το ήξερε. Δεν ξέρω όμως τι θα 'λεγε τώρα, γιατί βέβαια όλα θα τα είχε δοκιμάσει. Καθώς φεύγαμε, έδωσε μια με το πόδι του και σκόρπισαν πάλι τα κομματάκια.
Την άλλη μέρα, που έλεγα να τα μαζέψω, δε βρήκαμε ίχνος. Κάποιος άλλος θα τα είχε πάρει. Γι' αυτό μπήκαμε μέσα στην εκκλησία και κοιτάζαμε, ξαπλωμένοι ανάσκελα στις καρέκλες, την Ανάληψη στο ψηφιδωτό του τρούλου. Δύο άγγελοι πετώντας πλαγιαστά κρατάνε το Χριστό μέσα στη δοξαστική σφαίρα, που μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο αυγό. Έβλεπα τους αγγέλους και θυμόμουν εμάς την προηγούμενη μέρα. Όχι πως θεωρούσα, έστω και τότε, τον εαυτό μου για άγγελο, αλλά για το φίλο μου το πίστευα αυτό. Είχε πολλά στοιχεία. Κομματάκι κομματάκι είναι καμωμένο κι αυτό, μου είπε στο τέλος. Ήταν φανερό πως σκεφτόταν τις φωτογραφίες. Κι εγώ για το ίδιο λυπόμουν, αλλά δεν ήθελα να το πω. Και όχι μονάχα τότε∙ ποτέ μου δεν τις ξέχασα. Πολλές οργιαστικές διηγήσεις μου μάλιστα, σ' αυτές κυρίως τις έχω στηρίξει, κι ας έχω δει πλήθος άλλες εν τω μεταξύ.
Από καιρό σε καιρό σκέφτομαι: αυτός που τις ξέσκισε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας δεν μπορεί να έκανε από το φόβο της έρευνας την πράξη. Ήταν προχωρημένη Κατοχή τότε, και από κάθε τι άλλο μπορούσες να κινδυνέψεις, αν το 'βρισκαν απάνω σου, όχι όμως και από άσεμνες φωτογραφίες. Η λογική μού λέει, πως θα τις χάλασε μάλλον από φόβο μήπως τις βρει καμιά μάνα του στις τσέπες του ή από θρησκευτική κρίση. Εγώ πάντως θέλω να πιστεύω πως από μετάνοια έγιναν όλα.
Γιώργος Ιωάννου: Για ένα φιλότιμο (Κέδρος)
Πάντως τον βρήκα να τις έχει όλες έτοιμες απάνω στο χορτάρι, και να μάχεται με τον αγέρα να μην του τις σκορπίσει. Πρώτη φορά μου έβλεπα τέτοια συμπλέγματα. Ήταν πολύ βρόμικος ο κόσμος. Εκείνος όμως τον έβρισκε ωραίο, μου έδειχνε λεπτομέρειες και γελούσε. Όλα είχαν το όνομά τους και το ήξερε. Δεν ξέρω όμως τι θα 'λεγε τώρα, γιατί βέβαια όλα θα τα είχε δοκιμάσει. Καθώς φεύγαμε, έδωσε μια με το πόδι του και σκόρπισαν πάλι τα κομματάκια.
Την άλλη μέρα, που έλεγα να τα μαζέψω, δε βρήκαμε ίχνος. Κάποιος άλλος θα τα είχε πάρει. Γι' αυτό μπήκαμε μέσα στην εκκλησία και κοιτάζαμε, ξαπλωμένοι ανάσκελα στις καρέκλες, την Ανάληψη στο ψηφιδωτό του τρούλου. Δύο άγγελοι πετώντας πλαγιαστά κρατάνε το Χριστό μέσα στη δοξαστική σφαίρα, που μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο αυγό. Έβλεπα τους αγγέλους και θυμόμουν εμάς την προηγούμενη μέρα. Όχι πως θεωρούσα, έστω και τότε, τον εαυτό μου για άγγελο, αλλά για το φίλο μου το πίστευα αυτό. Είχε πολλά στοιχεία. Κομματάκι κομματάκι είναι καμωμένο κι αυτό, μου είπε στο τέλος. Ήταν φανερό πως σκεφτόταν τις φωτογραφίες. Κι εγώ για το ίδιο λυπόμουν, αλλά δεν ήθελα να το πω. Και όχι μονάχα τότε∙ ποτέ μου δεν τις ξέχασα. Πολλές οργιαστικές διηγήσεις μου μάλιστα, σ' αυτές κυρίως τις έχω στηρίξει, κι ας έχω δει πλήθος άλλες εν τω μεταξύ.
