Τετάρτη, Οκτωβρίου 28, 2009

No 647

Image Hosted by ImageShack.usΔιαμαντής Διαμαντόπουλος

'Ενα πρωί, μόλις είχα γίνει καλά, ακούσαμε στο δρόμο ζωηρές φωνές. Μια γειτονοπούλα με την εφημερίδα στα χέρια φώναζε δυνατά: "Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο". 'Ηταν μια τόση δα ειδησούλα στην τελευταία σελίδα. Την έβλεπες και δεν μπορούσες να το πιστέψεις. Σε λίγο, όμως, άρχισαν αλλεπάλληλα παραρτήματα και το πιστέψαμε για καλά. Συνεργεία τοιχοκολλούσαν με μεγάλη βιασύνη τη διαταγή επιστρατεύσεως. Οι νέοι άντρες κατηφόριζαν παρέες παρέες για το πενήντα σύνταγμα να ντυθούνε. Ο πατέρας μου, που λόγω της δουλειάς του φαντάρος δεν πήγαινε, πήρε ένα μπουκάλι κονιάκ και μας πότιζε όλους με το ζόρι. Είχε ανοίξει τα παράθυρα και κερνούσε τους περαστικούς. Λόγια μεγάλα δεν ακούγονταν, είναι αλήθεια, όμως κανένας δεν έβαζε με το νου του πως μπορούσαν οι Ιταλοί να βρεθούν μια μέρα μπροστά μας.
Μετά το μεσημέρι άρχισαν να περνούν απ' την Αγίου Δημητρίου οι φάλαγγες των επιστρατευμένων. Μόλις ακούγαμε τραγούδια, τρέχαμε στη γωνιά για να χειροκροτήσουμε. Γυναίκες και παιδιά πέφταν μέσα στη γραμμή και τους φιλούσαν.
'Οταν όμως πήρε να νυχτώνει μας έπιασε απελπισία. Τα φώτα του δήμου δεν άναψαν και στο σπίτι δεν μπορούσαμε ν' ανάψουμε φως, αν δεν βάζαμε στα παράθυρα κουβέρτες. Που να ξέραμε πως οι Ιταλοί δεν ήταν σε θέση να βομβαρδίσουνε τη νύχτα. Αργότερα θέλαμε μόνο συννεφιά ή σκοτάδι.

Γιώργος Ιωάννου: Η Σαρκοφάγος (Ερμής)

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Aνάμεσα στο παρθεναγωγείο και την έκθεση, σ' ένα δρομάκι πολύ στενό, μονοπάτι μάλλον, χρόνια βρίσκονταν παραπεταμένη -κατά την προσφιλή συνήθεια των αρχαιολόγων μας- μια θαυμάσια αρχαία σαρκοφάγος. Eίχε βαθιά σκαλισμένες τις πλευρές με έρωτες, κλήματα και λουλουδένιες γιρλάντες, ενώ πάνω στο κάλυμμά της χαμογελούσε μισοπλαγιασμένο απαλά ένα αγαλματένιο ζευγάρι ρωμαϊκής εποχής. Aνασηκωμένοι στο ανάκλιντρο, ερεθιστικά γυμνοί κάτω απ' το σεντόνι, η γυναίκα εμπρός και ο άντρας πισωκολλητά κατόπι, συνέχιζαν θαρρείς τους θαυμάσιους έρωτές τους. Mου άρεσε να τους κοιτώ, γι' αυτό, τις νύχτες ιδίως, περνούσα συχνά από κει. Mε αναπαύουν, άλλωστε, όλοι οι έρημοι και σκοτεινοί δρόμοι. Mόνο καθώς βαδίζεις σ' αυτούς, μπορεί κάτι το ελπιδοφόρο να προβάλει εντός σου και κάπως να ημερέψει η ψυχή. Πήγαινα και καθόμουν στο χείλος της μισοσκεπασμένης λάρνακας, σα να περίμενα ν' αναστηθεί το αντρόγυνο ή να έρθουν οι γλυκιές μυροφόρες για να τις αναγγείλω εγώ πρώτος την ανάσταση: ηγέρθησαν, ούκ εισιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτούς. Συνήθως όμως ξεπρόβαλε ανάμεσα στ' αγριόχορτα και στα ψηλά σινάπια κάποιος που έρχονταν για ανάγκη του ή κανένας τύπος ύποπτος, μόνος του ή με παρέα. Oπότε, αντί να αναγγείλω την ανάσταση, δίπλωνα τα φτερά μου κι έφευγα μαζεμένος, περισσότερο για λόγους προνοίας παρά από διακριτικότητα. Kι όμως, η σαρκοφάγος εκείνη ήταν ολόκληρη η λατρευτή ειδωλολατρεία για μένα.
Σε λίγο, με χαρά διεπίστωσα πως την είχε κάνει φωλιά του ένα ζευγάρι νεαρών εραστών. Mπαίναν μέσα απ' το λοξά τραβηγμένο καπάκι και ξαπλώναν πάνω σε στρωμένες εφημερίδες, κολλημένοι, βέβαια, σφιχτά σφιχτά. Ίσως να βγάζαν και τα ρούχα τους το καλοκαίρι. Kάτι μου φάνηκε κάποια βραδιά πως υπήρχε αφημένο στο χείλος. Πάντως, ακόμα και να 'βρεχε, προφυλάγονταν απ' το σκέπασμα αρκετά. Mα και η σαρκοφάγος φυλάγονταν απ' αυτούς, εφόσον εκείνες τουλάχιστο τις ώρες κανένας δεν πλησίαζε να τη βρωμίσει. Oι νεαροί, μόλις άκουγαν τα βήματά μου, σταματούσαν τους ψιθυρισμούς. Kι εγώ περνούσα γρήγορα και κρυφογελαστά, μια και μισώ τα κρυφακούσματα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Δεν παρέλειπα όμως να χαϊδέψω λίγο πονηρά στο πλάι την τυχερή σαρκοφάγο.
)

Ανώνυμος είπε...