Από καιρό σε καιρό σκέφτομαι: αυτός που τις ξέσκισε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας δεν μπορεί να έκανε από το φόβο της έρευνας την πράξη. Ήταν προχωρημένη Κατοχή τότε, και από κάθε τι άλλο μπορούσες να κινδυνέψεις, αν το 'βρισκαν απάνω σου, όχι όμως και από άσεμνες φωτογραφίες. Η λογική μού λέει, πως θα τις χάλασε μάλλον από φόβο μήπως τις βρει καμιά μάνα του στις τσέπες του ή από θρησκευτική κρίση. Εγώ πάντως θέλω να πιστεύω πως από μετάνοια έγιναν όλα.
Γιώργος Ιωάννου: Για ένα φιλότιμο (Κέδρος)
2 σχόλια:
Γιώργος Ιωάννου, Για ένα φιλότιμο, εκδ. Κέδρος
Το ερωτικό στοιχείο
Γράφει ο Δημήτρης Παλάζης
«Τίποτα δε γυρνούμε να κοιτάξουμε απ’ αυτα που έχουμε απάνω μας, για να καταλάβουμε τον κόσμο και τα ελαττώματά μας. Μιλούμε όμως συνεχώς για πράγματα, που ούτε ξέρουμε ούτε νοιώθουμε. Για σύννεφα, ουρανούς, αγγέλους και διάφορες αηδίες» είναι το «δόγμα» της γραφής του Γιώργου Ιωάννου, όπως διατυπώνεται στην τελευταία παράγραφο του πεζογραφήματός του «Οι ψύλλοι», από τη συλλογή του «Για ένα φιλότιμο».
Με οδηγό το προσωπικό του ημερολόγιο ή τη μνήμη του, το παρόν ή το μέλλον που προδιαγράφεται, ο Ιωάννου περιδιαβαίνει τον χώρο, αλλά και το χρόνο στα είκοσι δύο πεζογραφήματα της συλλογής – έτσι τα ονομάζει ο ίδιος -, ενοποιώντας τον σε παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Λόγος χαμηλόφωνος, εξομολογητικός, βαθύτατα βιωματικός, χωρίς ρητορείες και μεγαλοστομίες, από τα χείλη ενός αφηγητή που κυριαρχεί με το βλέμμα στραμμένο στις αισθήσεις του, στα συναισθήματά του, στη σκέψη του, στον εαυτό του.
Η θεώρηση του παρελθόντος στα χέρια του Ιωάννου εγγράφεται σε περιοχές που έχουν παραμεληθεί εν πολλοίς. Στις συνοικίες, στις γειτονιές, στους δρόμους, στα λαϊκά σινεμά, στα σφαγεία, σχηματίζοντας ένα χώρο πολύ διαφορετικό απ’ το συνηθισμένο, ζωντανό, γεμάτο επιθυμίες και δική του φωνή. Οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι αποκτούν αξία. Όψεις της καθημερινής ζωής αποκρυπτογραφούνται και αναδεικνύονται. Η Κατοχή και η «η πρωτεύουσα των προσφύγων», η Θεσσαλονίκη του, η παιδική και εφηβική του ηλικία, αυτοβιογραφούνται αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές τους.
Στα πόδια του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού, αλλά και του Ροΐδη και των βυζαντινών χρονικογράφων, μεταλαμπαδεύει στη γραφή του στοιχεία του μοντερνισμού, όπως η συνειρμική γραφή, η κατάργηση της ευθύγραμμης αφήγησης, η αιώρηση στο χρόνο και στον τόπο. Προπάντων όμως ο Γιώργος Ιωάννου είναι ένας συγγραφέας ερωτικός. Ο τόπος του είναι ο τόπος που ζει τους έρωτες του ή την απουσία τους, που θαυμάζει το αντικείμενο του πόθου του, τον άντρα. Είναι ο τόπος που βιώνει τη η μοναξιά του, τις παρενέργειες της ερωτικής του επιλογής, τις ενοχές και την περιθωριοποίηση. Είναι ο Καβάφης της γενιάς του στην πεζογραφία.
Στα «Κελιά», στο πρώτο πεζογράφημα της συλλογής εμφανίζονται οι «ημίγυμνοι φαντάροι», η απολογία του για την ερωτική επιθυμία και η απολύτρωση στη απομόνωση.