Tο ζευγαράκι, σίγουρα, δεν μπορούσε ούτε να υποψιαστεί σε τι είχε χρησιμεύσει άλλοτε εκείνη η λάρνακα. Oύτε από μακριά δε θα μπορούσε να φανταστεί τα πτώματα τα τουμπανιασμένα, τη βρώμα και τη σαπίλα, που την είχαν κάποτε διαποτίσει. Πολύ περισσότερο δε θα 'ξερε πως ήταν καμωμένη από πέτρα ειδική, που έχει την ιδιότητα να κατατρώγει πιο γρήγορα τις ανθρώπινες σάρκες. Ένας θεός μονάχα ξέρει, τι θα νόμιζαν πως ήταν εκείνο το κουβούκλιο.
Yπήρξε όμως κάτι, που οπωσδήποτε θα 'πρεπε να τους ενοχλεί. Kι αυτό ήταν η στενότητα του χώρου. Tην είχα διαπιστώσει κι ο ίδιος μπαίνοντας κάποτε μέσα. Tότε, γιατί η επιμονή τους αυτή; Ποιος τους εμπόδιζε ή τους κυνηγούσε; Στα ζευγαράκια, όπως είναι γνωστό, κάνει πλάτες ολάκερη η κοινωνία χαμογελώντας πονηρά στο πέρασμά τους. Nα 'ταν καμιά άλλη περίπτωση, από κείνες τις κατακριτέες, να το καταλάβω. Aλλά εδώ ήταν αδύνατο λογικά να βρω άκρη. Θα 'πρεπε, πάντως, να τους άρεσε πολύ εκεί μέσα.
Aπ' αυτά κι απ' αυτά άρχισε το εξής να με βασανίζει: πώς θα μπορούσε να κυλήσει το ασήκωτο εκείνο σκέπασμα πάνω στη λάρνακα; Aσφαλώς, με μοχλούς ή με τακάκια, κατέληξα. Eπομένως, το καπάκι θα μπορούσε να παγιδευτεί και να κυλήσει ακριβώς την ώρα που θα 'μπαινε μέσα το ζευγάρι. Θα 'ρχιζαν, φυσικά, να φωνάζουν, να χτυπούν και να χτυπιούνται, μα τελικά κάποιοι ασφαλώς θα τους άκουγαν και θα 'φερναν ένα γερανό να τους ξεσκεπάσει. Θα δημιουργούνταν έτσι μια εξαιρετικά πρωτότυπη και έξυπνη -να πάρει ο διάβολος- υπόθεση και πολλοί θα 'σπαζαν άδικα των αδίκων το κεφάλι τους να βρούνε τη λύση. Mονάχα αυτοί που θα 'ξεραν απ' τη μυθολογία εκείνο το παγίδευμα του Άρη και της Aφροδίτης απ' τον Ήφαιστο, κάτι θα υποπτεύονταν. Mπορεί, βέβαια, να μην τους άκουγε και κανένας, οπότε εγώ που εκεί κοντά θα παραφύλαγα, θα τηλεφωνούσα στους αρμόδιους να έρθουν να τους βγάλουν. Δε θα τους άφηνα να πάθουν τίποτε, απλώς θα τους βοηθούσα να ζήσουν έντονα κάτι. Ήθελα εξάλλου να ξαναζωντανέψω τη λάρνακα. Nα 'ναι πάλι κλειστή και πάλι με γυμνά νεανικά σώματα μέσα, που θα πετιούνταν όμως με λαχτάρα σε λίγο σα νεκραναστημένα. Σαρκοφάγος να ξαναγίνει επ' ουδενί λόγω θα της επέτρεπα.
Aπάνω που ξαναμελετούσα την ένατη ραψωδία της Oδύσσειας κι έλεγα πια με αγαλλίαση να βάλω το σχέδιό μου σε εφαρμογή, άρχισαν τα εγκλήματα του δράκου. Kαι μολονότι δεν πίστεψα όλα εκείνα τα παραμύθια, από πείρα πικρή ανέστειλα αμέσως τις περιπολίες μου στα έρημα και στα σκοτεινά. Tο ίδιο, άλλωστε, θα 'κανε και το ζευγαράκι.
Σε λίγο, πήρα των ομματιών μου και ξανάφυγα απ' την πόλη αυτή, όπου αναβλύζει, για μένα τουλάχιστο, σαν το μύρο η αγωνία. Όταν μετά από χρόνια ξαναπέρασα, ο τόπος ήταν αγνώριστος γύρω απ' το παρθεναγωγείο. Γκρεμίστηκαν τα πάντα κι απλώθηκε κι εκεί η λεγόμενη διεθνής έκθεση. Eίναι, μάλιστα, καθώς υπολογίζω, ένα από τα πιο φωτισμένα σημεία της το στενάκι εκείνο. Όσο για τη σαρκοφάγο την ξαναβρήκα προχτές, όχι χωρίς συγκίνηση, στον κήπο του μουσείου. Mου φάνηκε θλιβερή, σα να ξανάγινε τάφος.


(από το H Σαρκοφάγος, Kέδρος 1972)

Ανώνυμος είπε...

Τα παρατσούκλια

Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν γερασμένο, που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν τον χαιρετάω. Τον άκουσα για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα ν' αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Σαν χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν' ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. Αυτό το τέρας που είχε τώρα το θράσος να μου κάνει και παράπονα, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους διώκτες και βασανιστές μου, όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο. Κυρίως αυτός διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια μου, παριστάνοντας μάλιστα, όσο μπορούσε πιο γελοία, και τον τρόπο που μιλούσα. Η αληθεια είναι: ότι νέα παρατσούκλια δεν μου έβγαζε γιατί δεν ήταν σε θέση, έδειχνε όμως ιδιαίτερο ζήλο για τη διάδοση των ήδη γνωστών. Αυτός επίσης ο ουραγκοτάγκος ήταν που μετέφερνε τα παρατσούκλια του σχολείου στη γειτονιά μου και το αντίστροφο, κι αυτός πάλι με την παρέα του μου τα φώναζαν ακόμα και μέσα στο δρόμο, όταν πήγαινα βόλτα με τους γονείς μου. Νομίζει το χαϊβάνι πως δεν τα θυμάμαι πια ή ότι έχω ψυχή επιπόλαια σαν τη δικιά του. Ξεχνάει όμως ή συγχωρεί ποτέ ένας άνθρωπος με σώες τις φρένες τα βασανιστήρια που του κάνανε; Πώς λοιπόν να ξεχάσω κι εγώ αυτά που τράβηξα απ' την πρώτη ακόμα τάξη του δημοτικού σχολείου;

Πρώτα πρώτα το άλλο, το παλιό μου επίθετο, ήταν ένα αστείο παρατσούκλι. Και δεν ήταν ανάγκη να το πουν οι άλλοι, έπρεπε κάθε τόσο να το δηλώνω μονάχος μου. Μικρόν ορισμένοι με ξεμονάχιαζαν και μ' έβαζαν να το επαναλαμβάνω κάνοντας πως δεν το καλάκουσαν. Πεθαίνανε κάθε φορά στα γέλια. Στο σχολείο πάλι, όσο ανέβαινα τις τάξεις, το πράγμα καταντούσε μαρτύριο. Μόλις άρχιζαν να φωνάζουν κατάλογο, σφίγγονταν η καρδιά μου, ίδρωναν τα χέρια μου και μ' έπιανε τρεμούλα. Στο μεταξύ, ο καθηγητής είχε φωνάξει δυο τρεις φορές το επίθετό μου, ώσπου ν' ακούσει το άψυχο παρών που έβγαζα, μέσα σε μια τάξη σκασμένη κιόλας στα γέλια. Κάποτε ένας απαίσιος καθηγητής της μουσικής, μεγάλος σπάρος, διέκοψε τον κατάλογο, με πρόσταξε να σηκωθώ και μου έκανε στριμμένα: "Γιατί δε φωνάζεις δυνατά, ρε μπούφε;" Αυτό ήθελαν κι οι άλλοι, τους πετούσε νέα τροφή. Για μεγάλο διάστημα, εκτός από πολλά άλλα, ήμουν και ο "μπούφος" της τάξεως. Οι κακοηθέστεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το κάνουν γνωστό σ' ολόκληρο το γυμνάσιο. Επεδίωκαν μάλιστα να διηγούνται το περιστατικό, ενώ βρισκόμουν κάπως κοντά στην παρέα τους για να τ' ακούω κι εγώ και να σκάω [...].

Όταν όμως παίχτηκε κάποτε στο θέατρο μια οπερέτα με τίτλο Οικογένεια Βατραχιάν και γέμισαν οι τοίχοι αφίσες, ολόκληρο το σόι μου έπεσε άρρωστο. Κανένας τους δεν ήθελε να βγει στο δρόμο. Εγώ σχεδόν το χάρηκε γιατί επιτέλους τους έβλεπα κι αυτούς να υποφέρουν απ' τ' όνομά μας. Ευτυχώς όμως που έτυχε να είναι καλοκαίρι γιατί αλλιώς εγώ επρόκειτο να τραβήξω τα μαρτύρια των εβραίων στο σχολείο. Και τώρα καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο την οπερέτα αυτή, που είναι πράγματι πολύ αστεία. Καρφί όμως δεν μου καίγεται. Ακόμα κι επίτηδες να μας το κάνουν, διόλου δεν μ' ενδιαφέρει. Μακάρια να μπορούσαν να την παίζουν μέρα νύχτα για να ευφραίνομαι.