Στις «Κότες», η ερωτική παρέκκλιση με την κτηνοβασία.
Στα «Λαϊκά σινεμά», οι «ανήθικες χειρονομίες σκοτάδι» και ο θαυμασμός των αρσενικών της εργατικής τάξης.
Στα «Εβραίικα μνήματα», οι ερωτικές περιπέτειες στο κοιμητήρι.
Στο «Φόβο του ύψους», το μπανιστήρι.
Στον «Ξενιτεμένο», τοποθετεί τις ερωτικές του προτιμήσεις μακριά από τις γυναίκες, των οποίων την ύπαρξη και τη σκέψη γνωρίζει κυρίως από την παντοδύναμη μητέρα του.
Στους «Σφάχτες», η επιλογή του απόμερου μέρους και οι μπρατσωμένοι σφαγείς.
«Στα Καμένα», το αρχαίο άγαλμα του εφήβου με το κομμένο κεφάλι και τα σπασμένα γεννητικά όργανα.
«Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», η επίμονη παρατήρηση των αντρών προσφύγων και η ανίχνευση της καταγωγής τους από τα χαρακτηριστικά τους.
Στις «Κατηγορίες», η ερωτική στέρηση των φαντάρων κι ανάμεσα τους αυτοί που «ξάναψε μέσα τους η πυρκαγιά της αμαρτίας, έστω και κάτω από άλλη πίστη».
Στο «Για ένα φιλότιμο», το φλερτ μ’ αυτόν που καθόταν στο απέναντι τραπέζι και έπινε δήθεν αδιάφορα.
Στον «Μπάτη» οι σχισμένες ερωτικές φωτογραφίες στον αυλόγυρο της εκκλησιάς.
Στην «Εξαίσια αστική μας κοινωνία», η προτίμηση στις παρέες των εργατών, «όλο ζωντάνια κι ελεύθερο βάδισμα» και αρρενωπότητα.
Στο «Κάτω στις αχτές της Αφρικής», τα αφροδίσια νοσήματα, οι ορειχάλκινοι μποξέρ, οι λεκέδες από σπέρμα - ο αυνανισμός.
Στη «Φτερούγα σκοτεινή», το ερωτικής προέλευσης γούστο των δολοφόνων να γδύνουν τα θύματά τους.
Στους «Ψύλλους», η ερωτική συνεύρεση.
Στο «Άδεντρο», η θέαση των μισόγυμνων Γερμανών στρατιωτών, ο κύριος που επιθυμούσε να ασελγήσει εις βάρος του αφηγητή, η Εβραία που εκδιδόταν στα «αόρατα βάθη της πόρτας» εν γνώσει του άντρα της.
Στο «Ώρα για το κουκούλι», ο παραλληλισμός και η σύγκριση έρωτα και στοργής.
Στις «Αρρώστιες» ο έρωτας και ο φόβος του θανάτου.
Στη «Λαζαρίνα», ο φτιαχτός έρωτας με την προγραμματισμένη συνεύρεση γι’ αναπαραγωγή.
Στο «13-12-43», η λατρεία, η συγκίνηση και ο θαυμασμός για το νεαρό έφηβο που εκτελέσανε οι Γερμανοί στην κατοχή.
Και στο τελευταίο πεζογράφημα της συλλογής, τη «Λυσσασμένη αγελάδα», κλείνει με τον υπαινιγμό για την περιθωριοποίηση του αφηγητή λόγω των ερωτικών προτιμήσεων.
Τα παραπάνω είναι λίγες μόνο από τις αναφορές και τους υπαινιγμούς που είναι διάσπαρτοι σ’ ολόκληρο το βιβλίο. Οι ηθογραφικές αναφορές, ο παιδαγωγικός χαρακτήρας σε πολλά κείμενα, τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής, οι λαϊκές συνοικίες, η μοναξιά, ο πόνος είναι μέρος του σκηνικού που βιώνεται, πρωτίστως γιατί βιώνεται ο έρωτας παρών ή απών, η ερωτική ματιά. Είναι ένας έντεχνος υπαινιγμός που επιχειρείται με μαστοριά, έμμεσα, αλλά επώδυνα και ρεαλιστικά από το Γιώργο Ιωάννου, ένα συγγραφέα με σημαντική θέση στο μεταπολεμικό λογοτεχνικό κανόνα.
www.critique.gr
Δημοσίευση σχολίου