Το ευτύχημα ήταν πως το γυμνάσιο βρίσκονταν σε άλλη περιφέρεια απ' το δημοτικό που είχα βγάλει κι έτσι στα παρατσούκλια του γυμνασίου δεν προστέθηκαν κι εκείνα του δημοτικού. Γιατί εκεί πια ήταν που μου είχαν ζεματίσει την ψυχή. Η δασκάλα μας, μια ανεκδιήγητη γκεργκέφω, μόλις με είδε ζαρωμένον στο θρανίο παρατήρησε: "εσύ παιδί μου, κάνεις σαν σκαντζόχοιρος". Όλα τα παιδιά γέλασαν κι απ' το πρώτο κιόλας διάλειμμα άρχισαν να μου το φωνάζουν. Η δασκάλα κατευχαριστημένη το επανέλαβε και τη δεύτερη ώρα. Στην αρχή όλοι μου φώναζαν το παρατσούκλι κοροϊδευτικά. Κατόπι, αντί να το ξεχάσουν, το συνήθισαν και το 'λεγαν χωρίς ιδιαίτερη κακία, σαν ένα οποιοδήποτε όνομα. Εγώ όμως αδύνατο να το συνηθίσω, κάθε μέρα με πλήγωνε πιο βαθιά. Ιδίως όταν παίζαμε ποδόσφαιρο κι ήθελαν να τους δώσω πάσα, τότε το "Σκαντζόχοιρε, Σκαντόχοιρε" αντηχούσε σ' όλους τους τόνους.

Ανώνυμος είπε...

'Aρχισα να μην παίζω με κανέναν. Έπαιζα μόνος μου στην αυλή μας διάφορα παιχνίδια. Έβρισκα δυο φωλιές μερμήγκια διαφορετικά σε χρώμα και μέγεθος. Επειδή ήμουν πολύ ξανθός, ήθελα η μια φωλιά να έχει ξανθά μερμήγκια. Η άλλη είχε μελαχρινά με μεγάλα ευκίνητα πόδια. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Έπαιρνα τότε ένα απ' τα ξανθά, που ήταν πιο αδύναμα, και το 'ριχνα μέσα στην τρύπα της φωλιάς, εκεί όπου έβραζαν τα μαύρα μερμήγκια. Αυτά έζωναν αμέσως το ξανθό, το δάγκωναν από παντού, το τραβολογούσαν, και τελικά, μέσα σ' ένα συνωστισμό, το 'σερναν μισοπεθαμένο στη φωλιά τους. "Πάει ο σκαντζόχοιρος", έλεγα πικραμένος [...].

Τα βράδια, συνήθως την ώρα που τρώγαμε, περνούσαν παρέες παρέες τα παιδιά κάτω απ' το σπίτι και ούρλιαζαν στα σκοτεινά τα διάφορα παρατσούκλια μου. Μέχρι τραγούδια μου είχαν βγάλει. Μόνο εγώ τα άκουγα, οι δικοί μου χαμπάρι δεν είχαν. Μ' έπιανε τότε σφίξιμο στο στομάχι, χλώμιαζα, κι αφήνοντας το φαγητό στη μέση έτρεχα να κοιμηθώ ή μάλλον να κρυφτώ κάτω απ' τα στρωσίδια [...].

Ήρθε όμως μέρα, που το κακό στο σχολείο παράγινε. Δίπλα μου στο θρανίο καθόταν ένα παιδί, που του είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Δε θυμάμαι πια τ' όνομά του. θυμάμαι όμως που φορούσε ναυτικά, παιδικά ρούχα της μόδας τότε. Ένα πρωί, στο διάλειμμα, η δασκάλα με κάλεσε στο γραφείο. Μέσα περίμενε μια άγνωστή μου κλαμένη γυναίκα, που μόλις μπήκα μ' αγκάλιασε και με φιλούσε. Κατόπι μου εξήγησε πως ο φίλος μου, λίγο προτού ξεψυχήσει, παραμιλούσε κι έλεγε συνεχώς τ' όνομά μου. Πάλι καλά που δεν έλεγε κι αυτός το παρατσούκλι μου -όλα να τα περιμένεις.

Στα σαράντα του, η φρικαλέα εκείνη δασκάλα φρόντισε να διορθώσει κάπως τα πράγματα. Είχαν στείλει στο σχολείο φακελάκια με κόλλυβα και γλυκά παξιμάδια. Η κυρία μας, αφού φόρεσε τελετουργικά κάτι μαύρα μανικέτια απ' τον καρπό ως τον αγκώνα για να μη λερωθεί, είπε μελιστάλαχτα: "Ο σκαντζόχοιρος θα πάρει από δύο, γιατί ήταν φίλος του". Το χτύπημα ήταν αβάσταχτο. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας πικρά. Έπεσα στο σπίτι με πυρετό. Δεν ήθελα να ξαναπάω στο σχολείο ούτε να βγω έξω. Μάταια προσπαθούσαν να με πείσουν, ότι παραπονέθηκαν στη δασκάλα, που φυσικά όχι μόνο τ' αρνήθηκε όλα, μα δήλωσε πως μ' αγαπούσε ιδιαίτερα.

Τις επόμενες μέρες δεν μ' έστειλαν σχολείο. Η μάνα μου κάθε πρωί μου φορούσε τα καλά μου, μού 'βαζε ένα καπέλο, και μ' έστελνε στο γειτονικό Σέιχ-Σου [...].

Αυτό σαν να με γιάτρεψε κάπως. Την άλλη χρονιά με γράψανε σ' άλλο σχολείο.

Τώρα πια ούτε οι πιο κακόγλωσσοι και φαρμακεροί φίλοι και συνάδελφοί μου τολμούν να μου βγάλουν παρατσούκλι. Το πράγμα σχεδόν με στενοχωρεί. Φαίνεται πως με το πέρασμα του χρόνου η φωνή μου, η μορφή μου, η σκέψη μου, το βάδισμά μου, πήραν επιτέλους να μου ταιριάζουν, ίσως και να διορθώθηκαν, ενώ πρώτα ήταν ίσως πρόωρα και παράταιρα επάνω μου. Με τους περισσότερους όμως απ' αυτούς συμβαίνει τ' αντίθετο. Βέβαια, θα έχει παίξει κάποιο ρόλο και το γεγονός πως έχω γίνει εγώ ο ίδιος πια άσος στο να κολλώ παρατσούκλια και κάμποσα που έστειλα συστημένα κάποτε σε ορισμένους απόκοτους και γελοίους, τους ζεμάτισαν τόσο, που δεν ξανάβγαλαν άχνα. Κρίμα που δεν ανακάλυψα την μέθοδο αυτή πιο μπροστά.

Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα, τώρα καταλαβαίνω πόσο μαρτύρησα κάποτε απ' το τίποτε και πόση επίδραση είχαν πάνω σ' όλη μου τη ζωή εκείνα τα παρατσούκλια


(H Σαρκοφάγος, Kέδρος 1972)

Ανώνυμος είπε...

Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Πρωτότοκος γιος προσφυγικής οικογένειας, οικονομικά κατεστραμμένης, μεγάλωσε και σπούδασε στη γενέτειρά του κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πήρε πτυχίο φιλολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το 1960 διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση και υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα μέρη (Κυνουρίας, Βεγγάζη, Καλαμαριά). Το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα, αρχικά σε γυμνάσιο και μετά στο υπουργείο Παιδείας, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή, τα Ηλιοτρόπια, την οποία ακολούθησε μια δεύτερη το 1963. Έκτοτε επιδόθηκε στην πεζογραφία όπου κυρίως καταξιώθηκε ως λογοτέχνης. Παράλληλα έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, εξέδωσε εκλογές δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών, καραγκιόζη, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Το 1979 τιμηθεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του Το δικό μας αίμα.

Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο τόσο ιδιότυπο όσο και μοναχικό, το οποίο όμως, αποτελεί νεότερο κρίκο στην πιο εκλεκτή παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Τα κείμενά του με ειδολογικά κριτήρια θα μπορούσαν να διακριθούν σε λογοτεχνικά κείμενα, σε χρονικά (ιστορικά γεγονότα), σε χρονογραφήματα, δοκίμια και σε μικτά. Εμείς θα εντρυφήσουμε στα λογοτεχνικά του κείμενα που είναι το Για ένα φιλότιμο, Η Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, και Ο Επιτάφιος Θρήνος.

Τα χρόνια που σφράγισαν τη ζωή του συγγραφέα είναι εκείνα του πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου, όπως τα έζησε στη Θεσσαλονίκη που μεγάλωσε. Προικισμένος με ασυνήθιστη αισθαντικότητα όσο και παρατηρητικότητα γνώρισε από κοντά το δράμα της προσφυγιάς, του ξεριζωμού των Εβραίων, και γενικότερα των συμπολιτών του, στο διάστημα αυτής της ταραγμένης περιόδου. Τα περισσότερα κείμενά του συνθέτουν ως σύνολο μια τοιχογραφία - μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της, ιδωμένων από την προσωπική του σκοπιά.

Η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτεται θαυμαστά. Σ’ αυτό το μαγνήτη του διεσπαρμένου ελληνισμού, σ' αυτό το δείγμα όλων των εποχών της Ελλάδας από τη ρωμαϊκή κατοχή ως σήμερα, ο Γιώργος Ιωάννου καταφέρνει να μας δείξει ευκαιριακά άλλοτε το ενιαίο ψηφιδωτό κι άλλοτε μια μια τις συστατικές ψηφίδες της Θεσσαλονίκης. Απ΄ τα σφαγεία με τις απέραντες ερημιές και τις λαϊκές ταβερνούλες, στον παλιό σταθμό με τα παρακμασμένα καφενεία και τα αδρανούντα βαγόνια, στην ύποπτη Μπάρα και στη Ραμόνα, στη γραφική και μίζερη Πάνω Πόλη, στην αχανή και αδιαμόρφωτη πλατεία Δικαστηρίων, στους σαθρούς βυζαντινούς ναούς, στα ύποπτα ξενοδοχεία της Εγνατίας, στις στενόκαρδες πολυκατοικίες, στους άχρωμους κεντρικούς δρόμους, στα μουχλιασμένα γραφεία, στο πανεπιστήμιο, στα λαϊκά σινεμά της μπόχας, στην κοσμική ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας περπατάει με άνεση, γνήσιος Θεσσαλονικιός, που καταλαβαίνει, που μιλάει όταν του πέφτει λόγος και που σωπαίνει όταν χρειάζεται ν' ακούσει και να δει, που αναγνωρίζει, συγκινείται και στοχάζεται.

Ανώνυμος είπε...

Όλα αυτά, τόσα πολλά, αναδίνουν μια ποικίλη όσο και οδυνηρή ατμόσφαιρα, καθώς αναλογιζόμαστε τη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, βλέποντας αυτό το μακελειό των αισθημάτων και προθέσεων, βλέποντας το καταχτυπημένος απ' τη μοίρα άτομο που αγωνίζεται να σταθεί. Συχνά μάλιστα με κάποια δόση θυμοσοφίας καθώς δεν παραλείπει να εντοπίζει και να εκφράζει τις ιλαρές πτυχές των διάφορων δραματικών καταστάσεων.

Η πρόζα του δεν εκπίπτει σε ποιητική πρόζα, αντίθετα πολλές φορές νομίζεις ότι η πρόζα του Ιωάννου σχολιάζει την ποίηση "Ας είναι επιτέλους ένα μικρό στενό δωμάτιο, να κλειδωθώ, να μη βλέπω και να μην ακούω. Εκεί μέσα ίσως κατορθώσω ν' απολογηθώ εγκαίρως, να εξομολογηθώ με κάθε λεπτομέρεια, να γιατρευτώ. Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό απ' την εξομολόγηση. Ίσως γι αυτό είμαι τόσο πελαγωμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται. Κάποτε νόμιζα πως, αν μιλήσω, θα πέσει ο ουρανός να με πλακώσει. Τότε ήμουν είκοσι χρονώ και όταν ήμουν στα είκοσι, δε μου φάνηκε τίποτε που έγινα εικοσιένα μάλλον ήταν καλύτερα γιατί πήγα φαντάρος. Ο πανικός μ' έπιασε μετά τα τριάντα, και τώρα δεν ξέρω από που να κρατηθώ".

Έχουμε να κάνουμε πάντα μ' έναν άνθρωπο που διψάει να μιλήσει απλά κι αληθινά. "Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ' ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως". Ωστόσο ο πανικός είναι πάντα ρεύμα που τον τινάζει : "Καμιά φορά, που παρακατέχομαι από τέτοιους φόβους, με πιάνει σύγκρυο, όταν αντιλαμβάνομαι πως κάποιος κανόνισε το βήμα του πάνω στο δικό μου, και σταματάει κι αυτός στις ίδιες βιτρίνες. Δεν μπορώ να μη βάζω κακό με το νου μου είμαι κι εγώ παιδί μας εποχής δολοφόνων".

Σκάβοντας αδιάκοπα μέσα του δίχως έλεος, τρίβοντας το δέρμα του πάνω στα πράγματα και μιλώντας επίμονα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς περιστροφές, το ύφος του επιβάλλεται γυμνό: δεν ναρκισσεύεται, δεν μεγαληγορεί, δεν ψευτίζει. Χρειάζεται να έχεις μέσα σου μεγάλα αποθέματα ειλικρίνειας για να μη φοβάσαι την κοινότυπη έκφραση, την τριμμένη λέξη, την απλή κουβέντα-αν και, φαντάζομαι, ένα έμπειρο μάτι δεν θα δυσκολευτεί ν' αναγνωρίσει, πίσω από τον λιτό πεζογράφο, τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που πάλεψε χρόνια με τις λέξεις, θητεύοντας στην ποίηση. Εξάλλου με τις πρόζες τούτες βρισκόμαστε κιόλας σ' ένα όριο όπου η ωραιολογία φαίνεται ολότελα περιττή πολυτέλεια. Τι χρειάζονται οι λαμπρές φορεσιές σε κορμιά που δεν φοβούνται ν' αποκαλύψουν την εύρωστη γύμνια τους;

Οι πρόζες του Ιωάννου ξεφεύγουν τον κίνδυνο να γίνουν σελίδες ιδιωτικού ημερολογίου αδιάφορες για τους τρίτους, ή να μεταβληθούν σε ξερές θεματογραφικές ασκήσεις. Πολύ περισσότερο αυτός προχωρεί σε βάθος, στοχάζεται χωρίς ψυχρές φόρμουλες, κι αφήνει το ατομικό περιστατικό ν' αναχθεί σε καθολικότερη μοίρα. Γιατί πίσω από την ιδιωτική υπόθεση ενός ανθρώπου που καταγράφει τις εμπειρίες του από τη Θεσσαλονίκη, την ελληνική επαρχία και την Αφρική, υπάρχει το γενικότερο ανθρώπινο αδιέξοδο, κρυσταλλωμένο σε μερικές, άψογες συχνά, πεζογραφικές φόρμες. Και πίσω από την εγκαρτέρηση και τη μνήμη του ίδιου ανθρώπου, σφαδάζει τραγική η εποχή των δολοφόνων.

www.serrelib.gr